Όλγα Τσόλκα: Το σύστημα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και η ελληνική προσαρμογή σε αυτό με το ν. 5026/2023
Η ιδιότυπη «συμβίωση» ενωσιακού και επιμέρους εσωτερικών ποινικών διατάξεων (ουσιαστικού και δικονομικού χαρακτήρα) εντός του συστήματος της ευρωπαϊκής Εισαγγελίας δεν είναι απλή στη διαδικασία εφαρμογής.
Η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας αποτελεί ένα καίριο θεσμικό βήμα στην υλοποίηση μιας «ιδέας» που αποτελούσε την αιχμή του δόρατος της Επιτροπής από τα τέλη της δεκαετίας του 1970: της θεσμοθέτησης «ευρωπαϊκών» κανόνων και διαδικασιών για την «αποτελεσματική έρευνα και δίωξη» εγκλημάτων σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των ΕΚ, σήμερα της Ένωσης.
Το πράσινο φως προς την κατεύθυνση αυτή δόθηκε με τη Συνθήκη της Λισαβώνας (άρθρο 86 ΣΛΕΕ). Όμως, οι έντονες αντιπαραθέσεις και διαπραγματεύσεις επί της πρότασης της Επιτροπής (COM (2013) 514) είχαν ως αποτέλεσμα την εφαρμογή των διατάξεων περί της ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και συνάμα τη διαμόρφωση ενός σύνθετου και περίπλοκου συστήματος «ευρωπαϊκής διερεύνησης, δίωξης και παραπομπής» (βλ. ενδεικτικά Ζημιανίτη, Μουζάκη, Τσόλκα, ΠΧρ 2022, σελ. 3 επ., 11επ. και 21 επ.).
Το εν λόγω σύστημα, όπως αυτό καθιερώνεται στον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1939, αποτελεί προϊόν μιας διαδικασίας αναζήτησης συμβιβασμών μεταξύ αφενός της δημιουργίας ενός «ενιαίου» ενωσιακού φορέα της ποινικής προδικασίας, ώστε να επιλυθούν τα προβλήματα «του κατακερματισμού των εθνικών δράσεων δίωξης», και αφετέρου της «μέριμνας για την ελάχιστη δυνατή παρέμβαση στις έννομες τάξεις και στις θεσμικές δομές των κρατών μελών» (σκ. 12 του προοιμίου).
Επιγραμματικά σημειώνεται:
α) Ως προς τη δομή της, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αποτελεί μεν «αδιαίρετο οργανισμό της Ένωσης», οργανώνεται δε σε «κεντρικό και αποκεντρωμένο επίπεδο», ασκώντας εξουσίες και καθήκοντα στο έδαφος των κρατών μελών «έως την οριστική περάτωση» της υπόθεσης (άρθρα 3-13, 24-40).
β) Το κανονιστικό σύστημα που διέπει την καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητά της, την ανάληψη και άσκηση των λειτουργικών αρμοδιοτήτων της και τις –ουσιαστικές και διαδικαστικές– εγγυήσεις δικαστικής προστασίας (άρθρα 5, 6, 22-42 και σκ. 59-89 του προοιμίου) συγκροτείται ή αφήνεται να συγκροτηθεί από:
i) διατάξεις του κανονισμού ή και ευρύτερα του ενωσιακού δικαίου (λ.χ. του ΧΘΔ της ΕΕ).
ii) εσωτερικούς νόμους ενσωμάτωσης οδηγιών (ήτοι της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1371 (PIF) καθώς και των οδηγιών που θέτουν κοινούς ελάχιστους κανόνες στον τομέα των δικονομικών δικαιωμάτων).
iii) αμιγώς εθνικές ρυθμίσεις (που συγκαθορίζουν, μεταξύ άλλων, το εφαρμοστέο δίκαιο για τη διεξαγωγή των «ερευνών», σύμφωνα με τον κανόνα «locus regit actum»).
iv) εσωτερικές εκτελεστικές διατάξεις. Ρητά δε ορίζεται ότι το εθνικό δίκαιο εφαρμόζεται «στο βαθμό που ένα ζήτημα δεν ρυθμίζεται» από τον κανονισμό, σε περίπτωση δε επάλληλων μεταξύ τους κανόνων, «υπερισχύουν» εκείνες του τελευταίου (άρθρο 35 παρ. 3).
γ) Μολονότι δεν υιοθετείται ένα ενιαίο μοντέλο ποινικής προδικασίας, από το γράμμα των οικείων διατάξεων φαίνεται ότι –επί της αρχής– υφίσταται ένα πρότυπο, το οποίο αποτέλεσε πηγή έμπνευσης: είναι εκείνο που θέτει τον εισαγγελέα ως κυρίαρχο φορέα της προδικασίας (όπως ισχύει λ.χ. στη Γερμανία). Και τούτο διότι, από τη στιγμή που η ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα ασκήσει την αρμοδιότητά της (κατ’ άρθρο 25), αναλαμβάνει τόσο το έργο της προδικαστικής συλλογής αποδείξεων σε αμιγώς εσωτερικές ή σε διασυνοριακές υποθέσεις (άρθρα 28-33) όσο και εκείνο της –μετά το πέρας των «ερευνών»– αποτίμησης του συγκεντρωθέντος υλικού, αποφασίζοντας σε κεντρικό επίπεδο (δια του αποκαλούμενου «μόνιμου τμήματος»):
i) είτε για τη «διαβίβαση» της υπόθεσης στις εθνικές αρχές (όταν κατά τη διάρκεια των «ερευνών» διαπιστώνει ότι δεν έχει καθ’ ύλην αρμοδιότητα),
ii) είτε για την «αρχειοθέτηση της υπόθεσης», την κίνηση της «απλουστευμένης διαδικασίας δίωξης» ή την «άσκηση δίωξης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων» (ήτοι την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο), προσδιορίζοντας συνάμα το κράτος «εκδίκασης» στην περίπτωση που έχουν ποινική δικαιοδοσία περισσότερα του ενός κράτη μέλη (άρθρα 34-40).
Κατ’ αποτέλεσμα, η ιδιότυπη «συμβίωση» ενωσιακού και επιμέρους εσωτερικών ποινικών διατάξεων (ουσιαστικού και δικονομικού χαρακτήρα) εντός του συστήματος της ευρωπαϊκής Εισαγγελίας δεν είναι απλή στη διαδικασία εφαρμογής. Τα θιγόμενα πρόσωπα, όπως και εκείνοι οι οποίοι καλούνται να συμπράξουν στην ανάπτυξη της αποτελεσματικότητάς του (εθνικοί φορείς της νομοθετικής και δικαστικής λειτουργίας, Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, ΔΕΕ), βρίσκονται σήμερα αντιμέτωποι με ακανθώδη ζητήματα που άπτονται της ερμηνείας σειράς διατάξεων του κανονισμού και των επιβεβλημένων εγγυήσεων δικαστικής προστασίας. Εξ αρχής δε, η μεταφορά των παραπάνω κρίσιμων αποφάσεων από το εθνικό στο ενωσιακό επίπεδο και η συγκέντρωση των οικείων ποινικών λειτουργιών στην αρμοδιότητα ενός (ενωσιακού) φορέα έθεσε στο προσκήνιο ένα ουσιώδες ερώτημα: Αν δηλαδή –για τους σκοπούς της «προσαρμογής»– είναι αναγκαία η θέσπιση ειδικών εθνικών ρυθμίσεων, κατά παρέκκλιση βασικών κανόνων «οργάνωσης» της ποινικής προδικασίας. Τούτο αφορά κυρίως τα (λίγα πλέον) κράτη μέλη, τα οποία δεν προβλέπουν μία ενιαία διερευνητική διαδικασία, αλλά διατηρούν τον παραδοσιακό επιμερισμό της σε «εισαγγελική διερεύνηση» και «δικαστική ανάκριση», όπως συμβαίνει στη χώρα μας.
Στο ερώτημα αυτό – και υπό το βάρος των ζητημάτων που ήδη τίθενται ή αναμένεται να τεθούν στην πράξη – επιχείρησε ο Έλληνας νομοθέτης να παράσχει απαντήσεις, με το ν. 5026/2023 (που όμως ψηφίσθηκε χωρίς δημόσια διαβούλευση). Του νόμου αυτού είχαν προηγηθεί δύο άλλα νομοθετήματα (ο ν. 4516/2019 και τα άρθρα 1-20 και 49 παρ. 2 του ν. 4786/2021), τα οποία δεν αντιμετώπιζαν τις προκλήσεις που η χώρα προφανώς είχε αποδεχθεί, όταν συμφώνησε να συμμετάσχει στην ενισχυμένη συνεργασία. Από τις διατάξεις λοιπόν του ν. 5026/2023 (άρθρα 49-52) προκύπτει ότι επί της αρχής ο νομοθέτης επέλεξε να ακολουθήσει τη στάση της πλειονότητας εκείνων των κρατών που έχουν ένα ανάλογο -μ’ εμάς- μοντέλο προδικασίας (όπως λ.χ. εκείνη της Γαλλίας, όπου στον οικείο εκτελεστικό Νόμο 2020-1672 ρητά ορίζεται ότι ο «ανακριτής παραιτείται υπέρ της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας», βλ. σχετ. Baab, Eucrim 2021, σελ. 45).
Ειδικότερα:
α) Για τις υποθέσεις αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας δεν θεσπίστηκε μεν μια ενιαία διερευνητική διαδικασία διατηρούνται δηλαδή τα στάδια της προκαταρκτικής εξέτασης και της ανάκρισης επί κακουργημάτων (και συναφών πλημμελημάτων). Όμως, τις λειτουργικές αρμοδιότητες του ανακριτή ασκούν πλέον οι Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς (Ε.Εντ.Ε.), με εξαίρεση εκείνες που αφορούν τη λήψη της απολογίας του κατηγορουμένου και την επιβολή των μέτρων της σύλληψης, της προσωρινής κράτησης, του κατ’ οίκον περιορισμού καθώς και των περιοριστικών όρων. Συναφώς προβλέπεται ότι η «παραγγελία» του Ε.Εντ.Ε προς τον ανακριτή για λήψη απολογίας συνοδεύεται από την υποβολή σχετικού κατηγορητηρίου, η δε «αίτησή» του για επιβολή των παραπάνω μέτρων πρέπει είναι πλήρως αιτιολογημένη. Σε περίπτωση μερικής ή ολικής απόρριψης της «αίτησης» αυτής, ο Ε.Εντ.Ε μπορεί να προσφύγει στο συμβούλιο πλημ/κών, κατ ́ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 288 ΚΠΔ. Όσον αφορά τις προϋποθέσεις, τη διαδικασία και «τα δικαιώματα των μερών» σε σχέση με τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού απαντά μια γενική παραπομπή στις οικείες διατάξεις του ΚΠΔ. Μόνη εξαίρεση αποτελεί η πρόβλεψη περί προηγούμενης ακρόασης του κατηγορουμένου και του συνηγόρου του, όταν ο ανακριτής καλείται να αποφανθεί για την επιβολή τους, μετά την απολογία.
β) Η άσκηση «ποινικής δίωξης» από τον Ε.Εντ.Ε., κατά τις προβλέψεις του ν. 5026/2023, δεν ταυτίζεται με την αποκαλούμενη «άσκηση δίωξης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων» του άρθρου 36 του κανονισμού, αλλά συνιστά έκφραση διατήρησης της εσωτερικής μας λογικής για την οργάνωση της ποινικής προδικασίας.
γ) Προς εφαρμογή της παραπάνω ενωσιακής διάταξης, ήτοι όσον αφορά την εκτέλεση της απόφασης του μόνιμου τμήματος για την παραπομπή της υπόθεσης σε δίκη, έχουν τεθεί οι ακόλουθες ρυθμίσεις:
i) Επί πλημμελημάτων (που διώκονται αυτοτελώς), ο Ε.Εντ.Ε εισάγει την υπόθεση στο ακροατήριο με επίδοση κλητηρίου θεσπίσματος, κατ ́ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 322 ΚΠΔ.
ii) Επί κακουργημάτων, ακολουθείται η λογική του άρθρου 309 ΚΠΔ, ήτοι ο Ε.Εντ.Ε. υποβάλει «πρόταση» προς τον Πρόεδρο Εφετών, στην οποία επισυνάπτεται και η απόφαση περί παραπομπής του μόνιμου τμήματος. Πριν από την υποβολή της «πρότασης» παρέχεται στους διαδίκους ή τους συνηγόρους το δικαίωμα ακρόασης. Σε περίπτωση σύμφωνης γνώμης του Προέδρου Εφετών, ο Ε.Εντ.Ε. εκδίδει κλητήριο θέσπισμα, κατά του οποίου δεν επιτρέπεται προσφυγή. Σε περίπτωση διαφωνίας, η υπόθεση εισάγεται στο Συμβούλιο Εφετών, ενώπιον του οποίου παρέχεται το δικαίωμα να παραστούν οι διάδικοι καθώς και ο Ε.Εντ.Ε.
Είναι ευνόητο, ότι η συνοπτική παράθεση των παραπάνω προβλέψεων φιλοδοξεί απλώς να καταδείξει την ανάγκη για την ανάπτυξη μιας ουσιαστικής συζήτησης επί των προκλήσεων της ελληνικής προσαρμογής στο σύστημα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Η οικεία προβληματική δεν εξαντλείται βεβαίως στα ουσιώδη ζητήματα που ανακύπτουν όσον αφορά την ερμηνεία κι εφαρμογή του ν. 5026/2023 (λ.χ. θα παρίσταται και ο Ε.Εντ.Ε. κατά τη λήψη της απολογίας του κατηγορουμένου; ως «απλουστευμένες διαδικασίες δίωξης» νοούνται καθ’ ημάς μόνον εκείνες περί της ποινικής συνδιαλλαγής και διαπραγμάτευσης και όχι η υπό όρους αποχή από την ποινική δίωξη;). Περιλαμβάνει και ερωτήματα που άπτονται της δικαστικής προστασίας των θιγομένων προσώπων σε περιπτώσεις τόσο αμιγώς εσωτερικών υποθέσεων (λ.χ. σε σχέση με τις ευρείες εξουσίες των Ε.Εντ.Ε.) όσο και διασυνοριακών ερευνών ή επίσης πολλαπλών δικαιοδοσιών (λ.χ. πώς διασφαλίζεται στη χώρα μας το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προσφυγής κατά της απόφασης του μόνιμου τμήματος για την επιλογή του forum ερευνών ή εκδίκασης της υπόθεσης;). Κι επιπλέον θέτει στη συζήτηση ένα περαιτέρω ζήτημα: την μη υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων ενώπιον του ΔΕΕ που χαρακτηρίζει –δυστυχώς– μέχρι σήμερα την ελληνική ποινική πραγματικότητα, πρόσφατα δε (14.3.2023) αποτέλεσε αιτία καταδικαστικής απόφασης του ΕΔΔΑ (στην υπόθεση Γεωργίου κατά Ελλάδας). Λαμβάνοντας υπόψη τη ρητά προβλεπόμενη – (και) στον κανονισμό– αρμοδιότητα του ΔΕΕ να αποφαίνεται επί της ερμηνείας και του κύρους των ενωσιακών διατάξεων καθώς και ορισμένων διαδικαστικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (άρθρο 42 παρ. 2), η λειτουργία της τελευταίας αναμένεται ν’ αποτελέσει μια «ευκαιρία» για την έμπρακτη αποδοχή –στη χώρα μας– της θεσμικής διασύνδεσης εθνικών ποινικών δικαιοδοτικών οργάνων και ΔΕΕ και την ενεργό πλέον συμμετοχή των πρώτων στην προϊούσα διαμόρφωση ενός «ευρωπαϊκού χώρου ποινικής δικαιοσύνης».
*Όλγα Τσόλκα, Δικηγόρος, Επίκ. Καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου
**Δημοσιεύτηκε στο 18ο τεύχος της περιοδικής έκδοσης της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, Nova Criminalia
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Παναγιώτης Σταμάτης: Nullum crimen, nulla poena sine lege Ιωάννης Γιαννίδης: Η εγγενής αδυναμία του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης να αντιμετωπίσει πολυπρόσωπες δίκες Ηλίας Αναγνωστόπουλος: Στην εποχή του πάγου Μαργαρίτα Στενιώτη: Χρειαζόμαστε πραγματικά ανεξάρτητα δικαστικά συστήματα, επιβάλλεται διασφάλιση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης Λουκάς Αποστολίδης: ΤΣΜΕΔΕ – Μισθωτοί και Ελεύθεροι ΕπαγγελματίεςΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr