Λάμπρος Τσόγκας: Ειδικά ζητήματα διεθνούς δικαστικής συνεργασίας

Οι κοινές ομάδες έρευνας, η κατάσχεση, η άρση φορολογικού απορρήτου, η διατήρηση δεδομένων επικοινωνίας, η αιτιολογία απόφασης εθνικού δικαστή για την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου, η σωματική έρευνα, η ερμηνευτική προσέγγιση της μελλοντικής περιουσίας.

NEWSROOM
Λάμπρος Τσόγκας: Ειδικά ζητήματα διεθνούς δικαστικής συνεργασίας

Βασικό ρόλο στη διεθνή δικαστική συνεργασία έχει η δημιουργία Κοινής Ομάδας Έρευνας. Στην ΚΟΕ κομβικό σημείο αποτελεί ο προσδιορισμός του σκοπού της. Η περιγραφή του  θα πρέπει να περιλαμβάνει τις περιστάσεις του υπό διερεύνηση εγκλήματος στα εμπλεκόμενα κράτη (δηλαδή το χρονικό διάστημα, ο τόπος και και η φύση της ερευνόμενης εγκληματικής δραστηριότητας).

Ακόμη πρέπει να προσδιορίζεται αν επιδιώκεται η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, η συντονισμένη σύλληψη υπόπτων, η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, η στρατηγική δίωξης, δηλαδή η  ρύθμιση θεμάτων περί δικαιοδοσίας, συμπεριλαμβανομένης της ενδεχόμενης διαβίβασης των δικογραφιών και της ανάληψης της ποινικής δίωξης από ένα κράτος προς αποφυγή πολλαπλών διώξεων.

Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι η ΚΟΕ πραγματοποιεί τις εργασίες της σύμφωνα με το δίκαιο των κρατών, στα οποία επιχειρεί σε οποιαδήποτε στιγμή. Επιπλέον στην ΚΟΕ  πρέπει να προσδιορίζονται οι επικεφαλής της ομάδας, που είναι εκπρόσωποι των αρμόδιων αρχών, που συμμετέχουν σε ποινικές έρευνες στα κράτη, στα οποία επιχειρεί η ομάδα,και τα μέλη της ΚΟΕ εκτελούν τα καθήκοντά τους υπό την καθοδήγησή του.

Έτσι οι δραστηριότητες της ΚΟΕ διεξάγονται σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους, εντός του οποίου αυτή λειτουργεί, το οποίο ονομάζεται κράτος λειτουργίας και υπό την εποπτεία του επικεφαλής της ΚΟΕ, που έχει οριστεί από το εν λόγω κράτος.  Στην ΚΟΕ ορίζονται και τα τυχόν,αποσπασμένα μέλη της. Αποσπασμένο είναι το μέλος της κοινής ομάδας έρευνας, το οποίο δεν προέρχεται από το κράτος – μέλος, όπου λειτουργεί η ομάδα. Τα αποσπασμένα μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν από κοινού με την ομάδα πληροφορίες που είναι διαθέσιμες στο κράτος, που τους απέσπασε. Επιπλέον έχουν τη δυνατότητα, με απόφαση του επικεφαλής, να αναλάβουν τη διενέργεια ορισμένης έρευνας, μετά από έγκριση του αρμόδιου Εισαγγελέα και των αρμόδιων αρχών του κράτους – μέλους, από το οποίο προέρχονται.

Ακόμη μπορούν να ζητήσουν απευθείας από τις αρμόδιες αρχές των κρατών – μελών, από τα οποία προέρχονται να διενεργηθεί ορισμένη έρευνα, εφόσον αυτή κρίνεται απαραίτητη για τους σκοπούς της κοινής ομάδας έρευνας. Το αίτημα αυτό εξετάζεται σύμφωνα με τη νομοθεσία του οικείου κράτους – μέλους.  Έλληνας, ο οποίος ενεργεί ως αποσπασμένο μέλος σε Κοινή ομάδα έρευνας, που λειτουργεί στο έδαφος άλλου κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να ζητεί, κατόπιν εγκρίσεως του αρμόδιου Εισαγγελέα, απευθείας από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές και σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία να διενεργήσουν ορισμένη έρευνα εφόσον αυτή κρίνεται απαραίτητη για τους σκοπούς της κοινής ομάδας έρευνας. Στην πράξη οι έρευνες διενεργούνται παράλληλα από τα διάφορα συμμετέχοντα κράτη, τα οποία ανταλλάσσουν μεταξύ τους τα αποδεικτικά στοιχεία, που συλλέγουν. Στη συνέχεια τα μέλη της ΚΟΕ μπορούν να αποσπώνται από κάθε κράτος προκειμένου να στηρίξουν τη συντονισμένη επιχειρησιακή φάση. Το ζήτημα του παραδεκτού των αποδεικτικών στοιχείων σε δίκη διέπεται από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους, στο οποίο διεξάγεται η δικαστική διαδικασία.

Ωστόσο επειδή κατά τη λειτουργία μίας ΚΟΕ δεν πρέπει να γίνει παραβίαση της αρχής ‘’ne bis in idem’’ είναι άξια μνείας η υπ’αριθ. C-367/05 απόφαση του ΔΕΕ σχετικά με το άρθρο 54 της Συνθήκης του Σένγκεν, που αφορούσε την καταδίκη του  Kraaijenbrink από δικαστήρια της Ολλανδίας και του Βελγίου για νομιμοποίηση εσόδων από διακίνηση ναρκωτικών.

Σύμφωνα με την απόφαση αυτή στην έννοια ‘’ίδια πραγματικά περιστατικά αποδίδονται εμπειρικά γεγονότα, που απαρτίζουν ένα αδιαίρετο όλο και ότι απλά και μόνο το γεγονός ότι ο δράστης ενήργησε με κοινό δόλο δεν είναι αρκετό. Ένας υποκειμενικός σύνδεσμος μεταξύ των γεγονότων, που οδηγούν σε νομιμοποίηση εσόδων σε δύο διαφορετικές χώρες λόγω της ενιαίας πρόθεσης του δράστη να νομιμοποιήσει ποσά από τη διακίνηση ναρκωτικών, δεν είναι αρκετός, αλλά απαιτείται να θεμελιωθεί ένας αντικειμενικός σύνδεσμος μεταξύ των χρηματικών ποσών των δύο ποινικών διαδικασιών. Κατά συνέπεια η νομιμοποίηση πρέπει να αποτελεί μια ενιαία εκτέλεση που οι έμπρακτες εκδηλώσεις της είναι ένα αδιαίρετο σύνολο υλικών ενεργειών, που συνδέονται εμπειρικά μεταξύ τους.

Βέβαια σύμφωνα με το εθνικό μας δίκαιο κατά τη διενέργεια κάθε ανακριτικής πράξης ο ανακριτής και ο ανακριτικός υπάλληλος οφείλουν να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Συντάγματος).

Τα σημεία, που πρέπει να αναλυθούν, είναι τα εξής:

1ον. Δε νοείται κατάσχεση πράγματος ακόμη και αν τούτο συνδέεται με την αξιόποινη πράξη, αν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας (π.χ. ο εξαρτημένος αναζητά ως χώρο κατοχής και χρήσης ναρκωτικών ουσιών ένα όχημα για να εξασφαλίσει την ημερήσια δόση του. Το όχημα δεν μπορεί να κατασχεθεί λόγω της δυσαναλογίας μεταξύ της αξίας του θιγόμενου αγαθού, που αυτό αντανακλά και της σχέσης του με την ερευνώμενη πράξη). Η στάθμιση λοιπόν της αξίας του προσβληθέντος εννόμου αγαθού κατά την κατάσχεση του πράγματος με την συμβολή, που το πράγμα έχει στην απαξία της πράξης, καθορίζει την ανάγκη τυχόν κατάσχεσής του.

2ον. Η κατάσχεση πράγματος αποτελεί δικονομική ενέργεια, που αποσκοπεί στη συλλογή αποδείξεων για την ταυτότητα του δράστη και την εξιχνίαση του εγκλήματος.

3ον. Αφού η κατάσχεση αποσκοπεί στη συλλογή αποδείξεων για την ταυτότητα του δράστη και την τέλεση του εγκλήματος, τούτο σχετίζεται και με τις προϋποθέσεις της άρσης της κατάσχεσης. Ειδικότερα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 268§3 ΚΠΔ η άρση της μπορεί να διαταχθεί από το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο, όταν πια δεν πιθανολογείται κίνδυνος από την άρση της, να προκληθούν δυσχέρειες στην εξακρίβωση της αλήθειας. Μάλιστα σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη δεν μπορεί να γίνει λόγος περί ευχέρειας του Δικαστικού Συμβουλίου να κρίνει απορριπτέα την αίτηση άρσης της κατάσχεσης με το σκεπτικό ότι το κατασχεθέν πράγμα είναι δημευτέο κατά τα διαλαμβανόμενα στον Ποινικό Κώδικα. Επίσης τούτη η προσέγγιση αφορά και το ζήτημα της αλλαγής φύλακα των πραγμάτων που τελούν υπό κατάσχεση. Με βάση την πιο πάνω νομοθετική πρόβλεψη δεν μπορεί πια να υποστηριχθεί η επιχειρηματολογία ότι το Δικαστικό Συμβούλιο αποφαίνεται παρεμπιπτόντως για την τύχη των κατασχεθέντων πραγμάτων μόνο όταν αυτά σχετίζονται με την ανακάλυψη της αλήθειας και όχι όταν αποτελούν αντικείμενα, που υπόκεινται σε δήμευση, γιατί έτσι υποκαθίσται η κρίση του Δικαστηρίου. Τούτο συμβαίνει λόγω του φαινομένου της αναπληρωματικής δήμευσης, που έχει εισαχθεί στο ποινικό δίκαιο. Ειδικότερα κατά την §3 του άρθρου 68 ΠΚ αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία, που είναι προϊόντα κακουργήματος ή πλημμελήματος, το οποίο πηγάζει από δόλο, καθώς και το τίμημά τους, και όσα αποκτήθηκαν με αυτά αμέσως ή εμμέσως, επίσης και αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία, που χρησίμευσαν ή προορίζονταν για την εκτέλεση τέτοιας πράξης, μπορούν να δημευθούν αν αυτά ανήκουν στον αυτουργό ή σε κάποιον από τους συμμετόχους. Αν τα παραπάνω αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία έχουν αναμειχθεί με περιουσία, που αποκτήθηκε από νόμιμες πηγές, η σχετική περιουσία υπόκειται σε δήμευση μέχρι την καθορισμένη αξία των αναμειχθέντων αντικειμένων. Περαιτέρω κατά την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου αν το πράγματα αντικείμενα ή τα περιουσιακά στοιχεία της παραγράφου 1 δεν υπάρχουν πλέον ή δεν έχουν βρεθεί, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει δήμευση (αναπληρωματική δήμευση) σε ίσης, κατά το χρόνο έκδοσης της καταδικαστικής απόφασης, αξίας περιουσιακά στοιχεία του δράστη.

4ον. Γίνεται αντιληπτό από τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας ότι στην περίπτωση που το κατασχεθέν πράγμα είναι το μέσο τέλεσης του εγκλήματος και μάλιστα το μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο, που ταυτοποιεί τον κατηγορούμενο με το έγκλημα ή φανερώνει  συγκεκριμένη ιδιότητά του στην τέλεση του εγκλήματος (που μόνο αν την είχε, μπορεί να θεωρηθεί φυσικό υποκείμενο τέλεσής της), τότε η διατήρησή του στο δικονομικό καθεστώς της κατάσχεσης αποτελεί αναγκαιότητα για την εξακρίβωση της αλήθειας. Διαφορετικά δεν θα είναι δυνατό να γίνει η επαλήθευση της σχέσης του δράστη με την ερευνώμενη πράξη στον τόπο και χρόνο που αυτή του αποδίδεται, δίχως το Δικαστήριο να έχει στη διαθεσή του το βασικό αποδεικτικό στοιχείο, που είναι το μέσο τέλεσής της. Τούτο μάλιστα καθίσταται ακόμη σαφέστερο στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος αρνείται την πράξη ή όταν υπάρχουν συμμέτοχοι, που δεν έχουν ταυτοποιηθεί.

Άλλο στοιχείο, που μπορεί να αποτελέσει κρίσιμο πεδίο στη δράση της ΚΟΕ αλλά και γενικά στη σφαίρα της διεθνούς δικαστικής συνεργασίας, είναι η άρση του φορολογικού απορρήτου. Με βάση το ελληνικό δίκαιο η σχετική εφαρμοστέα διάταξη είναι αυτή του άρθρου 85 Ν.2238/1994 (όπως τούτο ισχύει). Για την άρση του χρήσιμη είναι η γνωμοδότηση με αριθμό 326/2004 του ΝΣΚ. Για την εφαρμογή του εν λόγω μέτρου σημειώνονται τα εξής αναφερθέντα στην ανωτέρω γνωμοδότηση του ΝΣΚ:

….η προστασία του φορολογικού απορρήτου μπορεί να εξασθενήσει , αν κάτω από το γλωσσικό νόημα της έκφρασης «δημόσιο συμφέρον» καλύπτεται κάθε αξίωση των ποινικών αρχών. Ο παραπάνω κίνδυνος μπορεί να εξαλειφθεί μόνον από την αυστηρή και σταθερή προσήλωση στην επί του θέματος διαπλασθείσα νομολογία, η οποία επιτάσσει την δυνατότητα πρόσβασης στον «απόρρητο φάκελλο των στοιχείων» του φορολογουμένου μόνο στις περιπτώσεις ανίχνευσης, βεβαίωσης και τιμώρησης των αξιοποίνων πράξεων. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το φορολογικό απόρρητο κάμπτεται έναντι της δικαστικής αρχής και μόνο εάν έχει διαταχθεί προσηκόντως κυρία ανάκριση, προανάκριση ή τουλάχιστον προκαταρκτική εξέταση αφού και στην τελευταία περίπτωση ενεργείται στην ουσία ό,τι και στην προανάκριση, δεδομένου ότι και η προκαταρκτική εξέταση συνιστά «… ένα θεσμοποιημένο στάδιο δικαστικής ανίχνευσης των αξιοποίνων πράξεων» (βλ. Κ. Σταμάτη, Η προκαταρκτική εξέταση στην ποινική διαδικασία και οι αρχές της νομιμότητας και της σκοπιμότητας/1984, σελ. 44).

Επίσης σημαντικό θέμα αποτελεί η διατήρηση των πληροφοριών από τις επικοινωνίες. Το ΔΕΕ με απόφασή του στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑793/19 και C‑794/19 αποφάνθηκε ότι: Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/136/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11, καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι:

* δεν αντιτίθεται σε εθνικά νομοθετικά μέτρα τα οποία προβλέπουν προληπτικώς, για την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας και την πρόληψη των σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας, γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως·

* δεν αντιτίθεται σε εθνικά νομοθετικά μέτρα:

– τα οποία επιτρέπουν, προς τον σκοπό της προστασίας της εθνικής ασφάλειας, τη δυνατότητα να διατάσσονται οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να προβαίνουν σε γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το οικείο κράτος μέλος αντιμετωπίζει σοβαρή απειλή για την εθνική ασφάλεια η οποία αποδεικνύεται ότι είναι πραγματική και ενεστώσα ή προβλέψιμη, εξυπακουομένου ότι η απόφαση που προβλέπει τη συγκεκριμένη διαταγή μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αποτελεσματικού ελέγχου είτε από δικαστήριο είτε από ανεξάρτητη διοικητική αρχή της οποίας η απόφαση έχει δεσμευτικό αποτέλεσμα, προκειμένου να εξακριβωθεί αν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές καθώς και αν τηρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις και εγγυήσεις που πρέπει να έχουν θεσπισθεί, και υπό τον όρο ότι η εν λόγω διαταγή μπορεί να ισχύει μόνο για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα, με δυνατότητα, πάντως, παρατάσεως της ισχύος της σε περίπτωση που εξακολουθεί να υφίσταται η εν λόγω απειλή·

– τα οποία προβλέπουν, προς τους σκοπούς της προστασίας της εθνικής ασφάλειας, της καταπολεμήσεως του σοβαρού εγκλήματος και της προλήψεως των σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας, στοχευμένη διατήρηση των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως η οποία πρέπει να οριοθετείται βάσει αντικειμενικών στοιχείων που δεν εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις, ανάλογα με τις κατηγορίες των υποκειμένων των διατηρούμενων δεδομένων ή με τη χρήση γεωγραφικού κριτηρίου, μόνο για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα, με δυνατότητα, όμως, παρατάσεώς του·

– τα οποία προβλέπουν, προς τους σκοπούς της προστασίας της εθνικής ασφάλειας, της καταπολεμήσεως του σοβαρού εγκλήματος και της προλήψεως των σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας, γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των διευθύνσεων IP που έχουν αποδοθεί στην πηγή συνδέσεως, για χρονικό διάστημα περιοριζόμενο στο απολύτως αναγκαίο·

– τα οποία προβλέπουν, προς τους σκοπούς της προστασίας της εθνικής ασφάλειας, της καταπολεμήσεως της εγκληματικότητας και της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας, γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων σχετικά με την ταυτότητα των χρηστών μέσων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, και

– τα οποία επιτρέπουν, για την καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος και, κατά μείζονα λόγο, την προστασία της εθνικής ασφάλειας, τη δυνατότητα να διατάσσονται οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, μέσω αποφάσεως της αρμόδιας αρχής υποκείμενης σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο, να προβαίνουν, για ορισμένο χρονικό διάστημα, στην κατεπείγουσα διατήρηση των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως που διαθέτουν οι εν λόγω πάροχοι υπηρεσιών, εφόσον τα μέτρα αυτά διασφαλίζουν, με σαφείς και ακριβείς κανόνες, ότι η διατήρηση των επίμαχων δεδομένων εξαρτάται από την τήρηση των σχετικών ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων και ότι τα πρόσωπα τα οποία αφορούν τα εν λόγω δεδομένα διαθέτουν αποτελεσματικές εγγυήσεις έναντι των κινδύνων καταχρήσεως.

Επιπρόσθετα στο πεδίο της διεθνούς δικαστικής συνεργασίας άξια μνείας είναι η απόφαση του ΔΕΕ στην υπ’αριθ.C-349/21 υπόθεση. Ειδικότερα το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες), ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι:

* δεν αντιτίθεται σε εθνική πρακτική σύμφωνα με την οποία οι δικαστικές αποφάσεις με τις οποίες χορηγείται άδεια για τη χρήση ειδικών μεθόδων συλλογής πληροφοριών, κατόπιν αιτιολογημένου και εμπεριστατωμένου αιτήματος των ποινικών αρχών, καταρτίζονται βάσει τυποποιημένου κειμένου χωρίς εξατομικευμένη αιτιολογία, όπου απλώς αναγράφεται, πέραν της χρονικής διάρκειας ισχύος των αδειών, ότι έχουν τηρηθεί οι προβλεπόμενες από τη νομοθεσία απαιτήσεις, περί των οποίων γίνεται λόγος στις αποφάσεις αυτές, υπό την προϋπόθεση ότι οι συγκεκριμένοι λόγοι βάσει των οποίων ο αρμόδιος δικαστής έκρινε ότι τηρούνταν οι προϋποθέσεις του νόμου, υπό το πρίσμα των πραγματικών και νομικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν την προκειμένη περίπτωση, μπορούν να συναχθούν ευχερώς και επακριβώς από μια συνδυασμένη ανάγνωση της αποφάσεως και της αιτήσεως περί χορηγήσεως αδείας και υπό την προϋπόθεση ότι, μετά τη χορήγηση της άδειας, παρέχεται στο πρόσωπο εις βάρος του οποίου επετράπη η χρήση ειδικών μεθόδων συλλογής πληροφοριών πρόσβαση στην αρχική αίτηση.

Σε ό,τι αφορά τη σωματική έρευνα υπόπτου από αστυνομικά όργανα, πρέπει να ληφθεί υπόψη η θέση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση  GILLAN AND QUINTON v. THE UNITED KINGDOM. Ειδικότερα στην παράγραφο 87 της πιο πάνω απόφασης  αναφέρεται ότι η ακινητοποίηση και η σωματική έρευνα υπόπτου από αστυνομικά όργανα δίχως τη δικαιολογημένη υποψία για παραβατική συμπεριφορά συνιστά παράβαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Τούτη η θέση αναδεικνύει την ανάγκη της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας και της εκ των προτέρων συλλογής και διασταύρωσης εκ μέρους των αστυνομικών οργάνων των υποψιών  για την ανάγκη της σωματικής έρευνας. Γίνεται ακόμη αντιληπτό ότι σε επίπεδο διεθνούς δικαστικής συνεργασίας τέτοια σωματική έρευνα άλλου πρέπει να έχει σχεδιαστεί με βάση τις συγκεντρωθείσες ήδη πληφοροφορίες και όσες αποδείξεις έχουν ήδη ληφθεί στα πλαίσια ήδη ενεργούμενων δικονομικών πράξεων και να μην αποτελεί τούτη η σωματική έρευνα μεμονωμένη (χωρίς δικαιολογία) δικονομική ενέργεια, μόνο και μόνο επειδή ο καθού η σωματική έρευνα θεωρείται από την αστυνική αρχή ύποπτος αξιόποινης πράξης.

Τέλος επειδή είναι πιθανό η διεθνής δικαστική συνεργασία να διεξάγεται για τη διαπίστωση ερευνώμενου εγκλήματος στη σφαίρα της απόπειρας είναι αναγκαία η επισήμανση όσων το ΕΔΔΑ δέχθηκε κατά την ερμηνεία του άρθρο 1 του πρώτου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ για το μελλοντικό εισόδημα. Το μελλοντικό λοιπόν εισόδημα  δεν δημιουργεί δικαίωμα απόκτησης περιουσίας ( ΕΔΔΔ: Denisov κατά Ουκρανίας). Το μελλοντικό εισόδημα συνδέεται με κατοχή περιουσίας μόνο εάν έχει αποκτηθεί περιουσιακό στοιχείο ή εάν υφίσταται επιδιώξιμη αξίωση επ’ αυτού (ΕΔΔΑ: Ian Edgar Liverpool Ltd κατά Ηνωμένου Βασιλείου).

*Λάμπρος Σ. Τσόγκας, Αντεισαγγελέας Εφετών Λάρισας

Πηγή: dikastis.blogspot.com

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ