Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου: Η θεσμοθέτηση της αντιμετώπισης της ποινικής “δικομανίας” – Μία σύγχρονη πρόκληση

Η θεσμοθέτηση επομένως και σε ποινικό δικονομικό επίπεδο αυστηρών κανόνων δεν αποτελεί καινοφανή παρέμβαση αλλά συνιστά αναγκαία μεταρρύθμιση, που στόχο της θα πρέπει να έχει την ορθή και ταχύτερη απονομή της Δικαιοσύνης.

NEWSROOM
Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου: Η θεσμοθέτηση της αντιμετώπισης της ποινικής “δικομανίας” – Μία σύγχρονη πρόκληση

Κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων ημερών, δημοσιεύονται προκαλώντας ζωηρό ενδιαφέρον, πληροφορίες από πηγές νομικών ιστοσελίδων (όπως το dikastiko.gr) αλλά και από την γενικότερη συναφή αρθρογραφία, περί του ότι στα πλαίσια της επικείμενης αναδιάρθρωσης της ποινικής δικονομικής νομοθεσίας, προωθούνται ειδικές ρυθμίσεις με σκοπό την αντιμετώπιση της «δικομανίας».

Το δόκιμο της επί του νομοθετικού κειμένου ενσωμάτωσης της εν λόγω λέξης, καθορίζεται θα λέγαμε άνευ ετέρου, τόσο από την κοινωνική υπόσταση που αυτή προσλαμβάνει ως φαινόμενο στην καθημερινή πρακτική, όσο και από τα χρόνια αποτελέσματα του φαινομένου αυτού που δεν είναι άλλα από την βραδυδικία και την πολυδικία.

Η εισαγωγή του όρου «δικομανία», είτε αυτή λάβει χώρα επισήμως εμμέσως, είτε επισήμως ευθέως και ρητώς στην ποινική έννομη τάξη της χώρας μας, συνεπάγεται μία βασικότατη και ουσιώδη διαπίστωση: Ότι η στατιστική αποτύπωση των ποινικών υποθέσεων στα κεντρικά αλλά και στα επαρχιακά δικαστήρια, έχει καταδείξει μία ογκώδη σώρευση δικαστικής ύλης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται από την άποψη της περαίωσης τους.

Μελετώντας τις σχεδιαζόμενες διατάξεις όπως παρατίθενται από τις ανωτέρω νομικές πηγές, διαπιστώνουμε πως λαμβάνουν κυριαρχική θέση διατυπώσεις περί «προφανούς αβάσιμης έγκλησης ή μήνυσης» αλλά και  διατυπώσεις περί έγκλησης-μήνυσης «εντελώς ψευδούς» που «έγινε από δόλο, αμέλεια ή από τάση δικομανίας, όπως αυτή προκύπτει από την υποβολή ασυνήθους αριθμού αβάσιμων προηγουμένων μηνύσεων ή εγκλήσεων του ίδιου προσώπου», «ή ότι παραμορφώθηκαν με αυτήν δολίως τα πράγματα, ώστε να δοθεί στην πράξη βαρύτερος χαρακτηρισμός ή να συμπεριληφθούν στην δίωξη πρόσωπα εντελώς αμέτοχα στην αξιόποινη πράξη».

Η διακρίβωση όπως αναφέρεται μάλιστα των ανωτέρω από την επιλαμβανόμενη Εισαγγελική Αρχή ή από το Δικαστικό Συμβούλιο ή από το Δικαστήριο εάν η υπόθεση προχωρήσει αντιστοίχως, θα έχει ως αποτέλεσμα μεταξύ άλλων, την επιβολή ιδιαίτερα αυξημένων δικαστικών εξόδων σε βάρος του εγκαλούντα-μηνυτή.

Ο διττός χαρακτήρας της προαγωγής αυτών των διατάξεων, θα πρέπει προφανώς να συνίσταται αφενός στην πρόληψη και αφετέρου στην καταστολή της ασφυκτικής συγκέντρωσης των άνευ ουσίας ή των επιτηδευμένων υποθέσεων, οι οποίες έχουν ως επακόλουθο το μεν την σώρευση αμέτρητων δικογραφιών στις Εισαγγελίες, το δε την χρόνια επιβάρυνση των πινακίων των ποινικών δικαστηρίων. Συγχρόνως καθίσταται εμφανές ότι επιδιώκεται ορθά με την προωθούμενη ρύθμιση, το να δοθεί ισχυρό έρεισμα στις Εισαγγελικές και στις Δικαστικές Αρχές, να αξιολογούν όχι μόνο την ουσιαστική βασιμότητα μίας έγκλησης-μήνυσης αλλά και τα βαθύτερα κίνητρα του υποβάλλοντα αυτήν μηνυτή-εγκαλούντα.

Ενδεχομένως να υποστηριχθεί πως ελλοχεύει ο κίνδυνος οι άνω ρυθμίσεις να θεωρηθούν αντισυνταγματικές, υπό το πρίσμα του περιορισμού του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας από τα Δικαστήρια, όπως προβλέπεται από το Σύνταγμα στο άρθρο 20, παρ.1. Σε ένα τέτοιο σκεπτικό, η προσήκουσα απάντηση προέρχεται ερμηνευτικά από το ίδιο το Σύνταγμα και μάλιστα από το ίδιο άρθρο.

Ειδικότερα η δημιουργία πολυπληθών δικογραφιών κατόπιν προφανώς αβασίμων μηνύσεων, είναι γνωστό πως επιβαρύνει το έργο των Εισαγγελικών και των Δικαστικών Αρχών, με ορατό κίνδυνο την παραγραφή άλλων υποθέσεων προδήλως και ιδιαίτερα σημαντικών.

Επομένως η σκοπούμενη ρύθμιση, ουσιαστικώς τίθεται ως μία ασφαλιστική δικλείδα εφαρμογής του Συντάγματος περί της παροχής αποτελεσματικής έννομης προστασίας, αποσοβώντας την απώλεια δικονομικών δικαιωμάτων αλλά και την διαιώνιση δικών χωρίς ουσιαστική και ταχεία προαγωγή.  Άλλως, είναι σαφές ότι δεν επιτρέπεται το όποιο δικαίωμα δικαστικής προστασίας ορισμένων προσώπων, να λειτουργεί ακροθιγώς σε βάρος του δικαιώματος δικαστικής προστασίας των υπολοίπων. Ας μην λησμονείται εξάλλου ότι ο Πλάτων είχε υποστηρίξει πως «αδικία έξις υπεροπτική νόμων», δηλαδή «είναι έλλειψη δικαιοσύνης η συνήθεια να περιφρονούνται οι νόμοι» και προς τούτο το νομοθετικό αυτό εγχείρημα αποτελεί την ρεαλιστικότερη αποτύπωση της εν λόγω Πλατωνικής άποψης.

Ιδιαίτερο επιπρόσθετα ενδιαφέρον, θα έχει το εάν και υπό ποιες προϋποθέσεις θα δύνανται να τύχουν εφαρμογής οι ανωτέρω διατάξεις περί του προφανώς αβασίμου των εγκλήσεων-μηνύσεων-αναφορών, στην περίπτωση που την ποινική δίωξη ζητούν οι πάσης φύσεως Δημόσιες Αρχές, τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και οι ΟΤΑ και σε καταφατική περίπτωση πως θα επιβάλλονται τα δικαστικά έξοδα.

Ο παραπάνω προβληματισμός ενισχύεται άνευ ετέρου από το ότι οι προαναφερόμενες δημοσίου χαρακτήρα αρχές και τα αντίστοιχα νομικά πρόσωπα, προστατεύουν αγαθά γενικότερου δημοσίου συμφέροντος με υπέρτερο χαρακτήρα όπως παραδείγματος χάρη το περιβάλλον, το δημόσιο χρήμα, ο αιγιαλός, η παραλία, τα δάση, οι δημοτικές εκτάσεις κλπ. Συνεπώς ενόψει της αναγκαιότητας δικαστικής προστασίας των δημοσίων αγαθών, η εξέταση της ουσιαστικής βασιμότητας της αναφοράς μίας δημόσιας αρχής σε ποινικό επίπεδο, θα πρέπει να γίνεται προσεκτικά. Σε κάθε περίπτωση, η διασαφήνιση από τον Νομοθέτη της δυνατότητας επέκτασης της εξέτασης του βασίμου και επί των εγκλήσεων κλπ των δημοσίων αρχών παρίσταται σημαντική, ώστε να αποφευχθούν στην πράξη τυχόν εσφαλμένες διασταλτικές ή συσταλτικές ερμηνείες.

Επιλογικά, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι ο καθορισμός ενός πλαισίου καταστολής της δικομανίας, δεν αποτελεί νέο δεδομένο στην ελληνική νομοθεσία. Ήδη στην Πολιτική Δικονομία υφίσταται παρεμφερώς και αντιστοίχως, η συναφής διάταξη του άρθρου 205 κατά την οποία: «Το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, με την οριστική απόφαση του, επιβάλλει στον διάδικο ή στον νόμιμο αντιπρόσωπό του ή στο δικαστικό του πληρεξούσιο, ανάλογα με την ευθύνη καθενός, χρηματική ποινή από χίλια (1.000) ευρώ έως δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ, που περιέρχεται στο δημόσιο ως δημόσιο έσοδο, αν προκύψει από τη δίκη που έγινε, ότι, αν και το γνώριζαν: 1) άσκησαν προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή ή παρέμβαση ή προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο ή 2) διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ή το καθήκον της αλήθειας.»

Η θεσμοθέτηση επομένως και σε ποινικό δικονομικό επίπεδο αυστηρών κανόνων για την συνολική αντιμετώπιση άσκοπων ή επιτηδευμένα μεθοδευμένων καταγγελιών, μηνύσεων, εγκλήσεων και άλλων παρόμοιων ενεργειών, δεν αποτελεί καινοφανή παρέμβαση αλλά συνιστά αναγκαία μεταρρύθμιση, που στόχο της θα πρέπει να έχει την ορθή και ταχύτερη απονομή της Δικαιοσύνης αλλά κυρίως την εξασφάλιση της ουσιαστικής δικαστικής προστασίας του πολίτη, στα πλαίσια της εύρυθμης λειτουργίας του Κράτους Δικαίου.

*Κωνσταντίνος Δ. Παπακωνσταντίνου, Δικηγόρος Κορίνθου

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr