Μαργαρίτα Στενιώτη: Οι δύο εν κρυπτώ τροπολογίες – Πλήγμα στη Δικαιοσύνη
Της Μαργαρίτας Στενιώτη*
Α) ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙ ΑΝΑΚΑΤΑΝΟΜΗΣ ΘΕΣΕΩΝ ΠΡΟΕΔΡΩΝ ΕΦΕΤΩΝ – ΕΦΕΤΩΝ Η αντίδραση της πλειοψηφίας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων και του συνόλου των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος δεν ήταν ικανή, να κλονίσει την προειλημμένη απόφαση του Υπουργείου Δικαιοσύνης, εν αγνοία των Δικαστικών Ενώσεων και των Ολομελειών των Δικαστηρίων, περί ανακατανομής των θέσεων Προέδρων Εφετών και Εφετών, με σχετική τροπολογία στο νομοσχέδιο για τη διαμεσολάβηση. Τις δυσμενείς συνέπειες, που η ψήφιση αυτής θα επέφερε, αναπτύξαμε με την από 27-11-2019 ανακοίνωση της συνδικαλιστικής ομάδας της Ε.Δ.Ε. «ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ». Η εν κρυπτώ κατατεθείσα τροπολογία υπερψηφίσθηκε (ήδη άρθρο 38 ν. 4640/2019) και η εφαρμογή της, πλέον, θα έχει τις κάτωθι δυσμενείς συνέπειες:
α) υποβάθμιση του τιμητικού βαθμού του Προέδρου Εφετών, που ο Δικαστής κατέχει πριν την κρίση του στο βαθμό του Αρεοπαγίτη,
β) έμμεση αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης των Εφετών από το 65ο στο 67ο έτος της ηλικίας, λόγω της μαζικής προαγωγής αυτών στο βαθμό του Προέδρου Εφετών, παρά την απόφαση της γενικής συνέλευσης της Ε.Δ.Ε. περί μη αναγκαιότητας αύξησης του ορίου αποχώρησης των Δικαστών από το Δικαστικό Σώμα και κατ’ άνιση μεταχείριση με τους άλλους αποχωρούντες στο 65ο έτος ηλικίας Δικαστικούς Λειτουργούς, ήτοι Αντεισαγγελείς Εφετών και Ειρηνοδίκες,
γ) καθήλωση των νέων Εφετών και όλων των Δικαστών του πρώτου βαθμού στον βαθμό που κατέχουν, αφού δεν θ’ αποχωρούν από την υπηρεσία οι Εφέτες, που θα συμπληρώνουν το 65ο έτος ηλικίας. Η αιτιολογική έκθεση αναφέρει ότι «δεν επηρεάζει τον ρυθμό προαγωγής των δικαστών του πρώτου βαθμού στο δεύτερο», όμως αυτό είναι αβάσιμο. Υποθετικό, ως προς τους αριθμούς, παράδειγμα: εάν, κατά το τρέχον δικαστικό έτος, ήταν ν’ αποχωρήσουν από το Δικαστικό Σώμα συνολικά 30 Δικαστές, δηλαδή 10 Αρεοπαγίτες, 10 Πρόεδροι Εφετών και 10 Εφέτες λόγω συμπλήρωσης του ορίου συνταξιοδότησης, του 67ου έτους ηλικίας οι δύο πρώτοι βαθμοί και 65ου έτους ηλικίας οι Εφέτες, με την εν λόγω ρύθμιση θ’ αποχωρήσουν μόνο 20 Δικαστές, καθότι οι Εφέτες λόγω της μαζικής προαγωγής τους σε Προέδρους Εφετών θα παραμείνουν στην Υπηρεσία έως το 67ο της ηλικίας και συνεπώς οι θέσεις προς προαγωγή από τον πρώτο στο δεύτερο βαθμό μειώνονται κατά 10,
δ) μείωση του αριθμού των Δικαστικών Λειτουργών, που υπηρετούν στον «παραγωγικό» βαθμό του Εφέτη, ε) αναγκαστικές μετακινήσεις των αρχαιότερων, με βάση την επετηρίδα Εφετών, από τα περιφερειακά Εφετεία της χώρας στα τρία μεγάλα Εφετεία, δίχως να ληφθεί υπόψη η ανατροπή του προσωπικού και οικογενειακού σχεδιασμού αυτών, λόγω της αιφνίδιας προαγωγής τους στο βαθμό του Προέδρου Εφετών και της ανάθεσης Προεδρίας στα Ποινικά Δικαστήρια των ως άνω Εφετείων και κυρίως της Αθήνας και μάλιστα για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα (7 – 8 έτη), (ακόμη και εάν δεν το επιθυμούν), δεδομένου ότι οι Πρόεδροι Εφετών, που προεδρεύουν στα Πολιτικά Τμήματα είναι ελάχιστοι.
Στην αιτιολογική έκθεση της εν λόγω τροπολογίας αναφέρεται ως δικαιολογητικός λόγος της ανακατανομής «η εκδίκαση των υποθέσεων από Δικαστές μεγαλύτερης εμπειρίας». Και τα ερωτήματα που τίθενται είναι: α) μέχρι σήμερα, που οι πολίτες δικάζονταν από τους αρχαιότερους στην επετηρίδα Εφέτες, δικάζονταν από μη έμπειρους Δικαστές; β) ένας Εφέτης με προϋπηρεσία 25 ετών δεν έχει την ανάλογη εμπειρία, ώστε να προεδρεύσει στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων και Πλημμελημάτων και στο Μονομελές Εφετείο; γ) στην υπόλοιπη επικράτεια, πλην Αθήνας, Θεσσαλονίκης και Πειραιά, όπου στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων και Πλημμελημάτων και στο Μονομελές Εφετείο προεδρεύουν Εφέτες και μάλιστα νέοι στην επετηρίδα και η φύση και βαρύτητα των υποθέσεων, πλην ελαχίστων υποθέσεων, ουδόλως διαφέρει απ’ αυτή των μεγάλων Εφετείων, οι πολίτες δικάζονται και θα εξακολουθήσουν να δικάζονται από μη έμπειρους Δικαστές; δ) με ποιο τρόπο αυξάνεται η δικαστική εμπειρία και συνεπώς επιτυγχάνεται ο σκοπός του νομοθέτη, αφού σε Προέδρους Εφετών θα προαχθούν στην πλειοψηφία τους τα ίδια πρόσωπα που σήμερα είναι Προεδρεύοντες Εφέτες; Επειδή οι αριθμοί «λένε πάντα την αλήθεια» και δεν μπορούν ν’ αμφισβητηθούν, είναι βέβαιο ότι ο εμπνευστής της ψηφισθείσας τροπολογίας αγνοούσε τους αριθμούς, όπως αγνοούσε και τον τρόπο λειτουργίας και τους κανόνες εύρυθμης λειτουργίας των τριών μεγάλων Εφετείων της χώρας. Οι οργανικές θέσεις των Προέδρων Εφετών ανέρχονται συνολικά σε 115 και των Εφετών σε 460, αναλογία 1 προ 4 και με την ανακατανομή οι θέσεις των Προέδρων Εφετών αυξάνονται σε 201 (115 + 86) και των Εφετών μειώνονται σε 374 (460 – 86), αναλογία 1 προς 1,8. Ειδικότερα, και όσον αφορά το μεγαλύτερο Εφετείο της χώρας, δηλαδή το Εφετείο της Αθήνας, σήμερα υπηρετούν 67 Πρόεδροι Εφετών και 240 Εφέτες, αναλογία δηλαδή 1 προς 3,5. Ο αριθμός με την ανακατανομή διαμορφώνεται σε 133 Προέδρους Εφετών και 174 Εφέτες, αναλογία δηλαδή 1 προς 1,3 (συνεπώς, είναι εύστοχο, αυτό που ειπώθηκε περί «ενός στρατηγού μ’ ένα στρατιώτη»). Από τον αριθμό αυτό των 174 Εφετών, 12 υπηρετούν στο Τμήμα Βουλευμάτων και θα εξακολουθήσουν να υπηρετούν, 2 υπηρετούν ως Ανακριτές και οι υπόλοιποι 160 μετέχουν ως μέλη στις Πολιτικές και Ποινικές Συνθέσεις του Εφετείου. Από τον αριθμό αυτό, εάν αφαιρεθούν τρεις Πρόεδροι Εφετών, που ασκούν χρέη Εφέτη, διότι πλέον θα πρέπει να προεδρεύουν στο Ποινικό Τμήμα και αφαιρεθούν και άλλοι περίπου 15 Εφέτες, που προεδρεύουν και θα συνεχίσουν να προεδρεύουν σε δίκες μεγάλης διάρκειας, κατά μέσο όρο για ένα έως δύο έτη, ο αριθμός των Εφετών, που καλείται να καλύψει (ως τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη), κάθε μήνα, τις 174 υπηρεσίες του ΜΟΕ και του Πενταμελούς Εφετείου Κακ/των και τις 272 υπηρεσίες του Τριμελούς Εφετείου Κακ/των και του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των, ανέρχεται σε 140 Εφέτες. Ενώ, τα πολλαπλά μη δικαστικά εν στενή εννοία καθήκοντα, π.χ. άμισθη συμμετοχή σε πειθαρχικά συμβούλια, σε υπηρεσιακά συμβούλια, σε πειθαρχικές επιτροπές, συμβούλιο χαρίτων, εταιρεία προστασίας ανηλίκων κλπ., θα ανατίθενται και θα κατανέμονται όχι σε 240 Εφέτες, όπως σήμερα αλλά στο μειωμένο, λόγω ανακατανομής, αριθμό των 160 Εφετών, οι οποίοι ήδη είναι υπερβολικά επιβαρυμένοι. Με την εν λόγω τροπολογία προβλέπεται επίσης ότι το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης μπορεί να συνεδριάσει έως την 31-1-2020 και επίσης ότι οι δίκες που έχουν ξεκινήσει ή έχουν προσδιορισθεί μέχρι 30-6-2020 δεν επηρεάζονται από τη σχετική διάταξη. Η τελευταία αυτή πρόβλεψη, που μεταβάλει το χρόνο συνεδρίασης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου για τέτοιας έκτασης υπηρεσιακών μεταβολών από το μήνα Μάϊο κάθε έτους στο μήνα Ιανουάριο, οπότε και οριστικοποιούνται τα ονόματα των Δικαστών, που αποχωρούν λόγω συμπλήρωσης του ορίου συνταξιοδότησης, δεν αφήνει καμία αμφιβολία περί του φωτογραφικού χαρακτήρα της διάταξης. Το αίτημα των Δικαστικών και Εισαγγελικών Λειτουργών, πλην μεμονωμένων περιπτώσεων, παραμένει το ίδιο, η σύμμετρη αύξηση των οργανικών θέσεων όλων των βαθμών, η οποία, μετά τη θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα και του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, καθίσταται περισσότερο επιτακτική. Η ψηφισθείσα τροπολογία, διάταξη πλέον, επιβάλλεται να καταργηθεί άμεσα, ζήτημα, το οποίο και πρέπει ν’ απασχολήσει, τόσο στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όσο και την επικείμενη Γενική Συνέλευση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων καθώς και οι μορφές αντίδρασης απέναντι σε τέτοιου είδους παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη, δεδομένου ότι η μεταβολή της δομής της Δικαιοσύνης του δεύτερου βαθμού, με σπουδή, προχειρότητα και χωρίς διαφάνεια, συνιστά κακή νομοθέτηση και αντιβαίνει στις αρχές του Κράτους Δικαίου, που επιτάσσουν το διάλογο, την ακρόαση των ενδιαφερόμενων φορέων, τη διαβούλευση και το σεβασμό της νομιμότητας, πριν την κατάθεση τέτοιας σημασίας νομοθετήματος.
Β) ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΝΣΗΜΟΥ ΣΤΙΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΙΚΕΣ ΑΓΩΓΕΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΥΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ
Με δεύτερη δε τροπολογία, που κατατέθηκε, ακόμη πιο αιφνίδια από την πρώτη, κατά τη διάρκεια της συζήτησης του ως άνω νομοσχεδίου για τη διαμεσολάβηση, εν αγνοία και πάλι όλων των θεσμικών φορέων και επίσης υπερψηφίστηκε (ήδη άρθρο 42 ν. 4640/2019), προβλέπεται η καταβολή δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές, που κατατίθενται ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και μάλιστα αναδρομικά, καθότι η διάταξη αφορά και τις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, για τις οποίες η συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020 καθώς και τις καταψηφιστικές, που έχουν ήδη μετατραπεί ή θα μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευση του νόμου και θα εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία. Η ψηφισθείσα τροπολογία επαναφέρει διάταξη, η οποία καταργήθηκε πρόσφατα (ν. 4446/2016), καθώς κρίθηκε ως αντισυνταγματική. Ως αιτιολογία της επαναφοράς αναφέρεται επί λέξει: «Με την άσκηση και συζήτηση μίας αγωγής ο πολίτης κινητοποιεί έναν πολυπρόσωπο και πολυδάπανο δημόσιο μηχανισμό, οφείλει, συνεπώς, να καταβάλει τέλος, ώστε να ενισχύεται η δυνατότητα της Πολιτείας να οργανώνει κατά τον καλύτερο τρόπο το σύστημα της απονομής της Δικαιοσύνης», επίσης, αναφέρεται ότι το δικαίωμα της μετατροπής της καταψηφιστικής αγωγής σε αναγνωριστική αποτελεί «πρακτική που οδηγεί σε καταστρατηγήσεις και κατάχρηση των δικονομικών δυνατοτήτων… ότι θα συμβάλλει στην καταπολέμηση της δικομανίας…και στην επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, μέσω της αποτροπής προπετών και αβάσιμων αγωγών». Από τις αναφορές αυτές προκύπτει αβίαστα η αντίληψη για το θεσμό της Δικαιοσύνης. Η Δικαιοσύνη δεν αντιμετωπίζεται ως μία εκ των τριών Λειτουργιών της πολιτείας, πυλώνας της Δημοκρατίας και θεματοφύλακας των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων αλλά ως «ένας πολυδάπανος δημόσιος μηχανισμός» και ένας «εισπρακτικός μηχανισμός κάλυψης του δημοσιονομικού κόστους, που αυτή απαιτεί για τη λειτουργία της». Συνεπώς, κατά τη στάθμιση του δημοσιονομικού συμφέροντος και του γενικότερου συμφέροντος όλων των πολιτών με την εν λόγω διάταξη κρίνεται σημαντικότερο το πρώτο. Οι αρχές του κράτους Δικαίου επιβάλλουν σεβασμό του συνταγματικού δικαιώματος πρόσβασης στη Δικαιοσύνη για όλους τους πολίτες. Με την ανωτέρω ρύθμιση αποκλείονται από το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας οι αδύναμοι οικονομικά πολίτες, κατά παράβαση του άρθρου 20 του Συντάγματος, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου και άλλων διεθνών κειμένων. Ωστόσο, η εν λόγω διάταξη έχει και άλλη ανάγνωση. Ο χρόνος επαναφοράς του δικαστικού ενσήμου στις παραπάνω αγωγές δεν είναι τυχαίος. Η ρύθμιση αυτή συνδέεται απόλυτα με την εισαγωγή της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης, ενός σύγχρονου θεσμού εναλλακτικής επίλυσης των διαφορών, ο οποίος απαξιώνεται, ήδη, κατά την ψήφισή του, με τη μεθόδευση που ακολουθείται. Η παραπάνω πρόβλεψη καταβολής δικαστικού ενσήμου και μάλιστα αναδρομικά γίνεται προς ενίσχυση της διαδικασίας διαμεσολάβησης, δηλαδή προς ΕΞΑΝΑΓΚΑΣΜΟ των μερών να υποβάλουν την διαφορά τους στη διαμεσολάβηση αντί να προσφύγουν στην «ακριβή Δικαιοσύνη», καταβάλλοντας το δικαστικό ένσημο. Η προαγωγή, όμως, του φιλικού διακανονισμού μιας διαφοράς δεν επιτυγχάνεται με εξαναγκασμό. Ο νόμος για τη διαμεσολάβηση προβλέπει το δικαίωμα της ελεύθερης αποχώρησης, ανά πάσα στιγμή, των μερών από την εν λόγω διαδικασία. Η δυνατότητα αυτή περιορίζεται υπέρμετρα με την παραπάνω διάταξη, καθότι τα μέρη μεταξύ μιας μη ικανοποιητικής διαδικασίας διαμεσολάβησης και μιας δυσβάστακτης οικονομικά προσφυγής στη Δικαιοσύνη θα προτιμήσει την πρώτη, με καθαρά οικονομικούς όρους. Συνεπώς, δεν αρκεί η διατύπωση της έντονης αντίθεσης προς τέτοιες μεθοδεύσεις αλλά οφείλουμε οι συλλειτουργοί της Δικαιοσύνης να αναλάβουμε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες προς προάσπιση του συνταγματικού δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας όλων των πολιτών και κυρίως των αδύναμων και οικονομικά ασθενέστερων.
*Εφέτης, μέλος του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων – τέως Πρόεδρος της Ένωσης
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο dikastis.blogspot.com. την 1-12-2019
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr