Μια πολύ ενδιαφέρουσα και, κατά τη γνώμη μου, πολύ επικίνδυνη παρέμβαση του Αρείου Πάγου έλαβε πρόσφατα χώρα, επ’ αφορμή της υπόθεσης του κακοποιητή δικηγόρου.
Κατά την αρχική φάση της ποινικής διερεύνησης, δικαστικός λειτουργός και εισαγγελέας παρέπεμψαν μεν τον κατηγορούμενο για την αξιόποινη – ομολογημένη από τον ίδιο – πράξη της οικογενειακής βίας, τον άφησαν όμως ελεύθερο με περιοριστικά μέτρα (τα οποία αμέσως παραβίασε και γι’ αυτό βρίσκεται πλέον προφυλακισμένος). Η απόφανση περί μη προφυλάκισης έφερε άμεση παρέμβαση από την ηγεσία του Αρείου Πάγου, με την Πρόεδρο και την Εισαγγελέα του δικαστηρίου να ζητούν έρευνα για ενδεχόμενη ύπαρξη πειθαρχικής ευθύνης των δυο δικαστικών λειτουργών που άφησαν ελεύθερο τον κατηγορούμενο.
Το νομικώς εσφαλμένο και το επικίνδυνο του διαβήματος έγκειται στη σύγχυση – το αν ήταν συγγνωστή δεν έχει εν προκειμένω σημασία – γύρω από τις έννοιες του “ανεξάρτητου” και του “ανέλεγκτου” κάθε δικαστικής κρίσης.
Ναι μεν οι λειτουργούσες στο όνομα ολόκληρου του Αρείου Πάγου ανώτατες δικαστικές λειτουργοί έχουν δικαίωμα θεσμικών παρεμβάσεων σχετικά με κινήσεις της ποινικής δικαιοσύνης (πολύ πιο κοντά στο πνεύμα των θεσμών ήταν το αίτημά τους για “κατ’ απόλυτη προτεραιότητα επίσπευση” των ανακριτικών διαδικασιών στην ίδια υπόθεση), με το δε συγκεκριμένο διάβημα δεν “πήραν θέση” αλλά ζήτησαν επιπλέον διερεύνηση. Και φυσικά καμία δικαστική απόφαση δεν είναι ανέλεγκτη, αφού το Σύνταγμα και οι οργανωτικοί της Δικαιοσύνης νόμοι καθορίζουν ή επιτρέπουν πολλαπλούς τρόπους ελέγχου: δικαστικού (κρίση από άλλο σχηματισμό, σε άλλο βαθμό ή βάσει της διαδικασίας της κακοδικίας κατ’ άρθρο 99 του Συντάγματος), επιστημονικού (από τη νομική κοινότητα, τον Τύπο και τον κάθε πολίτη στο πλαίσιο της ελευθερίας της έκφρασης), πειθαρχικού (για ζητήματα οργανωτικά, διαδικαστικά, δικονομικά).
Δεν χωρεί πειθαρχικός έλεγχος για την ουσία δικαστικής κρίσης, εκτός από τις περιπτώσεις που πιθανολογείται και αποδεικνύεται δόλος ή βαριά αμέλεια (άρθρο 109 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων). Αν επιτρεπόταν, θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την, όχι απλώς συνταγματικά κατοχυρωμένη (άρθρα 87, 88 παρ. 4, 91 παρ. 3), αλλά αποτελούσα θεμέλιο λίθο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, αρχή της ελεύθερης και ανεξάρτητης κρίσης του αρμόδιου δικαστή. Ανεξαρτησίας νοούμενης, στην προκείμενη περίπτωση, όχι σε σχέση με τις άλλες λειτουργίες, εκτελεστική και νομοθετική (άρθρο 26 του Συντάγματος), αλλά με την αυτονόητη και θεσπισμένη σε κάθε κράτος δικαίου, και στην Ελλάδα, δυνατότητα του δικαστή να σχηματίζει ελεύθερα την ουσιαστική κρίση του. Ελεύθερα δεν σημαίνει ανέλεγκτα, αλλά σημαίνει χωρίς πιέσεις, εξωτερικές και εσωτερικές, όπως η δαμόκλειος σπάθη πειθαρχικής κύρωσης για λόγους που έχουν να κάνουν με τον πυρήνα της δικαιοδοτικής κρίσης.
Στην προσπάθειά του ο Άρειος Πάγος να δικαιολογήσει την κάμψη αυτής της αρχής, εξέδωσε μια ανακοίνωση που εκθέτει, κατά την άποψή μου, ακόμα περισσότερο το δικαστήριο. Όχι, η “αρχή της προστασίας του πολίτη από την αυθαίρετη κρίση” δεν μπορεί να οδηγήσει στην επέκταση της πειθαρχικής διαδικασίας πέρα από τα όρια που καθορίζουν το Σύνταγμα, οι νόμοι, η δικαιοδοτική λογική και η νομολογία. Και διπλά όχι, η “διενέργεια πειθαρχικών διαδικασιών” δεν οδηγεί, όταν κινείται εκτός ορίων, “στην ενίσχυση του αισθήματος ανεξαρτησίας” του κάθε δικαστικού λειτουργού (πώς θα αισθάνεται ο δικαστής ανεξάρτητος όταν είναι δυνάμει απειλούμενος;), ούτε στην “εδραίωση της εμπιστοσύνης των πολιτών” προς τους δικαστές (η εμπιστοσύνη αυτή κερδίζεται μέσα από τις ίδιες τις αποφάσεις και τον εν γένει τρόπο απονομής της Δικαιοσύνης).
Το προβληματικό του διαβήματος επιτείνουν, στην προκείμενη περίπτωση, δυο παράγοντες:
Πρώτον, η σύνδεση της “αυστηρότητας” έναντι των δικαστών που αποφάσισαν, σε πρώτη φάση, την αποφυλάκιση, με το “ιδιαίτερο ενδιαφέρον” που ευλόγως προκάλεσε η συγκεκριμένη υπόθεση στη δημόσια συζήτηση, την κοινή γνώμη και την κυβέρνηση. Εξυπακούεται ότι η εντελώς απαράδεκτη – στην πραγματικότητα: απάνθρωπη – άσκηση ενδοοικογενειακής βίας πρέπει να μη γίνεται ούτε κατ’ ελάχιστον ανεκτή από την Πολιτεία, να αποτρέπεται με κάθε μέσο και, εφόσον συμβεί, να τιμωρείται παραδειγματικά. Ισχύει, επίσης, ότι η διάπραξη της συγκεκριμένης πράξης από το συγκεκριμένο κατηγορούμενο – “λειτουργό” υποτίθεται της Δικαιοσύνης και μάλιστα, για κάποιους, έστω με σκουπιδο-τηλεοπτικούς όρους, “προβεβλημένο ” – και υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες (ψεύτικου σόου, σχεδόν επίδειξης) φουσκώνει την αγανάκτηση. Άλλο, όμως, η ευαισθησία της vox populis κι άλλο ο, εκ των υστέρων και με πειθαρχικό μανδύα, έλεγχος ουσιαστικής κρίσης. Πόσο μάλλον όταν, σε παρόμοιες περιπτώσεις (μη φυλάκισης ή αποφυλάκισης “προβεβλημένων” κατηγορουμένων), η ηγεσία του Αρείου Πάγου – ορθώς τότε – δεν είχε παρέμβει.
Δεύτερον, κάνοντας στην προκείμενη περίπτωση το άλμα, ο Άρειος Πάγος δεν έρχεται σε αντίθεση μόνο με το πνεύμα και το γράμμα του Συντάγματος, αλλά και με πρόσφατη δική του σχετική απόφανση. Όπως επισήμανε ο συνάδελφος Α. Καραμπατζός (στα Νέα, 27 Ιουνίου 2024), στην από 11-1-2024 ανακοίνωση του ίδιου δικαστηρίου αναφερόταν ρητά – και ορθά – ότι ” ο δικαστικός έλεγχος όλων των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών κάθε βαθμίδας δεν μπορεί να αναφέρεται στη δικαιοδοτική τους κρίση”. Τι άραγε άλλαξε τόσο δραματικά, στον κόσμο της Δικαιοσύνης και όχι της πολιτικής ή της κοινωνίας, από τον Ιανουάριο ως τον Ιούνιο;
Τελικά ο κακοποιητής δικηγόρος κατάφερε να μπει μόνος του στη φυλακή. Δεν παύει, ωστόσο, το τέντωμα του πειθαρχικού ελέγχου πέρα από το όριο του, έστω και για “καλό σκοπό”, να αποτελεί θεσμική παρέκβαση. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα επαναληφθεί και, κυρίως, ότι δεν θα δημιουργήσει “σχολή”.
*Κώστας Μποτόπουλος, Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου, πρ. Ευρωβουλευτής και Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς
*ΠΗΓΗ: syntagmawatch.gr