Λάμπρος Σ. Τσόγκας: Υπεράσπιση κατηγορουμένου μέσα από την κατανόηση των ουσιωδών εγγράφων της δικογραφίας στη γλώσσα που αντιλαμβάνεται
Η σχετική διάταξη του ΚΠΔ, που τυγχάνει εφαρμογής ως προς το ζήτημα αυτό, είναι το άρθρο 237.
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της κατανόησης της κατηγορίας από τον κατηγορούμενο, που δεν ομιλεί την ελληνική γλώσσα, κομβικής σημασίας σημείο αποτελεί η πρόσβασή του στα ουσιώδη έγγραφα της δικογραφίας με τέτοιο τρόπο, ώστε να προκύπτει ότι έχει αντιληφθεί το περιεχόμενο της κατηγορίας και πως αυτή έχει αποδοθεί σε βάρος του σύμφωνα με τα ουσιώδη έγγραφα, που συνδέονται με την απόδοσή της. Η σχετική διάταξη του ΚΠΔ, που τυγχάνει εφαρμογής ως προς το ζήτημα αυτό, είναι το άρθρο 237 με τίτλο:
‘’Υποχρέωση μετάφρασης ουσιωδών εγγράφων’’.
Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου στους υπόπτους ή στους κατηγορούμενους, που δεν κατανοούν τη γλώσσα της ποινικής διαδικασίας, παρέχεται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος γραπτή μετάφραση όλων των ουσιωδών εγγράφων ή χωρίων εγγράφων της διαδικασίας.
Σημειώνεται ότι στην παράγραφο 1 του άρθρου 237 ΚΔ προσδιορίζεται ποια έγγραφα αποτελούν οπωσδήποτε ουσιώδη έγγραφα της δικογραφίας. Έτσι αποσαφηνίζεται ότι τα ουσιώδη έγγραφα περιλαμβάνουν οποιαδήποτε απόφαση συνεπάγεται τη στέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου, οποιοδήποτε έγγραφο απαγγελίας κατηγορίας, το κλητήριο θέσπισμα και ολόκληρο το παραπεμπτικό βούλευμα, καθώς και οποιαδήποτε δικαστική απόφαση σχετική με την κατηγορία. Ωστόσο στην πιο πάνω παράγραφο προκειμένου να μην υφίσταται περιθώριο ελλιπούς κατανόησης σημείων της κατηγορίας αναφέρεται ότι οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι, καθώς και οι συνήγοροί τους δύνανται να υποβάλουν αιτιολογημένο αίτημα για το χαρακτηρισμό εγγράφων ή χωρίων εγγράφων ως ουσιωδών. Ωστόσο διευκρινίζεται ότι οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι δεν έχουν δικαίωμα σε μετάφραση χωρίων ουσιωδών εγγράφων, τα οποία δεν συμβάλλουν στην κατανόηση εκ μέρους τους του περιεχομένου της εναντίον τους κατηγορίας. Κατά συνέπεια στην παράγραφο 1 του άρθρου 237 ΚΠΔ οριοθετείται η διάκριση ουσιωδών και μη ουσιωδών εγγράφων της δικογραφίας, ώστε να γίνεται αντιληπτό ότι έγγραφα, που δεν βοηθούν τον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο να αντιληφθεί σε τι συνίσταται η κατηγορία που τους αποδίδεται, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι είναι ουσιώδη έγγραφα της δικογραφίας.
Περαιτέρω σύμφωνα με την παρπάγραφο 2 του άρθρου 237 ΚΠΔ σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις η έγγραφη μετάφραση μπορεί να αντικατασταθεί από προφορική μετάφραση ή προφορική σύνοψη του περιεχομένου των ουσιωδών εγγράφων. Στον ΚΠΔ δεν μνημονεύονται οι εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, ούτε γίνεται ενδεικτική αναφορά ορισμένων από αυτές. Με βάση όμως τα διδάγματα της κοινής πείρας τέτοιες μπορεί να είναι οι περιπτώσεις υποθέσεων, που αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της παραγραφής της αξιόποινης πράξης, τον κίνδυνο της συμπλήρωσης του ανωτάτου ορίου προσωρινής κράτησης, της απώλειας της ζωής του θύματος λόγω ασθένειάς του, της αδυναμίας εύρεσης διερμηνέα σε εύλογο χρόνο για τη γραπτή μετάφραση των ουσιωδών εγγράφων. Επομένως σε αυτές τις περιπτώσεις η πρακτική λύση, που αρμόζει να εφαρμοστεί, είναι η υιοθέτηση της πρακτικής να ακολουθήσει προφορική μετάφραφη (έστω και με τη μορφή της σύνοψης) του περιεχομένου των ουσιωδών εγγράφων στον ύποπτο ή στον κατηγορούμενο από πρόσωπο, που ομιλεί τη γλώσσα, που κατονοεί ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος. Τούτο μπορεί να έχει άμεση πρακτική εφαρμογή σε περιπτώσεις κατηγορουμένων, που είναι κρατούμενοι σε Καταστήματα Κράτησης μακριά από τον τόπο, που ασκεί τα καθήκοντά του ο Ανακριτής ή μακριά από το κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο ή στην περιφέρεια του αρμοδίου κατά τόπο Δικαστηρίου δεν υπάρχει άτομο, που να ομιλεί τη γλώσσα, που κατανοεί ο κατηγορούμενος, πλην όμως στο Κατάστημα Κράτησης, υπάρχει συγκρατούμενος, που ομιλεί τη γλώσσα αυτή και μπορεί να έτσι να γίνει η μετάφραση (έστω με τη μορφή της σύνοψης) των ουσιωδών εγγράφων. Όπως όμως αναφέρεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 237 ΚΠΔ για την εξέταση του υπόπτου ή του κατηγορουμένου σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, όταν αυτή γίνεται με τη συνδρομή διερμηνέα ή όταν γίνεται προφορική μετάφραση ή σύνοψη βασικών εγγράφων ή για την παραίτηση των ανωτέρω από το δικαίωμα της μετάφρασης, συντάσσεται έκθεση ή γίνεται ειδική μνεία στην έκθεση, που συντάσσεται από το αρμόδιο κάθε φορά όργανο. Κατά συνέπεια στην περίπτωση της μετάφρασης (έστω και με συνοπτική μορφή) των ουσιωδών εγγράφων της δικογραφίας στον κατηγορούμενο από συγκρατούμενό του εντός του Καταστήματος Κράτησης πρέπει να συνταχθεί σχετική έκθεση ενώπιον του Δ/ντη του Καταστήματος Κράτησης, που να φέρει τις υπογραφές τους.
Ακόμη όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 237 ΚΠΔ ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να υποβάλει αντιρρήσεις κατά της απόφασης, με την οποία κρίνεται ότι δεν απαιτείται μετάφραση εγγράφων ή χωρίων εγγράφων ή όταν η ποιότητά της δεν είναι επαρκής. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως το έκτο εδάφιο του άρθρου 233 παρ. 1. Δηλαδή στην προκαταρκτική εξέταση αποφαίνεται ο αρμόδιος Εισαγγελέας, στην κύρια ανάκριση το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο και στο ακροατήριο το αρμόδιο Δικαστήριο. Με τον τρόπο αυτό ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος δεν στερείται πρόσβασης σε δικαιοδοτικό όργανο, προκειμένου τούτο να αποφανθεί επί του ζητήματος αν ένα έγγραφο έχει το χαρακτήρα του ουσιώδους εγγράφου και πρέπει να μεταφραστεί ή όχι.
Για το δικαίωμα του υπόπτου ή του κατηγορουμένου στη μετάφραση των ουσιώδών εγγράφων στη γλώσσα, που κατανοεί, χωρεί παραίτηση. Για το λόγο αυτό στην παράγραφο 4 του άρθρου 237 ΚΠΔ αναφέρεται ότι ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να παραιτηθεί από το δικαίωμα μετάφρασης εγγράφων υπό την προϋπόθεση ότι έχει προηγουμένως συμβουλευθεί συνήγορο ή ότι έχει με άλλον τρόπο λάβει πλήρη γνώση των συνεπειών της παραίτησης. Η παραίτηση πρέπει να είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησης του προσώπου και να μην περιέχει όρο ή αίρεση. Ως παραίτηση θεωρείται και η μη εμφάνιση του υπόπτου ή του κατηγορουμένου, ύστερα από σχετική νόμιμη κλήτευσή του, για προφορική μετάφραση εγγράφων. Η ανωτέρω ρύθμιση προσφέρει τη δυνατότητα της διαύγειας σε περίπτωση παραίτησης δικαιώματος, ώστε να μην υφίσταται αμφιβολία για τις συνθήκες ελευθερίας και πλήρους κατανόησης των συνεπειών, που συνιστά η παραίτηση από τη μετάφραση των ουσιωδών εγγράφων, αλλά και για να μην δημιουργείται έδαφος για παλινωδίες στην υπερασπιστική γραμμή του κατηγορουμένου και εμπόδια στη μετέπειτα διεξαγωγή της δίκης.
Επιπλέον προκειμένου να αποφεύγονται ακυρότητες στην ποινική διαδικασία είναι άξια αναφοράς η υπ’αριθμ. 729/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την οποία και στην περίπτωση που αλλοδαπός κατηγορούμενος δεν δηλώσει ότι δεν γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα, το δικαστήριο πρέπει να διερευνήσει αν αυτός ομιλεί και κατανοεί επαρκώς την ελληνική γλώσσα και κατόπιν αυτού, εναπόκειται στην, αναιρετικώς ανέλεγκτη, κυριαρχική κρίση του διευθύνοντος ο διορισμός ή μη διερμηνέως.
Πως όμως διαπιστώνεται τυχόν κατανόηση της ελληνικής γλώσσας από τον κατηγορούμενο παρά το ότι αυτός είναι υπήκοος άλλης χώρας της Ε.Ε και το επιδοθέν σε αυτόν κλητήριο θέσπισμα είναι στην ελληνική γλώσσα? Η απάντηση μπορεί να αναζητηθεί στη μελέτη της υπ’αριθμ. 1685/2017 απόφασης του Αρείου Πάγου. Με την απόφαση αυτή το Ακυρωτικό Δικαστήριο αναίρεσε απόφαση Δικαστηρίου της ουσίας, που έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του υπερασπιστικού δικαιώματος του κατηγορουμένου, αφού, μολονότι ήταν ολλανδός υπήκοος, του επιδόθηκε στην ελληνική γλώσσα κλητήριο θέσπισμα. Ειδικότερα στην ανωτέρω απόφαση του Αρείου πάγου αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι από το Δικαστήριο της ουσίας αγνοήθηκαν κρίσιμα έγγραφα, τα οποία συνέταξε ο ίδιος ο κατηγορούμενος στην ελληνική γλώσσα, είναι υπογεγραμμένα από αυτόν, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής του, με τα οποία παρείχε εντολές και εξουσιοδοτούσε τους συνηγόρους του για δικονομικές ενέργειες και από τα οποία προκύπτει αντίθετο συμπέρασμα από την άνω κρίση του. Και συγκεκριμένα αγνόησε και δεν έλαβε υπόψη: α] την από 19-5-2015 έγγραφη εξουσιοδότηση στην ελληνική γλώσσα, συντάκτης της οποίας είναι ο ανωτέρω κατηγορούμενος, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής του από τη δικηγόρο Δ. Δ., με την οποία διόρισε, κατά την προδικασία, τέσσερις πληρεξουσίους συνηγόρους, ήτοι τους: 1] Ξ. Π., 2] Κ. Π., 3]Δ. Δ. και 4] Δ. Μ., παρέχοντας σ’ αυτούς ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα, όπως από κοινού είτε ο καθένας χωριστά συνεπικουρούμενοι και από τέσσερις ασκούμενους δικηγόρους, τους οποίους κατονομάζει, εμφανιστούν ενώπιον της 14ης Πταισματοδίκου Αθηνών λάβουν γνώση και αντίγραφα της ποινικής δικογραφίας, που εκκρεμούσε σε βάρος του, ζητήσουν προθεσμία για την παροχή εγγράφων εξηγήσεων, υποβάλουν σημείωμα εγγράφων εξηγήσεων για λογαριασμό του, καθώς, επίσης, τους εξουσιοδότησε να τον εκπροσωπούν σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις που αφορούν στη συγκεκριμένη υπόθεση, β] την από 14-7-2015 έγγραφη εξουσιοδότηση, επίσης στην ελληνική γλώσσα, της οποίας συντάκτης είναι ο ίδιος ο κατηγορούμενος, στην οποία βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής του από την ίδια πληρεξούσια δικηγόρο Δ. Δ. και με την οποία εξουσιοδότησε και έδωσε εντολή στους δικηγόρους: α] Κ. Π., β] Μ. Φ., γ] Α. Α. και δ] Δ. Δ. όπως από κοινού είτε καθένας χωριστά τον εκπροσωπήσουν ενώπιον του ανωτέρω Μονομελούς Πλημμελειοδικείου κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ……Τα ως άνω διαδικαστικά κρίσιμα έγγραφα, παρά του ότι απεδείκνυαν την υπό του ανωτέρω κατηγορουμένου γνώση της ελληνικής γλώσσας, δυνάμει των οποίων άσκησε αυτός δια των πληρεξουσίων δικηγόρων του πλήρως τα δικονομικά του δικαιώματα, τόσο στην προδικασία, παρέχοντας, αναλυτικώς, έγγραφες εξηγήσεις και αντικρούοντας την κατ’ αυτού κατηγορία για καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης στην αγορά, κατ’ εξακολούθηση, ερειδόμενη στην υπ’ αρίθμ…… /2013 απόφαση της Ολομελείας της Επιτροπής Ανταγωνισμού, όσο και κατά την προηγηθείσα της δικασίμου της 30ης Νοεμβρίου 2016 κύρια διαδικασία, χωρίς ουδέποτε να προβάλει αντιρρήσεις ή οποιαδήποτε ένσταση περί μη κατανοήσεως υπ’ αυτού της ελληνικής γλώσσας, ουδόλως τα έλαβε υπόψη και τα εκτίμησε το ανωτέρω Δικαστήριο για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσης. Περαιτέρω, ενόψει του πλήθους των προαναφερθέντων εγγράφων και της κατά την προδικασία αντικρούσεως υπ’ αυτού [κατηγορουμένου] της ταυτοσήμου με το επιδοθέν κλητήριο θέσπισμα κατηγορίας, η προσβαλλόμενη δεν διέλαβε ουδεμία αιτιολογία ως προς τη μη κατανόηση υπό του άνω κατηγορουμένου του κλητηρίου θεσπίσματος, λόγω άγνοιας της ελληνικής γλώσσας, ενώ, προσέτι, ουδεμία σκέψη διέλαβε, ούτε επικαλείται από ποία αποδεικτικά μέσα το δίκασαν Δικαστήριο οδηγήθηκε στην κρίση ότι δεν κατανοούσε την ελληνική γλώσσα και ήταν γνώστης μόνο της ολλανδικής, εκ της αναφοράς και μόνο ότι ήταν ολλανδός υπήκοος, παρά τα αντιθέτως προκύπτοντα από τα ανωτέρω κρίσιμα έγγραφα, τα οποία, όπως προεκτέθηκε, ουδόλως έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσης.
Βέβαια εκείνο, που από τη νομολογία του Ακυρωτικού μας Δικαστηρίου προκύπτει είναι το αν επήλθε παραβίαση των δικαιωμάτων υπεράσπισης κρίνεται, αφού σταθμιστούν τα υπερασπιστικά δικαιώματα του θύματος, τα δικαιώματα των μαρτύρων, καθώς και το δημόσιο συμφέρον για αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης (ΑΠ 624/2020).
*Λάμπρος Σ. Τσόγκας, Αντεισαγγελέας Εφετών Λάρισας
Πηγή: ende.gr
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr