Παν. Σ. Παναγιωτόπουλος: Διακοπή της εκτέλεσης της ποινής κατά τον νέο ΚΠΔ

Προϋπόθεση της διακοπής (αυτονόητη) είναι να έχει αρχίσει η εκτέλεση της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής, με την είσοδο του καταδικασθέντος στη φυλακή προς έκτιση της επιβληθείσας σε αυτόν ποινής και να έχει συνταχθεί η σχετική έκθεση φυλακίσεως

NEWSROOM
Παν. Σ. Παναγιωτόπουλος: Διακοπή της εκτέλεσης της ποινής κατά τον νέο ΚΠΔ
  1. Προϋπόθση αυτής και περιπτώσεις.

Η διακοπή εκτέλεσης της ποινής ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 557 ΚΠΔ. Η διακοπή είναι πάντα δυνητική και εναπόκειται στην κυριαρχική κρίση του διατάσσοντος αυτήν αρμόδιου δικαστικού οργάνου. Προϋπόθεση της διακοπής (αυτονόητη) είναι να έχει αρχίσει η εκτέλεση της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής, με την είσοδο του καταδικασθέντος στη φυλακή προς έκτιση της επιβληθείσας σε αυτόν ποινής και να έχει συνταχθεί η σχετική έκθεση φυλακίσεως . Άλλωστε, η διατύπωση του νόμου είναι υπεράγαν σαφής, όταν διακελεύει: «Η εκτέλεση της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής που έχει αρχίσει μπορεί να διακοπεί […]» (: άρθρ. 557 παρ.1 ΚΠΔ).

       Ο νόμος ορίζει ότι η εκτέλεση που έχει αρχίσει μπορεί να διακοπεί στις εξής, περιοριστικά  αναφερόμενες στο νόμο, περιπτώσεις :

α)  Αν η γυναίκα που καταδικάστηκε και εκτίει την ποινή, έχει συμπληρώσει πάνω από τρείς μήνες  εγκυμοσύνης ή γέννησε πρόσφατα, ωσότου περάσουν έξι το πολύ μήνες από  τον τοκετό. Δηλαδή, η παρούσα διάταξη καταλαμβάνει τη γυναίκα εκείνη που είναι έγκυος τριών μηνών και πέρα και αφού γεννήσει και έως έξι μήνες μετά.

β) Αν εκείνος που καταδικάστηκε και εκτίει την ποινή, πάσχει από σοβαρή ασθένεια και η έκτιση της ποινής εμφανίζεται ως υπέρμετρα σκληρή μεταχείριση. Αυτή η περίπτωση, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω για την αναβολή, προστέθηκε με το νέο ΚΠΔ/2019 και πράγματι ήλθε να καλύψει ουσιώδες κενό κατά την εκτέλεση των στερητικών της ελευθερίας ποινών. Διότι, πράγματι, υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες ο καταδικασθείς δεν είναι σε θέση από βιολογικής πλευράς να εκτίσει την ποινή. Είναι τότε δικαιοπολιτικά αναγκαίο να μπορεί να παρασχεθεί η δυνατότητα στον καταδικασθέντα, και η ευχέρεια στον εισαγγελέα που εποπτεύει την εκτέλεση,  για διακοπή της εκτέλεσης, γιατί, διαφορετικά, η σοβαρή ασθένεια και οι σοβαροί λόγοι υγείας του καταδίκου θα καθιστούσαν «απάνθρωπη την έκτιση της ποινής» .

γ) Όταν εκείνος που εκτίει την ποινή νοσηλεύεται σε νοσοκομείο των φυλακών, σύμφωνα με τις διατάξεις για τη νοσηλεία των κρατουμένων, και εξαιτίας βαριάς νόσου βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση, ώστε η συνέχιση της νοσηλείας του στο νοσοκομείο των φυλακών να μην μπορεί να αποτρέψει ανήκεστη βλάβη της υγείας του ή κίνδυνο της ζωής του, μπορεί, αν η αποτροπή είναι δυνατή με νοσηλεία σε άλλο νοσηλευτικό ίδρυμα που κατονομάζεται ειδικά, να ζητήσει να εισαχθεί σε αυτό για να συνεχίσει με δικές του δαπάνες τη νοσηλεία του (άρθρο 557 παρ.2  ΚΠΔ).

δ) Όταν, σε «εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις», η διακοπή που έχει διαταχθεί, στην αμέσως προηγούμενη περίπτωση, δεν μπορεί να αποτρέψει ανήκεστη βλάβη της υγείας του εκτίοντος ποινή στη φυλακή ή κίνδυνο της ζωής, και αν η αποτροπή αυτή μπορεί πραγματικά να επιτευχθεί με κατ’ οίκον νοσηλεία, το δικαστήριο έπειτα από αίτηση του καταδίκου μπορεί για το σκοπό αυτό να διατάξει να διακοπεί η εκτέλεση της ποινής, με σκοπό τη νοσηλεία του καταδίκου στο σπίτι του (άρθρο 557 παρ. 7  ΚΠΔ).

  1. Προϋποθέσεις διακοπής της ποινής λόγω ανήκεστης βλάβης. Η περίπτωση αυτή ρυθμίζεται από την παρ. 2 του άρθρ. 557 και οι προϋποθέσεις για μία τέτοια διακοπή είναι οι εξής: α) ο καταδικασθείς να εκτίει ήδη την ποινή του εντός φυλακής, β) αυτός να έχει νοσήσει και να νοσηλεύεται σε νοσοκομείο των φυλακών, γ) να πάσχει από βαριά νόσο και να βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση, ώστε η συνέχιση της νοσηλείας του στο νοσοκομείο κρατουμένων των φυλακών να μην μπορεί να αποτρέψει ανήκεστη  βλάβη της υγείας ή κίνδυνο της ζωής του, δ) εκτίμηση  ότι η ανήκεστη βλάβη ή ο κίνδυνος ζωής του εκτίοντος την ποινή μπορούν να αποτραπούν με νοσηλεία του σε άλλο νοσηλευτικό ίδρυμα εκτός των φυλακών, ε) το νοσηλευτικό αυτό ίδρυμα να κατονομάζεται ειδικά στην αίτηση που θα υποβάλλει ο εκτίων την ποινή και στ) αίτηση του εκτίοντος την ποινή με την οποία να ζητά να εισαχθεί στο  ειδικά κατονομαζόμενο εκτός φυλακών νοσηλευτικό ίδρυμα, για να συνεχίσει με δικές του δαπάνες τη νοσηλεία του.

        Η διακοπή της ποινής στην περίπτωση αυτή ταυτίζεται με την μεταφορά του καταδίκου από το νοσοκομείο κρατουμένων σε άλλο εκτός καταστήματος κράτησης  νοσηλευτικό ίδρυμα . Με απαραίτητη προϋπόθεση την ύπαρξη βαριάς νόσου, που να δημιουργεί τέτοια κατάσταση, η οποία καθιστά τη συνέχιση της νοσηλείας στο νοσοκομείο κρατουμένων των φυλακών αδύνατη να αποτρέψει ανήκεστη βλάβη της υγείας ή κίνδυνο της ζωής του κρατουμένου. Ως «νόσος βαρεία», πρέπει να θεωρηθεί, λέγει ο Μπουρόπουλος, «ουχί απλώς η οξεία, η χρήζουσα αμέσου θεραπευτικής αγωγής, δυνατής ούσης εν ταις φυλακαίς, αλλ’ η βαρεία και ενταυτώ χρονία, εξ ής, αν εγκλεισθή ο καταδικασθείς εν τη φυλακή θέλει επέλθη ανήκεστος βλάβη της υγείας του» . Δηλαδή, βαριά νόσος νοείται εκείνη, ένεκα της οποίας η νοσηλεία του νοσούντος καταδίκου στη φυλακή δεν είναι ικανή να αποτρέψει ανήκεστο βλάβη της υγείας του . Αν όμως η νόσος δεν είναι βαριά ή και αν είναι βαριά μπορεί αποτελεσματικά να αντιμετωπισθεί μέσα στο νοσοκομείο κρατουμένων, δεν συντρέχει λόγος διακοπής της εκτέλεσης. Γίνεται δε δεκτό ότι η νόσος δεν πρέπει να είναι ανίατη, διότι αλλιώς η διακοπή είναι άσκοπη . Η νομολογία έχει δεχθεί ως  περιστάσεις που μπορούν να δικαιολογήσουν διακοπή της ποινής λόγω βαριάς νόσου τις εξής: εγχείρηση για αντικατάσταση ανιούσας αορτής και αντικατάσταση αορτικού τόξου, άνοια αγγειακής αιτιολογίας με ψυχωτικά σύνδρομα, νεοπλασία λάρυγγα, μεσογειακή αναιμία, μελαγχολία και κατάθλιψη, νόσος Hodgkin .

       Είναι αδιάφορο αν η βαριά νόσος από την οποία πάσχει ο κατάδικος εκδηλώθηκε μετά την απαγγελία της καταδίκης ή υπήρχε από πριν, και άρχισε επιδεινουμένη από τον εγκλεισμό στη φυλακή. Πάντως πρέπει να εκδηλώθηκε μετά την έναρξη της έκτισης της ποινής και ήδη να νοσηλεύεται ο κατάδικος στο νοσοκομείο κρατουμένων. Η διακοπή διατάσσεται, όταν δεν είναι δυνατή όχι απλώς η νοσηλεία στη φυλακή ή στο νοσοκομείο αυτής, «αλλ’ η, ασχέτως πάσης τοιαύτης νοσηλείας, πρόληψις επιδεινώσεως της βαρείας νόσου, εξ ής πάσχει ο κατάδικος, ίνα μη αύτη εξελιχθή εις ανήκεστον βλάβην της υγείας του, εφ’ όσον αποδεικνύεται πλήρως ότι τοιαύτη βλάβη μέλλει αφεύκτως και ασφαλώς να επέλθη και όταν έτι ο νοσών ήθελεν εξακολουθήσει κρατούμενος εν τη φυλακή ή και εν νοσοκομείω» . Μόνο σε μία τέτοια περίπτωση επιβάλλεται η διακοπή της εκτίσεως της ποινής και η έξοδος του κρατούμενου από τη φυλακή, ως το μόνο μέσο που μπορεί να αποτρέψει τον κίνδυνο ανήκεστης βλάβης της υγείας του.

       Η κρατούσα άποψη, ως νοσηλευτικό ίδρυμα που μπορεί να αναλάβει τη νοσηλεία του ως άνω καταδίκου, θεωρεί μόνο το δημόσιο νοσοκομείο ή νοσοκομεία νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου , ή «τα υπό νομικήν μορφήν κοινωφελούς ιδρύματος και προς παροχήν νοσηλευτικών υπηρεσιών λειτουργούντα νομικά πρόσωπα  ιδιωτικού δικαίου» , αποκλειομένων των ιδιωτικών κλινικών. Όμως, όπως παρατηρείται , υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες το δημόσιο νοσοκομείο δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μία ιδάζουσα βαριά νόσο, την οποία, αντιθέτως, μπορεί να αντιμετωπίσει με επιτυχία ένα ιδωτικό, οπότε, πρέπει, σε τέτοιες περιπτώσεις, να μπορεί να διαταχθεί από το δικαστήριο η νοσηλεία σε ιδιωτική κλινική, όταν προκύπτει από έγγραφα των δημοσίων νοσοκομείων ότι είναι αδύνατη η σε αυτά νοσηλεία .

  1. Ποιο το αρμόδιο όργανο και πως αποφασίζει. Επί των περιοριστικά αναφερομένων στο νόμο τεσσάρων περιπτώσεων διακοπής της ποινής, το αρμόδιο όργανο που μπορεί να διατάξει τη διακοπή αυτή διαφέρει. Έτσι στην περ. α΄ της εγκυμονούσας, επιτόκου ή εν λοχεία ευρισκομένης γυναίκας, αρμόδιος είναι ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, στην περ. β΄ του καταδίκου που πάσχει από σοβαρή ασθένεια και η έκτιση της ποινής εμφανίζεται ως υπέρμετρα σκληρή μεταχείριση, ομοίως αρμόδιος είναι ο ίδιος εισαγγελέας πλημμελειοδικών, στην περ. γ΄ του νοσούντος από βαριά νόσο που μπορεί να εξελιχθεί σε ανήκεστη βλάβη της υγείας  του κρατουμένου, αρμόδιο είναι το τριμελές πλημμελειοδικείο του τόπου έκτισης της ποινής και στην περ. δ΄ της κατ’ οίκον νοσηλείας  (με την οποία θα ασχοληθούμε παρακατιόντες) αρμόδιο είναι το τριμελές εφετείο στην περιφέρεια του οποίου εκτίεται η ποινή (βλ. την διάταξη του άρθρου 557 παρ. 9 ΚΠΔ).

       Και ο μεν εισαγγελέας πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, στις ως άνω περιπτώσεις διατάσσει την διακοπή με αιτιολογημένη διάταξή του (συνδ. διατάξεις άρθ. 556 παρ. 2 και 557 παρ. 9 περ. α΄ ΚΠΔ) είτε αυτεπαγγέλτως είτε με αίτηση του καταδίκου. Το δε δικαστήριο αποφαίνεται, ύστερα από αίτηση του καταδίκου ή του εισαγγελέα και ο κατάδικος κλητεύεται για να παραστεί σε αυτό  ή αντιπροσωπεύεται από συνήγορο (άρθρ. 557 παρ. 3 εδ. β, 551 παρ. 4 ΚΠΔ). Η απόφαση του δικαστηρίου εκδίδεται ύστερα από: α) Γνώμη δύο ιατροδικαστών ή, αν δεν υπάρχουν, δύο γιατρών υπαλλήλων του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου για το αν είναι αναγκαίο να εισαχθεί ο κρατούμενος στο νοσηλευτικό ίδρυμα που προτείνεται απ’ αυτόν, β) Γνώμη του νοσοκομείου στο οποίο νοσηλεύεται ο αιτών και γ) Δήλωση του νοσηλευτικού ιδρύματος που υποδεικνύεται από τον αιτούντα ότι μπορεί αυτό να αναλάβει τη νοσηλεία του (άρθρο 557 παρ. 3  ΚΠΔ).

       Αν το δικαστήριο κάνει δεκτή την αίτηση του καταδικασθέντος, διατάσσει την διακοπή της εκτέλεσης της ποινής έως πέντε μήνες. Ύστερα από αίτηση του καταδίκου ή του εισαγγελέα, που υποβάλλεται πριν από τη λήξη του πενταμήνου, το ίδιο δικαστήριο μπορεί κάθε φορά να παρατείνει τον παραπάνω χρόνο ως πέντε μήνες, αν η ανάγκη της διακοπής εξακολουθεί να υπάρχει. Η διακοπή διατάσσεται, όπως είναι φυσικό, με τον όρο της συνεχούς παραμονής  και νοσηλείας του καταδίκου στο συγκεκριμένο, ρητά κατονομαζόμενο, νοσηλευτικό ίδρυμα που έχει οριστεί . Για την εξασφάλισή της μπορεί το δικαστήριο να επιβάλλει και οποιονδήποτε άλλον όρο (άρθρ. 557 παρ. 4 ΚΠΔ). Αντίγραφο της απόφασης επιδίδεται στον κατάδικο και στον διοικητικό διευθυντή του νοσηλευτικού ιδρύματος που έχει οριστεί . Η διακοπή της ποινής αρχίζει από την ημέρα που ο κατάδικος εισάγεται στο νοσηλευτικό ίδρυμα. Για την εισαγωγή και την μεταφορά του καταδίκου από τη φυλακή στο ίδρυμα συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από τον κατάδικο, τον διοικητικό διευθυντή και το όργανο που μετέφερε τον κρατούμενο (άρθρ. 557 παρ. 5 ΚΠΔ) .

       Ο νόμος προβλέπει και ποινικές κυρώσεις, τόσο για τον κρατούμενο που παραβαίνει τους όρους που του τέθηκαν, «οπότε και παύει αυτοδικαίως η ισχύς της απόφασης που διέταξε τη διακοπή της ποινής» (άρθρ. 557 παρ. 6 εδ. α΄  ΚΠΔ) , όσο και για τον διοικητικό διευθυντή του νοσηλευτικού ιδρύματος, ο οποίος παραλείπει εκ προθέσεως να ειδοποιήσει χωρίς χρονοτριβή τον αρμόδιο εισαγγελέα για κάθε διακοπή της νοσηλείας του καταδικασμένου και για κάθε έξοδό του απ’ αυτό ή αν σε οποιαδήποτε στιγμή εναντιώθηκε στη διενέργεια ελέγχου στο ίδρυμα (άρθρο 557 παρ. 6 ΚΠΔ) . Αν οι πράξεις αυτές τελέστηκαν από αμέλεια, ο δράστης τιμωρείται με φυλάκιση έως έξι μηνών. Μόλις λήξει ο χρόνος της διακοπής ή της παράτασης, είναι αυτονόητο, αλλά ρυθμίζεται ειδικά στο νόμο, ο εισαγγελέας διατάσσει την εκτέλεση της ποινής που διακόπηκε (άρθρ. 557 παρ. 8 ΚΠΔ) χωρίς να χρειάζεται (νέα) απόφαση του δικαστηρίου που διέταξε την διακοπή ή την δοθείσα παράταση .

  1. Διακοπή και εκτέλεση άλλης ποινής. Ρητά ρυθμίζεται στο νόμο η περίπτωση εκείνη κατά την οποία, μετά την  χορηγηθείσα διακοπή, πρόκειται να εκτελεστεί κατά του καταδικασθέντος άλλη στερητική της ελευθερίας ποινή, για πράξεις, εννοείται, που τελέστηκαν πριν την διακοπή. Αν τυχόν, ενώ είχε χορηγηθεί διακοπή εκτέλεσης της ποινής, ήταν νόμω δυνατόν να εκτελεστεί εναντίον του καταδικασθέντος άλλη στερητική της ελευθερίας ποινή, για πράξεις  που είχε αυτός τελέσει πριν την διακοπή, τότε θα ετίθετο εκποδών σύμπας ο θεσμός της διακοπής της ποινής , πέραν του γεγονότος ότι τούτο είναι ανεπιεικές για τον καταδικασθέντα. Έτσι, με ορθή ρύθμιση του άρθρου 557 παρ. 10 ΚΠΔ/2019 ορίζεται ότι αν μετά την διακοπή της ποινής πρόκειται να εκτελεστεί κατά του καταδικασθέντος στερητική της ελευθερίας ποινή, για πράξεις  που  τελέστηκαν πριν την διακοπή, τότε δεν χωρεί εκτέλεση αυτών, μέχρι να εκλείψει ο λόγος της διακοπής.
  2. Ένδικα μέσα. Α. Κατά της διάταξης του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, με την οποία αυτός κατά τα ανωτέρω αποφασίζει επί της διακοπής ή μη της ποινής επιτρέπεται σε αυτόν που έκανε την αίτηση να προσφύγει στο δικαστήριο όπου υπηρετεί ο εισαγγελέας, το οποίο αποφασίζει αμετάκλητα, μη επιτρεπομένου δηλαδή κατά της αποφάσεώς του κανενός ενδίκου μέσου. Η προσφυγή μπορεί να γίνει είτε λόγω απόρριψης της αίτησης είτε ως προς την διάρκεια της διακοπής είτε με οποιοδήποτε άλλο παράπονο σχετικό με την αίτηση , και ασκείται ενώπιον των αναφερομένων στα άρθρα 322 παρ. 2 και 474 παρ. 1 προσώπων   δι΄εκθέσεως , ως πάσα προσφυγή.

       Προθεσμία για την προσφυγή δεν ορίζει ο νόμος. Αλλ’ εκ της φύσεως της διατάξεως του εισαγγελέως, της οποίας η εκκρεμότητα δεν επιτρέπεται να παρατείνεται, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσφυγή πρέπει να ασκηθεί αμέσως μόλις ο αιτών λάβει γνώση της διάταξης του εισαγγελέα. Πάντως, όχι εντός της αυτής ημέρας που έγινε η επίδοση ή κοινοποίηση της διάταξης του εισαγγελέα , αλλά και βραδύτερον , στο δε δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει αν υπάρχει αντικείμενο προς έρευνα ή «αν συνεπεία παρόδου αρκετού χρονικού διαστήματος έπαυσεν υφιστάμενον το έννομον συμφέρον του προσφεύγοντος, όπερ δέον να υφίσταται πάντοτε, εφ’ όσον και η ποροσφυγή είναι ένδικον μέσον, δια την άσκησιν του οποίου απαιτείται ύπαρξις συμέροντος κατά την γενικήν διάταξιν του άρθρ. 463 [νυν άρθρ. 464 εδ. β΄ ΚΠΔ/2019]» .

       Στο ίδιο δικαστήριο εξάλλου μπορεί και ο εισαγγελέας να παραπέμψει την αίτηση, αν αμφιβάλλει ή διστάζει να αποφασίσει σε μία από τις περιπτώσεις της αρμοδιότητάς του. Και επί της αμφιβολίας ή του δισταγμού του εισαγγελέα, όπως και επί της προσφυγής το δικαστήριο  αποφασίζει αμετάκλητα (άρθρο 558 ΚΠΔ), μη επιτρεπομένου ομοίως κατά της αποφάσεώς του κανενός ενδίκου μέσου .

       Β. Κατά της απόφασης του δικαστηρίου, τριμελούς πλημμελειοδικείου του τόπου έκτισης της ποινής, με την οποία κατά τα ανωτέρω διατάσσεται η διακοπή της ποινής, λόγω ανηκέστου βλάβης, δεν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκου μέσου (άρθρο 558 εδ. α΄ περίοδος πρώτη  ΚΠΔ) .

  1. Προϋποθέσεις διακοπής της ποινής με κατ’ οίκον νοσηλεία. Σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις, αν η διακοπή της εκτέλεσης της ποινής που έχει διαταχθεί κατά τα ανωτέρω λόγω ανηκέστου βλάβης δεν μπορεί να αποτρέψει την ανήκεστη βλάβη της υγείας του καταδίκου  και αν η αποτροπή αυτή μπορεί πραγματικά να επιτευχθεί με την κατ’ οίκον νοσηλεία, το δικαστήριο, έπειτα από αίτηση του καταδίκου, μπορεί, για τον σκοπό αυτό, να διατάξει την διακοπή της εκτέλεσης της ποινής (άρθρ. 557 παρ. 7 ΚΠΔ) . Αρμόδιο δικαστήριο για την περίπτωση αυτή είναι το τριμελές εφετείο, στην περιφέρεια του οποίου εκτίεται η ποινή (άρθρ. 557 παρ. 9 περ. γ΄ ΚΠΔ). Περιπτώσεις που δικαιολογούν την κατ’ οίκον νοσηλεία σύμφωνα με τη νομολογία είναι: η μεσογειακή αναιμία και η εξ αυτής ανάγκη για συνεχή μετάγγιση αίματος, η βαριά στεφανιαία νόσος σε υπερήλικα, η χρόνια καρδιοπάθεια κ.α. .

       Και σε αυτήν την περίπτωση (όπως και στην διακοπή που διατάσσει το τριμελές πλημμελειοδικείο του τόπου έκτισης της ποινής, ανωτέρω υπο τον αριθμ. 3) το δικαστήριο αποφαίνεται, ύστερα από αίτηση του καταδίκου ή του εισαγγελέα και ο κατάδικος κλητεύεται για να παραστεί σε αυτό ή αντιπροσωπεύεται από συνήγορο, η δε απόφαση του δικαστηρίου εκδίδεται ύστερα από γνώμη δύο ιατροδικαστών ή, αν δεν υπάρχουν, δύο γιατρών υπαλλήλων του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, για το αν είναι αναγκαία η κατ’ οίκον νοσηλεία, αν δε το δικαστήριο κάνει δεκτή την αίτηση του καταδικασθέντος, διατάσσει την διακοπή της εκτέλεσης της ποινής έως πέντε μήνες, με ισόχρονες παρατάσεις, αν βέβαια η ανάγκη της διακοπής εξακολουθεί να υπάρχει, και η διακοπή διατάσσεται, όπως είναι φυσικό, με τον όρο της συνεχούς παραμονής και νοσηλείας του καταδίκου οίκοι, δυναμένου του δικαστηρίου να επιβάλλει και όρους (άρθρ. 557 παρ. 7 εδ. τελευτ.).

  1. Εκτέλεση της ποινής μετά την  διακοπή.  Η εκτέλεση της ποινής που έχει διακοπεί σε όλες τις νόμιμες περιπτώσεις που εξετάσαμε ανωτέρω, διατάσσεται από το δικαστήριο ή τον εισαγγελέα που έχουν αρμοδιότητα για τη χορήγησή τους, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, αμέσως μόλις παύσουν να υπάρχουν οι λόγοι που οδήγησαν στη διακοπή ή μόλις περάσει η καθορισμένη διάρκειά της (άρθρ. 560 παρ. 1 ΚΠΔ). Είναι δε ευνόητο, ότι η περί εκτελέσεως της ποινής απόφαση του δικαστηρίου «προκαλείται υπό του εισαγγελέως» , κατά δε της απόφασης του δικαστηρίου δεν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκου μέσου.

       Ο νόμος ορίζει ότι ο χρόνος της διακοπής της ποινής δεν υπολογίζεται στη διάρκειά της, κατά τον υπό του εισαγγελέως προσδιορισμό της λήξης της ποινής, κατ’ άρθρον 554. Δηλαδή, ο χρόνος της διακοπής δεν υπολογίζεται ως χρόνος εκτέλεσης της ποινής και δεν αφαιρείται από τον συνολικό χρόνο αυτής. Μάλιστα η νομολογία είναι τοσούτον αυστηρή, ώστε δεν υπολογίζει στο χρόνο έκτισης της ποινής ούτε το χρόνο που ο καταδικασθείς τελεί σε διακοπή της ποινής παραμένων φρουρούμενος στο νοσκομείο λόγω ανήκεστης βλάβης . Κάθε δε σχετική αντίρρηση ή αμφισβήτηση του καταδικασθέντος λύεται κατά τα άρθρα 562 και 563 ΚΠΔ.

O Παν. Σ. Παναγιωτόπουλος είναι Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών   

*Η μελέτη είναι δημοσιευμένη στο νομικό περιοδικό “Ποινικά Χρονικά”  έτους 2020 σελ. 721 επ.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr