Νικόλαος Αγγελάρας: “Επιβεβλημένη, τουλάχιστον, η Μείωση της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων”

Οι σκοποί για τους οποίους θεσπίστηκε η Ειδική Εισφορά Αλληλεγγύης έχουν πλέον εκλείψει, η κατάργησή της αποτελεί ουσιαστικό μέτρο θωράκισης του εισοδήματος των πολιτών και, ως εκ τούτου, καθίσταται επιβεβλημένη.

NEWSROOM
Νικόλαος Αγγελάρας: “Επιβεβλημένη, τουλάχιστον, η Μείωση της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων”

1.Ο κοινός νομοθέτης έχει την  ευχέρεια, εκτιμώντας τις εκάστοτε επικρατούσες οικονομικές συνθήκες, ιδίως σε περίοδο που το κράτος έχει εξέλθει από μία οικονομική κρίση, να καθορίζει εξ υπαρχής τις μορφές των δημοσίων βαρών, ήτοι των οικονομικών επιβαρύνσεων για τη δημιουργία δημοσίων εσόδων προς κάλυψη των δαπανών του Κράτους, που δύνανται  είτε να επιβληθούν, είτε να διατηρηθούν στους ήδη βαρυνόμενους πολίτες με ποικίλες μορφές, ώστε να μην επέρχεται ανατροπή των δημοσιονομικών μεγεθών σε βαθμό που θα έθετε σε κίνδυνο τη δημοσιονομική σταθερότητα του κράτους.

Η δυνατότητα, όμως, αυτή δεν  είναι απεριόριστη, αλλά έχει ως όριο τις αρχές του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών και της αναλογικότητας, οι οποίες επιτάσσουν το βάρος της επίτευξης δημοσιονομικής  σταθερότητας να  κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών των πολιτών (απασχολουμένων τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα και συνταξιούχων), δεδομένου μάλιστα ότι η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών είναι προς όφελος όλων.

Και τούτο διότι, ενόψει και της καθιερούμενης στο άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος αξίωσης του Κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεν είναι επιτρεπτό, αντί της  προώθησης διορθωτικών μέτρων ή  της είσπραξης των φορολογικών εσόδων από την μη εφαρμογή των οποίων ευνοούνται, κυρίως, άλλες κατηγορίες πολιτών, να διατηρείται μονίμως σε συγκεκριμένη κατηγορία πολιτών, αυτή των συνταξιούχων, βάρος που  έχει ληφθεί προς αντιμετώπιση της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας, ώστε η σωρευτική, εν τέλει, επιβάρυνσή της να παραμένει ιδιαίτερα μεγάλη και να καθίσταται πλέον εμφανής η υπέρβαση σε βάρος της των ορίων της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών και της αναλογικότητας [πρβλ. Ειδικό Δικαστήριο άρθρου 88 παρ.2 Συντάγματος 1 έως και 4/2018, σκέψεις 9,15 και 16,καθώς και ΣτΕ Ολομ. 1408/2022, 431/2018, 4741/2014, 2192-2196/2014, 668/2012].

2.Κατ’ επίκληση της υποχρέωσης του Κράτους να τηρεί τις απορρέουσες από τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ν. 3671/2008, Α΄ 129) δεσμεύσεις (άρθρα 119 παρ. 3 και 126 της ΣΛΕΕ), θεσπίσθηκαν οι ν.3833/2010 και 3845/2010, με τους οποίους, εν όψει της τότε ραγδαία επιδεινούμενης οικονομικής κρίσης, λήφθηκαν άμεσα και επείγοντα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής για την εξοικονόμηση πόρων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης,

3.Προς τον σκοπό της υλοποίησης του ως άνω προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, επιβλήθηκε η Ειδική Εισφορά Αλληλεγγύης των  Φυσικών Προσώπων από το έτος 2011 (άρθρο 29 παρ.10  του ν.3986/2011),η οποία, όμως, έχει καταργηθεί από την 1.1.2023 (άρθρο 177του ν.4972/2022), διότι, όπως αναφέρεται  στην αιτιολογική έκθεση επί του άρθρου αυτού, οι σκοποί για τους οποίους  θεσπίστηκε έχουν πλέον εκλείψει, η κατάργησή της αποτελεί ουσιαστικό μέτρο θωράκισης του εισοδήματος των πολιτών και, ως εκ τούτου, καθίσταται επιβεβλημένη.

Επίσης, επιβλήθηκε, για την  αντιμετώπιση των αυτών δημοσιονομικών προβλημάτων του Κράτους, αλλά, και για τη διάσωση του ασφαλιστικού  συστήματος,  και η ΕΑΣ από το έτος 2010 (άρθρα 38 του ν. 3863 και 11 του ν. 3865/2010) στις  συντάξεις του  Δημοσίου, NAT και  των  Φορέων Κοινωνικής  Ασφάλισης (ΦΚΑ),η οποία διατηρείται από το έτος 2011(άρθρο 44 παρ.10 του ν. 3986/2011) αυξημένη κατά 50% περίπου και υπολογίζεται εξ αρχής επί των συντάξιμων αποδοχών που υπερβαίνουν το ακαθάριστο ποσό  των 1.400 ευρώ μηνιαίως.

Πριν δηλαδή από τις άλλες κρατήσεις, μειώσεις και του φόρου και μάλιστα με τον συντελεστή του τελευταίου κλιμακίου, στον οποίο συμβαίνει να εμπίπτουν, ενώ δεν επιβαρύνονται μόνο αυτές, οι οποίες δεν  υπερβαίνουν  το ποσό των 1.400 ευρώ, επίσης, μηνιαίως, πράγμα που καθιστά έτι προφανέστερο τον ασύμμετρο και ισοπεδωτικό της χαρακτήρα.

4.Η ρύθμιση αυτή δεν εμφανίζει μόνο λεπτομερειακό πρόβλημα στα όρια των εισοδηματικών κλιμακίων. Το πρόβλημα αυτό είναι απλώς το σύμπτωμα της παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, που γίνεται πρόδηλα εμφανής και έντονα συνειδητή ακριβώς στα όρια των κλιμακίων αυτών, διότι, εκεί, ο συσχετισμός του αποτελέσματος καθιστά προφανή την αντισυνταγματικότητα των ρυθμίσεων. Άλλωστε, αυτόματα, ως στοιχειώδης σκέψη επιβαλλόμενη από την αρχή της αναλογικότητας, ο φόρος εισοδήματος ρυθμίστηκε  και ρυθμίζεται κατά κλιμάκια με προοδευτικό φορολογικό συντελεστή, που εφαρμόζεται σε καθένα από αυτά. Επίσης, ο φόρος κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών, ο φόρος ακίνητης περιουσίας (ΦΑΠ), αλλά, και ο ενιαίος φόρος ιδιοκτησίας ακινήτων ( ΕΝΦΙΑ), ακολουθούν την ίδια μορφή κλιμάκωσης με το φόρο εισοδήματος.

Η θεμελιώδης, επομένως, φορολόγηση  του εισοδήματος και της περιουσίας, ακολουθούν την ίδια ακριβώς λογική των κλιμακίων, ως αυτονόητη συνέπεια εφαρμογής των αρχών της αναλογικότητας και ισότητας των πολιτών, αντίθετα με τη ρύθμιση των, στην προκειμένη περίπτωση, διατάξεων για την Ε.Α.Σ. Δεν είναι, όμως, δυνατόν και οι δύο αυτές μορφές  να  είναι   σωρευτικά συμβατές με τις ανωτέρω αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας. Η  μεταξύ τους διάζευξη είναι αναγκαίως αποκλειστική. Η  διάσπαση  της αναλογικότητας και της ισότητας συνεπάγεται  και  την κατάλυσή τους, διότι η αποδοχή του ανωτέρω δυαδισμού είναι απλώς η αρχή της αναρχίας, αφού επιτρέπει την επινόηση, απεριορίστως, και κάθε άλλου περαιτέρω εισπρακτικού συστήματος.

5.Υπό τα ως άνω δεδομένα, η ισοπέδωση στην οποία καταλήγει  η ρύθμιση της ΕΑΣ, με τον ακραίο τρόπο που εμφανίζεται, πρωτίστως από την πλευρά της βίαιης ανόδου της κλίμακας ασύμμετρα προς την άνοδο του τελικού πραγματικού εισοδήματος από σύνταξη και δευτερευόντως από την πλευρά της επιβάρυνσης που εισάγει, όχι κατά κλιμάκια και με προοδευτικό, επί της διαφοράς, συντελεστή, αλλά επί του όλου ποσού, σε συνδυασμό  με  τη  μη  επιβάρυνση μόνο των συντάξεων που δεν  υπερβαίνουν  τα 1.400 ευρώ  και όχι όλων, δηλαδή με την απαλλαγή και αυτών που υπερβαίνουν τα 1400 ευρώ, είναι, προδήλως, μη συμβατή, με τα  άρθρα 4 (παρ.1 και 5) και  25 (παρ. 1 και 4) του Συντάγματος, και, ως εκ τούτου, ανίσχυρη.

6.Τα δικαστήρια ναι μεν, επί των επιλογών του νομοθέτη, ασκούν οριακό  δικαστικό έλεγχο, δύνανται και οφείλουν, όμως, να ερευνήσουν το αμιγώς νομικό ζήτημα, αν έχει ληφθεί υπόψη   η συνταγματική αρχή της ισότητας, από την άποψη της υποχρέωσης του νομοθέτη να μη  μεταχειρίζεται κατά διαφορετικό τρόπο καταστάσεις που  είναι όμοιες, και η αρχή της αναλογικότητας, από την άποψη της τήρησης δίκαιης ισορροπίας μεταξύ του δημοσίου συμφέροντος και της προστασίας δικαιωμάτων που απορρέουν από το Σύνταγμα [πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 1911/2022].

*Νικόλαος Αγγελάρας, Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ε.τ.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr