Παναγιώτης Κατσικερός: Για τη συνεπιμέλεια και τη γονεϊκή αποξένωση

Με τον περιορισμό ή αποκλεισμό της επικοινωνίας επιδιώκεται η προστασία των τέκνων από βίαιους γονείς και όχι η παροχή ερεισμάτων στον έχοντα την επιμέλεια γονέα, ώστε να επιδιώξει την αποξένωση του τέκνου από τον άλλο γονέα

NEWSROOM
Παναγιώτης Κατσικερός: Για τη συνεπιμέλεια και τη γονεϊκή αποξένωση

Α’ ΜΕΡΟΣ

Το δικαίωμα της από κοινού άσκησης γονικής μέριμνας (με κυριότερη έκφανση την συνεπιμέλεια) προβλέπεται στα άρθρα 18 της Διεθνούς Σύμβασης Δικαιωμάτων του Παιδιού και 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και αναγνωρίζεται με το υπ. αρ. 2079/2015 ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρώπης και την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Με το Σχέδιο Νόμου της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής Οικογενειακού Δικαίου, ανταποκρίνεται η Πολιτεία στο ώριμο κοινωνικό αίτημα για ισότιμη συμμετοχή των γονέων στην ζωή των τέκνων από χωρισμένες οικογένειες ή εκτός γάμου (Α.Κ. 1513 και 1515), καθώς το συμφέρον του τέκνου «εξυπηρετείται πρωτίστως από την ισόχρονη και ουσιαστική παρουσία και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του τέκνου, καθώς επίσης από την αποτροπή αποξένωσής του από καθένα από αυτούς» (Α.Κ. 1511 παρ. 2). Το κατά πόσον μπορεί να επιτευχθεί ο σκοπός του νομοθέτη, θα κριθεί από την αποτελεσματικότητα των νέων διατάξεων και την ερμηνεία και εφαρμογή τους από τα δικαστήρια.

Ειδικότερα : Α. Η προσφυγή των γονέων στη διαμεσολάβηση προβλέπεται προαιρετικά πριν τη δίκη (Α.Κ. 1512) και δύναται να διαταχθεί ή επαναληφθεί από το δικαστήριο μετά από αυτήν (Α.Κ. 1514). Αλλά για ταχύτερη επίλυση των διαφορών προς όφελος των τέκνων, θα ήταν σκόπιμο : Να καταστεί υποχρεωτική η διαμεσολάβηση, ως προστάδιο της δίκης, χωρίς ευχέρεια να διατάσσεται μετά την ακροαματική διαδικασία. Να γίνεται προχρέωση της δικογραφίας (αγωγή – προτάσεις – έγγραφα διαδίκων) για μελέτη σε εισηγητή – δικαστή, μέλος του οικογενειακού δικαστηρίου, τριμελούς σύνθεσης (ομοίως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο), με σκοπό την ενδελεχή, μέσω διάσκεψης, εξέταση της υπόθεσης. Τα οικογενειακά τμήματα πρωτοδικείων και εφετείων να έχουν ισάριθμους, ανά φύλο, δικαστές. Ο διαμεσολαβητής (οπωσδήποτε παιδοψυχολόγος, με πιστοποιημένη εξειδίκευση και εμπειρία σε θέματα χωρισμένων γονέων και γονεϊκής αποξένωσης), να συντάσσει έκθεση για τις σχέσεις γονέων – τέκνου, τα αίτια των προβλημάτων τους και τις προτεινόμενες λύσεις. Ο δικαστής να συμμετέχει ενεργά στη διαμεσολάβηση, έχοντας επανειλημμένα προσωπική επικοινωνία με το τέκνο (βλ. παρακάτω παρ. Γ)

Να ολοκληρώνεται η διαμεσολάβηση, με συμφωνητικό των γονέων ή πρακτικό καταχώρησης των επιμέρους σημείων διαφωνίας – συμφωνίας, μέχρι την συζήτηση της αγωγής γονικής μέριμνας, επιμέλειας ή επικοινωνίας. Να εκδικάζεται η υπόθεση, σε σύντομη δικάσιμο, σε μία συζήτηση, χωρίς δικαίωμα αναβολής, ούτε δυνατότητα προδικαστικής απόφασης λ.χ. πραγματογνωμοσύνης (την ανάγκη της καλύπτει η έκθεση διαμεσολαβητή), εκτός αν συντρέχουν επείγοντες λόγοι ή νεότερα περιστατικά προς διερεύνηση. Να μην προβλέπεται στις οικογενειακές διαφορές δίκη ασφαλιστικών μέτρων και προσωρινής διαταγής, καθώς δεν διεξάγεται από οικογενειακό δικαστήριο με απαραίτητη εξειδίκευση, δεν υπάρχει προστάδιο διαμεσολάβησης, η αποδεικτική διαδικασία είναι σύντομη και χωρίς πρακτικά, ενώ η απόφαση λαμβάνεται με πιθανολόγηση (Κ.Πολ.Δ. 690 παρ. 1), συνθήκες όπου εμφιλοχωρούν το σφάλμα και η αστοχία στη δικανική κρίση.

Θα ήταν σκοπιμότερο να ανατεθεί στον εισηγητή – δικαστή του οικογενειακού δικαστηρίου η αρμοδιότητα (αφού έχει μία πρώτη επικοινωνία με το τέκνο και διαβούλευση με τους γονείς, με συνδρομή διαμεσολαβητή), να λαμβάνει προσωρινά μέτρα ρύθμισης των οικογενειακών διαφορών (και αν χρειαστεί, σε επόμενο χρόνο, να τα μεταρρυθμίζει), με ισχύ έως την έκδοση απόφασης επί της αγωγής. Να διπλασιασθεί ο αριθμός των οικογενειακών δικαστών αποκλειστικής απασχόλησης, τουλάχιστον στα μεγάλα δικαστήρια (προσωπικό που θα εξασφαλιστεί, δια μειώσεως των απασχολούμενων στις υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων και προσωρινών διαταγών, εκ των οποίων σημαντικότατο ποσοστό είναι οικογενειακές διαφορές), σε συνδυασμό με τη θέσπιση σύντομων προθεσμιών για δικάσιμο και έκδοση απόφασης και του κανόνα ότι οι πρωτοβάθμιες δικαστικές αποφάσεις είναι υποχρεωτικά προσωρινώς εκτελεστές. Για την ενότητα και ασφάλεια της δικανικής κρίσης, αλλά και προκειμένου να επιτευχθεί κατευνασμός και συνολική επίλυση της οικογενειακής διαφοράς, να συνεκδικάζονται, στο ίδιο διάστημα με την αστική υπόθεση, από το τριμελές οικογενειακό δικαστήριο (ταυτόχρονα αστικό και ποινικό), οι ποινικές υποθέσεις (ενδοοικογενειακή βία και παραβίαση δικαστικών αποφάσεων γονικής μέριμνας, συνεπιμέλειας, επικοινωνίας και διατροφής) με απευθείας παραπομπή στο ακροατήριο (χωρίς προανάκριση και διαδικασία συμβουλίων) και συζήτηση – έκδοση απόφασης σε μία δικάσιμο, χωρίς δικαίωμα αναβολής.

Β. Η προβλεπόμενη στην Α.Κ. 1514 παρ. 3 γ’ διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου («μπορεί»), να διατάξει διαμεσολάβηση ή επανάληψή της ή πραγματογνωμοσύνη ή να λάβει «οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο μέτρο», τείνει σε καθυστέρηση έκδοση οριστικής απόφασης, παρατεινόμενης της γονεϊκής αποξένωσης του τέκνου. Η θέσπιση της διαμεσολάβησης – πραγματογνωμοσύνης, ως προσταδίου της δίκης, θα ήταν ωφελιμότερη για τέκνα και γονείς, οδηγώντας, αν όχι σε εξωδικαστική επίλυση, οπωσδήποτε σε καλύτερη προετοιμασία και σύντομη έκδοση οριστικής απόφασης.

Γ. Mε την Κ.Πολ.Δ. 612 ορίζεται ότι το δικαστήριο «…πριν από την έκδοση της απόφασής του, ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου, λαμβάνει υπόψη τη γνώμη του. … Η επικοινωνία του δικαστή με το τέκνο γίνεται ιδιαιτέρως και δεν επιτρέπεται να είναι παρόν σε αυτήν άλλο πρόσωπο, εκτός αν ο δικαστής κρίνει διαφορετικά. Για το περιεχόμενο της συνομιλίας δεν συντάσσεται έκθεση.» Σύμφωνα με την Α.Κ. 1511 (όπου παραπέμπει και η Α.Κ. 1520 παρ. 3 για το δικαίωμα επικοινωνίας) : «Ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του, πριν από κάθε απόφαση σχετική με την γονική μέριμνα, εφόσον η απόφαση αφορά τα συμφέροντά του και η γνώμη του τέκνου κριθεί από το δικαστήριο ότι δεν αποτελεί προϊόν καθοδήγησης ή υποβολής.». Για να διακριβωθεί ασφαλέστερα η έλλειψη υποβολής ή καθοδήγησης, πρέπει η προσωπική επικοινωνία του δικαστή με το τέκνο να γίνεται, έγκαιρα και επανειλημμένα, κατά το προστάδιο διαμεσολάβησης (ή έστω μετά την δίκη κατά Κ.Πολ.Δ. 612), υποχρεωτικώς για παιδιά σχολικής ηλικίας (άνω των 6 ετών), με συμμετοχή παιδοψυχολόγου ο οποίος θα γνωμοδοτεί γραπτώς (διοριζόμενος από κατάλογο πραγματογνωμόνων, έως την στελέχωση της Κεντρικής Αρχής Διαμεσολάβησης), αρχικά κατά μόνας με το τέκνο, ακολούθως με την παρουσία εναλλάξ εκάστου γονέα, σε κατάλληλο διαμορφωμένο και φιλικό για παιδιά χώρο, με μαγνητοφώνηση της διαδικασίας για αποκλειστική χρήση στην αστική δίκη (με ενημέρωση μόνον των γονέων και απαγόρευση οποιαδήποτε άλλης χρήσης ή κοινολόγησης σε τρίτους)

Δ. Η Α.Κ. 1514 παρ. 3 γ’ ορίζει ότι «Για την λήψη της απόφασής του το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τους έως τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείς και τους αδελφούς του». Πλην όμως, οι ήδη διαμορφωμένοι πριν τη δίκη αποκλειστικοί ή έστω στενότεροι «έως τότε δεσμοί του τέκνου με το ένα γονέα», ουδόλως πρέπει να δίνουν σ’ αυτόν «προβάδισμα» στη γονική μέριμνα, εφόσον έχουν επιτευχθεί από τον γονέα κατά παράβαση της Α.Κ. 1514 παρ. 2, δηλαδή : με τη «μη ισόχρονη και ουσιαστική παρουσία και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του τέκνου» ή με την «αποξένωσή του από καθένα από αυτούς» ή με τον «μη σεβασμό των δικαιωμάτων του άλλου γονέα» ή με την «συμπεριφορά του γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα» ή με τη «μη συμμόρφωσή του γονέα με δικαστικές αποφάσεις, εισαγγελικές διατάξεις ή πράξεις». Συνεπώς, υπάρχει κίνδυνος καταχρηστικής εφαρμογής της Α.Κ. 1514 παρ. 3 γ’, με αποτέλεσμα την κατάργηση του κανόνα της από κοινού άσκησης γονικής μέριμνας, εάν μάλιστα ληφθεί υπόψη η παραδοχή, από σημαντική μερίδα της νομολογίας, της θεωρίας περί «βιοκοινωνικής υπεροχής της μητέρας στην ανατροφή των παιδιών» (παρότι έχει καταρριφθεί, ως μεθοδολογικά ανακριβής και μη έγκυρη, από τις πρόσφατες επιστημονικές έρευνες – βλ. την από 10/7/2020 ανακοίνωση της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρίας για την συνεπιμέλεια). Θα ήταν χρήσιμο λοιπόν, στην Α.Κ. 1514 παρ. 3 γ’ να προστεθεί η διατύπωση : «εφόσον οι δεσμοί αυτοί δεν έχουν διαμορφωθεί από τον ένα γονέα κατά παράβαση των αναφερόμενων στο άρθρο 1511 παρ. 2 Α.Κ. κριτηρίων του συμφέροντος του τέκνου».

Ε. Με την Α.Κ. 1514 παρ. 3 προβλέπονται εξαιρέσεις στον κανόνα της ισότιμης άσκησης της γονικής μέριμνας από τους δύο γονείς (άρθρα 1511 παρ. 2, 1513 εδ. α’ και 1515 εδ. β’ – γ’ Α.Κ.), που φθάνουν σε σοβαρό περιορισμό της («να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων» είτε λειτουργικά λ.χ. ένας γονέας να έχει την επιμέλεια και άλλος την διοίκηση περιουσίας, είτε χρονικά με ανισοκατανομή της διάρκειας διαμονής του τέκνου με έκαστο γονέα και «να εξειδικεύσει τον τρόπο άσκησής της στα κατ’ ιδίαν θέματα») μέχρι και την κατάργησή της («να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον ένα γονέα»). Η ως άνω παράκαμψη, στην πράξη, του θεσμού της συνεπιμέλειας γίνεται εφικτή υπό εξαιρετικά ασαφείς προϋποθέσεις : α. Ότι η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας «δεν είναι δυνατή» και ιδίως αν ο ένας γονέας «δεν συμπράττει» σ’ αυτή. Δηλαδή αρκεί η διαφωνία (;) του άλλου γονέα στη συνεπιμέλεια, που αποτελεί αυθαίρετη προσωπική επιλογή αυτού, όχι όμως κριτήριο για το συμφέρον του τέκνου. Ο κίνδυνος καταχρηστικής εφαρμογής ως κανόνα (αντί για εξαίρεση) της παραπάνω διάταξης είναι ορατός, ενόψει της ισχυρής νομολογιακής τάσης, ότι η διαφωνία των γονέων για τα θέματα της γονικής μέριμνας καθιστά την συνάσκησή της αδύνατη, επομένως πρέπει αυτή να ανατίθεται αποκλειστικά στη μητέρα, ενόψει της «βιοκοινωνικής υπεροχής» αυτής και των «έως τότε δεσμών του τέκνου» μαζί της. β. Ότι «για την λήψη της απόφασής του το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τους έως τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείς», οι οποίοι όμως μπορεί να έχουν διαμορφωθεί από τον ένα γονέα με αποξένωση του τέκνου από τον άλλο γονέα. γ. Η άσκηση της γονικής μέριμνας είναι ή έχει καταστεί «αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου», χωρίς αναφορά περιπτωσιολογίας στο νόμο.

Β΄ ΜΕΡΟΣ

ΣΤ. Η εναλλασσόμενη διαμονή του τέκνου με τους δύο γονείς (βασική προϋπόθεση της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας και συνεπιμέλειας) αποφασίζεται από το δικαστήριο κατά διακριτική ευχέρεια αυτού («μπορεί»), «όταν οι συνθήκες ζωής των γονέων και του τέκνου το επιτρέπουν και εφόσον είναι προς το συμφέρον του τέκνου» (Α.Κ. 1514 παρ. 3 β΄).

Τι συμβαίνει όμως όταν οι συνθήκες ζωής του τέκνου (διαμονή, σχολείο, δραστηριότητες, φιλικός κύκλος) ή / και ενός εκ των γονέων (τόπος κατοικίας και εργασίας) μεταβάλλονται υπαίτια από τον δεύτερο (παρά την απαγόρευση μονομερούς μεταβολής του τόπου διαμονής του τέκνου : Α.Κ. 1519 παρ. 2), με σκοπό την απομάκρυνση του τέκνου από τον άλλο γονέα και την αδυναμία άσκησης των δικαιωμάτων του τελευταίου για συνεπιμέλεια και επικοινωνία με το τέκνο ;

Η δικαστική απόφαση για το ζήτημα της εναλλασσόμενης κατοικίας είναι εξαιρετικά κρίσιμη : Διότι αν διαταχθεί η αποκλειστική διαμονή του τέκνου στην κατοικία του ενός γονέα (με επίκληση των «συνθηκών ζωής» και «δεσμών με τους γονείς» του τέκνου), παύει στην πράξη να υφίσταται συνεπιμέλεια, η δε γονική μέριμνα του άλλου γονέα συρρικνώνεται στο δικαίωμα επικοινωνίας της Α.Κ. 1520.

Είναι ορθότερο να υιοθετηθεί το υπ. αρ. 2079/2015 ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρώπης, που καλεί στην παρ. 5.5. αυτού τα κράτη – μέλη «να εισαγάγουν στη νομοθεσία τους την αρχή της εναλλασσόμενης κατοικίας των παιδιών μετά το χωρισμό, περιορίζοντας τις εξαιρέσεις στην περίπτωση της κακοποίησης ή της παραμέλησης του παιδιού ή της ενδοοικογενειακής βίας και ρυθμίζοντας τον χρόνο εναλλαγής με βάση τις ανάγκες και το συμφέρον των παιδιών».

Το βάρος απόδειξης τέτοιων αντιπαιδαγωγικών συμπεριφορών θα πρέπει να έχει ο γονέας, ο οποίος επικαλείται την συνδρομή αυτών.

Ζ.  Είναι ασύμβατη με τις νέες ρυθμίσεις και χρήζει κατάργησης η διάταξη του άρθρου 47 εδ. α΄ Ν. 2447/1996, ότι δεν επιτρέπεται έφεση, κατά δικαστικής απόφασης επί αγωγής γονέα, με αίτημα τη συνάσκηση της γονικής μέριμνας τέκνου εκτός γάμου (Α.Κ. 1515)

Η. Η Α.Κ. 1519 παρ. 2 «Για την μεταβολή του τόπου διαμονής του τέκνου που επιδρά ουσιωδώς στο δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, απαιτείται προηγούμενη έγγραφη συμφωνία των γονέων ή προηγούμενη δικαστική απόφαση που εκδίδεται μετά από αίτηση ενός από τους γονείς. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει κάθε πρόσφορο μέτρο.», θα ήταν σκόπιμο να συμπληρωθεί ως εξής :

α. πριν από κάθε μεταβολή με συμφωνία ή δικαστική απόφαση, τόπος διαμονής του τέκνου παραμένει εκείνος της τελευταίας κοινής κατοικίας των γονέων προ του χωρισμού τους

β. η μεταβολή τόπου διαμονής να γίνεται μόνον για σοβαρούς λόγους, που εξυπηρετούν το συμφέρον του τέκνου, με βάρος απόδειξης του αιτούντος τη μεταβολή γονέα

γ. ότι η μεταβολή τόπου διαμονής του τέκνου, από τον ένα γονέα μονομερώς (χωρίς συμφωνία ή δικαστική απόφαση), αποτελεί κακή άσκηση της γονικής μέριμνας και παράβαση του δικαιώματος επικοινωνίας του τέκνου με τον άλλο γονέα.

Θ. Έχει παγιωθεί η δικαστική πρακτική, να απονέμεται, στην πλειοψηφία των υποθέσεων, στον μη έχοντα την επιμέλεια γονέα (ο πατέρας στο 90 % των περιπτώσεων) επικοινωνία με το τέκνο για 2 Σαββατοκύριακα μηνιαίως, λίγες ώρες για 1 ή 2 καθημερινές κάθε εβδομάδα, 7 ημέρες κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα και 15 ημέρες τα καλοκαίρια, δηλαδή ποσοστό περίπου 15 % του χρόνου ζωής του τέκνου (βλ. το υπ. αρ. 113/5-8-2020 έγγραφο του Συνηγόρου του Πολίτη προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης).

Ήδη το ζήτημα επιλύεται με την Α.Κ. 1520, που προβλέπει δικαίωμα επικοινωνίας γονέα – τέκνου, με διαμονή του δεύτερου στην οικία του πρώτου, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον ίσο με το 1/3 της ζωής του τέκνου.

Προβλέπονται όμως δύο εξαιρέσεις, που δύνανται, σε περίπτωση καταχρηστικής εφαρμογής τους, να ακυρώσουν στη πράξη το δικαίωμα επικοινωνίας : α) «αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο έχει καταδικαστεί για παράβαση του N. 3500/2006 και β) «Όταν συντρέχει περίπτωση κακής άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας, ο άλλος γονέας ή καθένα από τους γονείς, αν πρόκειται για επικοινωνία με τρίτο, μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο την μεταρρύθμιση της επικοινωνίας.»  Πρέπει να επισημανθούν τα εξής :

  1. Υπάρχουν παραβάσεις του Ν. 3500/2006 (άρθρα 7 παρ. 2 : απειλή και 9 παρ. 1 : προσβολή με λόγο της γενετήσιας αξιοπρέπειας), οι οποίες είναι συνήθεις μεταξύ χωρισμένων και αντιδικούντων υπό έντονες συνθήκες γονέων, συχνά προκαλούμενες σκοπίμως για να πλήξουν αλλήλους, αλλά και δυσαπόδεικτες, μπορούν δε να στρέφονται ακόμη και κατά συγγενών του άλλου γονέα (βλ. άρθρο 1 : περιλαμβάνονται στην έννοια της «οικογένειας» και αποτελούν θύματα ενδοοικογενειακής βίας «συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας» και «εφόσον συνοικούν, συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τετάρτου βαθμού» των γονέων).

Τιμωρητέες οι παραπάνω συμπεριφορές, πλην όμως είναι δυσανάλογο και ανεπιεικές να ανάγονται σε «εξαιρετικά σοβαρούς λόγους» ακόμη και για αποκλεισμό του δικαιώματος επικοινωνίας γονέα – τέκνου. Διότι, το εν λόγω δικαίωμα αφορά την μεταξύ τους γονεϊκή σχέση και (κατά πάγια νομολογία) η άσκησή του δεν πρέπει να επηρεάζεται από τις κακές σχέσεις των γονέων ή του ενός εξ’ αυτών με τους συγγενείς του έτερου.

Με τον περιορισμό ή αποκλεισμό της επικοινωνίας επιδιώκεται η προστασία των τέκνων από βίαιους γονείς. Και όχι η παροχή ερεισμάτων στον έχοντα την επιμέλεια γονέα, ώστε να επιδιώξει την αποξένωση του τέκνου από τον άλλο γονέα, εμπλέκοντας το δικαίωμα επικοινωνίας σε ποινικές αντιδικίες μεταξύ γονέων και συγγενών.

  1. Απαιτείται εξειδίκευση των εννοιών «εξαιρετικά σοβαροί λόγοι» και «κακή άσκηση» του δικαιώματος επικοινωνίας, με τα κριτήρια – εξαιρέσεις του υπ. αρ. 2079/2015 ψηφίσματος του Συμβουλίου της Ευρώπης : της ενδοοικογενειακής βίας, κακοποίησης ή παραμέλησης του τέκνου. Επομένως «κακή» είναι η αντιπαιδαγωγική άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας, λ.χ. με επιβλαβή ή / και πλημμελή διατροφή, φροντίδα, φύλαξη, διαπαιδαγώγηση.
  2. Το βάρος απόδειξης των εξαιρετικά σοβαρών λόγων και της κακής άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας, πρέπει να έχει ο γονέας που ζητεί τον αποκλεισμό ή περιορισμό ή μεταρρύθμιση αυτής.

Ι. Η Α.Κ. 1532 αναφέρει ενδεικτικά περιπτώσεις κακής άσκησης γονικής μέριμνας (παρ. 2), που συνεπάγονται την δικαστική αφαίρεση αυτής ή της επιμέλειας, ολικά ή μερικά, από τον υπαίτιο γονέα, με ανάθεσή της αποκλειστικά στον άλλο γονέα (παρ. 3).

Δυνατότητα που προβλέπει και η παλαιά Α.Κ. 1532, έστω χωρίς αναφορά περιπτώσεων κακής άσκησης. Πλην όμως, παρά το μεγάλο αριθμό παραβιάσεων στην πράξη του δικαιώματος επικοινωνίας (και των αντίστοιχων δικαστικών αποφάσεων), σε ελάχιστες περιπτώσεις αφαιρέθηκε δικαστικώς γονική μέριμνα ή επιμέλεια.

Είναι αβέβαιο κατά πόσον θα μεταστραφεί η νομολογιακή τάση, καθώς με τη νέα Α.Κ. 1532 το δικαστήριο έχει («μπορεί ιδίως») διακριτική – εκλεκτική ευχέρεια : «να αφαιρέσει από τον υπαίτιο γονέα την άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας ολικά ή μερικά και να την αναθέσει αποκλειστικά στον άλλο, καθώς επίσης να διατάξει κάθε πρόσφορο μέτρο προς διασφάλιση του συμφέροντος του τέκνου».

ΙΑ. Είναι προφανές ότι, η εκ μέρους του ενός γονέα (σπανιότερα συγγενών του ή τρίτων υπό την ανοχή του) ψυχολογική χειραγώγηση του τέκνου, ώστε να αρνείται την επικοινωνία με τον άλλο γονέα, αποτελεί, κατά την έννοια της Α.Κ. 1532 παρ. 2, τόσο «διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του και με κάθε τρόπο πρόκληση αποξένωσης του τέκνου από αυτούς» (περ. β’), όσο και «υπαίτια παράβαση της δικαστικής απόφασης για την επικοινωνία του τέκνου με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει και με κάθε άλλο τρόπο παρεμπόδιση της επικοινωνίας» (περ. γ΄), δηλαδή μορφές κακής άσκησης της γονικής μέριμνας (και συνάμα λόγους ολικής ή μερικής αφαίρεσής της).

Εν τούτοις, δεν θα ήταν διόλου περιττό, προς εμπέδωση του αισθήματος ευθύνης εκάστου γονέα απέναντι στον άλλο γονέα και το τέκνο τους, αλλά και για αποφυγή οποιασδήποτε ερμηνευτικής αβεβαιότητας, να προβλεφθούν στην παραπάνω διάταξη νόμου :

α. ως διακριτή περίπτωση κακής άσκησης γονικής μέριμνας, η ψυχολογική χειραγώγηση του τέκνου από τον ένα γονέα (ή συγγενείς του ή τρίτα πρόσωπα υπό την ανοχή του) με σκοπό να αρνείται την επικοινωνία με τον άλλο γονέα και

β. μαχητό τεκμήριο ότι, η επανειλημμένη και για σημαντικό χρονικό διάστημα άρνηση του τέκνου να επικοινωνεί με τον ένα γονέα, οφείλεται σε υπαιτιότητα του άλλου γονέα, ο οποίος να έχει και το βάρος ανταπόδειξης άλλων αιτίων της αρνητικής συμπεριφοράς του τέκνου.

ΙΒ. Όσον αφορά την περίπτωση κακής άσκησης γονικής μέριμνας της Α.Κ. 1514 παρ. 3 στ’ («τέλεση υπό οποιαδήποτε μορφή ενδοοικογενειακής βίας του γονέα προς το τέκνο»), θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι :

Ενδοοικογενειακή βία, έστω συγκαλυμμένη (αλλά όχι λιγότερο επικίνδυνη) αποτελεί και η άσκηση ψυχολογικού καταναγκασμού στο τέκνο, δια της χειραγώγησης από τον ένα γονέα, με παράλογους, ψευδείς ή υπερβολικούς ισχυρισμούς και κατηγορίες σε βάρος του άλλου γονέα, με την αποσιώπηση της εικόνας και ύπαρξής αυτού, ακόμη και δια της υποβολής ψεύτικων «αναμνήσεων» για εκείνον στο τέκνο, ώστε να αρνείται την επικοινωνία και να μην έχει σχέσεις με τον άλλο γονέα («σύνδρομο γονεϊκής αποξένωσης»).

 Ο Παναγιώτης Κατσικερός είναι Εφέτης Αθηνών 

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr