Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου: Η τυποποίηση της συκοφαντικής δυσφήμισης και η έννοια των δικαστικών λειτουργών ως τρίτων

Οι προβλέψεις του Νέου Ποινικού Κώδικα. Σκέψεις και προβληματισμοί.

NEWSROOM
Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου: Η τυποποίηση της συκοφαντικής δυσφήμισης και η έννοια των δικαστικών λειτουργών ως τρίτων

«εὐλαβοῦ τὰς διαβολάς, κἂν ψευδεῖς ὦσιν» (Ισοκράτης)

Ενόψει των τροποποιήσεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η ανωτέρω παραίνεση του Αθηναίου ρήτορα Ισοκράτη, δημιουργεί συνειρμικά σκέψεις για την οριοθέτηση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης, αναφορικά προς τον κύκλο προσώπων που λαμβάνουν γνώση ενός δυσφημιστικού γεγονότος αποτελώντας τρίτα πρόσωπα.

Εξετάζοντας ειδικότερα για την συκοφαντική δυσφήμιση το αντίστοιχο άρθρο 363 του Ποινικού Κώδικα όπως τροποποιείται σύμφωνα με το κείμενο της δημόσιας διαβούλευσης, αυτό διαμορφώνεται ως εξής για την έννοια του τρίτου: «Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου, ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον εν γνώσει του ψευδές γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή και αν τελεί την πράξη δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή. Στην έννοια του τρίτου δεν περιλαμβάνονται δημόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι που λαμβάνουν γνώση των ισχυρισμών κατά την ενάσκηση καθήκοντος στο πλαίσιο πολιτικής, ποινικής ή διοικητικής δίκης, χωρίς να συνδέονται προσωπικά με τα μέρη».

Διαπιστώνεται λοιπόν η ευθεία πρόθεση του Νομοθέτη, να αποσυμπλέξει από την έννοια του «τρίτου» τους δημόσιους, δικαστικούς λειτουργούς και υπαλλήλους, όταν ενόψει των καθηκόντων τους, λάβουν γνώση ενός ψευδούς και συκοφαντικού ισχυρισμού, ανεξάρτητα μάλιστα του είδους της δίκης που το γεγονός αυτό έλαβε χώρα.

Επί αυτού αναφύονται ορισμένες οπτικές που συγχρόνως εισάγουν αντίστοιχους προβληματισμούς και ερωτήματα:

Πρώτον, ως γνωστόν η Ποινική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την υπ.αρ. 3/2021 απόφασή της έκρινε ότι τα άνω πρόσωπα (δικαστικοί λειτουργοί, υπάλληλοι κλπ) σαφώς και υπάγονται στην έννοια του «τρίτου» με το σκεπτικό πως: «Μόνο το γεγονός ότι τα δικαστικά πρόσωπα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν αυστηρά προκαθορισμένους ρόλους, δεν εκφράζουν την προσωπική τους άποψη, δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε σχολιασμό όσων εκτίθενται στο πλαίσιο της οικείας διαδικασίας και εκφέρουν την κρίση τους εντός του πλαισίου των καθηκόντων τους, αποκλειστικά, προς διευθέτηση της εννόμου σχέσεως που αφορά τα διάδικα μέρη, χωρίς να την ανακοινώνουν σε άλλους, δεν δικαιολογεί τη συσταλτική ερμηνεία του όρου “τρίτος”, αφού και ο δικαστικός λειτουργός δεν παύει ως άνθρωπος να γίνεται κοινωνός μιας δυσμενούς παράστασης για το πρόσωπο που αφορούν οι ισχυρισμοί, χωρίς μάλιστα να έχει πάντοτε τη δυνατότητα να ερευνήσει την ουσιαστική βασιμότητα αυτών είτε για λόγους τυπικούς (όπως π.χ. σε περίπτωση παραγραφής, εκπρόθεσμης υποβολής της έγκλησης κλπ), είτε διότι περιορίζεται δικονομικά από το αντικείμενο της έρευνάς του, όπως συμβαίνει, όταν στο απευθυνόμενο σε αυτόν δικόγραφο περιλαμβάνονται, πέραν του ερευνώμενου αντικειμένου, και άσχετοι προς αυτό, δυσφημιστικοί για τον αντίδικο, ισχυρισμοί, οπότε ο θεσμικός ρόλος των δικαστικών προσώπων δεν αποτρέπει ουσιαστικά τον κίνδυνο διασυρμού του φορέα του προστατευόμενου εννόμου αγαθού. Δεν αποκλείεται δε ο δράστης, ο δόλος του οποίου δεν χρειάζεται να οριοθετεί και να προσδιορίζει επακριβώς τους τρίτους, ενώπιον των οποίων επιδιώκει να συκοφαντήσει ή να δυσφημήσει κάποιον, να αποβλέπει στην πραγματικότητα στο διασυρμό του συγκεκριμένου ατόμου με δυσφημιστικά γεγονότα, μέσω του θεσμικού ρόλου των δικαστικών λειτουργών και με πρόσχημα την επίκληση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη.»

Η ανωτέρω κρίση της Ολομελείας του Αρείου Πάγου, επέλυσε έκτοτε και διαρκώς εν συνεχεία, προγενέστερες, αντικρουόμενες νομολογιακές απόψεις επί του ζητήματος αυτού. Το ερώτημα λοιπόν είναι πως θα εφαρμοστεί μία νέα νομοθετική διάταξη, όταν αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την προαναφερόμενη απόφαση της Ολομέλειας και το σκεπτικό της και η οποία (Ολομέλεια) έχει προσεγγίσει με συγκεκριμένη ερμηνεία το εν λόγω θέμα;

Και ναι μεν οι δικαστές εκ του άρθρου 87 παρ.2 του Συντάγματος «κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος», πλην όμως η ήδη διαμορφωθείσα κρίση επί της έννοιας του τρίτου ως προς τους δικαστικούς λειτουργούς, θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν από τον Νομοθέτη, ενώ συγχρόνως είναι ανάγκη να υπάρξει επαρκής αιτιολογία για την συγκεκριμένη τροποποίηση της διάταξης αυτής ώστε να μην προκύψουν κενά ενδεχόμενης αντισυνταγματικότητας.

Παραλλήλως η ποινική αυτή διάταξη όπως τροποποιείται, δίδει την δυνατότητα εφαρμογής της ως ηπιότερης με αποτέλεσμα καταδικαστικές αποφάσεις να ανατραπούν στο μέλλον σε επίπεδο εφέσεως ή αναιρέσεως αντίστοιχα. Η αναδρομικότητα δε του ηπιότερου νόμου ως ευμενέστερου για τον κατηγορούμενο, συνιστά πρόσθετο αξιολογικό στοιχείο για την διαμόρφωση του περιεχομένου των ποινικών διατάξεων.

Ένας δεύτερος προβληματισμός και παραλλήλως ένα σοβαρό ερώτημα, προκύπτουν για το πως θα συμβαδίσει η παραπάνω τροποποίηση με την αντιστοίχως προωθούμενη τροποποίηση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας περί αντιμετώπισης της «δικομανίας», όπου (στο τεθέν υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου), το άρθρο 580 ΚΠΔ διαμορφώνεται ως εξής:

«1.Τα δικαστικά συμβούλια και τα ποινικά δικαστήρια, όταν αποφαίνονται για υποθέσεις όπου η δίωξη έγινε με έγκληση ή με μήνυση, επιβάλλουν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος καθενός από εκείνους που έκαναν τη μήνυση ή την έγκληση, αν κρίνουν ότι η μήνυση ή έγκληση ήταν εντελώς ψευδής και έγινε με δόλο ή βαριά αμέλεια ή από τάση δικομανίας, όπως αυτή προκύπτει από την υποβολή ασυνήθους αριθμού αβάσιμων προηγούμενων μηνύσεων ή εγκλήσεων του ίδιου προσώπου ή ότι παραμορφώθηκαν με αυτήν δολίως τα πράγματα, ώστε να δοθεί στην πράξη βαρύτερος χαρακτηρισμός ή να συμπεριληφθούν στην δίωξη πρόσωπα εντελώς αμέτοχα στην αξιόποινη πράξη. Η απαλλαγή ή η επιβολή πρέπει ειδικά να αιτιολογείται.

2.Το ποσό των εξόδων που κατά την παρ. 1 επιβάλλεται από το δικαστήριο, σε βάρος καθενός από εκείνους που έκαναν ψευδή έγκληση ή μήνυση σύμφωνα με την παρ. 1, είναι ίσο με το διπλάσιο του μεγίστου ποσού που επιβάλλεται στον κατηγορούμενο που καταδικάζεται. Το ποσό των εξόδων που επιβάλλεται από το δικαστικό συμβούλιο είναι ίσο με το μέγιστο ποσό που επιβάλλεται από το αντίστοιχου βαθμού τριμελές δικαστήριο.

3.Η διάταξη του άρθρου 577 παρ. 2 εφαρμόζεται ανάλογα και σε αυτήν την περίπτωση.

  1. Ο εισαγγελέας όταν αρχειοθετεί τη μήνυση (άρθρο 43) ή απορρίπτει την έγκληση (άρθρο 51) επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του μηνυτή ή του εγκαλούντος, αν κρίνει ότι η μήνυση ή η έγκληση ήταν προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης ή εντελώς ψευδής και έγινε από δόλο ή βαριά αμέλεια ή από τάση δικομανίας, όπως αυτή προκύπτει από την υποβολή ασυνήθους αριθμού αβάσιμων προηγούμενων μηνύσεων ή εγκλήσεων του ίδιου προσώπου. Το ποσό των εξόδων είναι ίσο με το μέγιστο ποσό που επιβάλλεται στον κατηγορούμενο που καταδικάζεται από το τριμελές πλημμελειοδικείο.»

Ευθέως με την ανωτέρω δικονομική διάταξη, αναγνωρίζεται ως αποδοκιμαζόμενη η ενώπιον των αρμοδίων δικαστικών αρχών υποβολή εντελώς αβασίμων και ψευδών μηνύσεων-εγκλήσεων, οι οποίες έλαβαν χώρα με σκοπό προφανώς την ταλαιπωρία, τον διασυρμό και την υποβολή του μηνυθέντα στην βάσανο της δικαστικής διαδικασίας.

Ναι μεν με την νέα αυτή ρύθμιση τα αρμόδια Δικαστικά Όργανα επιλαμβανόμενα της έρευνας μίας έγκλησης-μήνυσης, έχουν την εξουσία να τιμωρήσουν τον δολίως ενεργήσαντα ψευδομηνυτή και δη αυτόν που πράττει ούτω ουσιαστικώς «κατ’ επάγγελμα», πλην όμως η τιμωρία αυτή φέρεται να προσλαμβάνει την μορφή της επιβολής δικαστικών εξόδων.

Επομένως προκύπτει ως ερώτημα το ποια είναι η ουσιαστική δικαστική και συνταγματικά ενδεδειγμένη προστασία του θιγέντος προσώπου από μία συκοφαντικώς δυσφημιστική και μη αληθή καταμήνυση εναντίον του, εάν δεν δύναται να υποστηρίξει ότι δυσφημίσθηκε ενώπιον των Δικαστικών Οργάνων, όταν αυτά δεν αποτελούν «τρίτα πρόσωπα» κατ’ επιταγή της αντίστοιχης ποινικής διατάξεως; Μία «contra legem» λειτουργία του άρθρου περί της συκοφαντικής δυσφήμισης δεν μπορεί να υφίσταται εξάλλου, καθότι οι διατάξεις της νομοθεσίας πρέπει να είναι αλληλοσυμπληρούμενες και όχι αλληλοσυγκρουόμενες.

Κατόπιν αυτών είναι άνευ ετέρου απαραίτητο να υπάρξει μία πολύπλευρη διερεύνηση των ζητημάτων αυτών, δεδομένου πως η καθημερινή δικαστηριακή πρακτική στηρίζεται σε κανόνες ορθότητας περί του δικαίου και αυτό εξασφαλίζεται όταν δεν υφίστανται ερμηνευτικά κενά.

Επιλογικά η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης μέσω της ανασυγκρότησης της ποινικής νομοθεσίας πρέπει να επικροτείται και να στηρίζεται. Το νομοθετικό μάλιστα εγχείρημα της καταστολής φαινομένων δικομανίας και υποβολής αβάσιμων εγκλήσεων και καταγγελιών, είναι δείγμα πως η νομοθετική πρωτοβουλία ασχολείται σοβαρά με τον ίδιο τον άνθρωπο σε όλο του το βάθος. Παράλληλα καταδεικνύεται η προσπάθεια της Πολιτείας να σκιαγραφήσει τις ιδιάζουσες περιπτώσεις των κατά συνήθεια μηνυτών ως προσωπικοτήτων με ροπή προς την εγκληματικότητα.

Σε κάθε όμως περίπτωση δεν θα πρέπει να διαφύγει της προσοχής ότι είναι απαραίτητο να διατηρούνται απαρασάλευτα τα δικαιώματα δικαστικής προσφυγής και προστασίας, χωρίς αυτά να θιγούν από νομοθετικές τροποποιήσεις και παρεμβάσεις.

Καθώς λοιπόν η ποινική διάταξη της συκοφαντικής δυσφήμισης περί της έννοιας του τρίτου για τα δικαστικά και συναφή πρόσωπα, ήδη στο παρελθόν αποτέλεσε πεδίον δόξης λαμπρόν για αντιπαράθεση νομικών απόψεων, ευχή αλλά και επιθυμία όλων είναι η προωθούμενη ρύθμιση στην τελική της μορφή, να λειτουργήσει ως δικλείδα ασφαλείας των δικαιωμάτων του πολίτη.

*Κωνσταντίνος Δ. Παπακωνσταντίνου, Δικηγόρος Κορίνθου

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ