Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος: Η διέλευση της κατηγορίας από τα δικαστικά συμβούλια χωρίς την έκδοση παραπεμπτικού βουλεύματος

Πρέπει στην πρόταση-κατηγορητικό έγγραφο, ο εισαγγελέας να προβαίνει σε έκθεση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, στην παράθεση των αποδεικτικών μέσων από τα οποία προκύπτουν τα πραγματικά περιστατικά, τις τυχόν μεταβολές της κατηγορίας, για ποιους εκ των κατηγορουμένων δεν προκύπτουν ενδείξεις για παραπομπή τους σε δίκη ή για τον ένα κατηγορούμενο για ποιες πράξεις δεν προκύπτουν ενδείξεις για παραπομπή.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος: Η διέλευση της κατηγορίας από τα δικαστικά συμβούλια χωρίς την έκδοση παραπεμπτικού βουλεύματος

Εξ αφορμής της από 17 Ιουλίου 2019 επιστολής της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, όπου γινόταν λόγος για «κατάργηση ή περιστολή της χρονοβόρας ενδιάμεσης διαδικασίας των συμβουλίων», η οποία «αποδεδειγμένα παρακωλύει την περαίωση των εκκρεμών υποθέσεων»,  και δια της οποίας επιστολής προτεινόταν η «κατάργηση της ενδιάμεσης διαδικασίας των συμβουλίων για όλα τα αδικήματα αρμοδιότητας Εφετείου Κακουργημάτων», είχα γράψει (λίγες ημέρες  αργότερα) ένα άρθρο με τίτλο «Μήπως ήγγικεν η ώρα κατάργησης της ενδιάμεσης διαδικασίας των δικαστικών συμβουλίων;» (που είχε δημοσιευθεί στο dikastis.gr και στο dikastiko.gr).

Με το άρθρο εκείνο, κάνοντας σκέψεις για το ποιος πρέπει να είναι ο κριτής των πορισμάτων της ανάκρισης και ποια η ακολουθούμενη γι’ αυτό διαδικασία, και διερωτώμενος αν μπορεί και αν πρέπει να καταργηθεί ή περισταλεί η ενδιάμεση διαδικασία, έκανα μία ιστορική αναδρομή στην καθιέρωση των δικαστικών συμβουλίων στην Ποινική Δικονομία μας. Τόνιζα δε, ότι ο θεσμός των συμβουλίων ήταν «θεσμός ανάγκης» [όπως ευστόχως τον είχε χαρακτηρίσει  70 τόσα χρόνια πριν, πρώτος ο Χρ. Γιώτης, Δικαστικά Συμβούλια, 1948, σελ. 6]. Υπό την έννοια, ότι η ανάθεση στα συμβούλια της εκτίμησης του συλλεγέντος κατά την ανάκριση αποδεικτικού υλικού, προκειμένου βάσει αυτού να αποφασισθεί αν κάποιος πρέπει να εισαχθεί σε δίκη για ορισμένο έγκλημα, έγινε «ελλείψει άλλου καταλληλοτέρου» θεσμού.

Διότι, πράγματι, ένα τέτοιο έργο δεν μπορούσε να ανατεθεί ούτε στον ίδιο τον ανακριτή (όπως στο γαλλικό δίκαιο), αφού αυτός ήταν ο διερευνών την υπόθεση και είχε σχηματίσει ήδη κατά την διάρκεια της ανάκρισης άποψη για τον κατηγορούμενο και την πράξη που του αποδιδόταν, ενώ έπρεπε ο αποφασίζων τα ανωτέρω να είναι πρόσωπο εντελώς απροσωπόληπτο και  αμερόληπτο. Ακόμη, η λύση αυτή έχει το μειονέκτημα να τίθεται ο ανακριτής κριτής των δικών του επιλογών και πράξεων, δημιουργουμένης έτσι μεροληψίας για την ορθή κρίση του, αφού, όσον κι αν προσπαθήσει να μείνει ανεπηρέαστος, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος επηρεασμού της κρίσης του από την προηγηθείσα υπ’ αυτού συλλογή του αποδεικτικού υλικού [έτσι  Α. Καρράς, Το τέλος της προδικασίας, ΠοινΧρ ΞΑ΄321]. 

Ούτε βεβαίως, μπορούσε να ανατεθεί το ανωτέρω έργο στον εισαγγελέα, για τους ίδιους περίπου λόγους που ανεφέρθησαν για τον ανακριτή. Επειδή δηλαδή ήταν ο ασκήσας την ποινική δίωξη και ψυχολογικά τασσόταν με αυτήν. Προσπαθούσε δηλαδή να «διασώσει» την  ασκηθείσα ποινική δίωξη και γενικά την κατηγορία με την παραπομπή του κατηγορουμένου σε δίκη. Όμως, υποκρυπτόμενος, ήταν και άλλος λόγος: Να «τιθασευτεί» κάπως [όπως και στην Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΚΠΔ/2019, υπό στοιχ. ΙΙΙ, αριθμ. 2 περ. Α in f., αναγράφεται] ο εν πολλοίς κυρίαρχος της όλης προδικασίας εισαγγελέας. Διότι φοβόταν η Πολιτεία έναν εισαγγελέα με τόσο μεγάλη εξουσία και ο οποίος, μόνος ως απόλυτος άρχων της προδικασίας, και θα ασκούσε την ποινική δίωξη και θα αποφάσιζε την παραπομπή. Σημείωνε ο Καθ. Κων. Τσουκαλάς [στην περισπούδαστη Ερμηνεία του της Ποινικής Δικονομίας, τόμ. Β, σελ. 21, σημ. 7] αναφερόμενος σε γνώμες γερμανών νομομαθών, ότι θα έπρεπε να αντιταχθούμε εις μίαν «τοιαύτην εξουσίαν, καθ’ ήν είς και μόνος λειτουργός θα δύναται να φέρη εις το εδώλιον του κατηγορουμένου όν τινά θελήση». Έτσι, (ιδού ο «θεσμός ανάγκης»!), ελλείψει άλλου καταλληλοτέρου προσώπου, ανετέθη στα δικαστικά συμβούλια το έργο της κρίσης περί της υπάρξεως επαρκών ενδείξεων για την παραπομπή του κατηγορουμένου σε δίκη.

Όμως, η ανωτέρω (από πολύ παλιά είναι η αλήθεια, ήδη δηλ. από την Ποινική Δικονομία του von Maurer του 1834) δοθείσα λύση προκάλεσε ζωηρές επικρίσεις και αμέσως παρατηρήθηκε ότι με αυτήν διαταράσσεται, αν δεν καταλύεται, το ισχύον κατηγορητικό σύστημα. Και τούτο, επειδή επέρχεται μία σύγχυση στις ιδιότητες του δικαστή και του εισάγοντος επ’ ακροατηρίω την κατηγορία. Σύγχυση που προκαλείται από το γεγονός ότι δικαστής είναι ο κρίνων επ’ ακροατηρίω, και, ομοίως, δικαστές είναι αυτοί που παραπέμπουν στο ακροατήριο! Και που δεν είναι άλλοι, οι τελευταίοι, παρά οι δικαστές του συμβουλίου! Τοιουτοτρόπως «προκαταλαμβάνονται» οι μέλλοντες να δικάσουν επ’ ακροατηρίω από την κρίση είτε των ιδίων είτε των παραπεμψάντων συναδέλφων τους δικαστών, ενώ «ο δικαστής ανερχόμενος επί της έδρας ίνα αποφανθή επί της κατηγορίας [πρέπει να είναι] πλήρως απροκατάληπτος» [Κων. Τσουκαλάς, όπ.π., σελ. 20]. 

Τα ως άνω άτοπα μεγενθύνονται και επέρχεται δεινή σύγχυση μεταξύ των ως άνω ιδιοτήτων, στην περίπτωση που ο εισαγγελέας εισάγει απαλλακτική πρόταση στο συμβούλιο, και αυτό, παρά την ως άνω απαλλακτική πρόταση, διατάσει την παραπομπή. Τότε, «είναι πρόδηλον», σημείωνε εμφαντικά ο Τσουκαλάς, «ότι εμφανίζεται πλέον το δικαστήριον ως κατήγορος» [Κων. Τσουκαλάς, όπ.π., σελ. 20].  Αναφερόμενος δε σε γερμανούς συγγραφείς, οι οποίοι ήδη από του έτους 1874 επί του ανωτέρω ζητήματος (της απαλλακτικής προς το συμβούλιο πρότασης του εισαγγελέως) υποστήριζαν την μη καταδολίευση του κατηγορητικού συστήματος με το επιχείρημα, ότι δεν εγείρει το δικαστήριο στην ως άνω περίπτωση την κατηγορία, «αλλ’ αποφασίζει περί της διατηρήσεως της ήδη παρά του κατηγόρου εγερθείσης τοιαύτης», έγραφε και δίδασκε ότι: «ταύτα όμως εισί λέξεις, διότι ενώ η έγερσις της δημοσίας κατηγορίας είναι τυπική πράξις […] ούτος δε [εισαγγελέας] δια της απαλλακτικής του προτάσεως αφίσταται ταύτης, την κατηγορίαν ουσία εγείρει και διαμορφώνει το  δικαστήριον» [Κ. Τσουκαλάς,  όπ.π., σελ. 20, σημ. 5].

Ακόμη, θα μπορούσε να παρατηρηθεί ότι ο θεσμός των δικαστικών συμβουλίων «δεν κείται εντός της κυρίας αποστολής της δικαστικής εξουσίας»! Και τούτο, διότι, έργον της δικαστικής λειτουργίας «δεν είναι το προδικάζειν, αλλά το δικάζειν, δια τον κεφαλαιώδη λόγον, ότι το πρώτον ενδέχεται να επηρεάση επιβλαβώς το δεύτερον» [: Χ. Γιώτης,  όπ.π., σελ. 6].  Πράγματι, ενώ κατά το άρ. 96 § 1 Συντ. στα τακτικά ποινικά δικαστήρια ανήκει ο «κολασμός των εγκλημάτων», και η επ’ ακροατηρίω σε δημόσια συνεδρίαση με όλες τις εγγυήσεις της δίκαιης δίκης κρίση περί της ενοχής ή μη του κατηγορουμένου για το φερόμενο υπ’ αυτού τελεσθέν έγκλημα, με την άνω λύση, της ανάθεσης δηλαδή στο δικαστικό συμβούλιο της κρίσης επί των πορισμάτων της ανάκρισης, βρισκόμαστε μπροστά στο δικονομικό άτοπο οι δικαστές να αποφασίζουν αν πρέπει ο κατηγορούμενος να εισαχθεί-παραπεμφθεί σε δίκη και οι ίδιοι (αδιάφορο αν δεν είναι τα ίδια φυσικά πρόσωπα) να κρίνουν την ίδια πράξη του ιδίου κατηγορουμένου επ’ ακροατηρίω.

Γλαφυρά ο Ι. Ζησιάδης [Ποινική Δικονομία, τ. Β΄, έκδ. 3η, 1977, σελ. 324] τονίζει ότι «εάν συμβή να δικάση [επ’ ακροατηρίω] ο ίδιος ο παραπέμψας, θα προκύψη το άτοπον της εν τω αυτώ προσώπω συμπτώσεως της ιδιότητος του κριτού της ουσίας και του την κρίσιν περί παραπομπής εξενεγκόντος». Κατά τρόπο, ώστε να καταλύεται η θεμελιώδης δικονομική αρχή της διάκρισης μεταξύ εισαγγελέως και δικαστή. «Πλήττεται το δόγμα δι’ ού απαγορεύεται η εν τω αυτώ προσώπω σύμπτωσις κατηγόρου και δικαστού» [βροντοφωνάζει από το 1948, πολύ ορθά, ο Χ. Γιώτης, όπ.π., σελ. 14].

Όμως, αν πλήττεται το δόγμα, αλλά και η θέση του κατηγορουμένου, με την ως άνω λύση (: την παραπομπή δηλ. αυτού στο ακροατήριο με βούλευμα του εκ δικαστών συγκροτουμένου συμβουλίου), τα «δικονομικά δεινά» δεν σταματούν εδώ. Οξύνονται με τα υπό του συμβουλίου εκδιδόμενα παραπεμπτικά βουλεύματα. Το λεγόμενο παραπεμπτικό βούλευμα (το βούλευμα δηλ. με το οποίο ο κατηγορούμενος παραπέμπεται στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για να δικαστεί για την ορισμένη πράξη για την οποία άσκησε δίωξη ο εισαγγελέας) «περιβεβλημένο με το κύρος που έχει κάθε απόφαση ενός πολυμελούς δικαστηρίου που συγκροτείται από τακτικούς δικαστές, είναι ικανό κατεξοχήν να επηρεάσει το αμερόληπτο της τελικής κρίσης, κλονίζοντας την θέση του κατηγορουμένου», επισημαίνει ο Καθ. Νικ. Ανδρουλάκης [εις το περιώνυμον σύγγραμά του ‘Θεμελιώδεις Έννοιες της Ποινικής Δίκης’, 5η έκδ., 2020, σελ. 133, πλαγιαρ. 176].

Πράγματι κλονίζεται υπέρμετρα η θέση του κατηγορουμένου με ένα τέτοιο παραπεμπτικό βούλευμα, το οποίο με πλήρεις αιτιολογίες απορρίπτει όλους τους ισχυρισμούς του και τον παραπέμπει στο ακροατήριο. Η δικαστηριακή πρακτική και οι παράγοντες απονομής της δικαιοσύνης γνωρίζουν καλά πόσο πολύ στηρίζεται στις ατιολογίες και στα πορίσματα του παραπεμπτικού βουλεύματος το επ’ ακροατηρίω δικάζον δικαστήριο. Πόσο πολύ σκέψεις του βουλεύματος τούτου μεταφέρονται, ως μη έδει, στις σκέψεις της απόφασης του δικάζοντος την αξιόποινη πράξη δικαστηρίου. Πόσο πολύ, με άλλα λόγια, επιβαρύνει την θέση του κατηγορουμένου «το δυσμενές πρόκριμα» [: Ν. Ανδρουλάκης, όπ.π.] των δικαστών του συμβουλίου. Ήδη, από το 1929 ο Κων. Τσουκαλάς [Τα Ορκωτά Δικαστήρια, Ι, 1929, σελ. 41] υπστηρίζει ότι «Ο δικαστής είνε δυσχερές να χειραφετηθή από το βούλευμα της παραπομπής, το οποίον πολλάκις κατήρτισεν αυτός ούτος, και από τας εντυπώσεις της δικογραφίας. Αι ενδείξεις συγχέονται προς τας αποδείξεις και ο κατηγορούμενος ο παραπεμφθείς υπ’ αυτού, πρέπει ν’ ανταποδείξη την αθωότητά του». Μάλιστα το ΕΔΔΑ, εντελώς πρόσφατα έκρινε ότι όταν το εθνικό δικαστήριο στην περί παραπομής του κρίση του διαλαμβάνει ότι η παραπομπή γίνεται «προκειμένου να κριθεί η ποινική ευθύνη του κατηγορουμένου», τούτη η ρητή και ανεπιφύλακτη αναφορά μπορεί, λέει το ΕΔΔΑ, να εκτιμηθεί ότι το εθνικό δικαστήριο «είχε θεωρήσει την ενοχή του προσφεύγοντος ως αποδεδειγμένο γεγονός και ότι ο σκοπός της δίκης ήταν απλά η επιβεβαίωση του προαποφασισθέντος αποτελέσματος» [Vardan Martirosyan vs Αρμενίας της 15.06.2021].

Αν παρατηρήσουμε καλύτερα τον θεσμό των συμβουλίων και τον σκοπό για τον οποίο αυτά καθιερώθησαν (όχι μόνο στη χώρα μας αλλά στις αλλοδαπές έννομες τάξεις, αγγλική και γαλλική, από τις οποίες άλλωστε εισήχθη ο θεσμός στη χώρα μας) θα δούμε ότι η θέσπιση αυτών έγινε, κυρίως, για να προλαμβάνωνται οι άστοχες, ανυπόστατες και ανεπέρειστες παραπομπές στο ακροατήριο. Θεσμοθετήθηκαν δηλαδή ως φραγμός των αδικαιολογήτων σε δίκη παραπομπών. Όταν (στο πολύ μακρινό 1166 έτος) επινοήθηκε και θεσμοθετήθηκε στην Αγγλία τo grand jury, το  λεγόμενο «ορκωτόν δικαστήριον της κατηγορίας», δηλαδή το αποτελούμενο από ενόρκους δικαστήριο, τούτο αρμοδιότητα είχε να αποφασίζει εάν η κατηγορία είναι σοβαρή και αξία να απασχολήσει το ακροατήριο. Δεν παρέπεμπε δηλαδή το ορκωτό αυτό δικαστήριο τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο για να δικαστεί. Αυτό το σύστημα του grand jury εισήχθη από την Γαλλική Επανάσταση στη Γαλλία, μάλλον ένεκα του γεγονότος ότι η Επανάσταση του 1789 δεν διέκειτο ευμενώς προς τους επαγγελματίες δικαστές και έβλεπε το εν λόγω σύστημα λίαν επαναστατικό και δημοκρατικό, αφού οι συμπολίτες του κατηγορουμένου αποφαίνονταν για το αν συντρέχη περίπτωση να παραπεμφθεί αυτός σε δίκη. 

Στα καθ’ ημάς, στο Διάγραμμα ΣχεδΚΠΔ/1932 καθώς και στην Αιτιολογική Έκθεση του καταργηθέντος ΚΠΔ/1950 αναφέρεται με σαφήνεια ότι «Ο θεσμός των δικαστικών συμβουλίων ελειτούργησε παρ’ ημίν ομαλώς και προέλαβε πολλάκις την εσπευσμένην εισαγωγήν ανυποστάτων κατηγοριών εις το ακροατήριον». Συνεπώς, η λειτουργική αρμοδιότης των συμβουλίων έπρεπε, πρέπει, να περιορίζεται σε τούτον αποκλειστικά τον ειδικό σκοπό: Δηλαδή να «θεωρούν» την κατηγορία και να κρίνουν αν αυτή είναι ανάξια να απασχολήσει το επ’ ακροατηρίω δικάζον δικαστήριο. Να κρίνουν δηλαδή ότι οι ενδείξεις δεν είναι επαρκείς για παραπομπή σε δίκη του κατηγορουμένου, ότι δηλαδή δεν υπάρχει περίπτωση ευδοκίμησης της κατηγορίας στο ακροατήριο του δικαστηρίου και ότι πρέπει, συνεπώς, να εκδοθεί απαλλακτικό βούλευμα. Ο Ν. Ανδρουλάκης, μας λέει,  ότι «Το Συμβούλιο, με άλλα λόγια, […] αποφαίνεται μόνον αρνητικά, εφόσον κρίνει ότι η κατηγορία είναι ανάξια να απασχολήσει το ακροατήριο»  [Ν.  Ανδρουλάκης, όπ.π., 5η έκδ., 2020, σελ. 133, πλαγιαρ. 177].

Έτσι, το συμβούλιο, αποφαινόμενο μόνον αρνητικά, εκδίδει μόνον απαλλακτικά βουλεύματα. Τα οποία, εννοείται, και επιβάλλεται και από το νόμο, είναι πλήρως αιτιολογημένα, με αναφορά των σκέψεων και των λόγων για τους οποίους κρίνεται ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για παραπομπή σε δίκη του κατηγορουμένου. Συνεπώς, ουδέποτε το συμβούλιο εκδίδει παραπεμπτικά βουλεύματα! Και τούτο, διότι, ελέγχοντας-θεωρώντας την κατηγορία, αν κρίνει ότι δεν μπορεί να εκδόσει απαλλακτικό βούλευμα, αν κρίνει δηλαδή ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για έκδοση απαλλακτικού βουλεύματος, υπαρχουσών δηλαδή επαρκών ενδείξεων για παραπομπή σε δίκη, «επιτρέπει» απλώς την «διέλευση» της κατηγορίας προς το ακροατήριο, χωρίς να εκδίδει βούλευμα παραπεμπτικό.

Μία τέτοια ρύθμιση υπάρχει στην Γερμανική Ποινική Δικονομία, όπου στην § 207 αυτής, που έχει τίτλο: «Περιεχόμενο του βουλεύματος ενάρξεως της δίκης στο ακροατήριο»  (δηλ. του παραπεμπτικού βουλεύματος)  ορίζεται στο εδάφ. 1 ότι: «Στο βούλευμα με το οποίο αρχίζει η κύρια διαδικασία, το δικαστήριο επικυρώνει την κατηγορία για την δίκη στο ακροατήριο  και προσδιορίζει το δικαστήριο ενώπιον του οποίου αυτή θα διεξαχθεί». Έτσι, λοιπόν, στη γερμανική ποινική δικονομία, το δικαστήριο (το δικαστικό συμβούλιο)  απλώς επικυρώνει την κατηγορία για την οποία συνετάγη κατηγορητήριο από τον εισαγγελέα, όταν κρίνει ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή, χωρίς να εκδίδει παραπεμπτικό βούλευμα. Μάλιστα στο εδάφ. 2 της ίδιας διάταξης δίνεται η δυνατότητα σε αυτό το δικαστήριο της παραπομπής της κατηγορίας στο ακροατήριο, να εκθέσει στο βούλευμα «τις μεταβολές της κατηγορίας για την οποία επιτρέπει να διεξαχθεί η δίκη στο ακροατήριο». Και τούτο συμβαίνει, όταν α) το δικαστήριο της παραπομπής «απορρίπτει ορισμένες» από τις διωχθείσες πράξεις, ελλείψει επαρκών ενδείξεων, και  τις οποίες δεν παραπέμπει στο ακροατήριο, β) όπως επίσης όταν «περιορίζει την δίωξη» σε ορισμένα «διαχωρίσιμα μέρη» μιας και της αυτής πράξης ή γ) όταν «αξιολογεί με διαφορετικό τρόπο την πράξη που περιεχέται στο κατηγορητήριο», ή τέλος δ) όταν «περιορίζει την ποινική δίωξη σε ορισμένες μόνο» από τις περισσότερες πράξεις.  Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ορίζεται στο εδάφ. 3 της ίδιας  § 207 της γερμανικής ποινικής δικονομίας «ο εισαγγελέας υποβάλλει νέο κατηγορητήριο» που στοιχείται σε αυτά που ορίζει το βούλευμα.

Η κατά τα ανωτέρω επικύρωση απλώς της κατηγορίας από το συμβούλιο πλημμελειοδικών στην περίπτωση που αυτή ερείδεται ουσιαστικά και νομικά και υπάρχουν ενδείξεις για παραπομπή, επιτρεπομένης δηλαδή απλώς «της διελεύσεως» της υποθέσεως απο το συμβούλιο, χωρίς έκδοση παραπεμπτικού βουλεύματος είναι ευκταία και θα συμβάλλει στην πάντα επιδιωκόμενη αλλά μη ευρισκόμενη «επιτάχυνση» της εν όλω ποινικής διαδικασίας. Με την εξής όμως βασική επισήμανση:  Ότι, όπως και στη Γερμανία, ο εισαγγελέας στο «κατηγορητικό έγγραφο» που υποβάλλει προς το δικαστήριο ή συμβούλιο  θα εκθέτει α) την κατηγορία, β) τα κρίσιμα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και γ) τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προκύπτουν τα πραγματικά περιστατικά.

Δηλαδή, με άλλα λόγια, πρέπει στην πρόταση-κατηγορητικό έγγραφο, ο εισαγγελέας να προβαίνει σε έκθεση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, στην παράθεση των αποδεικτικών μέσων από τα οποία προκύπτουν τα πραγματικά περιστατικά, τις τυχόν μεταβολές της κατηγορίας, για ποιους εκ των κατηγορουμένων δεν προκύπτουν ενδείξεις για παραπομπή τους σε δίκη ή για τον ένα κατηγορούμενο για ποιες πράξεις δεν προκύπτουν ενδείξεις για παραπομπή. Και βεβαίως, όπως και στο εδάφ. 4 της § 207 της γερμανικής ποινικής δικονομίας ορίζεται, ο εισαγγελέας πρέπει να προτείνει και το δικαστήριο-δικαστικό συμβούλιο να αποφασίσει για την επιβολή ή την συνέχιση της προσωρινής κράτησης ή των περιοριστικών όρων.

Επειδή όμως το νόμισμα έχει πάντα δύο όψεις, με την πιο πάνω περιγραφόμενη κατάργηση είτε ολόκληρης της εδιάμεσης διαδικασίας των δικαστικών συμβουλίων είτε της έκδοσης παραπεμπτικών βουλευμάτων απ’ αυτά, βαρύτατες και αποδεικτικά δυσχερείς υποθέσεις θα οδηγούνται στο ακροατήριο με μόνο το ανωτέρω κατηγορητικό έγγραφο του εισαγγελέα όπως αυτό επικυρώθηκε από το δικαστήριο-δικαστικό συμβούλιο, και έτσι μπορεί να επιβαρύνονται υπέρμετρα τα δικαστήρια κατά την εκδίκαση τέτοιων σοβαρών υποθέσεων. Αλλά οι δικαστές, επί τούτο εγκατέστησαν, ίνα κρίνουν τα δίκαια και τα φάκτα!

* Παναγιώτης Σ. Παναγιωτόπουλος, Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ