Κώστας Κοσμάτος: Η απώλεια του δικαιώματος για άσκηση έφεσης κατά καταδικαστικής απόφασης με ένα νόμο και ένα άρθρο

Η προθεσμία για το πεδίο εφαρμογής της. Οι  προβλεπόμενες ποινές του νέου νόμου για την άσκηση έφεσης.

NEWSROOM
Κώστας Κοσμάτος: Η απώλεια του δικαιώματος για άσκηση έφεσης κατά καταδικαστικής απόφασης με ένα νόμο και ένα άρθρο

Mε το Ν 5090/2024 τροποποιήθηκε, μεταξύ άλλων, η διάταξη του άρθρου 489 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ως προς το όριο της ποινής που πρέπει να επιβληθεί ώστε η καταδικαστική απόφαση να μπορεί να εφεσιβληθεί. Έτσι, πλέον προβλέπεται ότι «εκείνος που καταδικάστηκε και ο εισαγγελέας έχουν δικαίωμα να ασκήσουν έφεση: α) κατά της απόφασης του μονομελούς πλημμελειοδικείου, αν με αυτήν καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε φυλάκιση πάνω από πέντε (5) μήνες …».

Ωστόσο, η παραπάνω πρόβλεψη (η οποία έχει ισχύ από την 1-5-2024) εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της μια σειρά εγκλημάτων που ανήκουν στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και η προβλεπόμενη στο νόμο ποινή είναι η φυλάκιση έως (και όχι πάνω από) πέντε (5) μήνες, δηλαδή κατώτερη από το παραπάνω όριο του εκκλητού. Ενδεικτικά, στο πεδίο των ειδικών ποινικών νόμων, μια πρόχειρη έρευνα εντάσσει στην παραπάνω παρατήρηση τις εξής περιπτώσεις:

α) Τη διάταξη του άρθρου 26 παρ. 1 Ν 4937/2022, σύμφωνα με την οποία «Όλες οι παραβάσεις της υπ` αιρθμ. 5Α/2011 Αστυνομικής Διάταξης (Β’ 1948), περί άσκησης του επαγγέλματος των αργυραμοιβών, παλαιοπωλών, ενεχυροδανειστών και ασχολουμένων με την αγοραπωλησία ή τήξη μεταχειρισμένων κοσμημάτων και κομψοτεχνημάτων από χρυσό και λοιπών τιμαλφών, τιμωρούνται με φυλάκιση έως πέντε (5) μηνών …».

β) Τη διάταξη του άρθρου 10 Ν 4637/2019 για τη διατάραξη ησυχίας, η οποία προβλέπει ότι «Όλες οι παραβάσεις των προεδρικών διαταγμάτων της παραγράφου 1 περίπτωση α` του άρθρου 12 του ν. 1481/1984 και των αστυνομικών διατάξεων της παραγράφου 3 εδάφιο β` του ίδιου άρθρου τιμωρούνται με φυλάκιση έως πέντε μηνών …».

γ) Τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3-4 Ν 4600/2019, για τις άδειες λειτουργίας των ιδιωτικών κλινικών, σύμφωνα με την οποία «3. Στην περίπτωση οριστικής διακοπής και αφαίρεσης της άδειας, ο κάτοχος της άδειας γνωστοποιεί υποχρεωτικά στην Περιφέρεια, μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την κοινοποίηση της απόφασης αφαίρεσης, τον τόπο φύλαξης του αρχείου των ασθενών, καθώς και τον τρόπο πρόσβασης σε αυτό μετά την παύση της λειτουργίας της κλινικής. 4. Η από αμέλεια ή δόλο παράβαση της υποχρέωσης της παραγράφου 3 τιμωρείται με φυλάκιση τριών (3) έως πέντε (5) μηνών και με χρηματικό πρόστιμο δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ».

δ) Τη διάταξη του άρθρου 29 παρ. 1 Ν 4139/2013, για την κατοχή και χρήση ναρκωτικών, η οποία προβλέπει ότι «Όποιος, για δική του αποκλειστικά χρήση, με οποιονδήποτε τρόπο προμηθεύεται ή κατέχει ναρκωτικά, σε ποσότητες που δικαιολογούνται μόνο για την ατομική του χρήση ή κάνει χρήση αυτών ή καλλιεργεί φυτά κάνναβης σε αριθμό ή έκταση που δικαιολογούνται μόνο για την ατομική του χρήση, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι πέντε (5) μηνών…».

ε) Τη διάταξη του άρθρου 10 Ν 392/1976 για τις κατασκηνώσεις, η οποία προβλέπει ότι «Απαγορεύεται η εγκατάσταση σκηνών ή στάθμευση τροχόσπιτων σε αρχαιολογικούς χώρους, αιγιαλούς, παραλίες, παρυφές δημόσιων δασών, και εν γένει κοινόχρηστους χώρους, καθώς και η φιλοξενία πέραν του ενός τροχόσπιτου από καταστηματάρχες ή ιδιώτες. Οι παραβάτες τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι τρεις (3) μήνες ή με χρηματική ποινή ή και με τις δύο ποινές, εφόσον δεν προβλέπεται βαρύτερη ποινή από άλλη διάταξη, διατασσόμενης συγχρόνως υπό του δικαστηρίου της βίαιης αποβολής τους…».

στ) Τη διάταξη του άρθρου 20 ΝΔ 683/1948 για την παράνομη άσκηση επαγγέλματος νοσοκόμου, η οποία προβλέπει ότι «Με φυλάκισιν μέχρι τριών μηνών και χρηματικήν ποινήν μέχρι 300.000 δραχμών τιμωρείται όστις άνευ πτυχίου Σχολής Αδελφών Νοσοκόμων, λειτουργούσης κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, σφετερίζει τον τίτλον της πτυχιούχου νοσοκόμου ή επισκεπτρίας. 2.Δια φυλακίσεως μέχρι τριών εβδομάδων και χρηματικής ποινής μέχρι 200.000 δραχμών τιμωρείται η κεκτημένη μεν πτυχίον των κατά τον παρόντα Νόμον λειτουργουσών Σχολών, εξασκούσα όμως το επάγγελμα της αδελφής νοσοκόμου και επισκεπτρίας άνευ της κατά το άρθρον 2 του παρόντος Νόμου προβλεπομένης αδείας».

Έτσι, οι καταδικασθέντες για τις πράξεις αυτές, στερούνται «εκ του (νέου και ισχύοντος) νόμου» το δικαίωμα τους να εφεσιβάλλουν την σε βάρος τους καταδικαστική απόφαση, να αντικρούσουν εκ νέου την κατηγορία, να αναπτύξουν τους υπερασπιστικούς τους ισχυρισμούς και να κριθεί η υπόθεση τους εξαρχής από δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως άλλωστε συμβαίνει στις λοιπές περιπτώσεις εγκλημάτων. Η κατά τα παραπάνω ισχύουσα από 1-5-2024 νομοθετική πρόβλεψη στο άρθρο 489 ΚΠΔ κινείται εμφανώς εκτός του πλαισίου που ορίζουν οι κανόνες αυξημένης τυπικής ισχύος τόσο του Συντάγματος και του διεθνούς δικαίου, καθώς:

α) Το δικαίωμα επανεξέτασης της υπόθεσης (δικαίωμα άσκησης ενδίκου μέσου) αναγνωρίζεται ρητά στην ελληνική έννομη τάξη από το άρθρο 2 περ. 1 του έβδομου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το Ν. 1705/1987, το οποίο ορίζει ότι «κάθε πρόσωπο που καταδικάστηκε για αξιόποινη πράξη από δικαστήριο, έχει το δικαίωμα της επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο της απόφασης με την οποία κηρύχθηκε ένοχο ή της απόφασης με την οποία επιβλήθηκε ποινή».

β) Με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. α’ της ΕΣΔΑ, η οποία αποτελεί (κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος) κανόνα αυξημένης τυπικής ισχύος, θεμελιώνεται το δικαίωμα κάθε κατηγορουμένου σε δίκαιη δίκη. Στο δικαίωμα αυτό περιλαμβάνονται ειδικότερα, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ:i) το δικαίωμα ελεύθερης και ανεμπόδιστης πρόσβασης στο δικαστήριο καιii) το δικαίωμα του προσώπου να τύχει ακρόασης σχετικά με την υπόθεσή του.

γ) Τέλος, από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο «καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως ο νόμος ορίζει».

Από τις παραπάνω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις συνάγεται ότι η εγχώρια έννομη τάξη θα πρέπει να έχει εξασφαλίσει στην πράξη το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, απόρροια του οποίου είναι και η ακώλυτη πρόσβαση σε δικαστήριο και η προηγούμενη δικαστική ακρόαση. Γίνεται βέβαια δεκτό ότι ο κοινός νομοθέτης δεν εμποδίζεται μεν να θεσπίζει προϋποθέσεις και περιορισμούς στην άσκηση ενδίκου μέσου εναντίον της καταδικαστικής απόφασης, ωστόσο οι συνέπειες που επιφέρει η πρόβλεψή τους δεν θα πρέπει να είναι υπέρμετρες σε τέτοιο σημείο, ώστε να αναιρείται ο πυρήνας του δικαιώματος, δηλαδή η ελεύθερη πρόσβαση του πολίτη στο δικαστήριο (ΑΠ 1681/2022). Έτσι, θεωρείται παραδεκτή η πρόβλεψη εισαγωγής από το νομοθέτη ελάχιστων ορίων ποινής για να χορηγηθεί το δικαίωμα στον κατηγορούμενο να ασκήσει έφεση, όπως προκύπτει από την απόφαση του δικαστηρίου που επιβάλλει ποινή. Αντίθετα, δεν είναι παραδεκτή η θέση ελάχιστων ορίων ποινής για άσκηση έφεσης, όταν το όριο αυτό δημιουργεί «εκ του νόμου» (και χωρίς την ύπαρξη δικαιοδοτικού ελέγχου) ανέκκλητες αποφάσεις

Η τροποποίηση του άρθρου 489 ΚΠΔ με το Ν 5090/2024, η οποία προφανώς δεν έλαβε υπόψη της (όπως όφειλε) το σύνολο των διατάξεων των ειδικών ποινικών νόμων και με τον τρόπο αυτό στέρησε (εκ προοιμίου) το δικαίωμα στους καταδικασθέντες γι’ αυτά άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης, βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τους κανόνες του Συντάγματος και του διεθνούς δικαίου (ΕΣΔΑ και το έβδομο πρωτόκολλο αυτής). Η πρακτική αυτή καταδεικνύει αφενός την πρόχειρη νομοθέτηση και αφετέρου την αναγκαιότητα τήρησης των διαδικασιών για παραγωγή σοβαρού νομοπαρασκευαστικού έργου. Με βάση τις παραπάνω σκέψεις, η ανάγκη για τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 489 ΚΠΔ είναι επιβεβλημένη, πριν η προσφυγή στο ΕΔΔΑ δημιουργήσει νέα αρνητικά δεδομένα για τη χώρα μας.

* Κώστας Κοσμάτος, Αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ

**Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στο 21o τεύχος του Nova Criminalia, της περιοδικής έκδοσης  της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων τον Ιούλιο 2024

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr