Μαρία Καραούλη: Μπορεί ο δράστης της επίθεσης στην Όλγα να αντιμετωπίσει σε β’ βαθμό την κατηγορία της τετελεσμένης ανθρωποκτονίας από πρόθεση;
Η αρχή του άρθρου 470 ΚΠΔ παραβιάζεται μεταξύ άλλων και όταν μεταβάλλεται η κατηγορία από απόπειρα σε τετελεσμένο έγκλημα.
Στις 14-1-2022, 47χρονος συλλαμβάνεται για την άδικη επίθεση σε βάρος της συντρόφου του, Όλγας, η οποία τελέστηκε στην Αργυρούπολη, στην οικία τους. Συνεπεία της πράξης του δράστη, το θύμα έπεσε σε κώμα.
Εν συνεχεία ασκήθηκε σε βάρος του δράστη ποινική δίωξη για το αδίκημα της απόπειρας ανθρωποκτονίας, για το οποίο καταδικάστηκε σε πρώτο βαθμό τον Μάρτιο του 2023 από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών σε ποινή κάθειρξης 10 ετών, αναγνωριζομένου του ελαφρυντικού της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, μη έχουσας αναστέλλουσα δύναμη η τυχόν ασκηθείσα έφεση. Κατά της απόφασης αυτής, ο κατηγορούμενος άσκησε το ένδικο μέσο της έφεσης. Εκκρεμούσης της εκδίκασης της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, η 42χρονη Όλγα απεβίωσε, μετά από μακρά προσπάθεια να κρατηθεί στη ζωή.
Το ερώτημα που τίθεται είναι: εάν ο θάνατος της Όλγας συνδέεται αιτιωδώς με την άδικη σε βάρος της πράξη του 47χρονου κατηγορουμένου (σημειωτέον ότι το φως της δημοσιότητας βλέπουν πληροφορίες ότι η άτυχη γυναίκα κατέληξε εξαιτίας λοίμωξης του αναπνευστικού, διαπίστωση η οποία πρέπει να ερευνηθεί ποινικά), ο οποίος, όμως, έχει καταδικαστεί για την πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας, είναι δυνατή η άσκηση νέας ποινικής δίωξης για την πράξη τετελεσμένης ανθρωποκτονίας ή η μεταβολή της κατηγορίας από απόπειρα ανθρωποκτονίας σε τετελεσμένη ανθρωποκτονία;
Όσον αφορά την άσκηση νέας ποινικής δίωξης, το άρθρο 57 παρ. 3 Κ.Π.Δ. προβλέπει : «Αν σε βάρος του ίδιου προσώπου για την ίδια πράξη ασκήθηκαν περισσότερες διώξεις, κηρύσσονται απαράδεκτες λόγω εκκρεμοδικίας εκείνες οι οποίες ασκήθηκαν μεταγενέστερα.».
Εφόσον κινηθεί η ποινική δίωξη για ορισμένο έγκλημα, μια κίνηση νέας ποινικής δίωξης για το ίδιο έγκλημα με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά είναι δικονομικά απαράδεκτη, καθότι περιττή και επιζήμια.
Η εκκρεμοδικία δημιουργείται από την κίνηση της ποινικής δίωξης για ένα έγκλημα και συνεπάγεται την απαγόρευση κίνησης νέας ποινικής δίωξης για το ίδιο έγκλημα, με συνέπεια η εκκρεμοδικία να συνιστά αρνητική δικονομική προϋπόθεση για την άσκηση οιασδήποτε νέας δίωξης (ne bis in idem).
Για να επέλθει το απαράδεκτο λόγω της εκκρεμοδικίας απαιτείται η συνδρομή των κάτωθι αναφερομένων προϋποθέσεων:
- Ταυτότητα προσώπου.
Ουσιώδες στοιχείο για τη διάγνωση της ύπαρξης δεδικασμένου αλλά και εκκρεμοδικίας συνιστά η ταυτότητα στο πρόσωπο του κατηγορουμένου, η οποία ενυπάρχει όταν το ίδιο πρόσωπο διώκεται εκ νέου για την πράξη για την οποία έχει ήδη διωχθεί ή δικαστεί. Για να υπάρξει δεδικασμένο ή εκκρεμοδικία θα πρέπει να συντρέχει, εκτός από τα άλλα στοιχεία, και ταυτότητα προσώπων, με την έννοια ότι τούτο αφορά αποκλειστικά το πρόσωπο που υπήρξε αντικείμενο της προηγούμενης δίωξης και όχι τρίτα πρόσωπα, όπως οι συμμέτοχοι της κύριας πράξεως (ΑΠ 1504/09, 1259/05, 61/88).
- Ταυτότητα πράξης.
Όσον αφορά στην ταυτότητα της πράξης, το περιεχόμενό της προσδιορίζεται ειδικά και συγκεκριμένα από το σύνολο των πραγματικών περιστατικών, υπαγομένων στον προσήκοντα κανόνα δικαίου με όλες τις συναφείς ειδικές συνθήκες. Ως «πράξη» νοείται υλική ή φυσική του καθ’ ημέρα βίου, υπό οποιονδήποτε νομικό χαρακτηρισμό και αν κρίθηκε κατ’ ουσία, έστω και αν ούτος επιτρεπτά μεταβλήθηκε (idem factum) και όχι το ίδιο έγκλημα (idem crimen) (ΑΠ260/14 ΠοινΔ 2015, 119∙ 114, 201, 279/10 ΤΝΠ ΔΣΑ∙ 931/03 ΠΧ ΝΔ 218). Δηλαδή το ιστορικό γεγονός με όλα τα αποτελέσματα στον εξωτερικό κόσμο, καθ’ όλη τη διαδρομή και καθ’ όλες τις πραγματικές και νομικές όψεις της που ο δικαστής έχει δικαίωμα να ερευνήσει και να αξιολογήσει αυτεπάγγελτα (ΑΠ 1503/16 ΤΝΠ ΔΣΑ∙ 125/11 ΠοινΔ 2011, 1038∙ 1033/09 ΤΝΠ ΔΣΑ∙ 2257/08 ΠΧ ΝΘ 830∙ 2209/07 ΠοινΔ 2008, 804) Η ταυτότητα της πράξης προϋποθέτει κρίση ουσιαστική για την ποινική δίωξη που εγέρθηκε πρώτη και παράλληλα ύπαρξη και δεύτερης ποινικής δίωξης, για την οποία προκύπτει θέμα ταύτισης των ιστορηθέντων αρχικώς πραγματικών περιστατικών. Συνεπώς, ταυτότητα πράξης υπάρχει όταν η νέα κατηγορία συγκροτείται εξ αντικειμένου από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, από τα οποία απαρτίζεται κατά τα ουσιώδη αντικειμενικά στοιχεία της και η προηγούμενη κατηγορία.
Ταυτότητα της πράξης υφίσταται όταν η κατηγορία στηρίζεται σε ίδια γεγονότα, για τα οποία ασκήθηκε ήδη ποινική δίωξη, αλλά και για γεγονότα τα οποία συνυπάρχουν ή συνδέονται άμεσα με εκείνα, τα οποία δύνανται να χρησιμεύσουν στην υποστήριξη της κατηγορίας και δεν παραλλάσσουν την αρχική της βάση.
Τέλος, η ταυτότητα της πράξης δεν αλλάζει εξαιτίας του διαφορετικού τρόπου συμμετοχής σε αυτή, αλλά και ούτε εξαιτίας του διαφορετικού νομικού χαρακτηρισμού, ο οποίος και μπορεί να δοθεί στην πράξη, καθότι το κρίσιμο στοιχείο αποτελεί το ίδιο το «ιστορικό γεγονός» και όχι ο αποδιδόμενος σε αυτό νομικός χαρακτηρισμός.
Το δεδικασμένο και η εκκρεμοδικία αποτελούν αρνητικές δικονομικές προϋποθέσεις που κωλύουν τη νέα δίωξη, λαμβάνεται, δε, υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης.
Όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε, μία εκ των προϋποθέσεων του δεδικασμένου είναι η ύπαρξη αμετάκλητης απόφασης. Εκκρεμοδικία, δε, υπάρχει όταν προκύπτουν όλες οι προϋποθέσεις του δεδικασμένου, πλην του αμετακλήτου της απόφασης ή του βουλεύματος (ΑΠ 291/08 ΠοινΔ 2008, 243∙ 1544/07 ΠρΛογΠΔ 2008, 396∙ 447/06 ΠΧ ΝΣΤ 978∙ 767/01 ΠΧ ΝΒ 240, παγ. νομολ.).
Η εκκρεμοδικία, δηλαδή, συνιστά αρνητική δικονομική προϋπόθεση, η οποία κωλύει την νέα δίωξη. Και για την εκκρεμοδικία απαιτούνται οι ίδιες ακριβώς προϋποθέσεις, όπως και για το δεδικασμένο, πλην του αμετακλήτου. Βασική προϋπόθεση είναι η ταυτότητα των προσώπων και της πράξης, όπως αναλυτικά εκτέθηκε και ανωτέρω και να συγκροτείται η νέα κατηγορία από τα ίδια περιστατικά ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού που της προσδόθηκε.
Η μεταγενέστερη χρονικά ποινική δίωξη κηρύσσεται απαράδεκτη.
Σε κάθε, δε, περίπτωση, η αρχή της οικονομίας της δικαστικής ενέργειας επιβάλλει, όταν υπάρχουν περισσότερες εκκρεμείς διαδικασίες, να προτιμάται η διαδικαστικά πλέον προηγμένη.
Αν το δικαστήριο, παρά την ύπαρξη εκκρεμοδικίας, προχωρεί στην εκδίκαση της υπόθεσης, υπερβαίνει την εξουσία του και ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 510 παρ. 1ΣΤ (ΑΠ 1192/09 ΠοινΔ 2010, 271 ∙ ΑΠ 821/2003 ΠοινΔ 2003-1147, 628/2000 ΠοινΝμλγΑΠ 2000-174).
Εισέτι, δε, στην παρ. 1 του άρθρου 4 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ορίζεται ότι: «Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους, για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού».
Με την πιο πάνω διάταξη καθιερώνεται η θεμελιώδης δικαιϊκή αρχή “non bis in idem”, με την οποία απαγορεύεται η επανάληψη ποινικής διαδικασίας που έχει ολοκληρωθεί με αμετάκλητη απόφαση. Η απαγόρευση αυτή κατοχυρώνει όχι μόνο το δικαίωμα να μην τιμωρείται κάποιος δύο φορές, αλλά εκτείνεται και στο δικαίωμά του να μη διώκεται ή να μη δικάζεται για δεύτερη φορά για την ίδια παράβαση. Αν δεν συνέβαινε αυτό, δεν θα ήταν απαραίτητο να προστεθεί ο όρος «διωχθεί» στον όρο «καταδικασθεί», διότι αυτό θα ήταν περιττή επανάληψη.
Εντεύθεν, συνάγεται ότι σε «ποινικές» (ποινικής φύσης) υποθέσεις όπου οι εθνικές αρχές έχουν κινήσει σε βάρος του ιδίου προσώπου για την «ίδια» παράβαση, δύο διαδικασίες, μετά την ολοκλήρωση της μιας με αμετάκλητη καταδικαστική ή αθωωτική δικαστική απόφαση, το επιλαμβανόμενο της άλλης διαδικασίας (bis, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 4 παρ.1 του ως άνω 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου) Δικαστήριο, εφαρμόζοντας την αρχή “non bis in idem”, οφείλει να περατώσει αυτήν, εξαλείφοντας τις συνέπειές της, κατά τον προσήκοντα κάθε φορά τρόπο, ο οποίος θα παρέχει επαρκή αποκατάσταση.
Άλλως, αν δηλαδή το Δικαστήριο προχωρήσει στην κατ’ ουσία εξέταση της υπόθεσης, στοιχειοθετείται παραβίαση της αρχής “non bis in idem” ανεξάρτητα από την έκβαση της υπόθεσης.
Προϋπόθεση εφαρμογής τής πιο πάνω διάταξης είναι η ταυτότητα της παράβασης, πρέπει δηλαδή η παράβαση την οποία αφορά η νέα δίωξη ή καταδίκη να είναι η «ίδια» (idem), με αυτή για την οποία προηγήθηκε αμετάκλητη αθώωση ή καταδίκη ή δίωξη του ίδιου προσώπου. Κριτήριο για το χαρακτηρισμό των παραβάσεων ως ίδιων, για τους σκοπούς της διάταξης αυτής, αποτελούν τα πραγματικά περιστατικά που τις συγκροτούν (idem factum) και όχι ο νομικός χαρακτηρισμός τους κατά το εθνικό δίκαιο κάθε συμβαλλομένου κράτους (idem crimen). Συντρέχει η ως άνω ταυτότητα παραβάσεων, όταν είναι ίδια ή ουσιωδώς όμοια τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την καθεμία από αυτές, ως τοιούτων νοουμένων των γεγονότων που τελούν σε άρρηκτη ενότητα τόπου, χρόνου, τρόπου τέλεσης και υλικού αντικειμένου και των οποίων η ύπαρξη απαιτείται (κρίσιμα πραγματικά περιστατικά) προκειμένου να τεκμηριωθεί η καταδίκη ή να ασκηθεί η ποινική δίωξη.
Εντεύθεν συνάγεται ότι η προϋπόθεση της ταυτότητας παραβάσεων πληρούται κατά μείζονα λόγο στις περιπτώσεις στις οποίες συντρέχουν σωρευτικώς τα στοιχεία idem factum και idem crimen. Όταν, δηλαδή, πέραν της κατά τα προαναφερόμενα ταυτότητας των συγκροτούντων αυτές πραγματικών περιστατικών, αποδίδεται παραβίαση του ίδιου κανόνα δικαίου, φέρουν αυτές τον ίδιο νομικό χαρακτηρισμό, επιδιώκεται, δε, με την τιμώρησή τους η προστασία του ίδιου εννόμου αγαθού.
Όσον αφορά την κρίση του δικαστηρίου σε δεύτερο βαθμό και την μεταβολή της κατηγορίας στο στάδιο τούτο, θα πρέπει να τονιστεί ότι αυτή περιορίζεται από την αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου κατ’ άρθρο 470 ΚΠΔ. Η διάταξη ορίζει ότι στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται.
Ωστόσο, σύσσωμη η νομολογία και η θεωρία έχει υποστηρίξει ότι είναι επιτρεπτή η μεταβολή της κατηγορίας από απόπειρα σε τετελεσμένο έγκλημα, καθώς προστίθεται στην κατηγορία για την απόπειρα το εγκληματικό αποτέλεσμα που επήλθε αργότερα από το ίδιο έγκλημα. Συγκεκριμένα, η νομολογία έχει δεχθεί ότι «δεν υφίσταται ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας όταν, επί ασκηθείσης ποινικής διώξεως για απόπειρα ανθρωποκτονίας, απαγγέλλεται από τον ανακριτή κατηγορία ή παραπέμπεται ο κατηγορούμενος για τετελεσμένη ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, που επήλθε ως αποτέλεσμα της συγκεκριμένης πράξης, εφόσον η απόπειρα συνιστά ιδιαίτερη μορφή και όχι πράξη ουσιωδώς διάφορη του τετελεσμένου αδικήματος». Αλλά και ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αρ. 70/2017 απόφασή του έχει δεχθεί ότι «Δεν αποτελεί ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας η καταδίκη για τετελεσμένη πράξη του εισαχθέντος για απόπειρα (η οποία τελεί σε σχέση επικουρικότητας προς το τετελεσμένο έγκλημα), αν δεν μεταβάλλονται τα πραγματικά περιστατικά της πράξης. Τούτο δε συμβαίνει και όταν τα νεώτερα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν τη μεταβολή του νομικού χαρακτηρισμού της εισαγόμενης προς εκδίκαση αξιόποινης πράξης υπάρχουν κατά το χρόνο που εκδίδεται η απόφαση του παραπλανηθέντος δικαστηρίου και είναι γνωστά σ’ αυτό και επιπλέον αυτά αποτελούν εγγενή, σύμφυτα και συμφυή στοιχεία της πράξης, τα οποία τελούν σε σχέση αιτιατής ενότητας αλλά και άμεσης αναγκαίας συνάφειας προς τα πραγματικά περιστατικά που περιλήφθηκαν αρχικώς στην κατηγορία».
Ήδη με την υπ’ αρ. 337/1962 απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι είναι επιτρεπτή η μεταβολή της κατηγορίας από απόπειρα ανθρωποκτονίας σε τετελεσμένη ανθρωποκτονία. Εισέτι, δε, διατυπώθηκε από την νομολογία ότι «το γεγονός του θανάτου αποτελεί την απόληξη της ίδιας αιτιώδους διαδρομής που διακρίνει την πράξη για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη, η δε βελτίωση της κατηγορίας στο στάδιο των δικαστικών συμβουλίων και μάλιστα, όταν έχει προηγηθεί η διενέργεια κύριας ανάκρισης και ο θάνατος έλαβε χώρα πριν τη γνωστοποίηση του πέρατος της ανάκρισης στον κατηγορούμενο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιορίζει τη δυνατότητα του κατηγορουμένου να αντιτάξει την άμυνά του».
Όμως, όπως επισημάνθηκε, στο στάδιο κρίσης της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό δεν είναι επιτρεπτή η χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου και τούτη επέρχεται όταν μεταβάλλεται προς το βαρύτερο ο νομικός χαρακτηρισμός της πράξης, ύστερα από την άσκηση ένδικου μέσου. Η αρχή του άρθρου 470 ΚΠΔ παραβιάζεται μεταξύ άλλων και όταν μεταβάλλεται η κατηγορία από απόπειρα σε τετελεσμένο έγκλημα.
*της Μαρίας Καραούλη, Δικηγόρου Αθηνών, ΜΠΣ Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών ΔΠΘ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Κώστας Παπαδάκης: Η μάχη του Δήμου Αθήνας αρχή για την ανατροπή – Θέλουμε την πλειοψηφία και θα την διεκδικήσουμε Δημήτρης Παξινός: Οι Δουλέμποροι – Οι έμποροι των Εθνών – Για μια σταλιά συμπόνοιας Ιωάννα Π. Λαχανά: Γαία πυρί μειχθήτω Θανάσης Καμπαγιάννης: Για τις νέες ταυτότητες – Το δέντρο του θρησκευτικού ανορθολογισμού και το δάσος του βιομετρικού αυταρχισμού Ανδρέας Καλλιγάς: Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα.. για την ελληνική οικονομίαΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr