Λάμπρος Σ. Τσόγκας: Εγκλήματα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά με βάση τον γενετήσιο προσανατολισμό

Η εκδίκαση των υποθέσεων να γίνεται δημόσια, ώστε το κοινό να μπορεί να πληροφορείται την προσβολή του θύματος, να αντιλαμβάνεται την ανάγκη η κοινωνία για ανοχή και αναγνώριση στον καθένα να καθορίζει την προσωπικότητά του.

NEWSROOM
Λάμπρος Σ. Τσόγκας: Εγκλήματα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά με βάση τον γενετήσιο προσανατολισμό

Η διαχείριση των εγκλημάτων με ρατσιστικά χαρακτηριστικά με αφορμή τον γενετήσιο προσανατολισμό αποτελεί οπωσδήποτε μια πρόκληση για ορθή αντιμετώπιση των νομικών ζητημάτων και των πραγματικών περιστατικών από τον νομοθέτη, τον εφαρμοστή του δικαίου και οπωσδήποτε από τις αρχές που τα διερευνούν, πριν οι σχηματισθείσες δικογραφίες καταστούν αντικείμενο δικονομικής επεξεργασίας από τους Δικαστικούς Λειτουργούς. Προφανώς για το λόγο αυτό στην οικεία έκθεση του FRA τονίζεται η σημασία της συλλογής στοιχείων τόσο στο επίπεδο της έρευνας όσο και στο επίπεδο της εκδίκασης των οικείων εγκλημάτων. Τούτα τα εγκλήματα αγγίζουν μία από τις πιο ευαίσθητες εκφάνσεις της προσωπικότητας του ανθρώπου, αυτή της αξιοπρέπειας. Η συλλογή πληροφοριακών στοιχείων συμβάλλει τόσο στη βελτίωση των πρακτικών καταπολέμησης των εν λόγω εγκλημάτων, όσο και στην ενημέρωση των εμπλεκομένων οργάνων στη διαδικασία εφαρμογής των αναγκαίων κανόνων για την προστασία των θυμάτων, χωρίς όμως παράλληλα να προσβληθούν τα ατομικά δικαιώματα των κατηγορουμένων.

Οι βασικές αρχές που πρέπει να διασφαλίζονται στα θύματα όπως ο Οργανισμός FRA σημειώνει είναι αυτές της αποτελεσματικότητας και της αμεσότητας στην απονομή της δικαιοσύνης, αρχές σύμφυτες με την έννοια της δίκαιης δίκης κατά το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.

Επειδή ωστόσο η φύση των εν λόγω εγκλημάτων αφορούν την κοινωνική ζωή των θυμάτων, ο Οργανισμός FRA στη σχετική έκθεση, που έχει συντάξει και είναι δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του, συνιστά η εκδίκαση των υποθέσεων να γίνεται δημόσια, ώστε το κοινό να μπορεί να πληροφορείται την προσβολή του θύματος, να αντιλαμβάνεται την ανάγκη η κοινωνία να έχει το πολιτισμικό επίπεδο της ανοχής και της αναγνώρισης στον καθένα να καθορίζει την προσωπικότητά του στα πλαίσια που τα άρθρα 1 για το δικαίωμα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, 10 για το δικαίωμα της ελευθερίας της σκέψης, 21 για το δικαίωμα της μη διάκρισης με βάση τα γενετικά χαρακτηριστικά, 47 για την πραγματική προσφυγή σε αμερόληπτο Δικαστήριο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε αναγνωρίζουν.

Σε επίπεδο εθνικής νομοθεσίας πρέπει να αναφερθεί ότι κύρια εφαρμογή έχει η διάταξη του άρθρου 82Α ΠΚ. Τούτη είναι εφαρμοστέα όταν η επιλογή του θύματος έγινε με ένα σαφές κίνητρο του δράστη, εκείνο της προκατάληψης του δράστη στο θύμα για έναν από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο αυτό λόγους. Σε αυτούς συγκατελέγεται ο γενετήσιος προσανατολισμός του θύματος. Αν λοιπόν συντρέχει στο πρόσωπο του δράστη το στοιχείο της προκατάληψής του για τον γενετήσιο προσανατολισμό του θύματος και για το λόγο αυτό τελεί σε βάρος του πλημμέλημα ή κακούργημα τότε πρόκειται για περίπτωση τέλεσης εγκλήματος με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, όπως στον τίτλο του άρθρου 82Α προσδιορίζεται τούτο. Η συνέπεια είναι η αναβαθμισμένη ποινή σε ό,τι αφορά το ελάχιστο όριό της. Συγκεκριμένα αν το πλημμέλημα τιμωρείται έως ένα έτος η αφετηρία της ποινής αυξάνεται κατά έξι μήνες και στα λοιπά πλημμελήματα η αφετηρία της ποινής αυξάνεται κατά ένα έτος. Όταν η πράξη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα το ελάχιστο της ποινής αυξάνεται κατά δύο έτη.

Ωστόσο η διάταξη του άρθρου 82Α ΠΚ πρέπει να ληφθεί υπόψη σε συνδυασμό με τη διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 79 ΠΚ σύμφωνα με την οποία στοιχεία που έχουν αξιολογηθεί από τον νομοθέτη για τον προσδιορισμό της απειλούμενης ποινής δεν λαμβάνονται από το δικαστήριο επιπροσθέτως υπόψη κατά την επιμέτρησή της.Στην τελευταία διάταξη αποτυπώνεται μια βασική αρχή της ποινολογίας, που στη θεωρία είχε υποστηριχθεί και πριν τη θέσπιση της παραγράφου 6 στο άρθρο 79 ΠΚ. Αναφέρεται έτσι από το σύγγραμμα του καθηγητή του Ποινικού Δικαίου Λ.Μαργαρίτη <<Η Ποινολογία>> το εξής παράδειγμα. Στο άρθρο 382 του προϊσχύσαντος ΠΚ προβλεπόταν ότι με φυλάκιση τουλάχιαστον τριών μηνών τιμωρείται η φθορά ξένης ιδιοκτησίας αν έγινε χωρίς πρόκληση από τον παθόντα. Αν λοιπόν ο δράστης κριθεί ένοχος από το Δικαστήριο της πιο πάνω επιβαρυντικής μορφής της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας επειδή φεύγοντας από το γήπεδο λιθοβόλησε και έσπασε τη βιτρίνα καταστήματος, δεν θα είναι επιτρεπτό να αξιολογηθεί από το Δικαστήριο για δεύτερη φορά και επειδή θεωρείται η τέλεση αυτής της κατηγορίας των εγκλημάτων ιδιαίτερα επικίνδυνη, να επιβληθεί έτσι ποινή που να πλησιάζει στο ανώτατο όριό της. Στην περίπτωση των εγκλημάτων με ρατσιστικά χαρακτηριστικά η βαρύτητά τους ως προς το ύψος της ποινής κρίθηκε από το νομοθέτη στο άρθρο 82Α ΠΚ σε ό,τι αφορά το ελάχιστο όριο αφετηρίας της ποινής και κατά συνέπεια οποιαδήποτε άλλη επίκληση του εν λόγω χαρακτηριστικού από τον εφαρμοστή του δικαίου στην επιμέτρση της ποινής ως προς το ύψος της προφανώς αποτελεί όψη της διπλής αξιολόγησης των στοιχείων του εγκλήματος και έτσι έρχεται σε σύγκρουση με το άρθρο 79παρ.6 ΠΚ.

Με βάση τα προαναφερθέντα γίνεται σαφές ότι στο ελληνικό δίκαιο είναι αναγκαία τη διαπίστωση του ρατσιστικού χαρακτηριστικού σε έγκλημα, ώστε να ακολουθήσει η επιβολή αυστηρότερης ποινής. Για να έρθει αυτό όμως το χαρακτηριστικό στην επιφάνεια των αποδείξεων της ποινικής δίκης, απαιτείται ο εφαρμοστής του δικαίου να αναζητήσει το στοιχείο της προκατάληψης του δράστη. Αυτό το στοιχείο αποτελεί το κίνητρό του, δηλαδή το δικαιολογητικό λόγο, που στη συνείδηση του δράστη κυριάρχησε και τον ώθησε τελικά να τελέσει την πλημμεληματική ή κακουργηματική πράξη σε βάρος του παθόντος.

Για το λόγο αυτό έχουν γίνει εκπαιδευτικά σεμινάρια σε δικαστικούς λειτουργούς και έχει εκδοθεί σχετική εγκύκλιος του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (ΕγκΕισΑΠ 5/2018) με τους δείκτες που οι αρμόδιοι Δικαστές και Εισαγγελείς πρέπει να έχουν υπόψη τους για να διαπιστώσουν την προκατάληψη του δράστη έναντι του θύματος για τους περιοριστικά στο άρθρο 82Α ΠΚ λόγους. Έτσι ο τόπος της πράξης, δηλαδή αν επιλεχθηκε σημείο που συχνάζουν άτομα με διαφορετικό γενετήσιο προσανατολισμό με εκείνον του δράστη, ο χρόνος της πράξης, δηλαδή αν η πράξη έγινε με αφορμή μια εκδήλωση ή μια επέτειο που αποτελεί ορόσημο για άτομα με διαφορετικό γενετήσιο προσανατολισμό, η ενδυμασία του θύματος, η τυχόν προγενέστερη συμπεριφορά του δράστη (όπως θυματοποίησή του από ομοϊδεάτες του θύματος), η συμμετοχή του δράστη σε ομάδες με σαφώς διατυπωμένη αρνητική ρητορική έναντι του γενετήσιου προσανατολισμού του θύματος, η τυχόν εξέχουσα θέση του θύματος στην κατηγορία των ατόμων με διαφορετικό γενετήσιο προσανατολισμό ή η τυχόν ιδιαίτερη συμβολή του στην προώθηση των απόψεων και αιτημάτων των εν λόγω ατόμων, τα σχόλια και οι χειρονομίες του δράστη πριν την τέλεση, κατά την τέλεση και μετά την τέλεση της πράξης, αποτελούν στοιχεία που οπωσδήποτε πρέπει να ερευνηθούν τόσο κατά τον σχηματισμό της δικογραφίας όσο και κατά τη διάρκεια της δίκης.

Από τις μέχρι τώρα επισημάνσεις γίνεται σαφές ότι η διαπίστωση του ανωτέρω κινήτρου αποτελεί επιβαρυντική περίσταση στην τέλεση ενός εγκλήματος από τον δράστη. Τα ζητήματα που ανακύπτουν από τη διαπίστωση αυτή είναι τα εξής:

1ον. Είναι αναγκαίο να αναφέρεται στο κλητήριο θέσπισμα το άρθρο 82Α ΠΚ. Η εν λόγω διάταξη ανήκει βέβαια στο κεφάλαιο του γενικού κεφαλαίου του ΠΚ και αποτελεί γενικής φύσης διάταξη, πλην όμως υα οριζόμενα σε αυτήν προσδίδουν στο έγκλημα το επιπλέον στοιχείο που δεν υπάρχει στην απλή του μορφή, το στοιχείο της προκατάληψης του δράστη έναντι του θύματος. Τούτο αφορά την ψυχική θέση του δράστη έναντι του θύματος λόγω της διαφορετικότητας στον γενετήσιο προσανατολισμό του. Κατά συνέπεια αποτελεί επιπλέον στοιχείο που πρέπει να ερευνηθεί και να αποδειχθεί και συνδέεται με την ενδιάθετη κατάσταση του δράστη απέναντι σε συγκεκριμένο θύμα λόγω της διαφορετικότητάς του, όπως αυτή εξωτερικεύεται με φράσεις, χειρονομίες, γραπτά σχόλια και άλλες εκδηλώσεις. Παρόμοια περίπτωση στην οποία ένα στοιχείο της ψυχικής κατάστασης του δράστη πρέπει να διερευνηθεί για την επιβολή της ανώτατης ποινής σε αυτόν, αφορά στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, στο οποίο η ήρεμη ψυχική κατάσταση του δράστη συνεπάγεται την ισόβια κάθειρξη. Επίσης το άρθρο 82Α ΠΚ αφορά και την αφετηρία της ποινής που πρέπει να έχει υπόψη του ο εφαρμοστής του δικαίου και φυσικά ο κατηγορούμενος.

2ον. Αν δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη με την επιβαρυντική περίσταση του άρθρου 82Α ΠΚ και τούτο το στοιχείο αναδειχθεί κατά την ακροαματική διαδικασία στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επιτρεπτά μπορεί να ληφθεί υπόψη από το εν λόγω Δικαστήριο. Εννοείται, ότι επειδή δεν μπορεί να γίνει λόγος για αιφνιδιασμό του κατηγορουμένου από το Δικαστήριο, αφού τούτο θα ερχόταν σε σύγκρουση με την ενημέρωσή του για την κατηγορία και τη δυνατότητά του να υπερασπιστεί τον εαυτό του με βάση το εκ των προτέρων σαφές περιεχόμενό της σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης, το Δικαστήριο όταν αναδειχθεί η πιο πάνω επιβαρυντική περίσταση, είναι υποχρεωμένο να ενημερώσει σχετικά τον κατηγορούμενο και να τον ρωτήσει αν είναι σε θέση να αντικρούσει το στοιχείο αυτό, διαφορετικά θα πρέπει να δώσει σε αυτόν χρόνο (ακόμη και με διακοπή της δίκης ή αναβολή για προσκομιδή από την πλευρά του κατηγορουμένου αποδείξεων για την αντίκρουσή του), ώστε να διασφαλιστεί η δίκαιη δίκη του.

3ον. Αν για πρώτη φορά η πιο πάνω επιβαρυντική περίσταση αναδειχθεί στην κατ’έφεση δίκη, τότε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεσμευόμενο από την αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου δεν μπορεί να προχωρήσει σε έκδοση απόφασης με κατάφαση τούτης.

4ον. Αν στη δίκη στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το θύμα με την ιδιότητα του υποστηρίζοντος την κατηγορία επικαλεστεί την ανάγκη εξέτασης μάρτυρα, που δεν έχει γνωστοποιηθεί στον κατηγορούμενο (όταν τούτο απαιτείται) τότε μπορούν να συντρέξουν οι πιο κάτω περιπτώσεις:

Α) Αν το δικαστήριο κρίνει ότι κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης είναι δυνατό να προσέλθει μάρτυρας, που δεν κλητεύθηκε ή του οποίου το όνομα δεν γνωστοποιήθηκε, και τη μαρτυρία του την θεωρεί αναγκαία, μπορεί να διατάξει την άμεση εμφάνιση και εξέτασή του, εφόσον δεν αντιλέγει ο κατηγορούμενος. Διαφορετικά, διατάσσει τη διακοπή της δίκης έως δεκαπέντε το πολύ ημέρες.

Β) Το Δικαστήριο μπορεί να χρειαστεί να αποφανθεί για τη βίαιη προσαγωγή μαρτύρων. Η βίαιη όμως προσαγωγή των μαρτύρων μπορεί να αφορά μάρτυρες που για πρώτη φορά αποφασίζεται από το Δικαστήριο η εμφάνισή τους, χωρίς δηλαδή να έχει προηγηθεί η κλήτευσή τους και τούτοι δεν προσέρχονται από απείθεια. Σε αυτήν την περίπτωση η απόφαση για τη βίαιη προσαγωγή τους, λαμβάνεται μόνο εφόσον οι μάρτυρες κατοικούν στην έδρα του Δικαστηρίου, δηλαδή στην ίδια πόλη, στην οποία βρίσκεται το Δικαστήριο. Όμως το Δικαστήριο μπορεί διατάσσει τη βίαιη προσαγωγή των μαρτύρων ανεξάρτητα του τόπου κατοικίας τους, εφόσον τούτοι είχαν ήδη κλητευτεί εμπρόθεσμα να παρουσιαστούν στη δίκη. Εφαρμοστέα για τις πιο πάνω δυνατότητες του Δικαστηρίου είναι η διάταξη του άρθρου 353 ΚΠΔ.

Άλλη παρατήρηση που πρέπει να γίνει κατά την προσέγγιση του άρθρου 82Α ΠΚ είναι ότι τούτο προϋποθέτει έγκλημα στο οποίο υφίσταται συγκεκριμένος παθών ή συγκεκριμένη ομάδα παθόντων με εξατομικευμένα τα θύματα. Δεν νοείται λοιπόν διάπραξη εγκλήματος σε βάρος μιας ομάδας, τα μέλη της οποίας δεν είναι γνωστό ποια είναι και δεν έχουν ταυτοποιηθεί, αφού έτσι δεν μπορεί να γίνει λόγος για εξατομικευμένη προσβολή του παθόντος λόγω της ιδιαιτερότητάς του.

Περαιτέρω πρέπει να σημειωθεί ότι στο ελληνικό ποινικό δίκαιο προβλέπεται και άλλος τρόπος τιμωρίας συμπεριφοράς του δράστη με ρατσιστικά χαρακτηριστικά και είναι αυτή της δημόσιας υποκίνησης βίας και μίσους. Η φράση αυτή αποτελεί τον τίτλο των μορφών τέλεσης του εγκλήματος που τυποποιείται στο άρθρο 1 Ν.927/1979 (όπως τούτο τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 Ν.4285/2014) σύμφωνα με το οποίο όποιος με πρόθεση, δημόσια, προφορικά ή δια του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων, που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου, χαρακτηριστικά φύλου ή την αναπηρία, κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των ως άνω προσώπων, τιμωρείται με φυλάκιση τριών (3) μηνών έως τριών (3) ετών και με χρηματική ποινή πέντε έως είκοσι χιλιάδων (5.000 – 20.000) ευρώ. Για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος απαιτείται δημόσιος λόγος ικανός να έχει δυναμική ενεργοποίησης άλλων ατόμων. Έτσι είναι αναγκαία η αποσαφήνιση των όρων του πιο πάνω άρθρου με βάση την ερμηνεία τους στο σύγγραμα του Ι.Μανωλεδάκη για την ερμηνεία όρων του Ειδικού Μέρου του Ποινικού Κώδικα.

Προκαλώ: δημιουργώ σε άλλους την απόφαση, δεν προσπαθώ απλώς να υποβάλω την ιδέα.

Δημόσια: με τρόπο ώστε να γίνεται η πράξη ταυτόχρονα αντιληπτή από αόριστο αριθμό προσώπων, μη προσδιορισμένων από πριν ατομικά.

Προτρέπω: προσπαθώ να προκαλέσω την απόφαση, προσπαθώ να πείσω ή να ενισχύσω την ήδη ληφθείσα απόφαση.

Για το ζήτημα της εφαρμογής της πιο πάνω διάταξης χαρακτηριστική είναι η υπ’αριθ. 858/2020 απόφαση του ΑΠ. Στην ανωτέρω απόφαση ο ΑΠ δέχθηκε ότι ορθά το Δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε και εφάρμοσε την προαναφερθείσα διάταξη κρίνοντας ότι με το επίμαχο κείμενο ο αναιρεσείων δημοσίευσε στο προσωπικό του ιστολόγιο και έλαβαν γνώση αυτού αόριστος αριθμός πολιτών, δεδομένου ότι η πρόσβαση είναι ελεύθερη για τον καθένα και ότι το αναρτηθέν στο διαδίκτυο ως άνω κείμενο, ως ενιαίο νοηματικό σύνολο, είχε προφανή σκοπό να θυματοποιήσει την ομάδα προσώπων που προσδιορίζονται από το σεξουαλικό προσανατολισμό τους και δη τους ομοφυλόφιλους με τη διέγερση εχθρικών συναισθημάτων σε βάρος τους για τους οποίους επιφύλαξε βαρείς χαρακτηρισμούς μέχρι που τους εκμηδένισε ως ανθρώπους. Για να καταλήξει στην παραδοχή του αυτή, αξιολόγησε ειδικά τους επιμέρους χαρακτηρισμούς του κειμένου, τις αναφορές του και τις συγκεκριμένες φράσεις, οι οποίες κατά την κοινωνική εμπειρία αποδίδονται στους ομοφυλόφιλους και όχι στους πολιτικούς, ακόμη δε και η συνήθης κατά των πολιτικών έκφραση ”μαυρίστε τους” δέχθηκε ότι απευθυνόταν στους ομοφυλόφιλους για το λόγο ότι οι πολιτικοί προτίθενται να ψηφίσουν το σύμφωνο συμβίωσης των ομοφυλοφίλων. Το επίμαχο κείμενο πέραν από τους χαρακτηρισμούς κατά των ομοφυλοφίλων περιέχει και προτροπές και ενέχει απειλές εναντίον της παραπάνω ομάδας προσώπων που ήταν πρόσφορες να προκαλέσουν τρόμο και ανησυχία σ’ αυτούς, ζητώντας ο αναιρεσείων και μάλιστα από τη θέση του Ιεράρχη της Εκκλησίας, τον πλήρη κοινωνικό αποκλεισμό και την αποβολή τους από την κοινωνία. Συνεπεία αυτών των προτροπών κινδυνεύει η ειρηνική και η ομαλή συμβίωση αυτών και ακόμη υφίσταται κίνδυνος προσβολής των ατομικών δικαιωμάτων των μελών της ομάδας αυτής αφού η συγκεκριμένη συμπεριφορά του αναιρεσείοντα μπορεί να υποκινήσει μίσος κατά των ομοφυλοφίλων και είναι πρόσφορη λόγω της έντασης των λόγων της, των χαρακτηρισμών που χρησιμοποιεί και των προτροπών του, που φθάνουν μέχρι πλήρους κοινωνικού αποκλεισμού τους, σε συνδυασμό με το κύρος της ως άνω ιδιότητάς του, να προκαλέσει στο μέσο άνθρωπο έντονα συναισθήματα απέχθειας, αποστροφής και ιδιαίτερης εχθρότητας κατά των μελών της ομάδας αυτής. Αυτά τα συναισθήματα είναι αντικειμενικά δυνατόν να οδηγήσουν σε κίνδυνο τέλεσης πράξεων βίας κατά των συγκεκριμένων προσώπων, διασαλεύοντας την ειρηνική και ομαλή κοινωνική συμβίωση αυτών.

Επιπλέον με την ανωτέρω απόφαση του ΑΠ έγινε δεκτό ότι οι πράξεις και ενέργειες, στις οποίες προτρέπει το υποκείμενο του εγκλήματος, πρέπει να είναι ικανές και πρόσφορες να προκαλέσουν ”διακρίσεις, μίσος, ή βία”, χωρίς να απαιτείται και να προκληθούν βιαιοπραγίες. Η παραδοχή για δυνατότητα πρόκλησης μίσους κατά των ως άνω προσώπων, δημιουργεί την προσφορότητα που απαιτείται κατά την κρίσιμη διάταξη, να προκληθούν και βίαιες πράξεις εναντίον τους, δεδομένου ότι το μίσος αντικειμενικά αποτελεί το υπόβαθρο και την ιδιαίτερη εκείνη ψυχολογική κατάσταση για να εκτραπεί ο άνθρωπος σε βιαιότητες ή σε ενέργειες που απειλούν ή προσβάλλουν τη ζωή, την ελευθερία και τη σωματική ακεραιότητα άλλων, εν προκειμένω μέλους ή μελών της εν λόγω ομάδας προσώπων.

Ακόμη είναι άξιο αναφοράς ότι η αξιόποινη πράξη του άρθρου 1 παρ.1 ν.927/1979 απαιτεί κοινό δόλο και η υποκειμενική της υπόσταση πληρούται με τη γνώση και θέληση των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης αυτού χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία για τη στοιχειοθέτηση του στοιχείου αυτού.

Περαιτέρω πρέπει να τονιστεί ότι για τα εγκλήματα ρατσισμού υπάρχει ειδική μνεία στο Ν.3251/2004 σχετικά με το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης. Πιο συγκεκριμένα στην παράγραφο 1 άρθρου 10 καθιερώνεται η αρχή του διττού αξιοποίνου, δηλαδή της πρόβλεψης ως αξιόποινης της πράξης τόσο στο κράτος έκδοσης όσο και στο κράτος εκτέλεσης του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης. Ωστόσο για τα πιο πάνω εγκλήματα υπάρχει ρητή εξαίρεση από την αρχή του διττού αξιοποίνου στην παράγραφο 2 του άρθρου 10 του νόμου αυτού, αρκουμένου έτσι του αξιοποίνου της πράξης με τέτοια χαρακτηριστικά μόνο στο κράτος έκδοσης του οικείου Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης.

Σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ τα ρατσιστικά κίνητρα πρέπει να ερευνώνται ενδελεχώς από τις αρχές (υποθέσεις Μπέκος και Κουτρόπουλος κατά Ελλάδος, Soare κ.α. κατά Ρουμανίας B.S. κατά Ισπανίας, Abdu κατά Βουλγαρίας). Έμφαση πρέπει να δίδεται στην ανίχνευση των τυχόν ρατσιστικών κινήτρων δημοσίων οργάνων, με βάση τη συμπεριφορά τους (Nachova κατά Βουλγαρίας, Καραγιαννόπουλος κατά Ελλάδος).Τούτη η παραδοχή επιβάλει στα όργανα της ελληνικής πολιτείας (αστυνομικά όργανα, δικαστικούς λειτουργούς) να έχουν υπόψη τους ότι αποτελεί καθήκον τους η ανακάλυψη των βαθύτερων κινήτρων του δράστη, όταν προσβάλει έννομο αγαθό του θύματος.

Παρά το ότι το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ στο οποίο ορίζεται ότι η χρήση των αναγνωριζομένων με την παρούσα Σύμβαση δικαιωμάτων και ελευθεριών πρέπει να εξασφαλισθεί ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής σε εθνική μειονότητα, περιουσίας, γέννησης ή άλλης κατάστασης, το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Salguero da Silva Mouta κατά Πορτογαλίας εξετάζοντας προσφυγή για διακριτική μεταχείριση λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού έλαβε τη θέση ότι η απαρίθμηση του άρθρου 14 είναι ενδεικτική αποσαφηνίζοντας ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 14 .

Η προστασία του θύματος επειδή στοχοποιείται για λόγους ιδιαιτερότητας από τον δράστη φανερώνει και το επίπεδο του νομικού πολιτισμού μιας χώρας.

Ο Λάμπρος Σ. Τσόγκας είναι αντεισαγγελέας Εφετών Λάρισας

Εισήγηση στο εκπαιδευτικό σεμινάριο της ΕΣΔΙ στις 10-6-2022 (δημοσιεύθηκε στο dikastis.blogspot.com)

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr