Παναγιώτης Μπαλακτάρης: Η Ρούλα Πισπιρίγκου δύναται νομικά να υποβληθεί σε ανιχνευτή ψεύδους
Τα αποδεικτικά μέσα της ποινικής δικονομίας εντάσσονται στο δεύτερο βιβλίο της, το οποίο τιτλοφορείται «ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ» και στο 1ο Κεφάλαιο που ονομάζεται «Γενικοί Ορισμοί».
Διαβάζουμε ότι η κατηγορούμενη για την ανθρωποκτονία της ανήλικης κόρης της, Ρούλα Πισπιρίγκου, ανέφερε πως ίσως αιτηθεί να υποβληθεί σε εξέταση για την ανίχνευση ψεύδους, την γνωστή ως ορό της αλήθειας. Ωστόσο, κάποιοι είπαν ότι δεν υφίσταται νομικά αυτή η δυνατότητα. Είναι ορθή αυτή η θέση ή όχι; Έχει το δικαίωμα ένας κατηγορούμενος, στη χώρα μας, να ελεγχθεί από ειδικό μηχάνημα, σε ειδικό εργαστήριο, για να εξακριβωθεί αν λέει την αλήθεια ή αν ψεύδεται; Ο νόμος το επιτρέπει ή μήπως το αποκλείει;
Τα αποδεικτικά μέσα της ποινικής δικονομίας εντάσσονται στο δεύτερο βιβλίο της, το οποίο τιτλοφορείται «ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ» και στο 1ο Κεφάλαιο που ονομάζεται «Γενικοί Ορισμοί». Σ’ αυτό το κεφάλαιο υπάρχουν, όλα κι όλα, δύο άρθρα∙ το θεμελιώδες 177, στο οποίο κατοχυρώνεται η αρχή της ηθικής απόδειξης, καθώς και το 178, στο οποίο προβλέπονται τα αποδεικτικά μέσα. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 178 ΚΠΔ αναφέρεται: «Στην ποινική διαδικασία επιτρέπεται κάθε είδος αποδεικτικών μέσων. Κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην ποινική διαδικασία είναι: α) οι ενδείξεις· β) η αυτοψία· γ) η πραγματογνωμοσύνη· δ) η ομολογία του κατηγορουμένου· ε) οι μάρτυρες και στ) τα έγγραφα.»
Ευθύς εξαρχής, παρατηρείται η ρητή δυνατότητα για κάθε είδους αποδεικτικά μέσα. Οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο φανταστεί ή επινοήσει κάποιος είναι επιτρεπτό στην ποινική διαδικασία. Ή, για να το θέσουμε ακριβέστερα, δεν μπορεί να αποκλειστεί. Στην παράγραφο 1 απαριθμούνται τα κυριότερα ―και όχι τα αποκλειστικά― αποδεικτικά μέσα. Αυτά είναι τα έξι (6) αναφερόμενα.
Ο ποινικός δικονομικός νομοθέτης κατοχυρώνει το απεριόριστο των αποδεικτικών μέσων. Όπως αναφέρουν οι Μιχαήλ Μαργαρίτης και Άντα Μαργαρίτη, στην ερμηνεία του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (σελ. 479), «…προωθείται στο εν λόγω άρθρο [το 178] αφενός η ενδεικτική απαρίθμηση και αφετέρου το απεριόριστο…»
Νομικά ερείσματα του απεριόριστου των αποδεικτικών μέσων αποτελούν η αποστολή του ποινικού δικονομικού δικαίου και, επίσης, ο σκοπός του. Αποστολή του είναι η εύρεση των ενόχων και η απαλλαγή των αθώων. Σκοπός του είναι η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας. Αυτή διακρίνεται από την τυπική αλήθεια που διέπει τα αστικά δικαστήρια. Στο σύστημα της πολιτικής δικαιοσύνης ο δικαστής ερευνά την αλήθεια που του προσκομίζουν οι διάδικοι. Τα αστικά αδικήματα δεν έχουν την βαρύτητα των ποινικών αδικημάτων, παρότι, αρκετές φορές, οι συνέπειες των αστικών αποφάσεων είναι επαχθέστερες από μια ποινή με αναστολή, για παράδειγμα. Έτσι, ο δικαστής σπανίως ερευνά κάτι περισσότερο. Ενώ η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης εκκινείται από την αξίωση της πολιτείας για την τιμωρία των ενόχων. Γι’ αυτόν τον λόγο, η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας αποτελεί μείζον σκοπό του ποινικού δικαστή. Η σημασία της δεν επιτρέπει να αφεθεί η περιγραφή αυτής της αλήθειας στις διαθέσεις των διαδίκων, αλλά επιβάλλει να αναζητείται με πρωτοβουλία των Αρχών. Εξ ου και ορισμένες ευχέρειες της ποινικής δικονομίας φαίνονται παράδοξες στον αμύητο οφθαλμό: απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα, που δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει η εισαγγελική αρχή, μπορούν, αντιθέτως, να χρησιμοποιηθούν από τον κατηγορούμενο για την υπεράσπισή του, αν από αυτά αναδεικνύεται η αθωότητά του. Σημειωτέον ότι η αθωότητα δεν αποδεικνύεται, διότι όλοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη. Αυτό προβλέπεται στο άρθρο 71 ΚΠΔ, το οποίο έχει τίτλο «Τεκμήριο αθωότητας», η πλήρης διάταξη του οποίου έχει ως εξής: «Οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενο τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με τον νόμο.»
Επιπροσθέτως, η παράγραφος 2 του άρθρου 178 ΚΠΔ αποσαφηνίζει πλήρως την δυνατότητα επίκλησης οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου. Προς τούτο ορίζει ότι «Οι δικαστές και οι εισαγγελείς εξετάζουν αυτεπαγγέλτως όλα τα αποδεικτικά μέσα, που θεμελιώνουν την ενοχή ή κατατείνουν στην αθωότητα του κατηγορουμένου καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητά του και επηρεάζει την επιμέτρηση της ποινής. Ο κατηγορούμενος δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται υπέρ του. Οι δικαστές «και οι εισαγγελείς» είναι υποχρεωμένοι να ερευνούν με επιμέλεια κάθε στοιχείο ή αποδεικτικό μέσο που επικαλέστηκε υπέρ αυτού ο κατηγορούμενος, αν αυτό είναι χρήσιμο για να εξακριβωθεί η αλήθεια.»
Τα ανωτέρω πρέπει να τα προσεγγίζουμε παντοτε υπό το πρίσμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ήδη, το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος επιτάσσει τον σεβασμό στην προστασία του ανθρώπου. Πρόκειται για το άρθρο, από το οποίο, κατ’ ουσίαν, απορρέουν όλα τα δικαιώματα που προστατεύονται συνταγματικά. Η υποχρέωση προστασίας της ανθρώπινης αξίας είναι εκείνη που επιβάλλει τις θεσμικές εγγυήσεις για την αναγκαία παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία επισυμβαίνει όταν οι Αρχές ερευνούν μία εγκληματική πράξη και παρακολουθούν έναν ύποπτο. Επιτρέπεται η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου του υπόπτου, αρκεί να προηγήθηκε βούλευμα του αρμοδίου δικαστικού συμβουλίου που να την ενέκρινε. Επιτρέπεται η ανακριτική διείσδυση, σε περιπτώσεις έρευνας ιδιαίτερα σοβαρών κακουργημάτων, υπό την προϋπόθεση ότι έχει αποφανθεί υπέρ της κρισιμότητας και νομιμότητάς της το δικαστικό συμβούλιο, κ.ο.κ.
Η πολιτεία παραδεκτώς καταπατά ατομικά δικαιώματα, αν αυτό είναι απολύτως απαραίτητο για την εξιχνίαση βαρύτατων εγκλημάτων και υπό τον όρο του προγενέστερου θεσμικού ελέγχου από δικαιοδοτικό όργανο. Απαγορεύεται απολύτως η υποβάθμιση του υπόπτου ή κατηγορουμένου σε δικονομικό αντικείμενο, το οποίο δεν δύναται να αρνηθεί οποιαδήποτε εξέταση.
Συνεπώς, από τη μία, επιτρέπεται κάθε είδους αποδεικτικό μέσο, αλλά, από την άλλη, όταν στρέφεται κατά του κατηγορουμένου, πρέπει να πληροί ορισμένες προϋποθέσεις για να διενεργηθεί.
Από τα παραπάνω συνάγεται ασφαλές συμπέρασμα, ότι και ο ανιχνευτής ψεύδους/ορός της αλήθειας είναι παραδεκτό αποδεικτικό μέσο σε μια ποινική διαδικασία, εφόσον το ζητήσει ο κατηγορούμενος, προκειμένου να αναδείξει την αθωότητά του. Έχει χρησιμοποιηθεί σε πολύκροτες δίκες και κατά το παρελθόν. Ειδικότερα, έλαβε χώρα το 2002, σε δίκη διπλής ανθρωποκτονίας και, αργότερα, το έτος 2013, κατά την διαδικασία ενώπιον του Μεικτού Ορκωτού Εφετείου Λαρίσης, ομοίως σε υπόθεση ανθρωποκτονίας.
Και το αποτέλεσμα που θα προκύψει από τον ορό της αλήθειας πρέπει ο δικαστής να το αξιολογήσει και να το σταθμίσει, σε σχέση πάντα και με τα λοιπά υπάρχοντα στοιχεία.
* Παναγιώτης Στ. Μπαλακτάρης, Δικηγόρος, μέλος Ένωσης Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr