Παναγιώτης Μπαλακτάρης: Η μαγνητοφώνηση της δίκης στο Ειδικό Δικαστήριο

Η ποινική δικαιοσύνη δεν πρέπει να απονέμεται «υπό σκιάν», αλλά υπό το φως του ήλιου, ιδίως σε τόσο σοβαρές υποθέσεις που ενεργοποιούν το ουσιώδες δημόσιο συμφέρον.

NEWSROOM
Παναγιώτης Μπαλακτάρης: Η μαγνητοφώνηση της δίκης στο Ειδικό Δικαστήριο

Το Ειδικό Δικαστήριο απέρριψε, στην δικάσιμο της 26ης-9-2022, το αίτημα της υπεράσπισης του πρώην υπουργού Δ. Παπαγγελόπουλου και της εισαγγελέως Ε. Τουλουπάκη για τηλεοπτική κάλυψη της δίκης. Η απόφαση ελήφθη με πλειοψηφία 8-5 και όχι ομόφωνα. Η μειοψηφία είναι ισχυρή και κατ’ επέκταση σημαντική. Σημειωτέον ότι η εισαγγελέας της έδρας πρότεινε υπέρ της αποδοχής του σχετικού αιτήματος, κάτι που δεν συναντάμε συχνά στην δικαστική πρακτική.

Τί προβλέπει ο νόμος

Το αίτημα για τηλεοπτική προβολή της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου βασίστηκε στις προβλέψεις του νόμου 3090/2002.  Σύμφωνα με το άρθρο 8 αυτού: «1. Η ολική ή μερική μετάδοση από την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο, καθώς και η κινηματογράφηση και μαγνητοσκόπηση της δίκης ενώπιον ποινικού, πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου απαγορεύεται. Κατ’ εξαίρεση, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει τις ενέργειες αυτές, εφόσον συναινούν ο εισαγγελέας και οι διάδικοι και συντρέχει ουσιώδες δημόσιο συμφέρον. 2. Η μετάδοση από την τηλεόραση ή η κινηματογράφηση ή μαγνητοσκόπηση ή φωτογράφηση των προσώπων που οδηγούνται ενώπιον των δικαστικών ή εισαγγελικών ή αστυνομικών και λοιπών αρχών απαγορεύεται.»

Ο νομοθέτης όρισε, αρχικά, ως υποχρεωτική τη συμφωνία των διαδίκων και του εισαγγελέα. Εάν ένας εξ αυτών διαφωνεί, η μετάδοση, η κινηματογράφηση και η μαγνητοσκόπηση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Εν συνεχεία, πρέπει να εξετάζεται συμπλεκτικά και η συνδρομή  ο υ σ ι ώ δ ο υ ς  δημοσίου συμφέροντος. Ουσιώδες είναι το δημόσιο συμφέρον που αφορά και την κοινωνία των πολιτών και το κράτος. Ουσιώδες ασφαλώς θεωρείται το δημόσιο συμφέρον, όταν κατηγορούνται για εγκλήματα πρώην κυβερνητικά στελέχη, ως φορείς της εκτελεστικής εξουσίας, καθώς επίσης και εν ενεργεία δικαστικοί λειτουργοί, ως φορείς της δικαστικής εξουσίας. Και μάλιστα επιτείνεται η αναγνώριση τού ουσιώδους χαρακτήρα από την περιγραφή των ειδικότερων αξιόποινων πράξεων. Αυτές, στην υπό κρίση υπόθεση, έχουν να κάνουν με τον αθέμιτο και παράνομο επηρεασμό άλλων δικαστικών λειτουργών, σχετικά με τον χειρισμό εκκρεμών δικαστικών διαδικασιών. Επιπλέον, αφορούν την παράλειψη δίωξης πολιτικών προσώπων.

Οι κατηγορίες, λοιπόν, και μόνο αποπνέουν ένα εκτεταμένο κλίμα διαφθοράς και πολιτικής συναλλαγής. Αν αυτά ισχύουν, τότε προφανώς το πρόβλημα του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας είναι μείζον. Αν δεν ισχύουν, θα πρέπει να αποδοθούν οι κατηγορούμενοι στην κοινωνία άσπιλοι. Σε κάθε περίπτωση, το άμεσο ενδιαφέρον των πολιτών είναι να γνωρίζουν τα δίκτυα της διαφθοράς, αν υπάρχουν τέτοια και ποια είναι, όπως και πόσο βαθιά έχουν εισχωρήσει στον κρατικό μηχανισμό. Εν άλλοις, πόσο επηρεάζεται η κρατική λειτουργία από παράνομες εντολές και κατευθυνόμενες καταστάσεις. Δεν υπάρχει, πιστεύω, ούτε ένας πολίτης, πολλώ δε μάλλον νομικός, ο οποίος να μην αποδέχεται το ακριβές του ανωτέρω συλλογισμού.

Με απλά λόγια, αγγίζει τον πυρήνα του κράτους δικαίου το ενδεχόμενο ένας υπουργός και μία δικαστής να «έστηναν» υποθέσεις.

Κατά συνέπεια, φυσικά και είναι έμπρακτη εκδήλωση ουσιώδους δημοσίου συμφέροντος το πλέγμα της υπόθεσης που θα κριθεί από το Ειδικό Δικαστήριο.

Εγγύηση της δίκαιης δίκης αποτελεί και η δημοσιότητα της συνεδρίασης του δικαστηρίου (άρθρ. 329 ΚΠΔ). Η ελεύθερη και ανεμπόδιστη πρόσβαση των πολιτών σε δικαστική αίθουσα εξυπηρετεί, αφενός μεν, την αποφυγή έκδοσης αυθαίρετων, ήτοι αναιτιολόγητων, δικαστικών αποφάσεων και αφετέρου δε, την οικοδόμηση της εμπιστοσύνης των πολιτών στη δικαιοσύνη. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον υποχρεωτικά οι θύρες των δικαστικών αιθουσών παραμένουν ανοιχτές καθ’ όλη τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, πλην ορισμένων εξαιρέσεων (διεξαγωγή της δίκης κεκλεισμένων των θυρών, κ.λπ.). Η δυνατότητα του κοινού να παρακολουθήσει μια δίκη πραγματώνει την άμεση δημοσιότητα. Αυτή αντιδιαστέλλεται προς την έμμεση δημοσιότητα, δηλαδή την δημοσιογραφική κάλυψη της δίκης. Η τελευταία ρυθμίζεται από τις ήδη αναφερθείσες διατάξεις του νόμου 3090/2022.

Τί ισχύει στην δικαστική πρακτική

 

Η πρώτη σημαντική εφαρμογή του ως άνω νόμου δοκιμάστηκε στην πολύκροτη δίκη της 17Ν, το 2003. Τότε δεν επιτράπηκε η βιντεοσκόπηση κ.λπ. της διαδικασίας, ώστε να μην δοθεί βήμα στους τρομοκράτες να προβούν σε μανιφέστα. Αναπτύχθηκε, πριν τη δίκη, μια ολόκληρη συλλογιστική, σύμφωνα με την οποίαν οι κατηγορούμενοι θα χρησιμοποιούσαν την τηλεοπτική προβολή για να προβάλουν τα αποτρόπαια εγκλήματά τους, εξέλιξη την οποίαν η συντεταγμένη πολιτεία όφειλε να απαγορεύσει.

Έκτοτε, καμία δίκη δεν έχει μεταδοθεί απευθείας, τηλεοπτικά ή ραδιοφωνικά. Η έμμεση δημοσιότητα περιορίζεται στα ρεπορτάζ των συνήθως έμπειρων δημοσιογράφων, οι οποίες/-οι καλύπτουν την υπό εκδίκαση υπόθεση. Οι δημοσιογράφοι αναμεταδίδουν όσα συμβαίνουν εντός της δικαστικής αίθουσας, χωρίς να μπορούν να μεταδώσουν μέσω των κινητών τους τηλεφώνων, για παράδειγμα, την διαδικασία.

Τί επιβάλλεται να γίνεται σε πολύ σοβαρές υποθέσεις, με προεκτάσεις στον δημόσιο βίο

Ενώ τα παραπάνω συνιστούν, αντικειμενικά, τροχοπέδη στην πλήρη ενημέρωση του κοινού για τις λεπτομέρειες της ποινικής διαδικασίας, υπάρχει η νόμιμη οδός για να πληροφορείται το κοινό τα πάντα. Μπορεί η απευθείας μετάδοση, η κινηματογράφηση και η μαγνητοσκόπηση να απαγορεύονται∙ ωστόσο, η μαγνητοφώνηση-ηχογράφηση του συνόλου της διαδικασίας δεν απαγορεύεται, αλλά επιτρέπεται. Και, στη συγκεκριμένη περίπτωση του Ειδικού Δικαστηρίου επιβάλλεται! Σύμφωνα με την βαρύνουσα και κρατούσα νομική θέση του προέδρου της πρωτοβάθμιας δίκης της 17Ν, σπουδαίου δικαστή, Μ. Μαργαρίτη, «η «μαγνητοσκόπηση», κατά την κοινή γλώσσα δεν νοείται ότι περιλαμβάνει και τη «μαγνητοφώνηση» της δίκης, η οποία δεν μπορεί να απαγορευθεί (βλ. απόφ. στη δίκη για τη συμμετοχή στην ΕΟ της 17Ν του ΤριμΕφΚακ ΠΧ ΝΔ 993∙ βλ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, στο οικείο λήμμα∙ πρβλ. και διατύπωση άρθρ. 370Β ΠΚ και 35 παρ. 4 του ν. 2172/93 που καταργήθηκε). Άλλωστε τούτο θα δυσχέραινε στο έπακρο και το έργο των δημοσιογράφων…» Και συμπληρώνει ο Μ. Μαργαρίτης «είναι φυσικά αυτονόητο ότι απαγορεύεται η ραδιοφωνική μετάδοση των μαγνητικών εγγράφων»[1].

Η μαγνητοφώνηση της διαδικασίας στο ποινικό ακροατήριο έχει προηγούμενο: έγινε σε δίκες που απασχόλησαν την κοινή γνώμη, όπως η δίκη της αρπαγής του εφοπλιστή Παναγόπουλου, η δίκη για τα ακίνητα στην Αιξωνή, η δίκη της Χρυσής Αυγής και σε άλλες. Η μαγνητοφώνηση της διαδικασίας στο ποινικό ακροατήριο παρέχει την δυνατότητα της από-μαγνητοφώνησης των διαλαμβανομένων σε αυτό. Έτσι, ευχερώς θα μπορούσαν να συνταχτούν και να διατεθούν στους πολίτες τα πλήρη πρακτικά της διαδικασίας στο Ειδικό Δικαστήριο. Και κάθε πολίτης θα δύναται να παρακολουθεί την διαδικασία και να διαπιστώνει, σε κάθε συνεδρίαση, την εξέλιξή της, να διαβάζει τις καταθέσεις των μαρτύρων, κ.ο.κ.

Παρεμπιπτόντως, αυτός είναι κι ένας τρόπος κοινωνικής συν-αντίληψης σε ό,τι έχει να κάνει με την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης.

Η ποινική δικαιοσύνη δεν πρέπει να απονέμεται «υπό σκιάν», αλλά υπό το φως του ήλιου, ιδίως σε τόσο σοβαρές υποθέσεις που ενεργοποιούν το ουσιώδες δημόσιο συμφέρον.

Η δημοκρατία απαιτεί διαφάνεια των κρατικών ενεργειών.

Υπό αυτό το πρίσμα, η μαγνητοφώνηση της δίκης στο Ειδικό Δικαστήριο και η παρουσίασή της στους πολίτες επιβάλλεται.

[1] Μ. Μαργαρίτης-Α. Μαργαρίτη, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Θεωρία-Νομολογία, Π. Ν. Σάκκουλας, 2020, σελ. 904.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr