Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Μεταξάς Αντώνης: Silete juristae in munere vestro-Σκέψεις με αφορμή τις αποφάσεις ΟλΣτΕ 1639/2024 και 1641/2024

Ο Αντώνης Μεταξάς αναλύει τις αποφάσεις 1639/2024 και 1641/2024 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τις οποίες κρίθηκε κατά πλειοψηφία ότι o Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών (ΔΣΑ) δεν έχει έννομο συμφέρον, αφενός να ζητήσει την ακύρωση αποφάσεων του υπουργού Δικαιοσύνης περί διορισμού του Αντιπροέδρου, Αναπληρωτή Αντιπροέδρου, δύο τακτικών και δύο αναπληρωματικών μελών της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) και αφετέρου να ζητήσει την ακύρωση αποφάσεων του Υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ περί διορισμού Προέδρου, Αντιπροέδρου και 6 μελών του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ).

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Μεταξάς Αντώνης: Silete juristae in munere vestro-Σκέψεις με αφορμή τις αποφάσεις ΟλΣτΕ 1639/2024 και 1641/2024 freepik

Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας σε δύο όλως προσφάτως εκδοθείσες αποφάσεις της έκρινε κατά πλειοψηφία ότι o Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών (ΔΣΑ) δεν έχει έννομο συμφέρον, αφενός να ζητήσει την ακύρωση αποφάσεων του υπουργού Δικαιοσύνης περί διορισμού του Αντιπροέδρου, Αναπληρωτή Αντιπροέδρου, δύο τακτικών και δύο αναπληρωματικών μελών της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) και αφετέρου να ζητήσει την ακύρωση αποφάσεων του Υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ περί διορισμού Προέδρου, Αντιπροέδρου και 6 μελών του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ).

Συγκεκριμένα, ως προκύπτει από τις περιλήψεις που το ίδιο το Δικαστήριο δημοσίευσε[1], η Ολομέλεια του ΣτΕ στις υπ΄ αριθμ. 1639/2024 και 1641/2024 αποφάσεις έκρινε -κατά πλειοψηφία- ότι «η διάταξη του άρθρο 90 περ. α` και ζ` του ισχύοντος Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013) νομιμοποιεί τους εκπροσωπούντες τους Δικηγορικούς Συλλόγους στην ανάληψη δράσεων αναγομένων σε ζητήματα γενικοτέρου ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβανομένων και δικαστικών ενεργειών, δεν αρκεί, όμως, μόνη αυτή για τη νομιμοποίηση των Δικηγορικών Συλλόγων ως διαδίκων σε δίκες ενώπιον όλων των δικαστηρίων που αναφέρονται σ’ αυτή και, ειδικότερα, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως και δη αιτήσεως ακυρώσεως κατά ατομικών διοικητικών πράξεων, που αφορούν συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα, όπως και στην προκειμένη περίπτωση επιλογής τρίτων προσώπων σε δημόσια θέση, καθόσον, υπό τις περιστάσεις αυτές, η αίτηση θα προσελάμβανε τον χαρακτήρα λαϊκής αγωγής, όπως δεν έχει θεσμοθετηθεί από το Σύνταγμα και την οικεία νομοθεσία». Εξάλλου, σύμφωνα με την πλειοψηφήσασα στην Ολομέλεια άποψη, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις «δεν θίγουν τα συμφέροντα των μελών του ΔΣΑ ως επαγγελματικής τάξεως εν σχέσει προς το δικηγορικό απόρρητο, το οποίο αφορά διάφορο ζήτημα, συναπτόμενο με την υποχρέωση εχεμύθειας του δικηγόρου προς τους εντολείς του χάριν της ενίσχυσης των σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ τους».

Ως προκύπτει από τη δημοσιευθείσα περίληψη των εν λόγω αποφάσεων, η δικαιοπολιτική νομιμοποίηση (;) της μη κατάφασης του locus standi του ΔΣΑ συνεδέθη εν προκειμένω με τον “κίνδυνο” να προσλάβει η αίτηση ακύρωσης τον χαρακτήρα μιας actio popularis (χρησιμοποιείται εν προκειμένω ο όρος “λαϊκή αγωγή”). Αντιθέτως, κατά την -κατ’ εμέ ορθή- αιτιολογημένη γνώμη της μειοψηφίας, εν όψει της σημασίας της συνταγματικά κατοχυρωμένης Aνεξάρτητης Aρχής για τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών, ζητήματα που αφορούν τη νομιμότητα πράξεων συγκρότησης της Α.Δ.Α.Ε., «αποτελούν, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως του Κώδικα Δικηγόρων, ζήτημα γενικότερου κοινωνικού ενδιαφέροντος και περιλαμβάνονται μεταξύ των ζητημάτων, για τα οποία αναγνωρίζεται στους Δικηγορικούς Συλλόγους το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων. Οι προσβαλλόμενες δε πράξεις, με τις οποίες επέρχεται ευρείας έκτασης μεταβολή της σύνθεσης της Α.Δ.Α.Ε., η οποία κατά το Σύνταγμα έχει περιβληθεί ως Aνεξάρτητη Aρχή με ανάλογες εγγυήσεις, μεταξύ των οποίων και εκείνες που αφορούν τη διαδικασία επιλογής των μελών της, ώστε να αποτρέπονται κυβερνητικές και γενικότερα μονομερείς επιρροές, αποτελούν το έρεισμα της έκδοσης του συνόλου των ατομικών και κανονιστικών διοικητικών πράξεων της αρχής και επιδρούν στην εν γένει δράση της. Λόγω δε της κατά τα ανωτέρω ιδιαίτερης φύσεως των πράξεων αυτών, όπου η κρίσιμη για την έννομη τάξη και το κράτος δικαίου βλάβη από την τυχόν παρανομία τους πλήττει, κατ’ ουσίαν, ένα ιδιαίτερα ευρύ κύκλο προσώπων, η αποδοχή της συνδρομής της προϋποθέσεως του εννόμου συμφέροντος, δικαιολογούμενη και λόγω της προβεβλημένης θέσης των Δικηγορικών Συλλόγων στην κοινωνία, συμβάλλει στην έγκαιρη και αποτελεσματική παροχή έννομης προστασίας. Υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, υφίσταται ο απαιτούμενος από τη νομοθεσία ιδιαίτερος δεσμός του αιτούντος Συλλόγου με τις προσβαλλόμενες πράξεις και δεν πρόκειται για εκδήλωση απλού ενδιαφέροντος για την αποκατάσταση της νομιμότητας.»

ΙΙ. Κριτικός σχολιασμός

Οφείλω κατ’ αρχάς να τονίσω ότι αυτονοήτως προσέρχομαι στην κριτική αποτίμηση των εν λόγω σημαντικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας (των οποίων το πλήρες κείμενο επιφυλασσόμεθα να αναγνώσουμε όταν αυτό δημοσιευθεί) με τον οφειλόμενο σεβασμό, αλλά και τις αντίστοιχες προσδοκίες που συνεπάγεται ο εξέχων θεσμικός του ρόλος για τη διαφύλαξη των δικαιοκρατικών αρχών και της συνταγματικής νομιμότητας σε αυτό τον τόπο. Οι προσδοκίες και αναμονές δεν υφίστανται εντούτοις αποκομμένες από το αντίκρισμα μιας ιστορικά εδραιωμένης «οφειλής», καθότι παραπέμπουν σε μια καίρια ευθύνη. Το θεσμικό σύστημα της φιλελεύθερης δημοκρατίας δεν έχει διαχρονικά, αλλά ιδίως σήμερα την εποχή των μεγάλων αναταράξεων και ευάριθμων σταθερών παγκοσμίως, την πολυτέλεια να απολέσει τη θετική διαπλαστική επενέργεια κομβικών δικαιοδοτικών αποφάνσεων ουσίας, ειδικώς των ανωτάτων Δικαστηρίων, σε θέματα που άπτονται της συνταγματικής νομιμότητας αλλά και της πυκνής δικαστικής αποτίμησης των αντίστοιχων αντανακλαστικών της ελληνικής Πολιτείας. Το αυτό βέβαια ισχύει, ήτοι η μη ύπαρξη της πολυτέλειας να αποστερούνται δυνατοτήτων παρέμβασης, και σε σχέση με θεσμικούς φορείς κατεξοχήν έχοντες «έννομο συμφέρον», αλλά και υποχρέωση ενίοτε θα προσέθετα, να κινητοποιούνται ευαισθητοποιούμενοι για την προάσπιση της συνταγματικής νομιμότητας, όπως οι Δικηγορικοί Σύλλογοι της χώρας.

Εν προκειμένω, μια όλως ρηχή, ας μου επιτραπεί δε να πω και ελαφρώς ανιστόρητη, δικονομική πρόφαση εν τοις πράγμασι δρα ως μηχανισμός “διαφυγής” όχι μόνο για την περιστολή αλλά την πλήρη αποφυγή του κατ ουσίαν δικαιοδοτικού ελέγχου. Και επειδή στη συγκεκριμένη υπόθεση, αν υφίστατο κατάφαση του εννόμου συμφέροντος του ΔΣΑ, μάλλον δυσχερώς θα μπορούσε να θεμελιωθεί πειστικά η θέση ότι περιστάσεις συνιστώσες όρο εφαρμογής κομβικής συνταγματικής διάταξης συνιστούν δικαστικώς ανέλεγκτα “interna corporis” του νομοθετικού σώματος, συνεπώς το «πικρόν ποτήριον» του κατ’ ουσίαν δικαστικού ελέγχου δεν θα ηδύνατο να αποφευχθεί, ένας μεθοδολογικά και ουσιαστικά μετέωρος φορμαλιστικός απλουστευτισμός επιστρατεύεται ως επιχείρημα, άλλως πρόφαση, για τον μη έλεγχο της κομβικής συνταγματικής και θεσμικής ουσίας του θέματος. Αν – θέλω να πιστεύω πώς τούτο δεν ισχύει – ο απώτερος λόγος υπήρξε εν προκειμένω η αποφυγή δυνητικών τριγμών και εντάσεων με την πολιτική εξουσία, τότε παράγεται μια εικόνα που δεν αντιστοιχεί στην (και ιστορικά εδραιωμένη) πρόσληψη της δικαιοδοτικής ενσυναίσθησης αυτού του σημαντικού Δικαστηρίου. Ως ορθά επισημαίνει ένας Δικαστής και επιστήμονας κύρους με διαχρονική ευαισθησία σε θέματα προάσπισης του κράτους Δικαίου, ο νυν Προέδρος του ΣτΕ Μ. Πικραμένος, «το δημοκρατικό πολίτευμα, όπως κάθε πολίτευμα, είναι σύστημα εξουσίας, η θεμελιώδης όμως διαφορά του, έναντι των άλλων πολιτευμάτων, έγκειται στο ότι βρίσκεται σε διαρκή διαλεκτική αντίθεση με την εξουσία, διότι ενεργεί ανασταλτικά στη σύμφυτη τάση της να καθίσταται αυθαίρετη. Η τήρηση του Συντάγματος εκ μέρους των οργάνων του κράτους συναρτάται με τη λειτουργία θεσμών αμοιβαίου ελέγχου και περιορισμού τους, τούτο δε προϋποθέτει την κατανομή άσκησης της κρατικής εξουσίας σε διάφορα όργανα σύμφωνα με την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, η οποία διαθέτει, εκτός από τη δημοκρατική της διάσταση, ένα πολιτικά φιλελεύθερο (δικαιοκρατικό) περιεχόμενο, το οποίο εκδηλώνεται κυρίως με την μορφή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης.»[2]

Σε κάθε περίπτωση, η προβληματική ετερονομία της αποτίμησης από το Δικαστήριο του ρόλου ενός επιστημονικού Συλλόγου, όπως ο ΔΣΑ, ως μηχανισμός δικονομικού εξοβελισμού του από ευρεία σωρεία θεμάτων υψίστης θεσμικής και συνταγματικής περιωπής, συνιστά μείζον ζήτημα. Σύμφωνα με το άρθρο 90 του Κώδικα Δικηγόρων (ΚωδΔ, ν.4194/2013, Α’208), στους Δικηγορικούς Συλλόγους ανήκει: « (α) η υπεράσπιση των αρχών και κανόνων του κράτους δικαίου σε μια δημοκρατική πολιτεία» και «(ζ) η άσκηση παρεμβάσεων ενώπιον δικαστηρίων και κάθε αρχής (στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι ανεξάρτητες αρχές) για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού, οικονομικού ενδιαφέροντος και περιεχομένου, που ενδιαφέρει τα μέλη του συλλόγου ή το δικηγορικό σώμα γενικότερα, καθώς και για κάθε ζήτημα εθνικού κοινωνικού, πολιτισμικού ή οικονομικού ενδιαφέροντος». Προς τούτο, το ίδιο άρθρο του Κώδικα Δικηγόρων ορίζει ότι οι Δικηγορικοί Σύλλογοι μπορούν να υποβάλλουν, μεταξύ άλλων, και αιτήσεις για την ακύρωση πράξεων που αφορούν τα ως άνω απαριθμούμενα ζητήματα. Έτσι, έχει μεταξύ άλλων κριθεί ότι ο ΔΣΑ έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση πράξεων γενικότερου περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος αφορώσες και περιοχές εκτός Αθηνών (ΣτΕ (Ολ.) 4576/1977, (Τμ.Ε΄) 1984/2017), αλλά και των πράξεων εφαρμογής του Μνημονίου (ΣτΕ (Ολ) 668/2012).

Αν ο ΔΣΑ στερείται εν προκειμένω συνεπώς εννόμου συμφέροντος να αιτηθεί τη δικαιοδοτική αποτίμηση ενός τέτοιου μείζονος θέματος απτομένου της συνταγματικής νομιμότητας διερωτάται κανείς ευλόγως, ποιος άραγε έχει; Τα μέλη των Ανεξαρτήτων Αρχών που αντικαταστάθηκαν και η θητεία τους είχε λήξει; Κάποιος άλλος θεσμικός φορέας πιο άμεσα σχετιζόμενος με την τήρηση του Συντάγματος που έχει εγγύτερη σχέση με το ζητούμενο του δικαστικού ελέγχου της τήρησης της συνταγματικής νομιμότητας; Μάλλον εν τέλει κανείς; Κι αν το τελευταίο ισχύει, τί κωλύει στο μέλλον την εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία να παραβιάζει δικαστικώς ανελέγκτως ρητές συνταγματικές διατάξεις επηρεάζοντας αθεμίτως τη λειτουργία κρίσιμων θεσμικών αντιβάρων ως είναι οι Ανεξάρτητες Αρχές;

Η διερώτηση του Agamben «Quare siletis juristae in munere vestro?» (Γιατί εσείς οι νομομαθείς σωπαίνετε για όσα σας αφορούν;) φαίνεται εδώ να αντιστρέφεται υπό μορφήν μάλιστα δικαστικής επιταγής στο αντίθετό της: «Silete juristae in munere vestro» (Σωπάστε νομικοί για τα πράγματα που σας αφορούν). Αυτό το ζήτημα όμως είναι κάτι που εν προκειμένω δεν αφορά αποκλειστικά τον νομικό κόσμο, αλλά την ελληνική κοινωνία εν γένει. Και αν υφίσταται κάτι που ο κοινωνικά υπεύθυνος επιστημονικός λόγος δεν δικαιούται να πράττει σε αυτή τη δύσκολη εποχή για το φιλελεύθερο Κράτος Δικαίου είναι να σιωπά μη αναδεικνύοντας το θεσμικό αδιέξοδο που δημιουργούν τέτοιες προσεγγίσεις.

*Αντώνης Μεταξάς, Αν. Καθηγητής, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, επισκ. Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Βερολίνου (TU Berlin)

*ΠΗΓΗ: syntagmawatch.gr

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ