Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος: Από το 1215 στο 2024 – Μία σημείωση για τους Ποινικούς Κώδικες

"Η ποινική λειτουργία της πολιτείας, ως θεμελιώδης λειτουργία κάθε δημοκρατικά συγκροτημένης και φιλελεύθερα προσανατολισμένης πολιτείας, οφείλει να εφαρμόζει και να εγγυάται τη δημοκρατική νομιμότητα και το θεσμό της δίκης, ως μιας διαδικασίας ενώπιον ανακριτικών αρχών και δικαστηρίου προς απονομή δικαιοσύνης"

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος: Από το 1215 στο 2024 – Μία σημείωση για τους Ποινικούς Κώδικες dikastiko.gr
  1. Για τους ψηφιζόμενους σήμερα ποινικούς κώδικες, μια μικρή σημείωση. Αρχίζει από το 1215, έτος που εισήχθη με την αγγλική Magna Charta Libertatum του Ιωάννη του Ακτήμονα, η αρχή nullum crimen nulla poena sine processu, και φθάνει μέχρι σήμερα. Με την Magna Charta μάλλον εισήχθη η ανωτέρω θεμελιώδης δικονομική αρχή nullum crimen nulla poena sine processu και δόθηκαν δικονομικές εγγυήσεις για τους δικαζόμενους, και υπήρξε και γενική απαγόρευση της δικαστικής αυθαιρεσίας, παρά εισήχθη η αρχή nullum crimen nulla poena sine lege.
  2. 2. Η ποινική λειτουργία της πολιτείας, ως θεμελιώδης λειτουργία κάθε δημοκρατικά συγκροτημένης και φιλελεύθερα προσανατολισμένης πολιτείας, οφείλει να εφαρμόζει και να εγγυάται τη δημοκρατική νομιμότητα και το θεσμό της δίκης, ως μιάς διαδικασίας ενώπιον ανακριτικών αρχών και δικαστηρίου προς απονομή δικαιοσύνης, αλλά με όλες τις συνιστώσες αυτού (: διάβαζε τις εγγυήσεις) για μια δίκαιη δίκη. Και τούτο, διότι η τιμώρηση των εγκλημάτων δεν μπορεί να γίνεται στην τύχη, αλλά   μόνο κατά την οργανωμένη και πειθαρχημένη μορφή της δίκης. Αυτή δε η θεμελιώδης αρχή nullum crimen nulla poena sine processu αποτελεί ιστορικά μια από τις πρώτες κατακτήσεις του φιλελεύθερου πνεύματος στην περιοχή της ποινικής δικαιοσύνης και της δικαιοσύνης γενικότερα.
  3. Σε ένα χώρο, ως του ποινικού δικαίου, που η ποινική λειτουργία της πολιτείας εκδηλώνεται σε ακραίο βαθμό με καταναγκασμό, κυρώσεις και ποινές και υπογραμμίζεται με έμφαση η αυθεντία της κρατικής εξουσίας, η προσωπική και κοινωνική υπόσταση του υπόπτου, του κατηγορουμένου, του διωκόμενου πολίτη, τίθενται σε σκληρή δοκιμασία. Διότι το πανίσχυρο κράτος με τις ποινές και τις κυρώσεις μπορεί να καταπολεμήσει όχι μόνο το έγκλημα, αλλά και να καταπιέσει συνειδήσεις, να καταπνίξει δίκαια διαμαρτυρόμενες φωνές και να εξοντώσει αθώους.
  4. Είναι ευνόητο, λοιπόν, τόσο για την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών όσο και γι’ αυτό το ίδιο το κύρος της Πολιτείας, ότι απαιτείται έλλογη (αυτο)δέσμευση της τελευταίας, ώστε να καθιερώσει και οργανώσει μια πειθαρχημένη διαδικασία δίκης, μιας και όπως έλεγε ο Μοντεσκιέ «Από της απόψεως της ουσιαστικής απονομής της δικαιοσύνης ουδέν απησχόλησε τόσον το ανθρώπινον γένος όσον οι κανόνες της ποινικής διαδικασίας».
  5. Η προδικασία, είναι το κατεξοχήν τμήμα της ποινικής διαδικασίας όπου  δοκιμάζεται η αντοχή του ποινικού συστήματος, διότι σε αυτό επιχειρούνται από τα αρμόδια ανακριτικά όργανα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, η διενέργεια των οποίων εξ ορισμού προϋποθέτει τη μικρότερη ή μεγαλύτερη προσβολή ενός ατομικού δικαιώματος. Είναι δε δυνατό να φτάσει η προσβολή μέχρι και στην στέρηση της προσωπικής ελευθερίας (σύλληψη, προσωρινή κράτηση). Έτσι η σύνολη ποινική δίκη (προδικασία και διαδικασία στο ακροατήριο) αποτελεί το πεδίο στο οποίο κρίνεται η αποτελεσματικότητα της προστασίας ολόκληρης σειράς θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα. Και γι’ αυτό το ποινικό δικονομικό δίκαιο χαρακτηρίζεται ως «εφαρμοσμένο συνταγματικό δίκαιο» και ότι είναι, κατά την ρήση του C. Roxin, «ο σεισμογράφος της συνταγματικής τάξης» κάθε πολιτείας.
  6. Αυτόματα, λοιπόν, ανακύπτει το  γεγονός της γέννησης, της ανάπτυξης και της σύγκρουσης στην ποινική δίκη   δύο εκ διαμέτρου αντίθετων συμφερόντων: Αφενός του συμφέροντος της Πολιτείας, που απαιτεί άμεση και ταχεία αποκάλυψη του εγκλήματος και τιμωρία του δράστη της αξιόποινης πράξης, προκειμένου δι’ αυτού του τρόπου να αποκατασταθεί η δικαιϊκή τάξη και αρμονία, αφετέρου του συμφέροντος  του διωκόμενου πολίτη, το οποίο απαιτεί προσεκτική έρευνα των πραγματικών περιστατικών και των συνθηκών τέλεσης του εγκλήματος και ευλαβή τήρηση των δικονομικών τύπων, ώστε να εξασφαλισθεί  ότι θα διεξαχθεί μία άψογη και δίκαιη διαδικασία η οποία θα οδηγήσει σε πλήρη ανάδειξη και απόδειξη της ουσιαστικής αλήθειας. Ο καθηγητής Ν. Ανδρουλάκης πολύ χαρακτηριστικά τονίζει ότι «η [ποινική] δίκη οφείλει να είναι προσανατολισμένη όχι μόνο στην ανάγκη προστασίας της κοινωνίας με την καταστολή του εγκλήματος, αλλά και στην ανάγκη προστασίας του συγκεκριμένου κατηγορουμένου με την εξασφάλιση σ’ αυτόν όλων εκείνων των μέσων που χρειάζεται για να αποσείσει την ενδεχομένως άδικη κατηγορία».
  7. Συνεπώς, το θεμελιώδες πρόβλημα – δίλημμα του ποινικού δικονομικού δικαίου έγκειται στον τρόπο εξισορρόπησης των δύο ως άνω αντίρροπων συμφερόντων. Η εξισορρόπηση πρέπει να είναι τέτοια, «εν πνεύματι ουσιαστικής δικαιοσύνης» έλεγε ο Ν. Χωραφάς,, που να καλύπτει αφενός ικανοποιητικά τις ανάγκες  προστασίας της έννομης τάξης, αλλά που να διαφυλάττει και να σέβεται το πρόσωπο και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια του εγκληματήσαντος ατόμου αφετέρου. Πάντως, είναι κοινή η θέση, ότι το προβάδισμα πρέπει να αποδοθεί στην προστασία του ατόμου, ακολουθούντες έτσι την (πρωτοποριακή όταν πρωτοδιατυπώθηκε) άποψη του Ν. Ανδρουλάκη, ο οποίος τόνιζε ότι από τις αντιτιθέμενες ως άνω «ανάγκες προστασίας», στις οποίες καλείται να ανταποκριθεί το ποινικό δικονομικό δίκαιο, «το προβάδισμα ανήκει καταρχήν στην προστασία του ατόμου».
  8. Είναι δε νοητό, ότι το αίτημα της διασφάλισης του ατόμου, δεν αφορά μόνο τον κατηγορούμενο της συγκεκριμένης περίπτωσης, «αλλά έχει μιαν ολκή γενικότερη και καθολικότερη, αφορά δηλαδή στον καθένα από εμάς». Και κάνοντας ο Ν. Ανδρουλάκης μνεία της περίφημης ρήσης του Beling, ότι δηλαδή: «το εάν θα τελέσουμε ή όχι μια αξιόποινη πράξη εξαρτάται από εμάς, όμως το αν θα βρεθούμε στο εδώλιο του κατηγορουμένου δεν εξαρτάται από εμάς», επισημαίνει ότι πλείστοι όσοι παράγοντες, όπως η σύγχυση των στοιχείων ταυτότητας, η ψευδής καταμήνυση, η πολιτική σκοπιμότητα ή και η πλάνη των διωκτικών αρχών, μπορούν να εμπλέξουν τον καθένα μας στο δίχτυα της ποινικής δικαιοσύνης, καταλήγοντας στην άποψη ότι η ανάγκη προστασίας του ατόμου αποτελεί τον βασικό προσδιοριστικό παράγοντα της μορφής, την οποία οφείλει να προσλάβει η αληθινή, η χρηστή, η δίκαιη δίκη. 
  9. Μόλις χρειάζεται να τονιστεί ότι τα ανωτέρω, κατά λίαν αξιοπρόσεκτο τρόπο, είχαν τεθεί από πολύ παλιά τόσο στη θεωρία του Ελληνικού Ποινικού Δικονομικού Δικαίου όσο και νομοθετικά. Έτσι, ο Κ. Κωνσταντόπουλος έγραφε εν έτει 1871, ότι προκειμένου η Πολιτεία να  καταπολεμήσει το έγκλημα και να αποκαταστήσει τα προσβληθέντα δίκαια, είναι εύλογο και αναγκαίο να χορηγηθεί σ’ αυτήν  «πάσα η εξουσία, δια της χρήσεως της οποίας δύναται να φθάση ασφαλέστερον εις τον σκοπόν, όν επιδιώκει. Αλλά και εκείνοι, καθ’ ών το έργον της πολιτείας απευθύνεται, ούς υπολαμβάνει εκάστοτε ως παραβάτας των ποινικών νόμων, και ών περιέρχεται ούτως εν κινδύνω η ελευθερία, η περιουσία, η τιμή, η ζωή, έχουσι το δικαίωμα και καθήκον να περιφρουρήσωσι και υπερασπίσωσι τα αγαθά ταύτα, και να διατηρήσωσιν αυτά ως οίον τε άθικτα, μέχρις ού ήθελεν αναγνωρισθή οριστικώς η ενοχή των. Ένεκα τούτου δικαιούνται να εποπτεύωσι τας εργασίας της πολιτείας, να ελέγχωσι την νομιμότητα ή σκοπιμότητα αυτών, και να διαμφισβητώσι τα τελικά αυτής συμπεράσματα. Εντεύθεν έπεται, ότι περί της ικανοποιήσεως δύο ιερών επίσης, αλλ’ υπό τινα έποψιν αντιθέτων, δικαιωμάτων και συμφερόντων οφείλει να μεριμνήση συγχρόνως η Ποινική Δικονομία, περί του δικαιώματος και συμφέροντος της κοινωνίας προς ταχείαν και δικαίαν τιμωρίαν των αδικημάτων, και περί του δικαιώματος και συμφέροντος των κατηγορουμένων προς περιφρούρησιν και υπεράσπισιν των ιδίων δικαίων. Εις τον εντελέστερον συμβιβασμόν των αντιθέτων τούτων δικαιωμάτων και συμφερόντων πρέπει να αφορώσι πάντοτε οι εν τη Ποινική Δικονομία διαγραφόμενοι κανόνες και διατυπώσεις». 
  10. Ακολούθως, και αυτή η ίδια, η από 20 Ιουλίου 1950, προς την Βουλήν των Ελλήνων, «Έκθεσις Γενικής Εισηγήσεως επί του Σχεδίου Νόμου ‘Περί κυρώσεως του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας’» ανέφερε ότι «το υπό κρίσιν Σχέδιον Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, εν τω συνόλω του λαμβανόμενον, διασφαλίζει κατά τον προσφορότερον, ταχύτερον και μάλλον πρακτικόν τρόπον τας βασικάς αρχάς της φιλελευθέρας και δημοκρατικής διεξαγωγής της ποινικής ανακρίσεως και ποινικής δίκης και […] συνθέτει τας δύο μεγάλας ηθικάς και κοινωνικάς ανάγκας της πλήρους κατοχυρώσεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτου αφ’ ενός και της αποτελεσματικής προστασίας της Πολιτείας και της εννόμου τάξεως από των εγκληματικών προσβολών αφ’ ετέρου».  Από την ανωτέρω περικοπή της «Εκθέσεως Γενικής Εισηγήσεως» του ΣχΚΠΔ, ασφαλώς πρέπει να εξαρθεί με έμφαση το γεγονός ότι στην στάθμιση των δύο «μεγάλων ηθικών και κοινωνικών αναγκών», προτάσσεται η ανάγκη της πλήρους κατοχύρωσης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και ακολουθεί το συμφέρον της πολιτείας για την καταπολέμηση του εγκλήματος και τον κολασμό-τιμωρία του δράστη.
  11. Με βάση όλα τα παραπάνω, και δια μέσου των ετών 1215, 1871, 1950, οφείλει η νομοθετούσα σήμερον Ελληνική Πολιτεία, να περιφρουρήσει και διασώσει τα ανωτέρω κρατούντα και να επιδείξει απόλυτο σεβασμό στην τήρηση των δικονομικών, και προστατευτικών για τον εμπλεκόμενο στην ποινική διαδικασία πολίτη, τύπων. Και τελειώνω, και πάλι «συνταγματικά» με ρήση του καθηγητή Ν. Λίβου, ο οποίος έγραφε ότι όταν στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα γινόταν συζήτηση για τις (πνευματικές) βάσεις του (ουσιαστικού) ποινικού δικαίου, ουδέν ρήμα ειπώθηκε για την Ποινική Δικονομία, καθόσον «ουδείς διενοήθη την εποχή εκείνη να μιλήσει για τις πνευματικές βάσεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ή για τα κοσμοθεωρητικά θεμέλιά του» και τούτο γιατί, εάν κάποιος «ήθελε να εμβαθύνει στην κοσμοθεωρία του Κώδικα, τότε δεν είχε παρά να προμηθευτεί ένα καλό εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου» ! 

  

*Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος, Επίτιμος Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ