Ντέγκα, Κατσίκα, Καλαντζή: Είναι οι δικαστές υπεύθυνοι για την καθυστέρηση της απονομής της (διοικητικής) δικαιοσύνης στην Ελλάδα;
3 γυναίκες δικαστές γράφουν στο dikastiko.gr για την Διοικητική Δικαιοσύνη και τις καθυστερήσεις σε αυτή.
Η Βανέσσα-Παναγιώτα Ντέγκα, Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ., Σωτηρία-Σπυριδούλα Κατσίκα και Ειρήνη Καλαντζή, Πρωτοδίκες Δ.Δ. γράφουν ως εξής:
Τους τελευταίους μήνες εκφράζεται η άποψη από εκπρόσωπους του τύπου και δικηγορικών συλλόγων της χώρας, σε ημερίδες που πραγματοποιούνται για την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης στην Ελλάδα, ότι υπεύθυνοι για την καθυστέρηση της απονομής της δικαιοσύνης είναι κατά κύριο λόγο οι δικαστές. Διαχέεται με αυτόν τον τρόπο στην ελληνική κοινωνία η αίσθηση ότι η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης ερείδεται κυρίως στη ραθυμία ή την ανεπάρκεια των δικαστικών λειτουργών. Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινιστεί ότι, όταν μιλάμε για χρόνο απονομής της δικαιοσύνης, εννοούμε τον χρόνο που μεσολαβεί ανάμεσα στην κατάθεση του ένδικου βοηθήματος και τη δημοσίευση της απόφασης που επιλύει τη διαφορά αμετάκλητα.
Καταρχάς, σύμφωνα με το Σύνταγμα, οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να εκδίδονται σε εύλογο χρόνο. Η επίκαιρη απονομή της δικαιοσύνης είναι συνυφασμένη με το Κράτος Δικαίου, καθώς διασφαλίζει ότι η κοινωνική ειρήνη που διασαλεύτηκε με την δημιουργία της εκάστοτε διαφοράς θα αποκατασταθεί εντός εύλογου χρόνου και δεν θα διαιωνίζεται. Η υπέρβαση του εύλογου χρόνου οδηγεί σε κλονισμό του αισθήματος ασφάλειας δικαίου, ενώ, ταυτόχρονα, δημιουργεί στους πολίτες την αίσθηση ότι δεν αξίζει τον κόπο να προσφύγουν στη δικαιοσύνη για την επίλυση των διαφορών τους, καταλήγοντας τελικά σε υποβάθμιση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Την ίδια στιγμή, στερεί από το κράτος σημαντικά έσοδα, με επαχθείς συνέπειες για τη λειτουργία της οικονομίας.
Αποτελεί γεγονός ότι η απονομή της δικαιοσύνης στη χώρα μας είναι αργή. Πού διαπιστώνεται, όμως, αυτή η καθυστέρηση; Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία των δικαστηρίων, η μεγαλύτερη καθυστέρηση εντοπίζεται μεταξύ της κατάθεσης του ένδικου βοηθήματος και της συζήτησης-χρέωσης αυτού στον φυσικό δικαστή. Από την άλλη πλευρά, παρατηρείται ένας πολύ μικρός αριθμός δικαστών που υπερβαίνουν συστηματικά τον συνταγματικά προβλεπόμενο εύλογο χρόνο για την έκδοση απόφασης. Είναι, όμως, αυτός ο πολύ μικρός αριθμός δικαστών που καθυστερούν η αιτία για την βραδύτητα της απονομής της δικαιοσύνης στην Ελλάδα;
Η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα είναι χωρίς αμφιβολία αρνητική. Οι αιτίες θα πρέπει να αναζητηθούν, καταρχάς, στην ίδια την οργάνωση και τη λειτουργία της Δικαιοσύνης, αρχής γενομένης από την υποχρηματοδότησή της από το Κράτος (ο προϋπολογισμός για το Υπουργείο Δικαιοσύνης μειώθηκε σταδιακά κατά την τελευταία δεκαετία, με αποτέλεσμα από τα 914.000.000 ευρώ, στα οποία ανερχόταν το 2009, να ανέρχεται στα 622.000.000 ευρώ το 2017 και στα 578.368.000 ευρώ το 2022). Διαχρονικά παρατηρείται ικανός αριθμός κενών οργανικών θέσεων δικαστικών λειτουργών, καθώς και ελλιπής στελέχωση των δικαστηρίων από δικαστικούς υπαλλήλους. Περαιτέρω, επιβράδυνση στην απονομή της δικαιοσύνης επιφέρει και η στάση της Διοίκησης, η οποία παραλείπει συστηματικά να αποστείλει στο Δικαστήριο έγκαιρα διοικητικό φάκελο και έκθεση απόψεων, με αποτέλεσμα να αναβάλλονται οι υποθέσεις αυτεπάγγελτα και να προσδιορίζονται σε επόμενη δικάσιμο, ή αποστέλλει ελλιπή φάκελο, γεγονός το οποίο συνεπάγεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, την έκδοση προδικαστικής απόφασης, με την οποία υποχρεώνεται σε συμπλήρωση του διοικητικού φακέλου. Εξάλλου, αξίζει να σημειωθεί ότι η Διοίκηση διαχρονικά επιλέγει να ασκεί ένδικα μέσα σε υποθέσεις, για τις οποίες γνωρίζει ότι υπάρχει πάγια αντίθετη νομολογία Ανώτατων Δικαστηρίων, με αποτέλεσμα να καθυστερεί να καταστεί η απόφαση τελεσίδικη ή αμετάκλητη κατά περίπτωση.
Επιπλέον, είναι σημαντικός ο αριθμός των υποθέσεων, στις οποίες απαιτούνται ειδικές επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις για την επίλυση των τιθέμενων με αυτές ζητημάτων, οπότε το Δικαστήριο εκδίδει προδικαστική απόφαση, με την οποία διορίζεται σχετικά πραγματογνώμονας και, ακολούθως, η υπόθεση συζητείται σε δικάσιμο, η οποία προσδιορίζεται αφού συνταχθεί η έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Στις εν λόγω περιπτώσεις, συχνά ανακύπτουν ζητήματα αναφορικά με τον διορισμό των πραγματογνωμόνων (άρνηση ανάληψης καθηκόντων, αιτήσεις εξαίρεσης ή απαλλαγής, μη επαρκής αριθμός των συμπεριληφθέντων στον ετήσιο κατάλογο του Δικαστηρίου πραγματογνωμόνων αναφορικά με συγκεκριμένες ειδικότητες) και τη σύνταξη της σχετικής έκθεσης, εξαιτίας των οποίων καθυστερεί ο προσδιορισμός της συζήτησης και, επομένως, η έκδοση οριστικής απόφασης. Σταθερό πρόβλημα, άλλωστε, αποτελεί η διενέργεια μη νόμιμων κλητεύσεων, η οποία οδηγεί, αναγκαστικά, στην ακύρωση της χωρήσασας συζήτησης και τον προσδιορισμό της υπόθεσης σε μεταγενέστερη δικάσιμο, προκειμένου να διενεργηθεί νόμιμα η κλήτευση.
Επίσης, παραμένει δυσλειτουργικό το νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο ρυθμίζει τη διακοπή και την επανάληψη της δίκης σε περίπτωση θανάτου του ασκούντος το ένδικο βοήθημα, γεγονός, το οποίο συνεπάγεται καθυστέρηση στην έκδοση οριστικής απόφασης. Στα ανωτέρω πρέπει να προστεθεί η μεγάλη εισροή υποθέσεων, η οποία, τα τελευταία χρόνια, οφείλεται, εκτός των άλλων, σε ρυθμίσεις, που θεσμοθετήθηκαν προς τον σκοπό της δημοσιονομικής ανάκαμψης της χώρας, και συνεπάγονται πρόσθετα βάρη για τους πολίτες. Εξάλλου, αξίζει να αναφερθεί ότι, σε πολλές περιπτώσεις οι ιδιώτες διάδικοι επιδιώκουν, ακόμη και μετά την πρόσφατη ρύθμιση, με την οποία προβλέφθηκε η καταβολή παραβόλου ως προϋπόθεσης για την υποβολή αιτήματος αναβολής, την καθυστέρηση της συζήτησης των υποθέσεών τους, υποβάλλοντας διαδοχικά αιτήματα αναβολής, ενώ, όπως διαπιστώθηκε κατά την τελευταία διετία, κατά την οποία τα δικαστήρια λειτούργησαν, για μεγάλο χρονικό διάστημα, υπό συνθήκες αναστολής λόγω του ιού Covid 19, οι ιδιώτες διάδικοι σε λίγες μόνο περιπτώσεις αξιοποίησαν τη δυνατότητα που τους παρασχέθηκε νομοθετικά να συζητηθούν οι υποθέσεις τους ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων με την υποβολή δήλωσης, με αποτέλεσμα την αυτεπάγγελτη αναβολή μεγάλου αριθμού υποθέσεων σε μεταγενέστερες δικασίμους.
Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει προσπάθειες από την ελληνική πολιτεία προς την κατεύθυνση της βελτίωσης του χρόνου απονομής της δικαιοσύνης, όπως η εισαγωγή του θεσμού της πιλοτικής δίκης και η αύξηση των δικονομικών βαρών, οι οποίες, πέραν του ότι αμφισβητήθηκαν επανειλημμένα από τον νομικό κόσμο ως προς την συμφωνία τους με τις διατάξεις του Συντάγματος, που κατοχυρώνουν τον διάχυτο έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων και το δικαίωμα δικαστικής προστασίας αντίστοιχα, δεν επέφεραν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Κατά τον παρόντα χρόνο, επιχειρείται η μετακύλιση της ευθύνης για την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης στους δικαστές και η παρουσίαση του προβλήματος ως ατομικής ευθύνης κάθε δικαστικού λειτουργού. Την ίδια στιγμή, ως μέθοδοι επιτάχυνσης της απονομής της δικαιοσύνης προωθούνται ρυθμίσεις που εισάγουν νέους τρόπους αξιολόγησης των δικαστών και επιμόρφωσής τους, ενώ, προβάλλεται ιδιαίτερα ο θεσμός της διαμεσολάβησης ως μοχλός αποσυμπίεσης των δικαστηρίων μέσω της μεταφοράς μέρους της δικαστικής ύλης σε ιδιώτες διαμεσολαβητές.
Από τα ανωτέρω καθίσταται εύκολα αντιληπτό ότι η βελτίωση του χρόνου απονομής της δικαιοσύνης αποτελεί συνάρτηση της εύρυθμης λειτουργίας αυτής και προϋποθέτει εκ των πραγμάτων, ως conditio sine qua non, την ενίσχυση της Δικαιοσύνης από το Κράτος, τόσο με ανθρώπινους όσο και με υλικούς πόρους. Επιπλέον, η προώθηση της ψηφιοποίησης της δικαιοσύνης, με τη χρήση δυνατοτήτων όπως η ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων, η κατάθεση ηλεκτρονικών φακέλων τόσο από τους ιδιώτες διαδίκους όσο και από τη Διοίκηση και η ψηφιακή υπογραφή των αποφάσεων, μπορεί να επιφέρει ουσιώδη τομή στους ρυθμούς της απονομής της δικαιοσύνης στη χώρα μας.
Ο χρόνος απονομής της δικαιοσύνης (judicial time) αποτελεί δείκτη δημοκρατίας μιας χώρας. Ωστόσο, δεν αποτελεί αυταξία. Η επίκαιρη απονομή της δικαιοσύνης αποτελεί τη μία όψη του νομίσματος. Η άλλη, είναι η ορθή απονομή αυτής. Δεν είναι συνταγματικά επιτρεπτό στη δημοκρατία να θυσιάζονται η ορθότητα και η ανεξαρτησία της δικαστικής κρίσης στον βωμό της ταχύτητας. Όπως, δεν είναι συνταγματικά ανεκτή η συρρίκνωση του δικαιώματος της δικαστικής προστασίας προς τον σκοπό της αποσυμφόρησης των δικαστηρίων. Το ζητούμενο, εν προκειμένω, είναι η ενίσχυση της Δικαιοσύνης από το Κράτος, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, ώστε η απονομή της δικαιοσύνης να είναι ταυτόχρονα ορθή, ανεξάρτητη και επίκαιρη.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Μιχαλης Μήττας: Η βαθιά κρίση της ελληνικής Δικαιοσύνης και το όραμα που χρειαζόμαστε Μιχάλης Καλογήρου: “Βιαστής είναι” – Οι φωνές για το κράτος δικαίου Δημήτρης Νεμέτης: Η άμεση απονομή σύνταξης και το “δωμάτιο το ψηφιακό” και το κακό συναπάντημα Σοφία Νικολάου: Αλήθειες και ψέματα για τον Λιγνάδη και τους βιαστές ανηλίκωνΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr