Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2024

Παναγιώτης Δανιάς: “Δικαστικοποίηση” της πολιτικής

"Η Δικαιοσύνη καλείται να αντιμετωπίσει υποθέσεις, ολοένα και περισσότερο περίπλοκες που εκτυλίσσονται στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης" επισημαίνει ο πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Παναγιώτης Δανιάς: “Δικαστικοποίηση” της πολιτικής edd

Ομιλία κατά την έναρξη των εργασιών της ετήσιας γενικής συνέλευσης των μελών της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών (11.2.2023).

“Σας καλωσορίζω, με χαρά, στην ετήσια τακτική Γ.Σ., της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών που διεξάγεται με φυσική παρουσία, ύστερα από την ουσιαστική λήξη της πανδημίας των τελευταίων δύο ετών, στην φιλόξενη και ιστορική αίθουσα εκδηλώσεων του Δ.Σ.Α.

Η συγκυρία που διεξάγεται αυτή η Γ.Σ. είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη Χώρα μας. Η Ελλάδα, έχοντας βγει από την πολυετή δημοσιονομική και υγειονομική κρίση, εμφανίζεται, από διεθνείς αναλυτές, ως έτοιμη να “απογειωθεί” οικονομικά και να μπει σε μια περίοδο ισχυρής ανάπτυξης. Ως κύρια πιθανά εμπόδια προβάλλονται ο πόλεμος στην Ουκρανία και η παγκόσμια ενεργειακή κρίση που δοκιμάζει και πολύ ισχυρότερες οικονομίες από τη δική μας. Σε αυτό το πλαίσιο  θα ανέμενε κανείς ευρύτερες συγκλίσεις των πολιτικών δυνάμεων, ώστε να επιτευχθεί η δικαιότερη, κατά το δυνατόν, κατανομή των ωφελειών από αυτή την προσδοκώμενη ανάπτυξη και η διόρθωση των αδικιών που προκλήθηκαν κατά την περίοδο της κρίσης. Όμως, αντί αυτού, βλέπουμε μία πρωτοφανή όξυνση της πολιτικής αντιπαράθεσης και μία απουσία συναίνεσης, ακόμα και για την λειτουργία θεμελιωδών Πολιτειακών  θεσμών και την διασφάλιση ατομικών δικαιωμάτων που αποτελούν την “απαραβίαστη”, κατά την νομολογία, ιδιωτική σφαίρα του ατόμου. Η Δικαιοσύνη δεν θα μπορούσε να εξαιρεθεί από αυτή την κατάσταση.

Μακράν από την κλασσική θεώρηση των πραγμάτων, σύμφωνα με την οποία, η Δικαιοσύνη ίσταται ως τρίτη και ουδέτερη εξουσία, η οποία δεν αναμιγνύεται στους κοινωνικούς και πολιτικούς ανταγωνισμούς, καλείται να αντιμετωπίσει υποθέσεις, ολοένα και περισσότερο περίπλοκες που εκτυλίσσονται στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Εσχάτως, μάλιστα, της ανατίθενται και νέες αρμοδιότητες, οι οποίες αφορούν το επιτρεπτό της συμμετοχής πολιτικών κομμάτων και πολιτών στις εκλογές που άπτονται της λειτουργίας του πυρήνα του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Με τον τρόπο αυτό μπορούμε να μιλήσουμε με ασφάλεια για μια “δικαστικοποίηση” της πολιτικής. Το ζητούμενο, όμως, είναι πως αυτή δεν θα επιφέρει και το αντίστροφο: Την πολιτικοποίηση της Δικαιοσύνης.

Είναι προφανές, ότι η αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης στηρίζεται ακριβώς στην παραδοχή, ότι αυτή λειτουργεί αντιμετωπίζοντας όλους τους πολίτες ισότιμα, ανεξαρτήτως των κομματικών τους πεποιθήσεων και ελέγχει τις άλλες δύο εξουσίες, τη νομοθετική και την εκτελεστική, για τον σεβασμό της συνταγματικής τάξης και των δικαιωμάτων των πολιτών, αδιαφορώντας για το χρώμα των “εκάστοτε κρατούντων”, σύμφωνα με την ορολογία που εισήγαγε στο Συνταγματικό Δίκαιο ο Αριστόβουλος Μάνεσης. Η ατομική συμπεριφορά των Δικαστικών Λειτουργών, ιδίως αυτών που βρίσκονται στην κορυφή της δικαστικής ιεραρχίας, είναι αυτή που δίνει τον τόνο και καταδεικνύει ότι η γυναίκα του Καίσαρα και είναι και φαίνεται τίμια. Έτσι αποκτά νόημα και η συνταγματική απαγόρευση στους Δικαστικούς Λειτουργούς, ακόμα και αυτούς που συνδικαλίζονται, να εκφράζονται υπέρ ή κατά πολιτικών κομμάτων. Περιορίζεται, επομένως, η ελευθερία δημόσιας πολιτικής έκφρασης των Δικαστών, υπέρ της αντίστοιχης ελευθερίας των πολιτών, που, ως διάδικοι, δεν θα φοβούνται την δυσμενή αντιμετώπισή τους από έναν κομματικά αντίθετο Δικαστή.

Στην Διοικητική Δικαιοσύνη ειδικότερα, όπου διάδικοι είναι το Κράτος και τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, οι ανωτέρω παραδοχές βρίσκουν ακόμα μεγαλύτερο έδαφος εφαρμογής. Δεν υπάρχει είδος διοικητικής διαφοράς, ακυρωτικής ή ουσίας, που να μην υπεισέρχονται, έστω και ενδόμυχα, αξιολογήσεις που έχουν πολιτικό ενδιαφέρον και χαρακτήρα. Ο μόνος, λοιπόν, τρόπος που ο Διοικητικός Δικαστής μπορεί να πείσει για την ορθότητα της απόφασής του, είναι η επίκληση των, κατά το δυνατόν, ευρύτερα αποδεκτών αρχών και αξιών του Ελληνικού Συντάγματος και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, που υπερβαίνουν, αλλά και τιθασεύουν τον κομματικό ανταγωνισμό  και την εκάστοτε πολιτική συγκυρία. Δεν μπορεί και δεν πρέπει, επομένως, να δίδεται η εντύπωση ότι η δεδομένη δικαστική απόφαση, με το ίδιο πλαίσιο, θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί, αν άλλαζε η σύνθεση του Δικαστηρίου, ή, ακόμα περισσότερο, του Κοινοβουλίου.

Προϊόν της αυξημένης πολιτικής όξυνσης που αναφέρθηκε ανωτέρω, είναι η τεράστια σε όγκο παραγωγή νομοθετικών κειμένων των τελευταίων ετών. Αντί να επενδύουμε, ως Πολιτεία, στην ανάπτυξη της υλικοτεχνικής υποδομής της Δικαιοσύνης και την στελέχωσή της με υπαλληλικό προσωπικό υψηλού επιπέδου κατάρτισης, με έμφαση στη χρήση των νέων τεχνολογιών, ώστε να στηρίζεται το έργο των Δικαστικών Λειτουργών, αφήνουμε τα Διοικητικά Δικαστήρια, ακόμα και μεγάλων πόλεων, χωρίς επαρκή αριθμό υπαλλήλων και χωρίς επαρκείς πόρους για την υποστήριξη της λειτουργίας και της συντήρησης, ακόμη και σύγχρονων Δικαστικών Μεγάρων, όπως των Αθηνών, η λειτουργία των οποίων εναπόκειται στις μεταβολές του καιρού. Ψηφίζουμε όμως συνεχώς καινούργιους νόμους που τροποποιούν πολλές φορές και πρόσφατα ψηφισμένα νομοθετήματα, δείγμα της έλλειψης μελέτης και πολιτικής συναίνεσης που αναφέρθηκε ανωτέρω. Ενίοτε, μάλιστα, επιχειρείται και η εισαγωγή ρυθμίσεων δήθεν μεταρρυθμιστικού χαρακτήρα, όπως ήταν η προσπάθεια κλιμακωτής και προκάτ βαθμολόγησης των αποφοίτων της Σχολής Δικαστών ή η υποχρεωτική Παρεδρία 2 ετών για τους πρωτοδιοριζόμενους συναδέλφους μας ή η μετατροπή των Δικαστικών Λειτουργών σε μεταπτυχιακούς φοιτητές με βαθμολογούμενη συμμετοχή τους σε υποχρεωτικά σεμινάρια, ως προϋπόθεση για την ευδόκιμη προαγωγή τους, ρυθμίσεις, βέβαια, αντίθετες προς την Δικαστική Ανεξαρτησία που αποκρούστηκαν από τη Διοικητική Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία έλαβε υπόψη και την σχετική αντίδραση των Ευρωπαϊκών Δικαστικών Ενώσεων, μέλη των οποίων αποτελούν και οι δικές μας Ενώσεις.  Όλα αυτά θα μπορούσαν να αποφευχθούν, αν η νομοθέτηση γινόταν με πιο αργούς ρυθμούς, χωρίς ιδεολογικού χαρακτήρα εμμονές μεταρρυθμιστικής φρενίτιδας και με διαβούλευση με τις Δικαστικές Ενώσεις.

Στο σημείο αυτό θα επιμείνουμε λίγο περισσότερο. Είναι διαχρονικό το παράπονό μας ότι ούτε καλούμαστε, κατά κανόνα, να συμμετέχουμε σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές που προετοιμάζουν μεγάλα θεσμικά νομοθετήματα της Δικαιοσύνης, ούτε εισακούγονται οι απόψεις που εκφράζουμε με υπομνήματά μας προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης και την Βουλή.  Όμως, οι Δικαστικές Ενώσεις, μακράν από το είναι επιτροπές “Σοφών”, συνιστούν την συλλογική έκφραση του Δικαστικού Σώματος, πέρα από βαθμούς και αρχαιότητα. Στο πλαίσιο λειτουργίας τους εκφράζονται ελεύθερα και ισότιμα όλες οι απόψεις, από τον Πάρεδρο του Διοικητικού Πρωτοδικείου και τον Δόκιμο Εισηγητή του Συμβουλίου της Επικρατείας, έως τον Γενικό Επίτροπο των Διοικητικών Δικαστηρίων και τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας. Επομένως, οι θέσεις και απόψεις που εκφράζονται από τα Δ.Σ. των Δικαστικών Ενώσεων είναι, από την άποψη αυτή, αντιπροσωπευτικότερα από αυτά που εκφράζονται από την ηγεσία του Δικαστικού Σώματος, η οποία, λόγω θέσεως, οφείλει να εξασφαλίζει την ιεραρχικά εκφραζόμενη ενότητα του Σώματος αυτού. Επίσης, η ηγεσία του Δικαστικού Σώματος οφείλει, κατά μείζονα λόγο, ως ο φυσικός Δικαστής συνταγματικών διαφορών στο επίπεδο των Ολομελειών των Ανωτάτων Δικαστηρίων ή του Α.Ε.Δ., να είναι φειδωλή στην έκφραση απόψεων για την ορθότητα νομοσχεδίων, δέσμευση που δεν υπάρχει για τα Δ.Σ. των Δικαστικών Ενώσεων, ειδικά όταν υλοποιούν αποφάσεις των Γ.Σ. τους. Μας ξένισε, επομένως, και ο αποκλεισμός μας από πρόσφατη συνάντηση που οργανώθηκε από την Α.Ε, Πρόεδρο της Δημοκρατίας σχετικά με την ανταλλαγή απόψεων για τα προβλήματα της Δικαιοσύνης, πολλώ μάλλον και λόγω της προέλευσης της κ.Προέδρου από το Δικαστικό Σώμα και της παλαιάς συνδικαλιστικής της ιδιότητας. Ελπίζουμε ότι η νέα Κυβέρνηση που θα αναδειχθεί από τις προσεχείς εκλογές θα αλλάξει αυτή την πρακτική και θα καλεί τις Ενώσεις στο Υπουργείο Δικαιοσύνης που έχει και πρακτική σημασία, ενώ, ευελπιστούμε ότι δεν θα ακολουθήσει, χωρίς μελέτη και διαβούλευση, μια νέα νομοθετική πλημμυρίδα , ως αποτέλεσμα τυχόν πολιτικής αλλαγής ή αλλαγής του προσώπου του Υπουργού Δικαιοσύνης.

Σε συνάντηση που είχαμε πρόσφατα με τον κ. Πρωθυπουργό  6 Δικαστικές Ενώσεις, του θέσαμε το θέμα της αναπροσαρμογής στα προ των Μνημονίων επίπεδα των ειδικών επιδομάτων που λαμβάνουμε, τα οποία, στην πραγματικότητα, αντιστοιχούν σε δαπάνες για το λειτούργημά μας (αγορά βιβλίων, περιοδικών,  εξοπλισμού Η/Υ,. αναλωσίμων κλπ.), οι οποίες, με δεδομένες τις σχετικές ελλείψεις στα Δικαστήριά μας,  έχουν πλήρως ανταποδοτικό χαρακτήρα και επιστρέφουν άμεσα στην κοινωνία, μέσα από το παραγόμενο δικαστικό έργο. Παρά το ότι εξηγήθηκαν αυτά επαρκώς στον κ. Πρωθυπουργό και φάνηκε να πείθεται για το δίκαιο και εύλογο του αιτήματος, ενόψει και της μικρής, κατά τους υπολογισμούς μας, επιβάρυνσης του προϋπολογισμού, δεν είχαμε μέχρι σήμερα τελική απάντηση στο αίτημα αυτό. Ευελπιστούμε να έχουμε σύντομα οριστική απάντηση από την Κυβέρνηση στο θέμα αυτό, διότι διαφορετικά διακυβεύονται η σοβαρότητα των συζητήσεων και η αξιοπιστία των συνομιλητών, στο ανώτερο, μάλιστα δυνατό επίπεδο. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι παραιτούμαστε από την διεκδίκηση της αναβάθμισης του συνόλου των αποδοχών μας, όταν ανοίξει ο σχετικός διάλογος, με αφορμή γενικότερες συζητήσεις για την μισθολογική πολιτική στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Θεωρώ δε περιττό να τονίσουμε ότι, όπως και παλαιότερα, δεν θα αποδεχθούμε τυχόν παραγκωνισμό μας από σχετικές συζητήσεις και αποφάσεις, είτε από αυτήν, είτε από την επόμενη Κυβέρνηση. Το νομικό οπλοστάσιο υπάρχει και η εμπειρία μας από σχετικούς δικαστικούς αγώνες είναι μεγάλη, ώστε να μην ισχύει για εμάς η ρήση του Ευαγγελίου “άλλους έσωσεν, εαυτόν ου δύναται σώσαι”. Σε αυτά θεωρούμε δεδομένη τη συναίνεση όλων των πολιτικών κομμάτων και με την ευκαιρία της παρουσίας των εκπροσώπων τους εδώ, ζητούμε και τη δική τους συμπαράσταση.  Ομοίως, ζητάμε την άμεση αναπροσαρμογή των συντάξεων των Δικαστικών Λειτουργών σε επίπεδο που να πλησιάζει το επίπεδο των εν ενεργεία συναδέλφων τους. Αυτή, πρέπει να πώ, ότι είναι μια συζήτηση που λαμβάνει χώρα σε πολλές Χώρες του Δυτικού κόσμου, στον οποίο ανήκουμε και εκεί όπου δίνεται συνταγματική περιωπή στην Δικαστική Ανεξαρτησία. Όπως έχει λεχθεί, ο Δικαστής πρέπει να έχει τη δυνατότητα, ακόμα και να παραιτηθεί, προκειμένου να προασπίσει το κύρος του θεσμού και την Ανεξαρτησία αυτή και με τα σήμερα κρατούντα, δεν του παρέχεται αυτή η δυνατότητα. Σε κάθε περίπτωση, ζητούμε την εφαρμογή των σχετικών αποφάσεων του Ειδικού Δικαστηρίου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου για όλους τους συνταξιούχους Δικαστικούς Λειτουργούς. Είναι θέμα κύρους και αξιοπρέπειας της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Με τον νέο Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ. προβλέπεται εκ νέου η χορήγηση εκπαιδευτικών αδειών αλλοδαπής στους Δικαστικούς Λειτουργούς, μέχρι και τον βαθμό του Εφέτη και αντιστοίχων, με νέο και ιδιαίτερα αυστηρό πλαίσιο. Θεωρούμε ότι θα πρέπει οι σχετικές διατάξεις να υλοποιηθούν άμεσα, προς όφελος πρωτίστως της υπηρεσίας, με ενίσχυση των συναδέλφων που πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις, υλική και ηθική, καθώς οι εκπαιδευόμενοι τοιουτοτρόπως Δικαστικοί Λειτουργοί θα μπορούν να μεταλαμπαδεύσουν γνώσεις και εμπειρία στο δικαιοδοτικό μας σύστημα, πολύτιμα για την ανανέωση και τον εκσυγχρονισμό του.

Ως προς το θέμα του Δικαστικού Χάρτη της Διοικητικής Δικαιοσύνης, που κακώς και ανιστόρητα ονομάστηκε “Δικαστικός Καλλικράτης”, δεδομένου ότι ο Καλλικράτης με τον Ικτίνο έφτιαξαν εξ υπαρχής τον Παρθενώνα, χωρίς να καταστρέψουν τους γύρω ναούς στην Αττική, από την παρατήρηση του κειμένου της Ομάδας Εργασίας διαπιστώνουμε τη διάθεση να μην καταργηθούν τοπικά Δικαστήρια, υπέρ της δημιουργίας 5-6 μεγάλων Διοικητικών Δικαστηρίων, όπως ήταν οι αρχικές εισηγήσεις, οι οποίες βρίσκουν την απόλυτη αντίθεση, όχι μόνο της Ένωσής μας, αλλά και της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων και του συνόλου των τοπικών κοινωνιών. Η χρήση των νέων τεχνολογιών δεν μπορεί να υποκαταστήσει την φυσική παρουσία των Δικαστικών Λειτουργών σε κάθε πόλη και αυτό είναι θέμα και νομιμοποίησης και ουσίας της απονομής της Δικαιοσύνης. Θα παρακολουθούμε βέβαια τις εξελισσόμενες πρωτοβουλίες της Κυβέρνησης στο θέμα αυτό, επιφυλασσόμενοι να επανέλθουμε, αν συντρέξει περίσταση.

Άφησα, όχι τυχαία, τελευταίο το θέμα της επιτάχυνσης της Διοικητικής Δικαιοσύνης, διότι, σε αντίθεση με παλαιότερες εποχές, δεν έχει πλέον πρακτικό αντίκρισμα η σε βάθος ανάλυσή του. Δε θα σας κουράσω με νούμερα, αλλά θα πω, ότι ο χρόνος του προσδιορισμού μιας υπόθεσης στον πρώτο βαθμό δεν υπερβαίνει πλέον το έτος στα Διοικητικά Πρωτοδικεία και Εφετεία και τη διετία στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, όπου και εκεί σύντομα θα έχουμε τον ίδιο χρόνο προσδιορισμού, αν ξεπεραστεί το μεγάλο πρόβλημα που προκαλεί η ανεπάρκεια της Διοίκησης (ενδεικτικά αναφέρω τον Ε.Φ.Κ.Α.) να προσκομίζει εγκαίρως τον Διοικητικό Φάκελο, χωρίς τον οποίο δεν μπορεί να συζητηθεί η υπόθεση. Πιστεύουμε ότι στο στάδιο της ηλεκτρονικής δικογραφίας, θα ξεπεραστούν τα ζητήματα αυτά και θα εκλείψουν έτι περαιτέρω οι προκύπτουσες σήμερα καθυστερήσεις. Στο ίδιο πλαίσιο θεωρούμε ότι πρέπει να επανεξεταστούν, πλέον, υπό τα νέα αυτά δεδομένα οι αυστηρές ρυθμίσεις του ν. 3900/2010 σε σχέση με τα “φίλτρα” και την “πρότυπη δίκη”, καθώς και να γίνει μια αμοιβαία με το Συμβούλιο της Επικρατείας και ορθολογική κατανομή, καθ’ ύλην και κατά τόπον, των διοικητικών διαφορών ακυρώσεως και ουσίας, ώστε να ανακτηθούν τα χαμένα στην περίοδο της δημοσιονομικής κρίσης δικονομικά δικαιώματα των πολιτών και μάλιστα ισόρροπα σε όλη την επικράτεια.

Με αυτές τις σκέψεις, σας καλωσορίζω και πάλι στην ετήσια Τακτική Γενική Συνέλευση της Ένωσής μας και σας μεταφέρω τις ευχές ολοκλήρου του Διοικητικού μας Συμβουλίου για μια Καλή Χρονιά, για εσάς και τις οικογένειές σας”.

*Παναγιώτης Δανιάς, Εφέτης ΔΔ, πρόεδρος Ένωσης Διοικητικών Δικαστών

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ