Παναγιώτης Μπαλακτάρης: Οι καθυστερήσεις στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και το τεκμήριο ενοχής

Το Ποινικό Δίκαιο δεν τιμωρεί κάθε πράξη, αλλά αποσπασματικά εκείνες τις πράξεις που στοιχειοθετούν εγκλήματα

NEWSROOM
Παναγιώτης Μπαλακτάρης: Οι καθυστερήσεις στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και το τεκμήριο ενοχής

Πολύς λόγος γίνεται εδώ και χρόνια για την ορθή απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Διακρίνεται μάλιστα αυτή από την αστική και την διοικητική δικαιοσύνη κυρίως επειδή διακύβευση της πρώτης είναι η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας του ατόμου ―κίνδυνος απείρως σημαντικότερος από την επιδίκαση αποζημίωσης ή την ήττα σε ένα διοικητικό δικαστήριο. Αν θελήσει κάποιος να απαριθμήσει τα προβλήματα στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, θα του είναι σχετικά εύκολο, αλλά θα δυσκολευτεί στην ιεράρχησή τους. Το πιθανότερο βέβαια είναι ότι θα παραλείψει και μερικά, ορισμένα εκ των οποίων είναι σπουδαία. 

Το Ποινικό Δίκαιο δεν τιμωρεί κάθε πράξη, αλλά αποσπασματικά εκείνες τις πράξεις που στοιχειοθετούν εγκλήματα. Θα μπορούσαμε σχηματικά να πούμε ότι κάθε αδικοπραξία δεν είναι έγκλημα, ενώ κάθε έγκλημα είναι αδικοπραξία. Οι σοβαρότερες και βαρύτερες των αδικοπραξιών ερευνώνται από την ποινική δικαιοσύνη και παραπέμπονται προς εκδίκαση τα κατηγορούμενα πρόσωπα, όταν υφίστανται επαρκείς ενδείξεις εις βάρος τους. 

Πώς συμβαίνει, λοιπόν, και με τόσες ασφαλιστικές δικλίδες τα εκθέματα των ποινικών ακροατηρίων είναι τόσο βεβαρημένα που απαιτούνται κάθε τρεις και λίγο έκτακτα νομοθετήματα για την αποσυμφόρησή τους;

Οι περισσότεροι αναγνωρίζουν σαν βασικό πρόβλημα της ποινικής δικαιοσύνης την μεγάλη καθυστέρηση στην απονομή της. Πράγματι, οι εκκρεμείς εγκλήσεις στα πρωτοδικεία της χώρας είναι πάρα πολλές και εξ αυτών ανοίγονται ποινικές προδικασίες και διαδικασίες που κυριολεκτικά έχουν φρακάρει το σύστημα. Οι δικογραφίες πρέπει να ωριμάζουν, δηλαδή να ερευνώνται ενδελεχώς και αντικειμενικά. Στο πλαίσιο αυτό οι προανακριτικοί ή ανακριτικοί υπάλληλοι και οι ανακριτές υποχρεούνται να κάνουν το καθετί για την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας. Να εξετάζουν μάρτυρες, να διενεργούν ανακριτικές πράξεις, όπως αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη κ.α., να λαμβάνουν απολογίες των κατηγορουμένων. Η διαδικασία αυτή συνήθως χρονίζει, διότι οι προαναφερθείσες ενέργειες μπορεί να χρονίσουν δικαιολογημένα ή και αδικαιολόγητα. Δικαιολογημένα σε όλες τις περιπτώσεις τήρησης των δικαιωμάτων που προβλέπει ο νόμος, αδικαιολόγητα σε περιπτώσεις παρέλκυσης και παρακώλυσης της διαδικασίας. Η κρίση περί του αν απαιτείται η διενέργεια μιας ανακριτικής πράξης ή όχι επαφίεται στον ανακριτικό υπάλληλο και ανακριτή, οι οποίοι οφείλουν πρώτα να μελετήσουν και να κατανοήσουν εις βάθος μια υπόθεση και έπειτα να την διαχειριστούν, διατάσσοντας ό,τι δει. 

Οι κατηγορίες για την βραδύτητα στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης συχνά βαρύνουν τους δικηγόρους―συνηγόρους υπεράσπισης και υποστήριξης της κατηγορίας. Οι ταυτόχρονες επαγγελματικές τους υποχρεώσεις δεν διευκολύνουν την ταχεία εκδίκαση μιας υπόθεσης. Ιδίως όταν η υπόθεση αυτή έχει καθισμένους στο σκαμνί πολλούς κατηγορουμένους, οι οποίοι έχουν αναθέσει την υπεράσπισή τους σε περισσότερους συνηγόρους. Οι δικηγόροι δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών για τις καθυστερήσεις στις ποινικές διαδικασίες. 

Όπως είναι φυσικό το πρόβλημα αγγίζει και τους δικαστικούς λειτουργούς. Δικαστές και εισαγγελείς καλούνται να ερευνήσουν ποινικές υποθέσεις δίχως την κατάλληλη υλικοτεχνική υποδομή. Στα ανακριτικά γραφεία στοιβάζονται δικογραφίες, η εικόνα των οποίων κατατρύχει τους ανακριτές. Ποιες δικογραφίες να επεξεργαστούν πρώτα και ποιες κατόπιν; Και ίσως έχει προηγηθεί μια άτυπη διάκριση των υποθέσεων σε επείγουσες και σοβαρές, όμως είναι συχνό το φαινόμενο να είναι πολλές οι υποθέσεις που συγκεντρώνουν αυτά τα χαρακτηριστικά, με αποτέλεσμα να είναι ιδιαιτέρως δυσχερής η προτεραιοποίησή τους. Επιπλέον, ανακριτές και εισαγγελείς πολλάκις αναζητούν για μεγάλα χρονικά διαστήματα μάρτυρες ή/και κατηγορουμένους. Σε μεγάλο ποσοστό, επίσης, των σοβαρών υποθέσεων για τις οποίες παραγγέλλεται κύρια ανάκριση οι δικογραφίες πηγαινοέρχονται σε εισαγγελείς και ανακριτές, άλλοτε για την άσκηση συμπληρωματικής ποινικής δίωξης (αρμοδιότητα εισαγγελέα) και άλλοτε διότι οι ανακριτές προσεγγίζουν αλλιώς την υπόθεση στην ουσία της―είτε θεωρούν ότι δεν υφίστανται ενδείξεις βασιμότητας των κατηγοριών και εκδίδουν τυπική κλήση για τους κατηγορούμενους είτε θεωρούν ότι οι κατηγορίες πρέπει να μεταβληθούν επί τω αυστηρότερω. Δεν είναι και σπάνιες οι πολύκροτες υποθέσεις, για τον δικαστικό χειρισμό των οποίων απαιτούνται ειδικές γνώσεις και κατά συνέπεια αναμένεται για μεγάλο χρονικό διάστημα το πόρισμα κάποιου τεχνοκράτη. Ούτε οι υποθέσεις στις οποίες τα στοιχεία αναζητούνται σε χώρες του εξωτερικού κι έτσι ζητείται δικαστική συνδρομή. 

Όλες αυτές οι περιπτώσεις αντικειμενικά συμβάλλουν στην καθυστέρηση απονομής ποινικής δικαιοσύνης. 

Ωστόσο, η εφαρμογή του καταλυτικού για την ουσία των υποθέσεων τεκμηρίου της αθωότητας είναι το κρίσιμο μέγεθος για την αποσυμφόρηση της ποινικής δικαιοσύνης. Και στο στάδιο της ποινικής προδικασίας και στο στάδιο της κύριας διαδικασίας η εφαρμογή του θεμελιωδέστερου αξιώματος του τεκμηρίου αθωότητας παραμένει ζητούμενο και όχι δεδομένο. Είναι παράδοξο το γεγονός ότι το τεκμήριο της αθωότητας τυγχάνει ζητούμενο, παρ’ ότι αποτελεί (θεωρητικά, δυστυχώς, ακόμη) νομικό κεκτημένο. Αρχικά προβλεπόταν στο άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ «Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του». Μέσω του άρθρου 28 του Συντάγματος η διάταξη αυτή εντάχθηκε στην ελληνική έννομη τάξη, αλλά σπανίως τηρείτο. Η ευκολία με την οποία γινόταν δεκτή η φράση «όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά» υπερέβαινε την υπερνομοθετικής ισχύος αναστολή του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, λες και καμιά φορά ό,τι μοιάζει με καπνό δεν είναι απλώς ένα σύννεφο υπερβολικής σκόνης. 

Συχνά ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζεται σαν ένοχος μόνο και μόνο επειδή του έχει ασκηθεί ποινική δίωξη ή έχει παραπεμφθεί σε δίκη. Και εξ αυτής της αντίληψης πηγάζει σωρεία κακών, τα οποία συνεπάγονται μεγάλες καθυστερήσεις στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης.

Ειδικότερα, η θεώρηση του κατηγορουμένου σαν ενόχου άγει στο αντισυνταγματικό τεκμήριο ε ν ο χ ή ς. Εάν εκείνος που κατηγορείται στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης θεωρείται ένοχος, τότε ό,τι και να εισφέρει δια των εγγράφων εξηγήσεών του δεν θα γίνει πιστευτό. Έτσι, μετά την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης, θα του ασκηθεί ποινική δίωξη με πιο πιθανές προοπτικές αφενός μεν την παραπομπή στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, αν πρόκειται για πλημμέλημα ή την παραγγελία για την διενέργεια κύριας ανάκρισης, αν πρόκειται για κακούργημα. Με την σχεδόν αυτόματη παραπομπή στο ακροατήριο η υπόθεση προστίθεται στον μακρύ κατάλογο άλλων υποθέσεων και τούτο, διότι δεν λειτούργησε αποτελεσματικά το φιλτράρισμα στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης. Επίσης, με την παραγγελία για διενέργεια κύριας ανάκρισης η δικογραφία λαμβάνει την θέση της στον ήδη γεμάτο χώρο των ανακριτικών γραφείων. Καταγράφονται περιπτώσεις στις οποίες η άσκηση ποινικής δίωξης με τον ενδεδειγμένο δικονομικά τρόπο ήταν μονόδρομος, και άλλες στις οποίες ασκήθηκε ποινική δίωξη, διότι δεν εφαρμόστηκε το τεκμήριο της αθωότητας και του λοιπού θα επιβαρύνουν πινάκια και ανακριτικά τμήματα. 

Οι καθυστερήσεις στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης επιφέρουν και τιμωρία της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία που έχει αναφέρει ο δημοσιογράφος, κ. Τσιμπούκης, για τις αλλεπάλληλες καταδίκες της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, λόγω καθυστέρησης απονομής της δικαιοσύνης, που την φέρνουν στην τρίτη χειρότερη θέση σε «ευρωκαταδίκες» για παραβίαση του ευλόγου χρόνου, μετά την Ιταλία και την Τουρκία. Η Ελλάδα γι’ αυτές τις καταδίκες έχει καταβάλει πρόστιμα συνολικού ύψους 1.800.000 ευρώ και δικαστικά έξοδα 166.000 ευρώ. 

Είναι τέτοια η έκταση του προβλήματος που πλέον έχουμε εντάξει στο νομικό μας οπλοστάσιο και ελαφρυντικό για την μη εύλογη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου (άρθρο 84 παρ. 3 ΠΚ).

Έχει καταστεί, εν τούτοις, προφανές ότι η τιμωρία και η καταδίκη για τις καθυστερήσεις δεν ξορκίζουν το κακό. Όπως δεν το ξορκίζουν και τα βεβιασμένα νομοθετήματα. Η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης με την θεραπευτική χρήση του τεκμηρίου της αθωότητας μπορεί να αναπτύξει δυναμική πραγματικής κοσμογονίας στον χώρο του ποινικού δικαίου, αλλά και του σωφρονιστικού συστήματος. Αρκεί να κλείσουμε τα μάτια στο τεκμήριο ενοχής.

Ο Παναγιώτης Στ. Μπαλακτάρης είναι Δικηγόρος

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr