Παναγιώτης Μπαλακτάρης: Περίπτωση διπλής ανθρωποκτονίας στην Μακρυνίτσα – Ο νόμος περί ενδοοικογενειακής βίας χρήζει συμπλήρωσης για να μην θρηνήσουμε κι άλλα θύματα
Το κενό νόμου έγκειται στην ανυπαρξία θεσπισμένου ελέγχου των μερών ενός συμβάντος ενδοοικογενειακής βίας. Συγκεκριμένα, για τις περιπτώσεις όπου αποδεδειγμένα έχουν τελεσθεί εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας πρέπει καταρχάς να προβλεφθεί ρητώς καθημερινός έλεγχος των δραστών και των θυμάτων.
Ο φημισμένος φιλόσοφος του δικαίου, Ρόναλντ Ντουόρκιν, στο βιβλίο του «Η αυτοκρατορία του νόμου» αναφέρει ότι ο νόμος είναι «ξίφος, ασπίδα και απειλή». Ξίφος, διότι ο νόμος προσβάλλει-βάλλει-πλήττει όποιον τον παραβιάζει. Ασπίδα, διότι αποστολή του είναι να προστατεύει τους αδικούμενους και τους αδυνάτους. Απειλή, διότι συγχρόνως εκπροσωπεί την ισχυρή προειδοποίηση της Πολιτείας προς κάθε επίδοξο εγκληματία. Οι τρεις αυτές λειτουργικές ενέργειες του νόμου είναι απαραίτητες για την υγιή δυναμική μιας συντεταγμένης πολιτείας, στους κόλπους της οποίας η αρμονική συμβίωση είναι δικαίωμα και όχι πολυτέλεια.
Αφορμή για το παρόν σημείωμα αποτέλεσε το κενό νόμου, άλλως κενό ελέγχου, που διαπιστώθηκε στην τραγική υπόθεση της διπλής ανθρωποκτονίας στην Μακρυνίτσα Μαγνησίας. Εκεί ο εν διαστάσει σύζυγος μαχαίρωσε θανάσιμα την σύζυγό του και τον αδερφό της. Προτού, όμως, φτάσουμε στην διπλή τραγωδία, είχαν λάβει χώρα διάφορα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, τα οποία θα έπρεπε να οδηγήσουν τις Αρχές στον περιορισμό του δράστη.
Ειδικότερα, με βάση τα όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, είχε ξεκινήσει η διαδικασία για την ακούσια νοσηλεία του δράστη, η οποία δεν ολοκληρώθηκε, καθώς εκκρεμούσε μία ιατρική γνωμάτευση. Επίσης, δύο ημέρες πριν από την διάπραξη των ανθρωποκτονιών ο δράστης φέρεται να είχε χειροδικήσει εις βάρος της εν διαστάσει συζύγου του και της μητέρας της, οι οποίες για τον λόγο αυτόν είχαν διακομιστεί στο νοσοκομείο. Οι πληροφορίες λένε ότι είχε συλληφθεί και κρατηθεί για κάποιες ώρες, αλλά τελικά αφέθηκε ελεύθερος. Τούτο κατέστη εφικτό είτε με προσωπική απόφαση του διοικητή ή του αξιωματικού υπηρεσίας του αστυνομικού τμήματος το οποίο είχε επιληφθεί είτε με προφορική εντολή του αρμοδίου εισαγγελέως. Και εδώ πλέον εγείρονται ορισμένα αμείλικτα ερωτήματα, όπως γιατί αφέθηκε ελεύθερος, ενώ είχε απασχολήσει και στο παρελθόν; Και γιατί δεν εκτιμήθηκε το γεγονός της εκκρεμούς διαδικασίας ακούσιας νοσηλείας;
Άλλωστε, αν ο δράστης είχε κρατηθεί και εν συνεχεία μεταχθεί στο αυτόφωρο για να δικαστεί, είναι λίαν πιθανό να είχαν αποτραπεί οι αποτρόπαιες ανθρωποκτονίες, δια της επανακράτησής του κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 419 ΚΠΔ ή δια της επιβολής περιοριστικών όρων από το δικαστήριο κατ’ άρθρο 12 παρ. 1 Ν. 3500/2006.
Επιπροσθέτως, δυνάμει του άρθρου 18 του Ν. 3500/2006 «1. Σε περίπτωση διαπράξεως εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας είναι δυνατόν, αν υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες κρίνεται απαραίτητο για την προστασία της σωματικής και ψυχικής υγείας του θύματος, να επιβληθούν στον κατηγορούμενο από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο στο οποίο παραπέμπεται να δικασθεί ή από τον αρμόδιο ανακριτή ή από το δικαστικό συμβούλιο ή από τον εισαγγελέα που έχει επιληφθεί της υπόθεσης με αιτιολογημένη διάταξή του, κατά της οποίας επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών, και για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται, περιοριστικοί όροι, όπως ιδίως η απομάκρυνσή του από την οικογενειακή κατοικία, η μετοίκησή του, η απαγόρευση να προσεγγίζει τους χώρους κατοικίας ή και εργασίας του θύματος, κατοικίες στενών συγγενών του, τα εκπαιδευτήρια των παιδιών και ξενώνες φιλοξενίας. Όποιος παραβιάζει τον περιοριστικό όρο που του έχει επιβληθεί τιμωρείται με φυλάκιση» (η έμφαση δική μου).
Ουδεμία εκ των ανωτέρω νομίμων ενεργειών φαίνεται να αναλήφθηκε στην προκειμένη περίπτωση. Δεν απαγορεύθηκε στον δράστη των αδικημάτων της ενδοοικογενειακής βίας να προσεγγίζει τον χώρο κατοικίας του θύματος ούτε του επιβλήθηκε κάποιος άλλος περιοριστικός όρος. Άμεσο τραγικό αποτέλεσμα ήταν η ότι η εν διαστάσει σύζυγός του και οι συγγενείς της ήταν απροστάτευτοι στις εγκληματικές του διαθέσεις. Κατά πληροφορίες, είχε αιτηθεί η θανούσα την λήψη ασφαλιστικών μέτρων εις βάρος του, αλλά τούτο επαφιόταν στην δική της πρωτοβουλία και όχι στην δικαιούμενη προστασία της από το κράτος.
Ήδη, διετάχθη κατεπείγουσα προκαταρκτική έρευνα από τον Εισαγγελέα Εφετών, κ. Δασκαλόπουλο, την διενέργεια της οποίας ανέθεσε σε αντεισαγγελέα Εφετών. Σκοπός της έρευνας είναι η εύρεση των αιτιών που ο δράστης κυκλοφορούσε ελεύθερος.
Εν ολίγοις, έχει διαγνωσθεί κενό νόμου και κενό ελέγχου. Εξηγώντας αντιστρόφως αυτά τα δύο θεσμικά ελλείμματα, λεκτέα τα κάτωθι.
Το κενό ελέγχου εντοπίζεται σε δύο σημεία. Πρώτον, στην μη επιβολή περιοριστικών όρων εις βάρος του δράστη από τον αρμόδιο εισαγγελέα, μόνο και μόνο εξαιτίας της αποδεδειγμένης διάπραξης αδικημάτων ενδοοικογενειακής βίας. Δεύτερον, στην μη παραπομπή του στο αυτόφωρο, όταν συνελήφθη και κρατήθηκε για κάποιες ώρες στο οικείο αστυνομικό τμήμα, παρ’ ότι αυτή είναι υποχρεωτική όπως επιτάσσει το άρθρο 17 παρ. 2 Ν. 3500/2006. Υπενθυμίζεται ότι τα αδικήματα για τα οποία κατηγορήθηκε διώκονται αυτεπαγγέλτως κατ’ άρθρο 17 παρ. 1 Ν. 3500/2006.
Η ανωτέρω αδράνεια των κρατικών οργάνων προξενεί αλγεινή εντύπωση, δεδομένου ότι στις 04 Νοεμβρίου 2019 εκδόθηκε δελτίο τύπου της Ελληνικής Αστυνομίας[1], το οποίο ενημέρωνε για την έναρξη λειτουργίας των Υπηρεσιών Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας. Όπως χαρακτηριστικά αναγιγνώσκουμε στο δελτίο: «Το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας, ένα έγκλημα που αγγίζει την καθημερινότητα των πολιτών και κυρίως των ευάλωτων ανθρώπων, είναι στο επίκεντρο της νέας στρατηγικής πρόληψης της βίας που υλοποιεί πλέον το Υπουργείο και η Ελληνική Αστυνομία… Με τις νέες Υπηρεσίες δίνουμε φωνή στα θύματα και σπάμε τον κύκλο της σιωπής και των στερεοτύπων, η βία κάθε μορφής είναι έγκλημα και η Ελληνική Αστυνομία υποστηρίζει τα θύματα και επιβάλλει το νόμο… Με τη ρύθμιση αυτή οι υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας τυγχάνουν εξειδικευμένης υποστήριξης από προσωπικό το οποίο είναι κατάλληλα εκπαιδευμένο για τη διαχείριση αυτών των περιστατικών σε επίπεδο Νομού και Περιφέρειας…». Και παρακάτω: «Η λειτουργία των Υπηρεσιών Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας έχει ως στόχο: … Την πρόληψη και την αντιμετώπιση των εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας… Το συντονισμό όλων των εμπλεκομένων υπηρεσιών και τη συστηματική παρακολούθηση των υποθέσεων…». Στην καταληκτική πρόταση του ανωτέρω δελτίου της ΕΛ.ΑΣ. αναφέρεται ότι Γραφείο Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας υφίσταται στην Διεύθυνση Αστυνομίας κάθε νομού. Άρα, εν προκειμένω, στον Βόλο.
Εγείρεται, λοιπόν, σωρεία ερωτημάτων τα οποία απαιτούν απαντήσεις. Ενημερώθηκε από το οικείο αστυνομικό τμήμα ή από την εισαγγελία το Γραφείο Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας Βόλου; Αν δεν ενημερώθηκε, γιατί δεν ενημερώθηκε και με ευθύνη τίνος; Αν ενημερώθηκε, σε ποιες απτές ενέργειες προέβη, εκτελώντας την αποστολή του; Αν αδράνησε, γιατί αδράνησε και με ευθύνη τίνος;
Το κενό νόμου έγκειται στην ανυπαρξία θεσπισμένου ελέγχου των μερών ενός συμβάντος ενδοοικογενειακής βίας. Συγκεκριμένα, για τις περιπτώσεις όπου αποδεδειγμένα έχουν τελεσθεί εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας πρέπει καταρχάς να προβλεφθεί ρητώς καθημερινός έλεγχος των δραστών και των θυμάτων. Είτε με αυτοπρόσωπη παρουσία εκείνων στο οικείο Γραφείο Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας είτε με απροειδοποίητο επιτόπιο έλεγχο των υπηρετούντων στο Γραφείο αυτό στους χώρους κατοικίας ή εργασίας δραστών και θυμάτων. Η στενή παρακολούθηση αυτών των υποθέσεων και η ταυτόχρονη καθημερινή αναφορά στον αρμόδιο εισαγγελέα είναι οι μόνες ικανές και αναγκαίες συνθήκες για την αποτροπή στυγερών εγκλημάτων, τα οποία εκκινούν από τον έγγαμο βίο. Ο καθημερινός έλεγχος ισχυροποιεί την αποτελεσματικότητα της αποτροπής διάπραξης εγκλημάτων από τους επίδοξους δράστες, ενώ η καθημερινή αναφορά των εξελίξεων στον εισαγγελέα από τους αστυνομικούς απομακρύνει ουσιωδώς το ενδεχόμενο χαλάρωσης του ελέγχου.
Θα αποδίδει καρπούς ο αποτελεσματικός καθημερινός έλεγχος και η καθημερινή αναφορά των γεγονότων, διότι έτσι θα είναι σε θέση η εισαγγελία ή οι ανακριτές και τα δικαστήρια να επιβάλουν στους δράστες τούς ενδεδειγμένους περιοριστικούς όρους, ώστε να τους αποτρέψουν από τα χειρότερα.
Η θέσπιση ουσιαστικού ελέγχου των μερών σε αυτές τις περιπτώσεις είναι εκ των ων ουκ άνευ για να μην θρηνήσουμε κι άλλα θύματα. Είναι πολλά τα εν διαστάσει (ή και διαζευγμένα) ζευγάρια στην Ελλάδα και, στην πλειονότητά τους, οι γυναίκες φοβούνται τον σύζυγο και τις αντιδράσεις του. Ο νόμος πρέπει να συμπληρωθεί και μάλιστα άμεσα. Τοιουτοτρόπως, εκτός από ξίφος και απειλή θα είναι και ασπίδα.
Ο Παναγιώτης Στ. Μπαλακτάρης είναι Δικηγόρος
[1] http://www.minocp.gov.gr/index.php?option=ozo_content&lang=GR&perform=view&id=6960&Itemid=692
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Παναγιώτης Σ. Παναγιωτόπουλος: Ο Πρώτος Ποινικός Κώδικας των Επαναστατημένων Ελλήνων: “Το Απάνθισμα των Εγκληματικών” – 17 Απριλίου 1823 Αναστάσιος Γ. Ηλίας: Διεύρυνση της έννοιας του «εννόμου συμφέροντος» με την από 24-03-2021 απόφαση του ΔΕΕ Γιάννης Α. Γλύκας – Χριστίνα Ι. Βαθειά : “Σύλληψη με έκδοση εντάλματος μετά από έγκληση για κακουργηματική πράξη” Δημήτρης Γκαβέλας: Ποινική Δίκη εξ αποστάσεως με τεχνικά μέσα – Ασυμβατότητα με τις συνταγματικές επιταγές και τις θεμελιώδεις αρχές της Ποινικής ΔικονομίαςΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr