Παναγιώτα Παντελεάκη: Νομοθετικές μεταβολές του θεσμού της υφ’ όρον απόλυσης (105Β, 106 ΠΚ)
Ο Ν. 5090/2024 προέβη σε ριζική τροποποίηση του άρθρου 106 ΠΚ αυστηροποιώντας τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για χορήγηση του ευεργετήματος.
Η υφ’ όρον απόλυση θεωρείται ένας εκ των σπουδαιότερων θεσμών του Ποινικού Δικαίου, καθόσον αποτελεί εναλλακτικό τρόπο έκτισης της στερητικής της ελευθερίας ποινής παρέχοντας στον καταδικασθέντα κρατούμενο αφενός μεν την ευκαιρία να εξέλθει από το κατάστημα κράτησης σε προγενέστερο χρονικό σημείο από αυτό της πλήρους διάρκειας της ποινής του, αφετέρου δε ισχυρό κίνητρο για την κοινωνική του επανένταξη διευκολύνοντας την ενσωμάτωσή του στο συνήθη κοινωνικό βίο.
Ο νομοθέτης έχει προβεί σε συχνότατες τα τελευταία χρόνια νομοθετικές μεταβολές τόσο ως προς τις τυπικές όσο και ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη χορήγησή της, με τελευταία αυτή του Ν. 5090/ 2024 που μετέβαλε άρδην τις ουσιαστικές προϋποθέσεις της υφ’ όρον απόλυσης.
Εν αρχή, ο Ν. 4855/ 2021 τροποποίησε τις τυπικές προϋποθέσεις για απόλυση του κρατούμενου υπό όρο μνημονεύοντας συγκεκριμένα αδικήματα, για τα οποία αυστηροποίησε τις προϋποθέσεις χορήγησης της απόλυσης. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση επιβολής πρόσκαιρης κάθειρξης για τα αδικήματα της διακεκριμένης μορφής του νόμου περί ναρκωτικών, της εγκληματικής οργάνωσης, των τρομοκρατικών πράξεων, της εσχάτης προδοσίας, της ανθρωποκτονίας, της ληστείας, του εμπρησμού, του εμπρησμού σε δάση, της εκβίασης, της εμπορίας ανθρώπων, της αρπαγής ανηλίκου και όλων των αδικημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας, δυνατότητα για απόλυση υπό όρο παρέχεται μετά από έκτιση 4/5 της ποινής με τον ευεργετικό υπολογισμό και πραγματική έκτιση ίση με τα 3/5 της ποινής. Επίσης, σε περίπτωση επιβολής ισοβίου καθείρξεως για τα ως άνω αδικήματα, το κατώτατο όριο πραγματικής έκτισης αυξήθηκε στα 18 έτη από τα σύνηθες των 16 ετών που ισχύει για τα υπόλοιπα αδικήματα.
Ο νέος νόμος 5090/2024 προσέθεσε νέο αδίκημα στις ανωτέρω εξαιρέσεις αυξημένης έκτισης της ποινής, του άρθρου 30 του Κώδικα Μετανάστευσης και προστέθηκε νέο εδάφιο στην παρ. 6 του άρθρου 105Β ΠΚ, κατά το οποίο «Στις περιπτώσεις συνολικής ποινής πρόσκαιρης κάθειρξης για τα εγκλήματα του δευτέρου εδαφίου που όπως επιβλήθηκε υπερβαίνει κατά τουλάχιστον 10 έτη το ανώτατο όριο της συνολικής ποινής κάθειρξης, η υφ’ όρον απόλυση δύναται να χορηγείται, εφόσον ο κατάδικος έχει εκτίσει πραγματικά 17 έτη». Τούτο πρακτικά σημαίνει ότι αν το ύψος της επιβαλλόμενης ποινής σε ποινές πρόσκαιρης κάθειρξης υπερβαίνει τα 35 έτη (ήτοι 10 τουλάχιστον έτη το μέγιστο όριο της συνολικής ποινής πρόσκαιρης κάθειρξης του άρθρου 94 ΠΚ), τότε απόλυση μπορεί να χορηγηθεί μετά από 17 έτη πραγματικής έκτισης (αντί 15 που θα εξέτιε χωρίς την ανωτέρω προσθήκη).
Ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 106 ΠΚ, από την εισαγωγή του Ν. 2172/1993 έως και προ τη θέση σε ισχύ του πρόσφατου Ν. 5090/2024, η θετικά αξιολογούμενη διαγωγή του καταδίκου κατά τον χρόνο έκτισης της ποινής αποτελούσε την μόνη ουσιαστική προϋπόθεση που απαιτείτο, η συνδρομή της οποίας δεν χρειαζόταν να αιτιολογείται από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο. Εξαίρεση νοείτο μόνο εάν κρινόταν με ειδική αιτιολογία ότι η διαγωγή του καταδίκου, όχι γενικά, κατά την προηγούμενη ζωή του, αλλά αποκλειστικά κατά την έκτιση της ποινής του, καθιστούσε απολύτως αναγκαία την συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων.
Προς αυτή την κατεύθυνση της υποχρεωτικότητας χορήγησης της απόλυσης και της ανάδειξης της διαγωγής ως μοναδικής ουσιαστικής προϋπόθεσης, ο Ν. 4619/2019 τροποποίησε το άρθρο 106 ΠΚ ορίζοντας ότι μόνη η επίκληση πειθαρχικού παραπτώματος κατά την έκτιση της ποινής δεν αρκεί για τη μη χορήγηση της απόλυσης. Παρατηρείται ότι η καλή διαγωγή του κρατουμένου δεν αναιρείται από πειθαρχικά παραπτώματα που δεν δείχνουν αντικειμενικά επικινδυνότητα χαρακτήρα.
Και η τροποποίηση του Ν. 4855/2021 διατήρησε τη καλή διαγωγή του κρατουμένου ως τη μοναδική ουσιαστική προϋπόθεση που θέτει ο νόμος, ενώ πιστοποίησε ότι η αναιτιολόγητη επίκληση πειθαρχικού παραπτώματος δεν ηδύνατο άνευ άλλου επικουρικού – συμπληρωματικού στοιχείου, αντιληπτού στον εξωτερικό κόσμο, να αιτιολογήσει απόρριψη της απόλυσης.
Ο Ν. 5090/2024 προέβη σε ριζική τροποποίηση του άρθρου 106 ΠΚ αυστηροποιώντας τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για χορήγηση του ευεργετήματος της απόλυσης υπό όρο.
Κατ’ αρχάς το Συμβούλιο υποχρεούται να αιτιολογεί ακόμη και θετική κρίση του, σε αντίθεση με το προισχύσαν δίκαιο που απαιτείτο ειδική αιτιολογία μόνο σε περιπτώσεις μη χορήγησης. Το εδάφιο του παλαιού νόμου ότι η αναιτιολόγητη επίκληση πειθαρχικού παραπτώματος δεν αρκεί για τη μη χορήγηση της απόλυσης δεν αναφέρεται στο νέο νόμο.
Η σημαντικότερη, όμως, αλλαγή είναι η εισαγωγή νέων ουσιαστικών προϋποθέσεων που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά με την προϋπόθεση της καλής διαγωγής του κρατουμένου και αφορούν τη διάγνωση του Συμβουλίου της πιθανότητας επανάληψης του εγκλήματος κατά τον χρόνο δοκιμασίας από τον απολυθέντα. Ως κριτήρια για τη διάγνωση αυτή το Συμβούλιο πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν τα χαρακτηριστικά του αδικήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο αιτών την απόλυση και την εκτίμηση των ατομικών και κοινωνικών περιστάσεών του.
Ως εκ τούτου, ο κρατούμενος με καλή διαγωγή κατά την έκτιση της ποινής του μπορεί να μην απολυθεί λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της πράξης του σε συνάρτηση με τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις του, στοιχεία από τα οποία μπορεί το Συμβούλιο να καταλήξει σε πιθανολόγηση τέλεσης νέων αδικημάτων κατά το χρόνο δοκιμασίας του, ήτοι σε ουσιαστική κρίση ότι μπορεί να έλθει σε υποτροπή δίχως να μνημονεύει στο αιτιολογικό του βουλεύματος συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που συνέβησαν κατά το χρόνο έκτισης της ποινής.
Η δημιουργία των νέων κριτηρίων σημαίνει ότι η χορήγηση της απόλυσης εξαρτάται και από στοιχεία τα οποία έχουν ήδη κριθεί κατά το στάδιο επιμέτρησης της επιβληθείσας ποινής δυνάμει του άρθρου 79 ΠΚ, ήτοι από την βαρύτητα της πράξης του, την προηγούμενη ζωή του κατηγορουμένου και τις περιστάσεις που ίσχυαν πριν της τέλεση της πράξης και την καταδίκη.
Υποχρέωση της πολιτείας και σκοπός του θεσμού της απόλυσης είναι η κοινωνική επανένταξη όλων ανεξαιρέτως των καταδικασθέντων στο κοινωνικό σύνολο, λειτουργώντας ως δίαυλος μεταξύ του στερητικού της ελευθερίας καθεστώτος και της πλήρους ελευθερίας. Προς τούτο ο σύγχρονος νομοθέτης δεν προέβαινε σε διακρίσεις με βάση το τελεσθέν αδίκημα και περιοριζόταν αποκλειστικά στο μετά τη καταδίκη χρονικό διάστημα.
Η συντηρητική κατεύθυνση του νέου νόμου με αναχρονιστικά κι ασαφή κριτήρια δεν εναρμονίζεται με το φιλελεύθερο κι ελαστικό χαρακτήρα του θεσμού της απόλυσης. Ούτε βέβαια συνάδει με το άρθρο 3 του ΕΔΔΑ, το οποίο συνδέει την υφ’ όρον απόλυση με την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας απαγορεύοντας την απάνθρωπη κι εξευτελιστική μεταχείριση, και με την αρχή της επανακοινωνικοποίησης
Μετά την νομοθετική αυτή επιλογή, ο εφαρμοστής του δικαίου καλείται να επιδείξει σύνεση, να μην λησμονεί ότι κανόνας παραμένει η χορήγηση της απόλυσης ως εναλλακτικός τρόπος έκτισης της ποινής, ότι στην επιβληθείσα ποινή έχουν ήδη ληφθεί υπ’ όψιν το αδίκημα και οι περιστάσεις τέλεσης, με αποτέλεσμα η βαρύτητα της κρίσης του να εστιάζει στο χρονικό διάστημα της κράτησης και …ότι η φυλακή δεν είναι χώρος μη ανάπτυξης της εγκληματικότητας.
* Παναγιώτα Παντελεάκη, Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω
** Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στο 21o τεύχος του Nova Criminalia, της περιοδικής έκδοσης της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων τον Ιούλιο 2024
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Άγγελος Τσιγκρής: Οι σοβαρές συνέπειες της ενδοοικογενειακής βίας στα θύματα Κώστας Κοσμάτος: Η απώλεια του δικαιώματος για άσκηση έφεσης κατά καταδικαστικής απόφασης με ένα νόμο και ένα άρθρο Σπύρος Βλαχόπουλος: Δικαιοσύνη – Ένα βήμα μπροστά και ένα πίσω Χ. Ε. Μαραβέλιας: «Γνωστός ποινικολόγος» Ι. Γλύκας – Αρ. Μπαλάσκας: Για τη συζήτηση περί “περιορισμού των ενδίκων μέσων”Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr