Λάμπρος Σ. Τσόγκας: Ο θεσμικός ρόλος του Εισαγγελέα στην ακούσια νοσηλεία και τη δικαστική συμπαράσταση
Το ΕΔΔΑ σημειώνει ότι ο Ν. 2071/1992 έχει θεσπίσει μια δικαστική διαδικασία σε θέματα ακούσιας νοσηλείας.
Α) ΑΚΟΥΣΙΑ ΝΟΣΗΛΕΙΑ
Στην προσέγγιση του ζητήματος ης ακούσιας νοσηλείας κεντρικής σημασίας ζήτημα αποτελεί η τήρηση των προϋποθέσεων και των σχετικών προθεσμιών, που προβλέπονται στο νόμο για την εφαρμογή του εν λόγω μέτρου, ώστε να αποτρέπονται παραβιάσεις ατομικών δικαιωμάτων. Η κρίσιμη διάταξη είναι αυτή του άρθρου 5παρ.1.ε της ΕΣΔΑ σύμφωνα με την οποία ‘’παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν και την ασφάλειαν. Ουδείς επιτρέπεται να στερηθή της ελευθερίας του ειμή εις τας ακολούθους περιπτώσεις και συμφώνως προς την νόμιμον διαδικασίαν: ε. εάν πρόκειται περί νομίμου κρατήσεως ατόμων δυναμένων να μεταδώσωσι μεταδοτικήν ασθένειαν, φρενοβλαβούς, αλκοολικού, τοξικομανούς.’’
Εξάλλου για το λόγο αυτό το ΕΔΔΑ έχει απασχολήσει η αναζήτηση τέτοιων παραβιάσεων μετά από προσφυγές ιδιωτών κατά της χώρας μας. Προς τούτο μνημονεύεται η υπόθεση Καραμανώφ κατά Ελλάδας (Απόφαση της 26.7.2011).
Το ΕΔΔΑ σημειώνει ότι ο Ν. 2071/1992 έχει θεσπίσει μια δικαστική διαδικασία σε θέματα ακούσιας νοσηλείας. Αν και οι ψυχίατροι έχουν σημαντικές αρμοδιότητες σε θεραπευτικό επίπεδο, η διαδικασία, στο σύνολό της, διεξάγεται υπό τον έλεγχο του Εισαγγελέα. Μόνον το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την ακούσια νοσηλεία. Η αίτηση για ακούσια νοσηλεία, που μπορεί να προέρχεται από ένα στενό συγγενή του ασθενούς, υποβάλλεται στον Εισαγγελέα, που είναι εξουσιοδοτημένος να διατάξει τη μεταφορά του ασθενούς σε μια ψυχιατρική κλινική για να υποστεί μια εξέταση χωρίς αυτό να μπορεί να υπερβεί τις 48 ώρες και με σκοπό να συναχθεί η διάγνωση της ψυχικής του κατάστασης και να δώσει έτσι στο νοσοκομείο τα απαραίτητα στοιχεία για να αποφανθεί αυτό αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις, που επιτρέπουν την ακούσια νοσηλεία. Ο Εισαγγελέας έχει επίσης την υποχρέωση να προσφύγει εντός προθεσμίας τριών ημερών από την αίτησή του για μεταφορά του ασθενούς σε κλινική, στο Πρωτοδικείο, το οποίο και πρέπει να εξετάσει την υπόθεση εντός προθεσμίας δέκα ημερών. Συνάγεται ότι η διαμονή ενός ατόμου, που παρουσιάζει ψυχικές διαταραχές σε ψυχιατρική κλινική με εντολή του Εισαγγελέα και πριν αποφανθεί οριστικά το Δικαστήριο επί της ακούσιας νοσηλείας, υποβάλλεται σε προθεσμίες και καλά ορισμένους διαδικαστικούς κανόνες, που έχουν σκοπό να αποφευχθεί κάθε αυθαιρεσία στη διαδικασία λήψης απόφασης, που κινδυνεύει να επιφέρει μακροχρόνιες συνέπειες στη ζωή του ασθενούς. Το ΕΔΔΑ λοιπόν προέβη στις εξής διαπιστώσεις:
Πρώτον στην υπό κρίση υπόθεση, ο προσφεύγων νοσηλεύθηκε από τις 12 Νοεμβρίου 2008, όταν μεταφέρθηκε στο Ψυχιατρείο Αθηνών για να υποστεί μια εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 96 παρ. 5 του Νόμου 2071/1992, μέχρι τις 22 Μαΐου 2009, ημερομηνία της εξόδου του μετά την απόφαση, που εκδόθηκε στις 14 Μαΐου 2009 επί της αίτησης για ακούσια νοσηλεία του, δηλαδή για διάρκεια έξι μηνών και δέκα ημερών, ενώ το άρθρο 96 παρ. 6 του ίδιου νόμου προβλέπει ότι η συνολική διάρκεια, κατά την οποία ένας ασθενής μπορεί να διαμένει σε ψυχιατρείο πριν το δικαστήριο εκδώσει απόφαση επί παρόμοιας αίτησης, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβεί τις δεκατρείς ημέρες.
Δεύτερον ότι εντός της περιόδου αυτής, δεν τηρήθηκαν δύο προθεσμίες, που τίθενται στο Ν. 2071/1992: η προθεσμία των σαράντα οκτώ ωρών, που προβλέπεται για τη διαβίβαση στον Εισαγγελέα της έκθεσης των ψυχιάτρων (άρθρο 96 παρ. 5) και η προθεσμία των δέκα ημερών, που πρέπει να μεσολαβήσει ανάμεσα στην αίτηση του Εισαγγελέα ενόψει του εγκλεισμού και στην απόφαση του Δικαστηρίου επί της αίτησης αυτής (άρθρο 96 παρ. 6 ). Αντί για σαράντα οκτώ ώρες, χρειάστηκαν δεκαέξι ημέρες για τη διαβίβαση της έκθεσης των δύο εμπειρογνωμόνων ψυχιάτρων, που εξέτασαν τον προσφεύγοντα (από τις 12 Νοεμβρίου 2008 ως τις 28 Νοεμβρίου 2008). Εξάλλου, η εκδίκαση της αίτησης ακούσιας νοσηλείας της 28ης Νοεμβρίου 2008 ορίστηκε για τις 19 Δεκεμβρίου 2008, δηλαδή σε διάστημα κατά πολύ μεγαλύτερο από τις δέκα ημέρες, που προβλέπει το άρθρο 96 παρ. 6 για να εκδώσει απόφαση το Δικαστήριο. Η εκδίκαση έγινε, συνεπώς, πάνω από ένα μήνα αφότου ξεκίνησε ο εγκλεισμός του προσφεύγοντος.
=== Επίσης δεν έγιναν δεκτά τα επιχειρήματα της Κυβέρνησης σύμφωνα με τα οποία το περιεχόμενο της έκθεσης των ψυχιάτρων και το ότι το Δικαστήριο διέταξε πρόσθετη ψυχιατρική έκθεση δικαιολογούν τις σημαντικές υπερβάσεις των προθεσμιών, που συνέβησαν μεταγενέστερα στην υπό κρίση υπόθεση. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι χρειάστηκαν πέντε μήνες και δεκαέξι ημέρες για να εκδώσει οριστική απόφαση (από τις 28 Νοεμβρίου 2008, ημερομηνία της προσφυγής του Εισαγγελέα ως τις 14 Μαΐου 2009, ημερομηνία της δικαστικής απόφασης, που απορρίφθηκε η αίτηση). Καμία αξιόπιστη εξήγηση δεν προκύπτει από τον φάκελο ούτε από τις παρατηρήσεις της Κυβέρνησης για τα ακόλουθα περιστατικά:
– Ενώ το εθνικό Δικαστήριο πήρε την απόφαση να διατάξει νέα ψυχιατρική εξέταση του προσφεύγοντος στις 19 Δεκεμβρίου 2008, η απόφαση αυτή εκδόθηκε στις 22 Ιανουαρίου 2009 και κοινοποιήθηκε στον ορισμένο εμπειρογνώμονα για να την πραγματοποιήσει στις 29 Ιανουαρίου 2009, ο οποίος και διαβίβασε την έκθεσή του στον Εισαγγελέα μόλις στις 25 Φεβρουαρίου 2009.
– Η απόφαση, που απέρριψε την αίτηση του Εισαγγελέα για ακούσια νοσηλεία του προσφεύγοντος, δεν εκδόθηκε παρά μόνο στις 14 Μαΐου 2009, ενώ από το άρθρο 96 προκύπτει σαφώς ότι το Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί εντός πολύ συντόμων προθεσμιών.
– Τέλος, ενώ η απόφαση, που απέρριψε την ακούσια νοσηλεία, εκδόθηκε στις 14 Μαΐου 2009, ο προσφεύγων εξήλθε του νοσοκομείου μόνον στις 22 Μαΐου 2009.
Επίσης, το ΕΔΔΑ σημειώνει ότι παρά το ότι ο Διευθυντής του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου αποφάνθηκε υπέρ της εξόδου του προσφεύγοντος στις 29 Ιανουαρίου 2009, ο Εισαγγελέας διέταξε τη μεταφορά του σε μια ιδιωτική κλινική, με αίτηση της μητέρας του προσφεύγοντος και ενώ εκκρεμούσε η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου. Ωστόσο, το εθνικό δίκαιο προβλέπει ότι ανάμεσα στην εισαγωγή του ασθενούς και την απόφαση του Δικαστηρίου, ο ασθενής υπόκειται στη θεραπευτική ευθύνη του Επιστημονικού Διευθυντή της Ψυχιατρικής Κλινικής (άρθρο 96 παρ. 9 Ν.2071/1992).
Ως προς το ζήτημα της τήρησης των προθεσμιών, που προβλέπονται στο Ν.2071/1992, πρέπει να γίνουν οι εξής επισημάνσεις:
α) Αφού δεν νοείται αυτοδίκαιη ή σιωπηρή παράταση της αναγκαστικής νοσηλείας, πρέπει ο Εισαγγελέας εντός τριημέρου, από τότε που διέταξε τη μεταφορά του ασθενούς, να ζητά εγγράφως από τον αρμόδιο Πρόεδρο Πρωτοδικών να ορίσει δικάσιμο μέσα σε δέκα (10) ημέρες στο Μονομελές Πρωτοδικείο για να εκδικασθεί η αίτησή του περί αναγκαστικής νοσηλείας. Πρέπει δε ο Εισαγγελέας, πλην των ως άνω οριζομένων, να παρακολουθεί, επισταμένως, εάν πράγματι ορίσθηκε η δικάσιμος ενός του δεκαημέρου, άλλως να ενημερώνει εγκαίρως τον προϊστάμενο του Πρωτοδικείου για την υπάρχουσα ανάγκη απαρέγκλιτης τήρησης της ανωτέρω δεκαήμερης προθεσμίας και, εάν εξακολουθεί να υφίσταται σχετικό πρόβλημα τον ασκούντα, κατ’ άρθρο 19 παρ. 1ε Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, την εποπτεία του πρωτοδικείου, διευθύνοντα το Εφετείο. Τέλος, πρέπει ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών ευθύς ως εκδοθεί η δικαστική απόφαση, να παραγγέλλει εάν απορρίπτεται η αίτηση την άμεση έξοδο του ασθενούς, εάν δε γίνεται δεκτή, να αποστέλλει αντίγραφο αυτής στη Μονάδα Ψυχικής Υγείας, που νοσηλεύεται ο ασθενής (ΠαραγγΕισΑΠ 1421/2004 ΠοινΔικ 12/2004).
Σύμφωνα με γνωμοδότηση του ΕισΑΠ εάν από λόγους ανωτέρας βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος δεν καθίσταται δυνατή η τήρηση της προθεσμίας του προσδιορισμού της υπόθεσης εντός 10 ημερών, τότε ο Εισαγγελέας οφείλει να προκαλέσει έκδοση προσωρινής διαταγής (άρθρο 781 ΚΠολΔ), που αποτελεί δικαστική απόφαση, έστω περιληπτική (πρβλ. ολΑΠ 1154/1990 ΕλΔ 1991, 239). Να σημειωθεί εδώ ότι η μη τήρηση της προθεσμίας των δέκα ημερών δεν φαίνεται να συνεπάγεται ακυρότητα στη σχετική διαδικασία και συνεπώς η τυχόν απόλυση του φερόμενου ασθενούς δεν εμποδίζει την έκδοση της απόφασης υπέρ της ακούσιας νοσηλείας, η οποία και θα εκτελεστεί από τον Εισαγγελέα (άρθρο 96 παρ. 4 εδ. α΄ Ν 2071/1992). Εάν τηρηθεί η άνω προθεσμία και δη γίνει η συζήτηση της αίτησης του Εισαγγελέα μέσα σ’ αυτή, δεν απολύεται ο μεταφερθείς και εμφανιζόμενος ως ασθενής πριν την έκδοση της σχετικής απόφασης, η οποία όμως πρέπει να εκδοθεί «το συντομότερο» – «εντός βραχείας προθεσμίας» από την πάροδο της συζήτησης της υπόθεσης. Προς τούτο ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών, που διέταξε τη μεταφορά, οφείλει να ενημερώνει τον διευθυντή της οικείας επιστημονικής μονάδας περί της τήρησης ή μη της άνω προθεσμίας, αλλά και ο τελευταίος οφείλει να ζητεί τις αντίστοιχες πληροφορίες, για την συντονισμένη τήρηση της νομιμότητας σε σχέση με την περαιτέρω μεταχείριση του μεταφερθέντος ατόμου (βλ. σχετ. ΓνωμΕισΑΠ 12/2006).
Στο σημείο όμως αυτό προκειμένου να υπάρχει ευθυγράμμιση με τη θέση του ΕΔΔΑ πρέπει να διευκρινιστούν τα εξής: Ο Εισαγγελέας οφείλει εντός τριών ημερών από τη μεταφορά του πάσχοντος στο Νοσοκομείο να υποβάλει αίτηση για την ακούσια νοσηλεία του ατόμου στο αρμόδιο Δικαστήριο. Όμως η απόλυση του νοσηλευόμενου, εάν η απόφαση του Δικαστηρίου δεν εκδοθεί σε 10 ημέρες από την αίτηση του Εισαγγελέα, είναι επιβεβλημένη στην περίπτωση που αυτός δεν εκδήλωσε βίαιη και επικίνδυνη συμπεριφορά και δεν υπάρχουν παράπονα από το συγγενικό του περιβάλλον ή πληροφορίες από την αστυνομική αρχή ότι τούτος είναι άτομο χαρακτηριζόμενο από επιθετικότητα (π.χ. ζει απομονωμένος χωρίς να έρχεται σε διενέξεις με άλλους, δεν οπλοφορεί, δεν καταγράφονται απειλές ή επιθέσεις σε άλλους ή καταστρφές ξένων πραγμάτων, δεν άσκησε βία κατά την επέμβαση της αστυνομικής δύναμης για τη μεταφορά του στο νοσοκομείο για εξέταση, δεν προέβη σε ενέργειες σε βάρος του εαυτού του). Στην περίπτωση λοιπόν αυτή η απόλυσή του πρέπει να ακολουθήσει, εφόσον δεν τηρηθεί η προθεσμία των 10 ημερών για την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου από την ημέρα της υποβολής της αίτησης του Εισαγγελέα και (προφανώς) δεν έχει προηγηθεί ούτε έκδοση προσωρινής διαταγής για τη συνέχιση της νοσηλείας λόγω επικίνδυνης συμπεριφοράς του ατόμου. Για το συνολικό αριθμό των 13 ημερών ως το μέγιστο διάστημα νοσηλείας του ατόμου χωρίς απόφαση Δικαστηρίου, εκτός από την ανωτέρω απόφαση του ΕΔΔΑ, σχετικό είναι και το υπ’ αριθμ. 7967.4/01/6.4.2004 πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη. Αν όμως έχει εκδοθεί προσωρινή διαταγή, επειδή πρόκειται για επικίνδυνο άτομο για τον εαυτό του και το κοινωνικό σύνολο ή ακόμη και αν δεν υπάρχει τέτοια αλλά το άτομο είναι επικίνδυνο για τον εαυτό του και το κοινωνικό σύνολο, τότε η νοσηλεία του και η μη απόλυσή του είναι επιβεβλημένη έστω και εάν δεν είναι δυνατό να εκδοθεί η απόφαση του Δικαστηρίου εντός 10 ημερών από την αίτηση του Εισαγγελέα, αφού τούτο δικαιολογείται τόσο από το συμφέρον του ιδίου του πάσχοντος όσο και από το δημόσιο συμφέρον. Διαφορετικά υπονομεύεται τόσο η δημόσια ασφάλεια, όσο και το δικαίωμα του πάσχοντος για τη ζωή του. Έτσι, αφού ήδη έχει μεσολαβήσει παραπομπή του στο αρμόδιο Δικαστήριο για το ζήτημα της νοσηλείας του, το δημόσιο συμφέρον δικαιολογεί το βάρος της προσβολής του ατομικού του δικαιώματος της παράτασης της νοσηλείας του πέραν των 13 ημερών, στην περίπτωση που δεν καταστεί δυνατό να εκδοθεί απόφαση Δικαστηρίου και ο νοσηλευόμενος είναι επικίνδυνο άτομο για τον εαυτό του και το κοινωνικό σύνολο. Με βάση τα προαναφερθέντα ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών μπορεί να ζητήσει προσωρινή διαταγή από τον Δικαστή του αρμοδίου Δικαστηρίου σε περιπτώσεις, που διαφαίνεται ότι ο νοσηλευόμενος έχει επικίνδυνη συμπεριφορά για τον ίδιο και το κοινωνικό σύνολο, με αίτημα να διαρκέσει η νοσηλεία του μέχρι την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου επί του ζητήματος αυτού, εφόσον το Δικαστήριο δεν είναι δυνατό να εκδώσει την απόφασή του εντός 10 ημερών από την αίτηση του Εισαγγελέα για την ακούσια νοσηλεία του πάσχοντος. Βέβαια η απόφαση του Δικαστηρίου πρέπει να εκδοθεί εντός ευλόγου διαστήματος για να αποφευχθεί ο κίνδυνος υπέρμετρης διάρκειας νοσηλείας χωρίς απόφαση Δικαστηρίου. Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να αναφερθούν τα οριζόμενα στο άρθρο 781 ΚΠΔ, διάταξη που με βάση τα ανωτέρω είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στην εφαρμογή της. Έτσι σύμφωνα με τη διάταξη του εν λόγω άρθρου: 1. Το δικαστήριο, που δικάζει την αίτηση, μπορεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ύστερα από σχετικό αίτημα ή και αυτεπαγγέλτως, να εκδώσει προσωρινή διαταγή, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, με την οποία διατάζει τα αναγκαία ασφαλιστικά μέτρα έως την έκδοση της απόφασής του, για να εξασφαλιστεί ή να διατηρηθεί δικαίωμα ή να ρυθμιστεί κατάσταση.
- Το δικαστήριο ανακαλεί οποτεδήποτε, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, την προσωρινή διαταγή του.
Ως εκ τούτου με βάση τα προαναφερθέντα τα εξατομικευμένα χαρακτηριστικά κάθε περίπτωσης με κυρίαρχο αυτό της επικινδυνότητας του δράστη για τον εαυτό του και το κοινωνικό σύνολο, είναι αυτά, που θα καθορίσουν την ανάγκη της υπέρβασης του χρονικού ορίου των 13 ημερών της νοσηλείας του ατόμου χωρίς να εκδοθεί η απόφαση του Δικαστηρίου, όπου τούτο δεν είναι δυνατό να τηρηθεί.
Επιπλέον από όσα ήδη προεκτέθηκαν, προκύπτει η σημασία της ηλεκτρονικής διακίνησης των εγγράφων, ώστε με τον τρόπο αυτό να συντομεύεται ο χρόνος της αποστολής τους από τις υπηρεσίες προς τις δικαστικές αρχές αλλά και να μειώνεται ο χρόνος για την επεξεργασία τους, αφού τούτα μπορούν να ενσωματωθούν στα δικόγραφα και να τύχουν άμεσης αξιολόγησης. Κατά συνέπεια η πρακτική εφαρμογή των οριζομένων στο Ν.4727/2020 και ειδικότερα στο άρθρο 14 του εν λόγω νόμου, σύμφωνα με το οποίο τα πρωτότυπα ηλεκτρονικά δημόσια έγγραφα της παρ. 3 και τα πιστοποιητικά και οι βεβαιώσεις της παρ. 6 του άρθρου 13 έχουν την ίδια νομική και αποδεικτική ισχύ με τα δημόσια έγγραφα, που φέρουν ιδιόχειρη υπογραφή και σφραγίδα και γίνονται υποχρεωτικά αποδεκτά από τους φορείς του δημοσίου τομέα, από τα δικαστήρια όλων των βαθμών και τις εισαγγελίες όλης της χώρας από φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες, κατά την ηλεκτρονική διακίνησή τους.
Περαιτέρω πρακτικά ζητήματα ανακύπτουν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης της ακούσιας νοσηλείας και τούτα σχετίζονται με την υποχρέωση ή μη του Εισαγγελέα να παρίσταται στη συζήτηση, με τον τρόπο κλήτευσης του καθού η αίτηση και με την προοπτική της συνέχισης της νοσηλείας σε ιδιωτική κλινική. Έτσι μπορουν να ειπωθούν τα εξής:
1ον Σύμφωνα με το άρθρο 750 ΚΠολΔ, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών δικαιούται και δεν υποχρεούται να παρίσταται στην εκδίκαση της υπόθεσης, η εξέταση της οποίας δεν εμποδίζεται από τη μη παράστασή του ως αιτούντος. ’Αλλωστε, στην περίπτωση αυτή, ο Εισαγγελέας ενεργεί προς όφελος τρίτου, χωρίς να υφίσταται περιθώριο εφαρμογής του άρθρου 754 ΚΠολΔ, η έννομη συνέπεια του οποίου συνδέεται με την ερημοδικία του αιτούντος, προς όφελος του οποίου παρέχεται το εκάστοτε ρυθμιστικό ή διαπιστωτικό μέτρο της εκούσιας δικαιοδοσίας (Μον Πρωτ Θεσ 16495/2017).
2ον Δεν λαμβάνει χώρα νόμιμη κλήτευση του καθου η αίτηση, κατά τα άρθρα 96§6 του ν. 2071/1992 και 122 επ. ΚΠολΔ, ενώ αυτή είναι υποχρεωτική (άρθρα 96§6 του ν. 2071/1992 και 754 ΚΠολΔ), όταν από τη βεβαίωση του Επιμελητή των Δικαστηρίων του Πρωτοδικείου προκύπτει ότι αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης επιδόθηκε στο Διευθυντή της ψυχιατρικής κλινικής του Νοσοκομείου, ενώ δε συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 131 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από το οικείο έγγραφο του Νοσοκομείου , ο καθου η αίτηση, κατά τη διενέργεια της επίδοσης, δε νοσηλευόταν στην ως άνω κλινική, καθώς είχε ήδη λάβει εξιτήριο. Ενόψει τούτου κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της κρινόμενης αίτησης ( ΜονΠρωτΠατρ 38/2020).
3ον. Από το αποδεικτικό επίδοσης (που μπορεί να είναι και αστυνομικό όργανο του οικείου Α.Τ.) πρέπει να προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο, επιδίδεται νόμιμα και εμπρόθεσμα στον καθού κατά τα άρθρα 741, 122 παρ. 2, 123, 126, 127 παρ. 1 ΚΠολΔ. Όταν όμως αυτός δεν εμφανίζεται στο ακροατήριο, όταν η υπόθεση εκφωνείται στη σειρά της από το πινάκιο, ούτε παρίσταται με πληρεξούσιο δικηγόρο, δικάζεται ερήμην (άρθρα 741 και 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ). Το Δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτός παρων, κατά εφαρμογή του άρθρου 754 εδ. β΄ ΚΠολΔ, το οποίο για την ταυτότητα του νομικού λόγου εφαρμόζεται και στην περίπτωση, που δεν εμφανιστεί ή δεν λάβει κανονικά μέρος στη συζήτηση ο καθʼ ου η αίτηση ή τρίτος, που έχει κλητευθεί νομίμως και εμπροθέσμως ή έχει παρέμβει (ΜονΠρωτΠειρ 98/2019).
4ον Όπως προβλέπεται στο άρθρο 122α ΚΠολΔ (όπως τούτο προστέθηκε με το άρθρο 6 Ν.4842/2021), που θα ισχύει από τις 1-1-2022 η επίδοση του δικογραφόυ μπορεί να γίνεται πλέον και ηλεκτρονικά. Έτσι προβλέπεται:
1.Επίδοση εγγράφου είναι δυνατόν να διενεργείται και με ηλεκτρονικά μέσα από πιστοποιημένο για τον σκοπό αυτόν δικαστικό επιμελητή, διορισμένο στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία ή τη διαμονή του ή την έδρα του, κατά τον χρόνο διενέργειας της επίδοσης, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο προς το οποίο αυτή απευθύνεται.
- Τα δικόγραφα είναι δυνατόν να επιδίδονται, σύμφωνα με την παρ. 1, και με ηλεκτρονικά μέσα, εφόσον φέρουν εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή κατά την έννοια της περ. 20 του άρθρου 2 του ν. 4727/2020 (Α’ 184). Η επίδοση με ηλεκτρονικά μέσα θεωρείται συντελεσμένη μόνο εφόσον επιστραφεί στον διενεργούντα την επίδοση δικαστικό επιμελητή, ηλεκτρονική απόδειξη παραλαβής του εγγράφου, η οποία φέρει εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την έννοια της περ. 20 του άρθρου 2 του ν. 4727/2020, του προσώπου προς το οποίο γίνεται η επίδοση. Επί ποινή ακυρότητας, η ηλεκτρονική απόδειξη περιέχεται στην έκθεση επίδοσης την οποία συντάσσει ο δικαστικός επιμελητής σύμφωνα με το άρθρο 139 ΚΠολΔ. Η επίδοση θεωρείται ανυπόστατη αν η ηλεκτρονική απόδειξη δεν περιέλθει στον διενεργούντα την επίδοση μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες από την αποστολή. Συνέπεια του ανυπόστατου της ηλεκτρονικής επίδοσης είναι η αυτοδίκαιη διενέργειά της με φυσικό τρόπο επίδοσης, όπως ορίζουν τα άρθρα 122 επ.
- Στις περιπτώσεις ηλεκτρονικής επίδοσης οι δικονομικές προθεσμίες παρατείνονται κατά μία (1) ημέρα.
5ον Σύμφωνα με το άρθρο 131 ΚΠολΔ αν ο παραλήπτης της επίδοσης νοσηλεύεται σε νοσοκομείο ή κρατείται σε φυλακή και δεν είναι δυνατή η επικοινωνία μαζί του, σύμφωνα με βεβαίωση της διεύθυνσης του νοσοκομείου ή της φυλακής, που σημειώνεται στην έκθεση της επίδοσης, η επίδοση μπορεί να γίνει στο διευθυντή του νοσοκομείου ή της φυλακής, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να παραδώσει το έγγραφο στα χέρια εκείνου προς τον οποίο γίνεται η επίδοση.
6ον Κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 101 του Ν. 2071/1992 εκδόθηκε η υπ’ αριθ. Γ3α, β/Γ.Π. οικ. 65047/13-10-2020 (ΦΕΚ Β΄ 4704/23-10-2020) απόφαση του Υφυπουργού Υγείας, με θέμα «Όροι και προϋποθέσεις ακούσιας νοσηλείας σε ιδιωτικές ψυχιατρικές κλινικές». Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου μόνου αυτής «Με την απόφαση για την ακούσια νοσηλεία, το αρμόδιο μονομελές πρωτοδικείο δύναται να διατάξει, με γνώμονα το συμφέρον του ασθενούς, τη συνέχισή της σε συγκεκριμένη ιδιωτική ψυχιατρική κλινική εφόσον διατυπώνεται σχετικό αίτημα από τους αιτούντες την ακούσια νοσηλεία». Επίσης, σύμφωνα με την παράγραφο 2 αυτού «Η οριζόμενη στη δικαστική απόφαση ιδιωτική ψυχιατρική κλινική πρέπει να έχει βεβαίωση καλής λειτουργίας εν ισχύ, να είναι συμβεβλημένη με τον ΕΟΠΥΥ και να υπάγεται κατά προτίμηση στον τομέα ψυχικής υγείας του τόπου κατοικίας του ασθενούς (βλ σχετ. 4/2021 ΕγκμΕισΑΠ).
Β) ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Ο Εισαγγελέας κατά την εξέταση ζητημάτων δικαστικής συμπαράστασης πρέπει να έχει υπόψη του τα εξής:
Στις δίκες για την υποβολή ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση η διεξαγωγή ολόκληρης της συζήτησης και ιδίως των αποδείξεων γίνεται κεκλεισμένων των θυρών.Εάν σε δίκη για την υποβολή ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση, το Δικαστήριο συνεδρίασε δημόσια, ενώ όφειλε κατά νόμον, χωρίς να έχει διακριτική ευχέρεια σχετικώς, να δικάσει κεκλεισμένων των θυρών, η οποία συνεπάγεται ακυρότητα της διεξαχθείσας δίκης (συζήτησης) και λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο (ΜονΕφΘεσ 9/2021).
Ζήτημα ανακύπτει για τη θέση αλλοδαπού σε δικαστική συμπαράσταση ως προς το αν θεμελιώνεται διεθνής δικαιοδοσία του ελληνικού δικαστηρίου. Η σχετική θεμελίωση αυτής σε θέματα στέρησης δικαιοπρακτικής ικανότητας αλλοδαπού σχετεται με την ύπαρξη συνήθους διαμονής του αλλοδαπού στην ημεδαπή. Έτσι σε περίπτωση τραυματισμού αλλοδαπού κατά τη διάρκεια οικογενειακών διακοπών στην ημεδαπή, εξ αιτίας του οποίου ζητείται η δικαστική του συμπαράσταση, μη υφισταμένου πέραν της νοσηλείας του, κάποιου άλλου ιδιαίτερου συνδέσμου του καθ’ ου η αίτηση με την ημεδαπή, δεν θεμελιώνεται διεθνής δικαιοδοσία ελληνικού δικαστηρίου. Ο τόπος κατοικίας αυτού εξακολουθεί να αποτελεί η αλλοδαπή, έτσι η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη κατόπιν αυτεπάγγελτης έρευνας του Δικαστηρίου (ΜονΠρωτΘεσ 9860/2019).
Η υπόθεση εισάγεται στο Δικαστήριο είτε με αίτηση του νομιμοποιούμενου προσώπου είτε αυτεπαγγέλτως, με πράξη του αρμοδίου Δικαστή, κατά το άρθρ. 747 παρ. 4 ΚΠολΔ. Ακόμη πρέπει να ανααφερθεί ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 748 παρ. 3 ιδίου Κώδικα, ο αρμόδιος Δικαστής μπορεί να διατάξει την κλήτευση τρίτων, που έχουν έννομο συμφέρον στη δίκη, με κοινοποίηση αντιγράφου της αίτησης, στο οποίο σημειώνεται ο προσδιορισμός της δικασίμου. Σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 748 ΚΠολΔ, στις υποθέσεις, που εισάγονται κατά την παράγραφο 4 του άρθρ. 747 (δηλαδή με πράξη του Δικαστή), εκείνος, που εξέδωσε την πράξη, ορίζει δικάσιμο, κοινοποιεί αντίγραφο της πράξης στον Εισαγγελέα και μπορεί να διατάξει την κλήτευση στη δίκη οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι ο τρίτος, με μόνη την κλήτευσή του κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστή, η οποία δεν προσβάλλεται για το λόγο αυτό με ένδικο μέσο ή τριτανακοπή, αποκτά αυτοδικαίως την ιδιότητα του διαδίκου και υπό την ιδιότητά του αυτή μπορεί να προσβάλει την απόφαση με ένδικο μέσο (ΕφΛαρ 97/2016).
Αντίγραφο της αίτησης, που εισάγεται να δικαστεί και δικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, με τη σημείωση για τον προσδιορισμό δικασίμου, πρέπει να κοινοποιείται στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της περιφέρειας του δικαστηρίου και στην περίπτωση, που ζητείται η αντικατάσταση ή η παύση δικαστικού συμπαραστάτη ή ακόμη και των μελών του εποπτικού συμβουλίου του τελούντος υπό δικαστική συμπαράσταση προσώπου, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 760 ΚΠολΔ, το άρθρο 748 εφαρμόζεται και στα ένδικα μέσα και αντί του Εισαγγελέα που αναφέρεται στο άρθρο 748 παρ. 2 ΚΠολΔ καλείται ο Εισαγγελέας του Δικαστηρίου, που δικάζει το ένδικο μέσο. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι επί έφεσης κατά απόφασης, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία τα εκούσιας δικαιοδοσίας, σε υπόθεση παύσης ή αντικατάστασης του δικαστικού συμπαραστάτη ή μέλους του εποπτικού συμβουλίου, αναφορικά με πρόσωπο που τελεί σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση, αν αντίγραφο της έφεσης, με τη σημείωση για τον προσδιορισμό δικασίμου και κλήση για συζήτηση κατ’ αυτήν, δεν κοινοποιηθεί στον Εισαγγελέα Εφετών και αυτός δεν εμφανισθεί οίκοθεν στη δίκη, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης, ανεξάρτητα από τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης (ΕφΑθ 2507/2016).
Όταν η εισαγωγή της υπόθεσης για συζήτηση γινεται από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, τότε απαιτείται δική του, αυτοτελή, αίτηση ως διαδίκου (ΕφΠατρ 227/2007).
Τα πρόσωπα, που νομιμοποιούνται για την κίνηση της διαδικασίας υποβολής του πάσχοντος ενηλίκου σε δικαστική συμπαράσταση, λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, είναι ο πάσχων, ο σύζυγος αυτού, οι γονείς του, τα τέκνα του και ο Εισαγγελέας ή και το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, υποκινούμενο είτε από τα αναφερόμενα στο άρθρο 1668 ΑΚ πρόσωπα είτε από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, που δείχνει ενδιαφέρον για τον πάσχοντα. Ωστόσο, σε περίπτωση σωματικής αναπηρίας, κατά τη ρητή διατύπωση της παρ. 2 του άρθρου 1667 ΑΚ, αποκλειστικά νομιμοποιούμενος για την υποβολή της σχετικής αίτησης για θέση σε δικαστική συμπαράσταση είναι ο ίδιος ο πάσχων, εκτός αν παράλληλα με τη σωματική αναπηρία παρουσιάζει και κάποια άλλη νοσηρή κατάσταση εκ των αναφερόμενων στη διάταξη του άρθρου 1666 ΑΚ.
Με βάση τα ανωτέρω το διατακτικό αίτησης του Εισαγγελέα Πρωτοδικών προς το αρμόδιο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο) για τη δικαστική συμπαράσταση προσώπου πρέπει να αφορά το εξής περιεχόμενο:
1ον Να τεθεί ο/η …. κάτοικος ή προσωρινά διαμένων στην ιδιωτική κλινική (….) σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση.
2ον. Να διοριστεί προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης του συμπαραστατούμενου, για το χρονικό διάστημα από την έκδοση μέχρι την τελεσιδικία της απόφασης, και οριστικό δικαστικό συμπαραστάτη, τον …, κάτοικο ……
3ον Να ανατεθεί εν όλω στον ανωτέρω δικαστικό συμπαραστάτη η επιμέλεια του προσώπου του συμπαραστατούμενου.
4ον. Να διοριστεί τριμελές εποπτικό συμβούλιο, αποτελούμενο από τους: 1)….ως πρόεδρο, 2) …. 3) …., ως μέλη.
5ον Να διαταχθεί η Γραμματέα του Δικαστηρίο να προβεί στην καταχώρηση του διατακτικού της σχετικής απόφασης στο ειδικό βιβλίο, που τηρείται στη Γραμματεία του Δικαστηρίου για τον σκοπό αυτό, και να επιμεληθεί για την επίδοση της απόφασης στον διορισθέντα δικαστικό συμπαραστάτη και στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία.
Αφού τα ανωτέρω στοιχεία αποτελούν το περιεχόμενο του διατακτικού της αίτησης του αρμοδίου Εισαγγελέα προς το Δικαστήριο εννοείται ότι πριν την υποβολή της αίτησης από τον ίδιο, πρέπει να έχουν αναζητηθεί τα απαιτούμενα έγγραφα, που αφορούν την ταυτότητα και τη διαμονή του προσώπου που πρέπει να τεθεί σε δικαστική συμπαράσταση, η εξακρίβωση της κατάστασης της ψυχικής του υγείας με πλήρη περιγραφή του προβλήματος που αντιμετωπίζει και αφορά το ψυχικό ή διανοητικό του επίπεδο, ή τη σωματική του κατάσταση, που επιδρά στη ψυχική και στη διανοητική του κατάσταση, την αναζήτηση αξιόπιστων ατόμων για τη θέση του δικαστικού συμπαραστάτη και μελών του εποπτικού συμβουλίου, μέσω σχετικών εκθέσεων των αρμοδίων υπηρεσιών, υπεύθυνων δηλώσεων, ενόρκων βεβαιώσεων προς τούτο.
Η φυσική παρουσία του Εισαγγελέα στη δίκη δικονομικά δεν είναι αναγκαία και η συζήτηση μπορεί να διεξαχθεί κανονικά, είναι όμως δεδομένη σε περιπτώσεις που οι περιστάσεις των υποθέσεων το επιβάλουν, ούτε για να θεωρηθεί δικονομικά παρών ο Εισαγγελέας είναι αναγκαίο να υποβάλει προτάσεις προς το Δικαστήριο, όπως προαναφέρθηκε για τη διαδικασία σε υποθέσεις ακούσιας νοσηλείας.
*Λάμπρος Τσόγκας, Αντεισαγγελέας Εφετών Λάρισας
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Λάμπρος Σ. Τσόγκας: Υπεράσπιση κατηγορουμένου μέσα από την κατανόηση των ουσιωδών εγγράφων της δικογραφίας στη γλώσσα που αντιλαμβάνεταιΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr