Λάμπρος Τσόγκας: Εμπορία ανθρώπων. Προσέγγιση πρακτικών ζητημάτων μέσα από τη νομολογία του ΕΔΔΑ, τα διεθνή νομοθετικά κείμενα, τον ΠΚ και τη σχετική Εγκύκλιο του ΕισΑΠ

Υποχρέωση δικονομικής φύσης στα κράτη-μέλη, να διενεργούν πραγματική-αποτελεσματική έρευνα στις υποθέσεις σωματεμπορίας, με επιμέλεια, ταχύτητα και ανεξαρτησία. Να οδηγεί στην ταυτοποίηση και την τιμωρία των υπαιτίων.

NEWSROOM
Λάμπρος Τσόγκας: Εμπορία ανθρώπων. Προσέγγιση πρακτικών ζητημάτων μέσα από τη νομολογία του ΕΔΔΑ, τα διεθνή νομοθετικά κείμενα, τον ΠΚ και τη σχετική Εγκύκλιο του ΕισΑΠ

Όταν ο Δικαστικός Λειτουργός  ασχολείται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του με το ζήτημα της εμπορίας ανθρώπων είναι αναγκαίο να έχει κατά νου ότι ασχολείται με ζήτημα μειίζονος σημασίας. Τούτο διότι αυτό αφορά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Επομένως η προτεραιοποίηση του σχετικού χειριζόμενου δικονομικά ζητήματος είναι αυτονόητη. Ειδικά στην περίπτωση που ο Δικαστικός Λειτουργός είναι ο Εισαγγελέας η προτεραιοποίηση δεν εξαντλείται στην άμεση επεξεργασία από αυτόν της σχετικής καταγγελίας μέσω της έκδοσης της οικείας παραγγελίας του. Απαιτείται επίσης η άμεση εκτέλεσή της από τις αρχές, που είναι επιφορτισμένες με προανακριτικά καθήκοντα. Κατά συνέπεια ο Εισαγγελέας πρέπει να ασκεί το εποπτικό του από τα άρθρα 245, 246 ΚΠΔ έργο στους προανακριτικούς υπαλλήλους δίνοντας σχετικές κατευθύνσεις, που θα συμβάλουν στην άμεση και αποτελεσματική διεξαγωγή της έρευνας. Τούτα τα στοιχεία της αποτελεσματικότητας και της αμεσότητας αξιολογούνται από το ΕΔΔΑ σε κάθε υπόθεση θυμάτων εμπορίας ανθρώπων και δυστυχώς αποτέλεσαν αιτία καταδίκης της χώρας μας. Για το λόγο αυτό  εξάλλου ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου εξέδωσε την υπ’αριθ.9/2020 εγκύκλιό του. Σε αυτή μεταξύ άλλων τονίζεται ότι  η εφαρμογή του άρθρου 4 στο ειδικότερο πλαίσιο της εμπορίας ανθρώπων, η διάταξη αυτή, πλην των άλλων, επιβάλλει την  υποχρέωση δικονομικής φύσης (obligation procedural) στα κράτη-μέλη, να διενεργούν ττραγματική-αποτελεσματική έρευνα στις υποθέσεις σωματεμπορίας, η οποία να χαρακτηρίζεται από επιμέλεια, ταχύτητα και ανεξαρτησία  και συνάμα να μπορεί να οδηγήσει στην ταυτοποίηση και την τιμωρία των υπαιτίων.  Στην απόφαση του ΕΔΔΑ επί της υπ’αριθ.40311/2010 προσφυγής αναφέρεται ότι αφενός μεν η έρευνα των ελληνικών αρχών αργοπόρησε ενώ η προσπάθεια να επιδοθούν κλήσεις στις προσφεύγουσες, οι οποίες είχαν υποβάλει αίτηση να συμμετάσχουν στις διαδικασίες ως πολιτική αγωγή απέτυχαν. Οι προσφεύγουσες είχαν δώσει τη διεύθυνση κατοικίας τους, αλλά δεν έγινε καμία προσπάθεια να εντοπιστούν σε αυτή τη διεύθυνση. Έτσι καταληκτικά το  ΕΔΔΑ  έκρινε ότι οι αρμόδιες ελληνικές αρχές δεν ασχολήθηκαν με την υπόθεση τους με το επίπεδο επιμέλειας που επιβάλλει το άρθρο 4 της σύμβασης και ότι οι προσφεύγουσες δεν είχαν συμμετάσχει στις έρευνες στο βαθμό που απαιτείται από το διαδικαστικό σκέλος της διάταξης αυτής. Ωστόσο απαιτείται προσοχή από τις αρμόδιες αρχές, αφού η  υποχρέωση για διεξαγωγή  έρευνας (αυτεπάγγελτης αστυνομικής προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης)  δεν απαιτεί την υποβολή έγκλησης  από το ν παθόντα ή μήνυσης από οικείο του. Αρκεί το  κρίσιμο συμβάν να  υπέπεσε στην αντίληψη των αρμόδιων κρατικών οργάνων.Τότε τούτα πρέπει να  ενεργησουν αυτεπάγγελτα  (ΕΔΔΑ  Rantsev v. Cyprus and Russia).

Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί τι προβλέπεται στο άρθρο 4 της ΕΣΔΑ. Σύμφωνα λοιπόν με το εν λόγω άρθρο:

  1. Ουδείς δύναται να κρατηθή εις δουλείαν ή ειλωτείαν. 2. Ουδείς δύναται να υποχρεωθή εις αναγκαστικήν ή υποχρεωτικήν εργασίαν. 3. Δεν θεωρείται ως «αναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία» υπό την έννοιαν του παρόντος άρθρου : α. πάσα εργασία ζητουμένη παρά προσώπου κρατουμένου συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 5 της παρούσης Συμβάσεως ή κατά την διάρκειαν της υπό όρους απολύσεώς του. β. πάσα υπηρεσία στρατιωτικής φύσεως ή, εις την περίπτωσιν των εχόντων αντιρρήσεις συνειδήσεως εις τας χώρας όπου τούτο αναγνωρίζεται ως νόμιμον, πάσα άλλη υπηρεσία εις αντικατάστασιν της υποχρεωτικής στρατιωτικής υπηρεσίας. γ. πάσα υπηρεσία ζητουμένη εις περίπτωσιν κρίσεων ή θεομηνιών, αι οποίαι απειλούν την ζωήν ή την ευδαιμονίαν του συνόλου. δ. πάσα εργασία ή υπηρεσία απαρτίζουσα μέρος των τακτικών υποχρεώσεων του πολίτου.

Η βασική ποινική διάταξη του ΠΚ για την εμπορία ανθρώπων είναι αυτή της παργράφου 1 του άρθρου 323Α ΠΚ σύμφωνα με την οποία: Όποιος με τη χρήση βίας, απειλής βίας ή άλλων εξαναγκαστικών μέσων ή με επιβολή ή κατάχρηση εξουσίας, στρατολογεί, απάγει, μεταφέρει, κατακρατεί παράνομα, υποθάλπει, παραδίδει ή παραλαμβάνει άλλον με σκοπό την εκμετάλλευσή του, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα  έτη και χρηματική ποινή. Κατά την παράγραφο 5 της διάταξης του άρθρου 323Α ΠΚ η έννοια της εκμετάλλευσης περιλαμβάνει τον πορισμό παράνομου περιουσιακού οφέλους από: α) την υπαγωγή του σε καθεστώς δουλείας ή σε παρεμφερείς προς τη δουλεία πρακτικές, β) την υπαγωγή του σε καθεστώς ειλωτείας, γ) την εργασία ή την επαιτεία του θύματος (εργασιακή εκμετάλλευση), δ) την τέλεση εγκληματικών πράξεων από αυτό, ε) την αφαίρεση κυττάρων, ιστών ή οργάνων του σώματός του, στ) την τέλεση από αυτό γενετήσιων πράξεων, πραγματικών ή προσποιητών, ή την παροχή εργασίας ή υπηρεσιών που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό τη γενετήσια διέγερση (γενετήσια εκμετάλλευση) ή ζ) τον εξαναγκασμό του σε τέλεση γάμου.

Τα θύματα της εμπορίας ανθρώπων είναι βέβαιο ότι έχουν να αντιμερωπίσουν μια εμπειρική κατάσταση, που εκ των πραγμάτων τους εισάγει σε φόβο.  Ως προς το ζήτημα του φόβου των θυμάτων και της συμπεριφοράς που αυτά εκδηλώνουν επειδή είναι θύματα εμπορίας ανθρώπων υπό το κράτος του έντονου αυτού αισθήματος είναι χρήσιμα όσα επισημαίνονται στην υπ’αριθ.2/2019 απόφαση της ΟλΑΠ. Στην απόφαση αυτή τονίζεται ότι το Δικαστήριο της ουσίας  στήριξε την κρίση του, ως προς τη μη τέλεση από τους κατηγορούμενους  της αξιόποινης πράξης της εμπορίας ανθρώπων με τα εξαναγκαστικά μέσα της πρώτης παραγράφου του άρθρου 323Α ΠΚ, όχι σε πραγματικά γεγονότα, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, αλλά στην παραδοχή ότι δεν πείσθηκε για απειλητική και εκφοβιστική συμπεριφορά των  κατηγορουμένων έναντι των αλλοδαπών, διότι η τέλεση τέτοιων εκφοβιστικών γεγονότων θα έπρεπε να οδηγήσει τους αλλοδαπούς στην αποχώρησή τους από τον εργασιακό χώρο, άνευ άλλου τινός, αφού, κατά την κοινή λογική, το συναίσθημα του φόβου, που αγγίζει την απειλή για την ίδια τη ζωή και η αντιμετώπισή του, υπερτερεί έναντι οποιουδήποτε άλλου οφέλους ή αγαθού, όπως διεκδίκηση οφειλόμενης αμοιβής, ανάγκη για βιοπορισμό, που δεν μπορεί να επιτευχθεί, λόγω της αντικειμενικής αδυναμίας εξεύρεσης άλλης εργασίας. Είναι δε ελλιπής η ανωτέρω, βάσει της παραπάνω παραδοχής, αθωωτική αιτιολογία, διότι η παραδοχή αυτή δεν συνιστά πραγματικό γεγονός, αλλά συμπέρασμα του Δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο δεν στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα, αφού δεν αναφέρονται τέτοια περιστατικά. Εκείνο που επίσης είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστεί κατά την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 323Α ΠΚ, όπως προκύπτει από όσα έγιναν δεκτά με την υπ’αριθ.2/2019 απόφαση της ΟλΑΠ είναι το ότι κατά την ορθή ερμηνεία της εν λόγω διάταξης για την πιο πάνω αξιόποινη πράξη, όταν θύμα είναι  εργαζόμενος δεν απαιτείται να έχει  παραδώσει πλήρως την ελευθερία του στο δράστη, αφού τούτο δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του παραπάνω εγκλήματος.

Περαιτέρω είναι χρήσιμο να αναφερθούν αποφάσεις του ΕΔΔΑ, που αφορούν ζητήματα θυμάτων εμπορίας ανθρώπων, ώστε να κατανοηθούν ποια είναι τα απαραίτητα βήματα, που τα Κράτη πρέπει να ακολουθούν για να μην παραβιάζονται τα άρθρα 4, 6 της ΕΣΔΑ.

Η πρώτη υπόθεση αφορά την προσφυγή 58216/12. Η εν λόγω  υπόθεση σχετίζεται με την  έρευνα των αυστριακών αρχών αναφορικά με δύο γυναίκες υπηκόους Φιλιππίνων, οι οποίες αρχικά εργάστηαν ως οικιακές βοηθοί   στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Τούτες  ισχυρίστηκαν ότι οι εργοδότες τους παρακράτησαν τα διαβατήριά τους και τις εκμεταλλεύτηκαν. Ισχυρίστηκαν ότι αυτή η μεταχείριση επαναλήφθηκε και κατά τη διάρκεια μίας σύντομης παραμονής τους στη Βιέννη, όπου οι εργοδότες τους μετέβησαν έχοντας και αυτές μαζί τους, από τον έλεγχο των  οποίων   τελικά κατάφεραν να διαφύγουν. Οι εν λόγω υπήκοοι Φιλιππίνων  υπέβαλαν ενώπιον των αρχών της Αυστρίας καταγγελία, οι αυστριακές όμως αρχές έκριναν ότι δεν είχαν δικαιοδοσία για τις αξιόποινες πράξεις  που τελέστηκαν εκτός του εδάφους της Αυστρίας και αποφάσισαν να μην προχωρήσουν την έρευνα για την υπόθεση . Οι υπήκοοι Φιλιππίνων διατύπωσαν με την προσφυγή τους στο ΕΔΔΑ  ότι είχαν υποβληθεί σε καταναγκαστική εργασία και κατά συνέπεια σε εμπορία ανθρώπων και ότι οι αυστριακές αρχές δεν προέβησαν σε  ικανοποιητική και αποτελεσματική έρευνα για τις καταγγελίες τους αποτυγχάνοντας έτσι να επιδείξουν επιμέλεια για τη διαπίστωση της κατάστασης στην οποία είχαν περιέλθει, δηλαδή ότι ήταν θύματα εμπορίας ανθρώπων. Το παράπονό τους συνίστατο στο ότι τα περιστατικά  που έλαβαν χώρα σε βάρος τους στην Αυστρία ήταν αντικείμενο μεμονωνένης  έρευνας, αφού   οι αυστριακές αρχές είχαν την υποχρέωση, βάσει των διεθνών κανόνων , να διερευνήσουν και τα περιστατικά, που έλαβαν χώρα και εκτός αυστριακού εδάφους. Το ΕΔΔΑ, διαπιστώνοντας ότι οι αυστριακές αρχές ανταποκρίθηκαν στην υποχρέωσή τους να προστατεύσουν τις προσφεύγουσες ως  θύματα εμπορίας ανθρώπων, απεφάνθη ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 4 και του άρθρου 3  της ΕΣΔΑ. Σημείωσε μάλιστα ότι δεν υπήρχε από την ΕΣΔΑ υποχρέωση να διερευνηθεί η καταγγελθείσα εκμετάλλευση τους στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Τούτο διότι δεν απαιτείται, βάσει του άρθρου 4 της ΕΣΔΑ, από τα κράτη να προβλέπουν διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων τους για αδικήματα εμπορίας ανθρώπων που τελέστηκαν στην αλλοδαπή. Περαιτέρω για τα περιστατικά που έλαβαν χώρα στην Αυστρία, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι αρχές της Αυστρίας είχαν προχωρήσει σε ενέργειες που  εύλογα  αναμένονταν με βάση την  κατάσταση, που περιέγραψαν οι προσφεύγουσες. Ειδικότερα   οι προσφεύγουσες  με τη βοήθεια χρηματοδοτούμενων από το κράτος οντοτήτων έτυχαν ακροάσεων από ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό της αστυνομίας, έλαβαν άδεια διαμονής και άδεια εργασίας προκειμένου να νομιμοποιήσουν τη διαμονή τους στην Αυστρία, ενώ διασφαλίστηκε η  μη αποκάλυψη των προσωπικών τους δεδομένων για την προστασία τους. Επιπλέον, η έρευνα που διεξήχθη σχετικά με τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών, που σχετίζονταν με τη διαμονή τους στη Βιέννη, κρίθηκε ικανοποιητική και το τελικό πόρισμα των αρχών δεδομένων των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης και των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων κρίθηκε ότι ήταν εύλογο. Τέλος το ΕΔΔΑ κατέληξε ότι οποιαδήποτε περαιτέρω βήματα σχετικά με την υπόθεση, όπως η απόδοση ευθυνών στους εργοδότες  εκτός Αυστρίας δε θα είχε  πιθανότητα επιτυχίας, καθώς δεν υπήρχε σύμβαση αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής μεταξύ της Αυστρίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, ενώ οι προσφεύγουσες στράφηκαν στις αστυνομικές αρχές ένα χρόνο μετά τα κρίσιμα περιστατικά, αφότου οι εργοδότες τους είχαν πλέον εγκαταλείψει τη χώρα.

Η πιο πάνω απόφαση του ΕΔΔΑ επί της προαναφερθείσας προσφυγής είναι χρήσιμη για τις εξής διαπιστώσεις:

1ον. Την έλλειψη υποχρέωσης των Κρατών από την ΕΣΔΑ για πρόβλεψη διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων τους για αδικήματα εμπορίας ανθρώπων που τελέστηκαν στην αλλοδαπή. Ωστόσο με βάση τον ελληνικό ΠΚ στο άρθρο 8εδ.ι’ καθιερώνεται διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων για πράξεις εμπορίας ανθρώπων που τελέστηκαν στην αλλοδαπή.

2ον. Τα μέτρα που είναι χρήσιμο να λαμβάνονται από τα κρατικά όργανα για να κριθεί αν μια καταγγελία περί θυματοποίησης κάποιου από την πράξη της εμπορίας ανθρώπων έτυχε της αποτελεσματικής έρευνας. Στην περίπτωση της έρευνας των αυστριακών αρχών έγινε ακρόαση των καταγγελουσών από αστυνομικά όργανα με τη συνδρομή ειδικών επιστημόνων, διασφαλίστηκε η μη διαρροή των προσωπικών τους δεδομένων, τους δόθηκε άδεια παραμονής για εργασία. Επομένως γίνεται αντιληπτό ότι η προστασία τους ως προς τη διαφύλαξη των στοιχείων ταυτότητάς τους είναι ιδιαίτερα σοβαρό ζήτημα. Ο ελληνικός ΚΠΔ στη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 218 προβλέπει ότι κατά την ποινική διαδικασία για τις αξιόποινες πράξεις εμπορίας ανθρώπων κατά τα άρθρα 323Α και 348 παρ. 2 ΠΚ, καθώς και για τις αξιόποινες πράξεις της παράνομης διακίνησης μεταναστών κατά τα άρθρα 29 παρ. 5 και 6 και 30 του ν. 4251/2014 (Α΄ 80), μπορεί να λαμβάνονται μέτρα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 4 για την αποτελεσματική προστασία από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό του θύματος αυτών των πράξεων, όπως αυτό χαρακτηρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των περ. ι΄ και ια΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 4251/2014, ακόμη και όταν οποιαδήποτε από τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις δεν έχει τελεσθεί στο πλαίσιο οργανωμένου εγκλήματος σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ. Κατά την παράγραφο 4 τέτοια μέτρα προστασίας είναι είναι η φύλαξη με κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό της αστυνομίας, η κατάθεση με χρήση ηλεκτρονικών μέσων ηχητικής και οπτικής ή μόνο ηχητικής μετάδοσής της, η μη αναγραφή στην έκθεση εξέτασης του ονόματος, του τόπου γέννησης, κατοικίας και εργασίας, του επαγγέλματος και της ηλικίας του, που διατάσσονται με αιτιολογημένη διάταξη του αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών

3ον. Τη σοβαρότητα των αποδείξεων που είναι  σε θέση να εισφέρουν τα θύματα και  ο χρόνος εντός του οποίου εκδόθηκαν τα σχετικά πορίσματα των αρμοδίων αρχών. Κατά συνέπεια η  εκδήλωση ενδιαφέροντος των κρατικών αρχών για τη συλλογή όλων των αποδείξεων που είναι σε θέση να προσφέρουν οι παθόντες, η αξιολόγηση της σοβαρότητάς τους και ο εύλογος χρόνος ολοκλήρωσης της έρευνας αποτελούν κρίσιμα στοιχεία για τη μη παραβίαση των άρθρων 4 και 6 της ΕΣΔΑ.

Η δεύτερη απόφαση του ΕΔΔΑ αφορά την υπόθεση με την υπ’αριθ. 21884/15 προσφυγή. Οι προσφεύγοντες ήταν υπήκοοι  Μπαγκλαντές (42 στον αριθμό) και  προσλήφθηκαν  στην Ελλάδα  στο τέλος του έτους 2012 και στις  αρχές του έτους  2013.  Οι ίδιοι δεν ήταν εφοδιασμένοι με άδεια εργασίας  προκειμένου να εργαστούν στη βασική μονάδα καλλιέργειας φράουλας στη Μανωλάδα. Οι εργοδότες τους δεν απέδωσαν στους προσφεύγοντες τους οφειλόμενους μισθούς , ενώ τους εξανάγκασαν  να εργαστούν υπό σκληρές  συνθήκες και υπό την επίβλεψη ένοπλων φρουρών. Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι υπήρξαν θύματα αναγκαστικής εργασίας. Υποστήριξαν επιπλέον ότι το κράτος είχε υποχρέωση να προβεί σε προληπτικά μέτρα για να αποτρέψει την έκθεσή τους σε εμπορία ανθρώπων  και όφειλε  και να τιμωρήσει τους εργοδότες τους για εμπορία ανθρώπων. Το ΕΔΔΑ αποφάσισε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 4 § 2 της ΕΣΔΑ  που αφορά την απαγόρευση καταναγκαστικών έργων . Έτσι αποφάσισε ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν λάβει την απαιτούμενη  αποτελεσματική προστασία από το ελληνικό κράτος τονίζοντας  ότι η εκμετάλλευση των προσφευγόντων μέσω της εργασίας τους αποτελεί μορφή εμπορίας ανθρώπων. Το ΕΔΔΑ καταλήγοντας αποφάσισε ότι το ελληνικό κράτος ανταποκρίθηκε στην υποχρέωση τήρησης προληπτκών μέτρων για την αποτροπή  φαινομένων εμπορίας ανθρώπων, ούτε κατάφερε  προστατεύσει τα θύματα μέσω   αποτελεσματικής έρευνας για τη σε βάρος τους πράξη και της  τιμωρίας των δραστών της εμπορίας ανθρώπων.

Η ανωτέρω απόφαση είναι χρήσιμη για να εντοπιστούν οι αδυναμίες των ελληνικών κρατικών οργάνων στις περιπτώσεις θυμάτων εμπορίας ανθρώπων. Σε ό,τι αφορά τα απαιτούμενα προληπτικά μέτρα (που αξιώνει το ΕΔΔΑ να λαμβάνονται για να μην υπάρχει παραβίαση του άρθρου 4 της ΕΣΔΑ) τούτα περιλαμβάνουν μέτρα για την ενίσχυση του συντονισμού σε εθνικό επίπεδο μεταξύ των διαφόρων φορέων καταπολέμησης της εμπορίας ανθρώπων και την αποθάρρυνση της ζήτησης για κάθε μορφή εκμετάλλευσης προσώπων. Τα μέτρα προστασίας περιλαμβάνουν τη διευκόλυνση της αναγνώρισης των θυμάτων από ειδικευμένα άτομα και τη βοήθεια των θυμάτων στη σωματική, ψυχολογική και κοινωνική τους αποκατάσταση. Σε ό,τι αφορά τη μη τιμωρία των δραστών για την πράξη της εμπορίας ανθρώπων είναι χρήσιμη η επισήμανση της υπ’αριθ.2/2019 απόφασης ΟλΑΠ ότι ο εργαζόμενος δεν απαιτείται να έχει  παραδώσει πλήρως την ελευθερία του στο δράστη, και ότι η διπαίστωση της μη διαφυγής του από το χώρο της εργασίας δεν αποτελεί επιχείρημα περί μη διαπίστωσης της πράξης της εμπορίας ανθρώπων.

Η τρίτη απόφαση του ΕΔΔΑ αφορά την προσφυγή με αριθμό 60561/14. Η υπόθεση σχετίζεται με καταγγελία  υπηκόου Κροατίας, η οποία ισχυρίστηκε ότι εξαναγκάστηκε σε πορνεία. Το ΕΔΔΑ αποφάσισε ότι ο εξαναγκασμός σε  πορνεία, ακόμα και αν δεν υπάρχει κανένα στοιχείο διεθνούς χαρακτήρα στην υπόθεση πρέπει να ερευνάται σε επίπεδο εμπορίας ανθρώπων. Περαιτέρω το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι  δεν έγινε εξέταση όλων  των πιθανών μαρτύρων από τις κροατικές αρχές και ότι τούτες αρκέστηκαν στη διαπίστωση ότι η καταγγέλλουσα είχε προσφέρει εθελοντικά τις υπηρεσίες της, απαλλάσσοντας έτσι  τον κατηγορούμενο.  Όμως με τον τρόπο αυτό δεν  εφαρμόστηκε η διεθνής νομοθεσία σχετικά με την εμπορία ανθρώπων, σύμφωνα με την οποία η συναίνεση του θύματος είναι αδιάφορη.

Πρέπει να αναφερθεί στο σημείο αυτό ότι σύμφωνα με το άρθρο 2 ν.4216/2013 που κύρωσε τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης η Σύμβαση ισχύει για όλες τις μορφές εμπορίας ανθρώπων, είτε εθνικής είτε διεθνούς, είτε σχετίζεται με οργανωμένο έγκλημα είτε όχι. Περαιτέρω είναι άξιο αναφοράς ότι στι άρθρο 4 της εν λόγω Σύμβασης, στο οποίο δίνεται ο ορισμός της εμπορίας ανθρώπων καθορίζονται τρία κριτήρια στη σχέση δράστη και θύματος, ώστε το τελευταίο να μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοιο. Τα τρία αυτά κριτήρια είναι τα εξής:πρώτον συγκεκριμένη  δράση του υπόπτου εμπίπτουσα στην αναφερόμενη στο άρθρο αυτό περιπτωσιολογία, τα μέσα που χρησιμοποίησε και τέλος ο σκοπός του δράστη. Έτσι η ανάγνωση του σχετικού άρθρου κάνει κατανοητό την υιοθέτηση των ανωτέρω κριτηρίων. Σύμφωνα λοιπόν με πρώτο εδάφιο του άρθρου αυτού: Ως «εμπορία ανθρώπων» ορίζεται η στρατολόγηση, μεταφορά, υπόθαλψη ή υποδοχή προσώπων, που γίνεται με απειλή ή άσκηση βίας ή άλλων μορφών εξαναγκασμού, με απαγωγή, απάτη ή κατάχρηση εξουσίας ή εκμετάλλευση ιδιαίτερα ευάλωτης θέσης ή με προσφορά ή πρόσληψη χρημάτων ή προνομίων, με σκοπό την επίτευξη συναίνεσης αυτών των προσώπων στον έλεγχο τους από άλλο πρόσωπο για λόγους εκμετάλλευσης. Στον όρο εκμετάλλευση περιλαμβάνεται τουλάχιστον η εκμετάλλευση της πορνείας άλλων, ή άλλες μορφές σεξουαλικής   εκμετάλλευσης, η αναγκαστική εργασία ή παροχή υπηρεσιών, η δουλεία και οι παρεμφερείς πρακτικές καθώς και η αφαίρεση οργάνων.

Δεν πρέπει όμως να διαφύγει της προσοχής ότι σύμφωνα με το εδάφιο β’ του αρθρου 4 η συναίνεση ενός θύματος της εμπορίας ανθρώπων στην εκ προθέσεως εκμετάλλευση που ορίζεται στην πρώτη παράγραφο του παρόντος άρθρου δεν λαμβάνεται υπόψη, στις περιπτώσεις όπου έχει χρησιμοποιηθεί οποιοδήποτε από τα μέσα που ορίζονται σε αυτήν. Τούτο έλαβε υπόψη του το ΕΔΔΑ με την πιο πάνω αναφερόμενη απόφασή του.

Ακόμη δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής ότι σύμφωνα με το εδάφιο γ’ του άρθρου 4 όταν το θύμα της εμπορίας είναι ανήλικο ισχύει μια εξαίρεση στην υιοθέτηση των πιο πάνω μνημονευθέντων τριών κριτηρίων. Ειδικότερα στο εδάφιο γ’ προβλέπεται ότι η στρατολόγηση, μεταφορά, υπόθαλψη ή υποδοχή ενός παιδιού με σκοπό την εκμετάλλευση θεωρείται εμπορία ανθρώπων ακόμη κι εάν αυτή δεν περιλαμβάνει κανένα από τα μέσα που ορίζονται στην πρώτη παράγραφο του παρόντος άρθρου.

Για τα ζητήματα της συναίνεσης και της ανηλικότητας των θυμάτων της πράξης της εμπορίας ανθρώπων ο ελληνικός ΠΚ στο άρθρο 323Α έλαβε θέση. Έτσι σύμφωνα στην παράγραφο 2 του έν λόγω άρθρου με την ποινή της παργράφου 1  τιμωρείται ο υπαίτιος και αν, για να επιτύχει τον ίδιο σκοπό, τελεί τις πράξεις της προηγούμενης παραγράφου αποσπώντας τη συναίνεση άλλου με τη χρήση απατηλών μέσων ή παρασύροντάς τον εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση στην οποία βρίσκεται, ενώ σύμφωνα  με την παράγραφο 4 του άρθρου 323Α η πράξη της εμπορίας ανθρώπων (που προβλέπεται στις παραγράφους1 και 2 του εν λόγω άρθρου) όταν στρέφεται κατά ανηλίκου, τιμωρείται ακόμα κι όταν τελείται χωρίς τη χρήση των μέσων που αναφέρονται στις παραγράφους αυτές.

Η τέταρτη απόφαση του ΕΔΔΑ αφορά την υπ’αριθ. 77587/12 με προσφεύγοντες δύο υπηκόους Βιετνάμ κατά του Ηνωμένου Βασιλείου, οι οποίοι καταδικάστηκαν για καλλιέργεια ναρκωτικών ουσιών, μολονότι ήταν θύματα καταναγκαστικής εργασίας και μάλιστα ανήλικοι. Το Εφετείο του Ηνωμένου Βασιλείου ασχολήθηκε κυρίως αν έγινε παραβίαση δικονομικών κανόνων στην έρευνα της υπόθεσης παρασυρόμενο από τις ομολογίες των συλληφθέντων ότι τέλεσαν την πράξη. Πλην όμως το ΕΔΔΑ προέβη στις εξής διαπιστώσεις: Η άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος ενός θύματος ή πιθανού θύματος εμπορίας πρέπει να συνοδεύεται από σεβασμό στις ελευθερίες που εγγυάται το άρθρο 4 της ΕΣΔΑ. Γι’αυτό η έγκαιρη ταυτοποίησή του είναι υψίστης σημασίας. Εννοείται ότι, από τη στιγμή που οι αρχές γνωρίζουν  τις περιστάσεις που δημιουργούν βάσιμη υποψία ότι ένα άτομο που είναι ύποπτο για διάπραξη ποινικού αδικήματος (πχ καλλιέργεια ναρκωτικών ουσιών) μπορεί να έχει υποστεί εκμετάλλευση στα πλαίσια εξαναγκασμού του, τούτο πρέπει να εξεταστεί αμέσως από άτομα εκπαιδευμένα και καταρτισμένα για να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα σχετικά με θύματα εμπορίας ανθρώπων. Αυτή η αξιολόγηση θα πρέπει να βασίζεται στα κριτήρια που προσδιορίζονται στο Πρωτόκολλο του Παλέρμο και στη Σύμβαση κατά της εμπορίας ανθρώπων (δηλαδή ότι το άτομο υποβλήθηκε σε πράξη στρατολόγησης, μεταφοράς, μεταφοράς, στέγασης ή παραλαβής, μέσω απειλής βίας ή άλλης μορφής εξαναγκασμός, με σκοπό την εκμετάλλευση) λαμβάνοντας ειδικά υπόψη το γεγονός ότι η απειλή βίας ή ο εξαναγκασμός δεν απαιτείται όταν το θύμα είναι ανήλικο.Επιπλέον, δεδομένου ότι η ιδιότητα ενός ατόμου ως θύματος εμπορίας ανθρώπων μπορεί να επηρεάσει το ζήτημα εάν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για τη δίωξή του και εάν είναι προς το δημόσιο συμφέρον να γίνει κάτι τέτοιο, οποιαδήποτε απόφαση σχετικά με το εάν θα ασκηθεί δίωξη ή όχι σε ένα πιθανό θύμα εμπορίας ανθρώπων θα πρέπει – στο βαθμό που είναι δυνατό – να λαμβάνεται μόνο εφόσον έχει γίνει αξιολόγηση της πιθανότητας  εμπορίας ανθρώπων από εξειδικευμένο επιστήμονα. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό όσον αφορά τους ανηλίκους. Το ΕΔΔΑ τόνισε ακόμη  ότι επειδή τα παιδιά είναι ιδιαίτερα ευάλωτα, τα μέτρα που εφαρμόζει το κράτος για την προστασία τους από πράξεις βίας που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 3 και 8 της ΕΣΔΑ πρέπει να είναι αποτελεσματικά και να περιλαμβάνουν τα εύλογα μέτρα για την πρόληψη της κακομεταχείρισής τους. Επιπλέον το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι μόλις γίνει εξέταση του πιθανού θύματος εμπορίας ανθρώπων από ειδικευμένο άτομο, οποιαδήποτε μεταγενέστερη εισαγγελική απόφαση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη αυτή την εξέταση. Αν και ο εισαγγελέας ενδέχεται να μην δεσμεύεται από τις διαπιστώσεις μιας τέτοιας εξέτασης, τούτος θα πρέπει να έχει σαφείς λόγους που να συνάδουν με τον ορισμό της εμπορίας που περιέχεται στο Πρωτόκολλο του Παλέρμο και στη Σύμβαση κατά της εμπορίας ανθρώπων για τη διαφωνία του με τις διαπιστώσεις του εξειδικευμένου εμπειρογνώμονα. Στις υποθέσεις που εξετάστηκαν από τα Δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου, οι συλληφθέντες προέβησαν  σε δηλώσεις ενοχής και, καθώς εκπροσοπώθηκαν στις δικαστικές διαδικασίες από δικηγόρο, ήταν  βέβαιο ότι γνώριζαν ότι δεν θα γινόταν εξέταση της ουσίας των υποθέσεών τους, εάν ομολογούσαν την ενοχή τους. Ωστόσο, ελλείψει οποιασδήποτε εξειδικευμένου πορίσματος  για το εάν ήταν θύματα εμπορίας ανθρώπων και σε θετική περίπτωση  εάν το γεγονός αυτό θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στην ποινική τους ευθύνη,  γίνεται σαφές ότι αυτές οι δηλώσεις ενοχής τους  δεν έγιναν με  πλήρη επίγνωση. Επιπλέον, δεδομένου ότι η εμπορία ανθρώπων απειλεί την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τις θεμελιώδεις ελευθερίες των θυμάτων της και δεν είναι συμβατή με την έννοια της δημοκρατικής κοινωνίας και τις αξίες που προστατεύονται με την ΕΣΔΑ, ελλείψει οποιασδήποτε τέτοιας εξειδικευμένης εξέτασης των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων, η  παραίτηση των δικαιωμάτων τους θα ήταν αντίθετη με το  δημόσιο συμφέρον για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και την προστασία των θυμάτων της.

Η πιο πάνω απόφαση του ΕΔΔΑ πρέπει να τύχει ιδιαίτερης προσοχής στα εξής σημεία:

1ον Στην ανάγκη να γίνεται  εξέταση από εξειδικευμένο προσωπικό του προσώπου που είναι πιθανό θύμα εμπορίας ανθρώπων. Τούτο μπορεί να αποτελέσει λόγο για μη άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος του για αξιόποινη πράξη (πχ καλλιέργεια ναρκωτικών ουσιών) που τέλεσε επειδή τελούσε σε αυτήν την κατάσταση, δηλαδή της εκμετάλλευσής του στα πλαίσια εξαναγκασμού. Η τυχόν διαφορετική κρίση του Εισαγγελέα πρέπει να στηρίζεται σε στοιχεία δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογούν τη μη λήψη υπόψη της σχετικής έκθεσης του εξειδικευμένου επιστήμονα.

2ον Η δήλωση ενοχής του θύματος εμπορίας ανθρώπων για κάποια αξιόποινη πράξη, που τέλεσε βρισκόμενο σε αυτήν την κατάσταση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έγινε με πλήρη επίγνωση των συνεπειών της, αν λείπει σχετική έκθεση από εξειδικευμένο επιστήμονα ως προς το αν ο συλληφθείς ήταν θύμα εμπορίας ανθρώπων ή όχι.

3ον Κατά τη διάταξη του άρθρου 226 του ελληνικού  ΚΠΔ το ανήλικο θύμα της παράβασης άρθρου 323Απαρ.4 ΠΚ, δηλαδή του ανηλίκου θύματος εμπορίας ανθρώπων, εξετάζεται οπωσδήποτε  από ειδικό ψυχολόγο κατά τα διαλαμβανόμενα από την πιο πάνω διάταξη του ΚΠΔ.

4ον Σε περίπτωση τέλεσης κάποιας αξιόποινης πράξης από θύμα εμπορίας ανθρώπων λόγω του ότι  βρισκόταν σε αυτήν την κατάσταση, πρέπει να ερευνάται η ανάγκη εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 25ΠΚ ,δηλαδή της κατάστασης ανάγκης που αίρει το άδικο.

* Λάμπρος Τσόγκας, Αντεισαγγελέας Εφετών Λάρισας

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr