Κώστας Παπαδάκης: Φωνοληπτική τήρηση πρακτικών σε ποινικές δίκες: Ήρθε επιτέλους η ώρα;

Του δικηγόρου, Κώστα Παπαδάκη 1. Η ΑΦΟΡΜΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ Η ανακίνηση του ζητήματος της φωνοληπτική τήρησης πρακτικών σε ποινικές δίκες, αποτελεί την αφορμή αυτής της παρέμβασης, με σκοπό την συμβολή στην υλοποίηση επιτέλους του μέτρου. Με την από 22/4/2020 εμπεριστατωμένη επιστολή τους, οι προϊστάμενοι των γραμματειών Εφετείου και Πρωτοδικείου Αθηνών κ.κ. Ιωάννα Κορρέ και […]

NEWSROOM

Του δικηγόρου, Κώστα Παπαδάκη

1. Η ΑΦΟΡΜΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Η ανακίνηση του ζητήματος της φωνοληπτική τήρησης πρακτικών σε ποινικές δίκες, αποτελεί την αφορμή αυτής της παρέμβασης, με σκοπό την συμβολή στην υλοποίηση επιτέλους του μέτρου. Με την από 22/4/2020 εμπεριστατωμένη επιστολή τους, οι προϊστάμενοι των γραμματειών Εφετείου και Πρωτοδικείου Αθηνών κ.κ. Ιωάννα Κορρέ και Ιωάννης Δήμου αντίστοιχα, ο Πρόεδρος της Ο.Δ.Υ.Ε. κ. Γιώργος Διαμάντης και ο Πρόεδρος της Σ.Δ.Υ.Α. κ. Σωτήρης Τριπολιτσιώτης απευθύνουν στον Υπουργό Δικαιοσύνης την πρότασης καθιέρωσης της μαγνητοφώνησης και απομαγνητοφώνησης των πρακτικών και στις ποινικές δίκες, αίτημα το οποίο εκκρεμεί εδώ και χρόνια και η μη πραγματοποίησή του καταδικάζει σε αφάνταστα δυσανάλογη για την σημασία τους υποβάθμιση τις ποινικές δίκες και την αξιοπιστία τους.

Το γεγονός ότι ζητείται επώνυμα και δημόσια από κοινού από τους κορυφαίους παράγοντες της διοικητικής αλλά και της συνδικαλιστικής ηγεσίας των δικαστικών υπαλλήλων συμβαίνει για πρώτη φορά και η βαρύτητά του πρέπει να εκτιμηθεί.

Στην εξαιρετική αυτή επιστολή που μαρτυρά το υψηλό επίπεδο συνείδησης και επίγνωσης της δικαστηριακής πραγματικότητας όσων την υπογράφουν, ας μου επιτραπεί να «παρέμβω προσθέτως», όχι μόνο για να την υποστηρίξω, αλλά και προκειμένου να διατυπώσω μία πολύ σημαντική συμπληρωματική της πτυχή, που δεν έχει θιγεί από τους υπογράφοντες την επιστολή και που αν δεν ληφθεί υπόψη θα καταστήσει κενό γράμμα την υλοποίηση της αιτούμενης μεταρρύθμισης.

2. Η ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗ ΜΙΚΡΗ ΘΕΣΜΙΚΗ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΩΝΟΛΗΨΙΑΣ

Προηγουμένως θεωρώ σκόπιμη χάριν πληρότητας μια νομοθετική αναδρομή στη μικρή ιστορία του μέτρου. Η νομοθετική πρόβλεψη τήρησης πρακτικών δικών με φωνοληψία χρονολογείται για τις αστικές δίκες από το έτος 2001, με τη θέσπιση του Π.Δ. 326/2001, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 256 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ. όπως ίσχυε τότε, πριν από την τροποποίησή του με το ν.4055/2012, το οποίο προέβλεπε την τήρηση πρακτικών με φωνοληψία για τις υποθέσεις των Πρωτοδικείων και εξουσιοδοτούσε το Υπουργείο Δικαιοσύνης να συνάψει συμβάσεις προμήθειας των σχετικών αγαθών και υπηρεσιών με τεχνικές εταιρείες, το κόστος των οποίων είχε προϋπολογίσει για τη χρονική περίοδο από 01-10-2001, οπότε και ξεκίνησε να ισχύει η ρύθμιση, μέχρι και το έτος 2005, σε 3,75 δισ. δραχμές (11.500.135€).

Λίγα χρόνια αργότερα, το 2005, με το άρθρο 9 ν. 3346/2005 θεσπίστηκε το άρθρο 142 Α Κ.Ποιν.Δ., το οποίο προέβλεπε ως δυνητική την τήρηση πρακτικών με φωνοληψία, χωρίς ωστόσο να ορίζει προϋποθέσεις εφαρμογής του και χωρίς να προβλέπει η να συνοδεύεται από εκτελεστικές διοικητικές πράξεις οι οποίες θα προέβλεπαν τα σχετικά κονδύλια και τις ανάλογες διαδικασίες. Έτσι η διάταξη αυτή παραμένει για πολλά χρόνια κενό γράμμα, με αποτέλεσμα να απορρίπτονται συλλήβδην όλα τα σχετικά αιτήματα που υποβάλλονταν από συνηγόρους και διαδίκους, ενώ δεν έλειψαν και περιπτώσεις προσβολής καταδικαστικών ποινικών αποφάσεων για αναιρετικό έλεγχο στον Άρειο Πάγο με την επίκληση παράλειψης της υποχρέωσης δημοσιότητας την οποία συνεπάγεται η απόρριψη αιτημάτων ηχοληπτικής τήρησης των πρακτικών. Επόμενο νομοθετικό στάδιο ήταν η θέσπιση του ν. 4055/2012, στο άρθρο 33 παρ. 1 του οποίου επαναλήφθηκε η διατύπωση της δυνατότητας τήρησης φωνοληπτικών πρακτικών και μάλιστα σε όλα τα ποινικά δικαστήρια εκτός από το Πταισματοδικείο.

Οπως φαίνεται, μάλιστα από τις τελικές διατάξεις του ν. 4055/2012, ο νομοθέτης εκείνου του νόμου ήταν και βιαστικός για την έναρξη εφαρμογής του για τις ποινικές δίκες, αφού με το άρθρο 113 αυτού όρισε ως έναρξη εφαρμογής της ισχύος του τροποποιηθέντος άρθρου 142Α Κ.Ποιν.Δ (που είχε θεσπισθεί με το άρθρο 9 ν. 3346/2005) την ίδια την ημερομηνία θέσης του ν. 4055/2012 σε ισχύ, δηλαδή την 02.04.2012. Αντίθετα, για τις αστικές δίκες ο ίδιος νόμος, που με το άρθρο 8 τροποποίησε το άρθρο 256 παρ.3 ΚΠολΔ, επεκτείνοντας και στα Ειρηνοδικεία τη δυνατότητα εφαρμογής τήρησης πρακτικών με φωνοληψία δεν βιαζόταν τόσο αφού προέβλεψε μεταγενέστερη ημερομηνία έναρξης ισχύος αυτού (στις 16.9.2012 με το άρθρο 110 παρ. 21 του ν. 4055/2012). Ήταν όμως επιτακτική η ανάγκη άμεσης εφαρμογής της μηχανοργάνωσης και του φωνοληπτικού συστήματος τήρησης πρακτικών στα Ειρηνοδικεία διότι είχαν υπερφορτωθεί ήδη από τους νόμους 3994/2011 και 4055/2012 και άλλους που ακολούθησαν μετά με πληθώρα πρόσθετων αρμοδιοτήτων, απότοκους της αποτυχίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης να επιβάλει τη δημιουργία περιφερειακών Πρωτοδικείων, οπότε κατέστησε εμμέσως περιφερειακά Πρωτοδικεία τα Ειρηνοδικεία, μεταφέροντας αρμοδιότητες, τις οποίες φυσικά για διάφορους λόγους ήτανε αδύνατο να αναλάβουν και να φέρουν σε πέρας. Και η επιτακτικότητα της ανάγκης άμεσης καθιέρωσης της φωνοληψίας στα Ειρηνοδικεία φάνηκε από το ότι είχαμε αποχές και στάσεις εργασίας του Συλλόγου Δικαστικών Υπαλλήλων στο Ειρηνοδικείου Αθηνών ήδη από τις αρχές Απριλίου 2012, αμέσως δηλαδή μόλις τέθηκε σε ισχύ ο ν. 4055/2012, με αίτημα την άμεση εφαρμογή του.

Ετσι και στα Ειρηνοδικεία εφαρμόστηκε ολοκληρωτικά από εκείνη τη χρονιά το σύστημα της φωνοληπτικής τήρησης πρακτικών και διανύουμε πλέον 8 χρόνια συνεχούς και καθολικής εφαρμογής του συστήματος αυτού σε όλα τα Ειρηνοδικεία της χώρας και για όλες τις διαδικασίες, ακόμα και τις μικροδιαφορές. Εντυπωσιακό και αντιφατικό παραμένει βέβαια το γεγονός ότι στις αστικές δίκες ενώ από σε όλες τις διαδικασίες έχουμε τον απόλυτο εκσυγχρονισμό της ακρίβειας και πιστότητας τήρησης των πρακτικών με φωνοληψία σε όλες τις διαδικασίες των δικαστηρίων, στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αλλά και των προσωρινών διαταγών που έχει διευρυνθεί αφάνταστα τα τελευταία χρόνια, προς αποφυγή ακροατηρίων, εξακολουθούν να διεξάγονται όχι μόνο χωρίς φωνοληπτική τήρηση πρακτικών, αλλά χωρίς καν πρακτικά και γραμματέα. Τα δύο αυτά προβλέπονται δυνητικά, το πρώτο αν δεν υφίσταται το δεύτερο (άρθρο 690 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) αλλά ουδέποτε τηρούνται. Αυτή η πολιτιστική οπισθοδρόμηση που συνυπάρχει με την φωνοληπτική πρόοδο είναι κάτι το πρωτοφανές που δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να φανταστεί ότι υπάρχει σε άλλη χώρα.

Αντίθετα, στις ποινικές δίκες δεν έχει αλλάξει απολύτως τίποτα από τον παραδοσιακό τρόπο τήρησης των χειρόγραφων πρακτικών από τον Γραμματέα της έδρας. Παρά το γεγονός ότι σε ποινικές δίκες που το επιχειρηματικό συμφέρον δημοσιοποίησης το επέταξε, βρέθηκε ο τρόπος έστω και χωρίς νομοθετική πρόβλεψη.

Η πρώτη δίκη μεγάλης διάρκειας, στην οποία έχει εφαρμοστεί φωνοληπτική τήρηση της διεξαγωγής της (όχι των πρακτικών με τη δικονομική έννοια), ήταν η δίκη για την υπόθεση 17Ν ( 3/3/2003 -17/12/2003), διεξαγόμενη καθημερινά σχεδόν (143 συνεδριάσεις) και με καθημερινή φωνοληψία, απομαγνητοφώνηση και διάθεση του κειμένου σε διαδίκους, δικηγόρους και ΜΜΕ. Καμμία διάταξη της ποινικής δικονομίας δεν προέβλεπε, επέτρεπε αλλά ούτε απαγόρευε τη φωνοληψία. Τί είχε συμβεί;

Επί οκτώ μήνες (Ιούλιος 2002 – Μάρτιος 2003) εφημερίδες και κανάλια δεν είχαν άλλο θέμα, παρά “τις συλλήψεις των τρομοκρατών”, τα θύματά τους, τις απολογίες τους, τους συνηγόρους που τους υπερασπίζονται κ.λ.π. Εκατοντάδες δημοσιογράφοι, δικηγόροι, πολιτικοί κα έδιναν από το πρωί μέχρι τη νύχτα τη μάχη της τρομοϋστερίας με σκοπό να αποσπάσουν την πολυπόθητη κοινωνική συναίνεση. Οταν όμως προγραμματίστηκε η δίκη και λίγους μήνες πριν την έναρξή της, η τότε κυβέρνηση Σημίτη – Χρυσοχοίδη θέσπισε το ν. 3090/2002 που έθεσε ως όρο για την ραδιοτηλεοπτική μετάδοση μιας ποινικής δίκης τη συναίνεση όλων των παραγόντων της (εισαγγελέας, δικαστήριο, πολιτική αγωγή, κατηγορούμενοι). Ουσιαστικά δηλαδή την απαγόρευσε. Στόχος της ομολογημένος ήταν να μην ακουστούν τα υπερασπιστικά επιχειρήματα των κατηγορούμενων και να διατηρηθούν οι εντυπώσεις της πλύσης εγκεφάλου από τον οκτάμηνο μέχρι τότε μονόλογο. Ας σημειωθεί ότι πριν από τότε οι ποινικές δίκες ήταν ανοιχτές στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα. Ολοι θυμόμαστε τις δίκες για το σκάνδαλο Κοσκωτά και το γιουγκοσλάβικο καλαμπόκι που μεταδίδονταν απευθείας κάθε μέρα από όλα τα κανάλια. Καθώς και ότι η μετάδοση δεν όξυνε, αλλά άμβλυνε τις πολιτικές αντιθέσεις διότι έμαθε τον κόσμο να ακούει και τις δύο πλευρές.

Ομως η απαγόρευση τηλεοπτικής μετάδοσης της δίκης 17Ν, ανεξάρτητα από το ότι εξυπηρετούσε τις πολιτικές σκοπιμότητες των καναλαρχών δημιούργησε κενό στο χώρο της αγοράς των ΜΜΕ, που είχε διαμορφώσει ζήτηση στο κοινό της ειδησεογραφίας και πλέον έχανε τη δυνατότητα άντλησης καθημερινού πρωτογενούς υλικού για την τροφοδότησή του. Προέκυψε έτσι σύγκρουση ανάμεσα στα παραπάνω οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα.

Αλλά βέβαια ο ιδιωτικός τομέας βρήκε τη λύση, χωρίς καμμία αντίσταση από τον Δημόσιο, αφού με έξοδα του «Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων» και της «Ένωσης Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών» εγκαταστάθηκαν στον Κορυδαλλό συστήματα φωνοληψίας μαζί και με μία ολόκληρη πλήρως εξοπλισμένη τεχνολογικά (τηλέφωνα, φάξ, κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης για μετάδοση της δίκης από δίπλα) αίθουσα για τους δημοσιογράφους. Και βέβαια πληρώνονταν τα συνεργεία που τα λειτουργούσαν, τα επέβλεπαν και απομαγνητοφωνούσαν άμεσα. Δημοσιεύονταν καθημερινά σε πολλές εφημερίδες κατά μεγάλο μέρος ή και ολόκληρη η απομαγνητοφώνηση της εκάστοτε προηγούμενης δικασίμου τους πρώτους μήνες της δίκης. Ευτυχώς κοντά με τον βασιλικό ποτίστηκε και η γλάστρα. Πέρα από την αναγκαστική δημοσιοποίηση ακόμα και των μη αρεστών υπερασπιστικών απόψεων και ερωτήσεων, προς διευκόλυνση των παρισταμένων συνηγόρων ο Δ.Σ.Α. με συμφωνία του με το Α.Π.Ε. λάμβανε κάθε μέρα δύο πλήρη αντίγραφα του κειμένου απομαγνητοφώνησης της εκάστοτε προηγουμένης δικασίμου και τα διένεμε από ένα σε εκπροσώπους των συνηγόρων πολιτικής αγωγής και υπεράσπισης αντίστοιχα (ως μέλος του Δ.Σ. του Δ.Σ.Α. τότε είχα επιφορτισθεί να παραλαμβάνω και να προωθώ το αντίγραφο της υπεράσπισης) προς περαιτέρω διανομή από εκείνους προς τους συναδέλφους τους. Στο δικαστήριο καθημερινά γινόταν αναφορά στα κείμενα αυτά, τα οποία ανά χείρας – η και τις εφημερίδες που τα αναδημοσίευαν – είχαν οι δικηγόροι και ποτέ δεν αμφισβήτησε κανείς το περιεχόμενο τους. Συχνά δε και το ίδιο το δικαστήριο αναφερόταν σε αυτά κατά την σχετική διαδικασία. Ετσι έμειναν στην ιστορία και τα πλήρη, έστω και πρόχειρα πρακτικά της δίκης αυτής, που ακόμα και σήμερα όποιος θέλει μπορεί να ανατρέξει. Το ίδιο σύστημα τηρήθηκε στην διεξαχθείσα τον επόμενο χρόνο δίκη για την υπόθεση Ε.Λ.Α.

Δυστυχώς, σε επόμενες δίκες δεν εκδηλώθηκε το ίδιο ενδιαφέρον από τους παραπάνω φορείς του ιδιωτικού τομέα ή άλλους, δεδομένου ότι οι επόμενες δίκες μακράς διαρκείας δεν “πούλαγαν” το ίδιο. Έτσι το μέτρο αυτό σταδιακά εγκαταλείφθηκε και σε συνδυασμό με την απαγόρευση ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης, ουσιαστικά περιόρισε την δημοσιότητα των ποινικών δικών στην δυνατότητα φυσικής παρουσίας του ακροατηρίου στον χώρο διεξαγωγής της δίκης.

Δυστυχώς ο ν. 3090/2002 εξακολουθεί να ισχύει μέχρι και σήμερα, παρά την πληθώρα των κυβερνήσεων που ακολούθησε. Και όπως τότε η πολιτική αγωγή της 17Ν, έτσι και το 2015 η υπεράσπιση της Χ.Α. έκαναν χρήση και απέτρεψαν τη μετάδοση της δίκης.

Η διάταξη του άρθρου 142 Α Κ.Ποιν.Δ. που καθιερώθηκε αργότερα στις ποινικές δίκες με το άρθρο 9 ν. 3346/2005 παρέμεινε μέχρι σήμερα ανεφάρμοστη και πριν και μετά την τροποποίηση της παραπάνω διάταξης με το άρθρο 33 ν. 4055/2012.

Υπήρξαν έτσι πολλές περιπτώσεις, που απορρίφθηκαν σχετικά αιτήματα διαδίκων, ιδίως σε ποινικές δίκες μεγάλης διάρκειας και μεγάλης σημασίας, χωρίς η απόρριψη αυτή να αποτυπώνει την δικαιωματική τους προσέγγιση, αλλά απλώς και μόνο γιατί δεν υπήρχαν οι τεχνικές και οικονομικές δυνατότητες. Συχνές ήταν και οι περιπτώσεις διακοπής της διαδικασίας μετά την υποβολή τέτοιων αιτημάτων, προκειμένου το δικαστήριο να αποστείλει σχετικό ερώτημα στο Υπουργείο Δικαιοσύνης για την εξασφάλιση της δυνατότητας ηχοληπτικής τήρησης των πρακτικών και μετά την αρνητική απάντηση του τελευταίου η διαδικασία συνεχιζόταν με την απόρριψη της σχετικής πρότασης και την παραδοσιακή διεξαγωγή της δίκης.

3. ΟΙ ΕΚΤΕΤΑΜΕΝΕΣ ΔΙΚΕΣ ΜΑΚΡΑΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΗ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ

Στα 20 περίπου χρόνια που οι αστικές δίκες, των οποίων μέρος μόνο και ίσως όχι το σημαντικότερο στηρίζεται στην προφορικότητα της διαδικασίας, διεξάγονται καθ’ ολοκληρίαν με ηχοληπτική τήρηση των πρακτικών, στις ποινικές δίκες που είναι κατ’ εξοχήν δίκες προφορικής διαδικασίας και αμεσότητας, ο πολιτισμός δεν έφτασε ακόμα, αφού καμία κυβέρνηση (ακόμα η πολλά υποσχόμενη κυβέρνηση της “πρώτης φοράς”) δεν απετόλμησε να υλοποιήσει την στοιχειώδη αυτή μεταρρύθμιση. Παρά το ότι μάλιστα από 1/1/2016 τέθηκε σε ισχύ ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (Ν. 4335/2015), ο οποίος ουσιαστικά κατάργησε την επ’ ακροατηρίου διαδικασία στις υποθέσεις τακτικής διαδικασίας Πολυμελούς και Μονομελούς Πρωτοδικείου, αλλά και Ειρηνοδικείων, άρα δηλαδή απελευθέρωσε και τα αντίστοιχα ποσά διαθεσίμων κονδυλίων, τα οποία μέχρι τότε διατίθονταν για την ηχοληπτική τήρηση πρακτικών στις αστικές υποθέσεις, ούτε και τότε προχώρησε στην σχετική μεταρρύθμιση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ώστε να καταστήσει υποχρεωτική την ηχοληπτική τήρηση των ποινικών διαδικασιών (τουλάχιστον των κακουργημάτων ή και των πλημμελημάτων αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, σε κάθε δε περίπτωση τις δίκες μεγάλης διάρκειας), παρά το γεγονός ότι θα ήταν μηδαμινή η οικονομική επιβάρυνση και το κόστος υλοποίησης της μεταρρύθμισης αυτής.

Αποτέλεσμα ήταν η καθήλωση των ποινικών διαδικασιών στον παραδοσιακό τρόπο τήρησης των πρακτικών που αφενός φορτώνει τεράστιες ευθύνες στον εκάστοτε γραμματέα της έδρας, αφετέρου υποβαθμίζει την αξιοπιστία της διαδικασίας προκαλώντας αμφισβητήσεις του περιεχομένου των μαρτυρικών καταθέσεων, ιδίως σε δίκες μεγάλης διαρκείας μετά πάροδο ικανού χρόνου, αναγκάζει τους συνηγόρους να συντάσσουν εγγράφως αιτήματα και ισχυρισμούς προς αποφυγή αμφισβητήσεων προσθέτοντας τους εργασία και διογκώνοντας τα τελικά πρακτικά και ακόμα συμβάλλει στην καθυστέρηση της καθαρογραφής των αποφάσεων.

Ταυτόχρονα συμβάλει, όπως πολύ σωστά αναδεικνύεται στην παραπάνω επιστολή, στην επιβάρυνση των γραμματέων με ένα περιττό όγκο εργασίας (την καθαρογραφή των πρακτικών των υποθέσεων), διαθέτοντας πολύ μεγάλο απόθεμα χρόνου εργασίας τους για αυτό, που αν ήταν ελεύθερο ασφαλώς θα παρήγαγαν ουσιωδέστερο έργο στις γραμματείες των δικαστηρίων, πράγμα το οποίο θα λειτουργούσε ευεργετικά στη εύρυθμη λειτουργία τους και την εξυπηρέτηση των διαδίκων, δικηγόρων και κοινού, ιδίως αν συνεκτιμηθούν τα μακροχρόνια κενά στις οργανικές θέσεις των δικαστηρίων, για τα οποία μάταια αγωνίζονται εδώ και χρόνια οι υπογράφοντες και οι συνάδελφοι τους για να καλυφθούν.

Το σημείο που καλοπροαίρετα που η παραπάνω επιστολή έχει αφήσει κενό, είναι η δυνατότητα άμεσης απομαγνητοφώνησης και διάθεσης στους διαδίκους του απομαγνητοφωνημένου τμήματος εκείνου της διαδικασίας που έχει πραγματοποιηθεί σε περιπτώσεις δικών μεγάλης διάρκειας.

Τέτοιες δίκες διεξάγονται όλο και περισσότερο στα ποινικά δικαστήρια, ιδίως μετά την γενίκευση της εφαρμογής ποινικών διατάξεων που παράγουν ομαδικά αδικήματα όπως τα Π.Κ., 187 187Α ,οικονομικά και άλλα ειδικά αδικήματα που απαιτούν πραγματογνωμοσύνες και τεχνικούς συμβούλους και διαρκούν ένα και δύο και περισσότερα χρόνια. Η αβλεψία καταγραφής και απαρίθμησής τους από το Υπουργείο Δικαιοσύνης στερεί την δυνατότητα στατιστικής αποτύπωσης του μεγέθους των δικών αυτών και της αναλογίας τους στον όλο αριθμό των δικών, εμπειρικά όμως είναι σαφές, ότι ολοένα και πληθαίνουν, ενώ το φαινόμενο αυτό επεκτείνεται και σε δίκες αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου.

Η επί μακρόν διεξαγωγή και οι αλλεπάλληλες κατόπιν διακοπών συνεδριάσεις από μήνα σε μήνα των υποθέσεων αυτών συντείνουν στην αποδυνάμωση της διατήρησης των εντυπώσεων της ακροαματικής διαδικασίας και καθιστούν απαραίτητη την καθιέρωση της ηχογράφησης. Όχι μόνο αυτής όμως, αλλά και της άμεσης απομαγνητοφώνησης και διάθεσης του κειμένου της με απλούστατη ηλεκτρονική αποστολή στους παριστάμενους συνηγόρους, ώστε στην επομένη δικάσιμο το έγγραφο της απομαγνητοφώνησης να βρίσκεται στα χέρια καθενός, ώστε να μην είναι δεκτικές διάψευσης ή αντιθέτων ερμηνειών οι περικοπές του περιεχομένου των μαρτυρικών καταθέσεων, τα αιτήματα που διατυπώθηκαν, οι δηλώσεις των διαδίκων που καταχωρήθηκαν, ο χρόνος κατά τον οποίο υποβλήθηκαν, τα αιτήματα κ.λ.π.

Η επιστολή αναφέρει :

-Το DVD που θα διατηρεί ο γραμματέας, θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τον ΚΠΔ (ως πρόχειρα πρακτικά). Σε αυτό θα μπορούν να ανατρέχουν σε κάθε περίπτωση όλοι οι παράγοντες της δίκης και σε άμεσο χρόνο αφού θα είναι διαθέσιμο μετά την ολοκλήρωση της δίκης. – Στη συνέχεια η εταιρεία σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (εντός 24 ωρών) θα αποδίδει ανά υπόθεση το απομαγνητοφωνημένο ηχητικό ντοκουμέντο ως αρχείο κειμένου (Word) και το οποίο θα είναι προσβάσιμο στον γραμματέα και στον δικαστή μέσω του portal (όπως λειτουργεί μέχρι σήμερα η διαδικασία της αποηχογράφησης και της απόδοσης κειμένου στις πολιτικές δίκες) για την σύνταξη της ποινικής απόφασης. Η διατύπωση αυτή δεν ικανοποιεί την ανάγκη άμεσης διάθεσης ούτε του κειμένου της απομαγνητοφώνησης στους δικηγόρους (σε κάθε περίπτωση πριν την επόμενη διάσιμο της υπόθεσης) ούτε καν του ηχητικού της μαγνητοφώνησης. Αρα αφήνει ανεκπλήρωτη την πεμπτουσία της υποχρέωσης αμεσότητας, διαφάνειας και δημοσιότητας της ποινικής δίκης και της άσκησης των υπερασπιστικών δικαιωμάτων.

Είναι άλλο πράγμα η εσωτερική εξυπηρέτηση των δικαστών και των γραμματέων και άλλο η δημόσια χρήση στη διάρκεια της δίκης. Καμμιά διαφορά δεν θα υπάρξει, αν το DVD ή έστω και το κείμενο θα είναι διαθέσιμο μετά την ολοκλήρωση της δίκης. Ισως μόνο το ότι θα είναι συντομώτερη η λήψη επισήμου αντιγράφου. Τι χρησιμεύει όμως σε έναν παριστάμενο δικηγόρο η απομαγνητοφώνηση των πρακτικών της δίκης Χ.Α. που άρχισε στις 20/4/2015 αν την πάρει μετά τη λήξη της δίκης που διαρκεί ακόμα και όπως πάει μπορεί και να τελειώσει ακόμα και μετά το τρέχον έτος ; Τίποτε απολύτως, παρά μόνο για χρήση στην κατ έφεση δίκη. Επίσης, σε δίκες μεγάλου ενδιαφέροντος η άμεση απομαγνητοφώνηση και διάθεση του κειμένου της εκάστοτε δικασίμου πριν την επόμενη συμβάλλει έμμεσα και στην δημοσιοποίηση της δίκης, αφού επιτρέπει έστω και εκ των υστέρων αλλά χωρίς μεγάλη καθυστέρηση παρακολούθηση του περιεχομένου της μέσω των ΜΜΕ και ιδίως των διαδικτυακών και αποτρέπει της συχνά καταγγελλόμενες στρεβλώσεις και επιλεκτικές αναφορές στην διεξαγωγή της δίκης από τηλεοπτικά ιδίως ΜΜΕ. Η αντίληψη που περιορίζει τη δημοσιότητα της δίκης στη φυσική παρουσία του ακροατηρίου η ακόμα και του δημοσιογράφου στη διάρκειά της στην ουσία αντιστρατεύεται την ίδια τη δημοσιότητα, αφού την καθηλώνει σε παρωχημένες μορφές και την εξαρτά από την οικονομική δυνατότητα των ενδιαφερομένων.

Και βέβαια η απονομή της δικαιοσύνης δεν μπορεί να εξαρτάται από σπόνσορες και από πρωτοβουλίες του ιδιωτικού τομέα, ούτε να υπακούει σε κριτήρια εμπορευματοποίησης. Χρέος του Ελληνικού Δημοσίου – χρέος και με την οικονομική έννοια, αφού η λειτουργία του δικαστηρίου του αποφέρει τεράστια έσοδα από ένσημα, μεγαρόσημα, εξαγορές ποινών, τέλη απογράφου και άλλα πολλά – είναι να υλοποιήσει επιτέλους την συνταγματική του υποχρέωση για δημόσια και διαφανή διεξαγωγή της δίκης ανάμεσα στα άλλα και για να είναι δυνατή η άσκηση του κοινωνικού ελέγχου στην δικαστική εξουσία μέσα από την αξιολόγηση του περιεχομένου των πρακτικών της δίκης και την αντιστοίχιση του με την δικαστική απόφαση που τελικά εκδίδεται.

Στην κατεύθυνση αυτή είναι βέβαιο, ότι συμβάλει τα μέγιστα η επιστολή που σχολιάζεται, πλην όμως θα χάσει το μεγαλύτερο μέρος της δυναμικής του περιεχομένου της, εάν δεν συμπληρωθεί με ρητή πρόβλεψη, ότι στις δίκες μεγάλης διάρκειας που διακόπτονται από δικάσιμο σε δικάσιμο και η απομαγνητοφώνηση γίνεται άμεσα και το κείμενο της διανέμεται πριν την επόμενη δικάσιμο σε όλους τους παράγοντες που επιθυμούν και θα περιοριστεί σε μία χωρίς αποτέλεσμα μουσειακή διαδικασία μετά την ολοκλήρωση της δίκης, οπότε πολύ μικρή σημασία έχει εάν οι διάδικοι θα λάβουν το παραδοσιακά καθαρογραμμένο μέρος της απόφασης ή το απομαγνητοφωνημένο.

Αλλά βέβαια δεν είναι μόνο οι γραμματείς αρμόδιοι για να θέσουν το ζήτημα. Οι δικηγορικοί σύλλογοι με τη συντεταγμένη εκπροσώπησή τους οφείλουν, πράγμα που δυστυχώς παρέλειψαν όλα αυτά τα χρόνια, να εντάξουν το ζήτημα στο ενεργό διεκδικητικό τους πλαίσιο και να το παρακολουθήσουν μέχρι να καθιερωθεί με τον τρόπο που αρμόζει σύμφωνα με τα παραπάνω.

Με την ευκαιρία να διατυπώσω και μία ακόμα ανάγκη που πρέπει άμεσα να διεκδικηθεί για να μην διαιωνίζεται η υποβάθμιση της ποινικής διαδικασίας. Απλούστατο και αυτό, αλλά δεν έχει γίνει ακόμα : Να υποχρεωθούν όλες οι προανακριτικές αρχές, δικαστικές και αστυνομικές (όσο οι τελευταίες δυστυχώς διατηρούν προανακριτικές αρμοδιότητες), να χρησιμοποιούν ηλεκτρονικούς υπολογιστές για την λήψη μαρτυρικών καταθέσεων, απολογιών κ.λ.π., καθώς και για την σύνταξη των σχετικών εκθέσεων. Αποτελεί τεράστια ταλαιπωρία για δικαστές, δικηγόρους, εισαγγελείς, γραμματείς κλπ σε μία ποινική υπόθεση, η οποία μπορεί να διαρκέσει και περισσότερο από δεκαετία λαμβάνοντας υπ όψη όλα τα στάδια της προδικασίας και κύριας διαδικασίας, να ακολουθείται δια βίου η δικογραφία από δυσανάγνωστες χειρόγραφες καταθέσεις προανακριτικών υπαλλήλων και να εξακολουθούν να λαμβάνονται τέτοιες χειρόγραφες καταθέσεις εν έτει 2020 που έχει καθιερωθεί παντού σχεδόν η μηχανοργάνωση.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr