Παναγιώτης Στ. Μπαλακτάρης: ΩΣ ΕΔΩ!
Καθίσταται σκόπιμη η συγκρότηση μιας αποτελεσματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου, η οποία θα αποτελείται και από δικαστές και από εισαγγελείς και από ψυχολόγους και από νομικούς και από αστυνομικούς.
Τα τραγικά περιστατικά με ανθρωποκτονίες γυναικών, τον τελευταίο καιρό, έχουν πληθύνει. Συζυγοκτόνοι και συντροφοκτόνοι εκμεταλλεύονται τις αδράνειες ολόκληρου του συστήματος και διαπράττουν ειδεχθή εγκλήματα. Διότι, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς και πρωτίστως έντιμοι με τον εαυτό μας, οφείλουμε να συμφωνήσουμε στο ναυάγιο της προληπτικής πολιτικής ―αν υπάρχει τέτοια. Προσώρας, το οργανωμένο κράτος, η συντεταγμένη Πολιτεία και οι Αρχές της έχουν αποτύχει οικτρά να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο. Οι νεοϊδρυθείσες αστυνομικές υπηρεσίες Αντιμετώπισης της Ενδοοικογενειακής Βίας είναι υποστελεχωμένες και δεν αρκούν για την πρόληψη αυτών των αξιόποινων πράξεων. Οι εισαγγελικές αρχές, από την άλλη, λόγω και του φόρτου εργασίας, αδυνατούν να περιορίσουν το υπαρκτό πρόβλημα και η αρμοδιότητα των δικαστών διεκδικείται όταν στις περισσότερες των περιπτώσεων είναι πολύ αργά.
Αν, ωστόσο, επιμερίζαμε τις παθογένειες μόνο στο κρατικό σύστημα, θα κλείναμε τα μάτια σ’ ένα διαφορετικό αλλά εξίσου κρίσιμο περιβάλλον, το οικογενειακό. Στους κόλπους αυτού αναφύονται τα πρώτα σημάδια κακοποιητικής συμπεριφοράς, εντός του εκκολάπτεται το αυγό του φιδιού. Εκεί εκδηλώνονται οι πρώτες πράξεις βίας, οι οποίες καταλήγουν συχνά σε ύστατη μάχη του θύματος για τη ζωή του. Και στην οικογενειακή κοινότητα οι προ-αυτουργοί είναι πολλοί. Οι γονείς της γυναίκας, οι οποίοι τρέμουν στο άκουσμα του διαζυγίου του παιδιού τους∙ τα αδέλφια της, τα οποία δεν παύουν να προσπαθούν να καταλαγιάσουν τον θυμό που υπάρχει ανάμεσα στο ζευγάρι∙ τα τέκνα, τα οποία παθητικά δέχονται την υφιστάμενη κατάσταση ―πολλάκις, αναγκαστικά, αφού τυγχάνουν ακόμη ανήλικα∙ γνωστοί, φίλοι και συγγενείς του ζεύγους, οι οποίοι ακολουθούν μια δοκιμασμένη εγκληματική συνταγή που συνοψίζεται στη φράση «βλέπε, άκου, μη μιλάς!».
Οι δύο βασικοί πυλώνες, λοιπόν, στους οποίους θα μπορούσε να απευθυνθεί μια γυναίκα, όσο προλαβαίνει, είτε αδυνατούν να ενεργήσουν είτε ενεργούν κατόπιν εορτής. Και είναι γνωστό ―και απολύτως ανθρώπινο, θα μου επιτραπεί να προσθέσω― ένα θύμα κακοποιητικής συμπεριφοράς να αισθάνεται αδύναμο να αντιδράσει και να απομακρυνθεί από τον άθλιο δράστη, με δεδομένη την ανικανότητα ουσιαστικής στήριξής της από τις Αρχές και το στενό οικογενειακό περιβάλλον. Νοιώθει ότι, αν αποκοπεί από την επώδυνη πραγματικότητα που βιώνει, θα βουτήξει σε παντελώς αχαρτογράφητα για εκείνη νερά, με αποτέλεσμα πάντα την οριακή στιγμή να διστάζει να διαρρήξει την επαφή της με τον πόνο. Κάπως έτσι προτιμά να παραμείνει στη συζυγική εστία ή στη συντροφική σχέση, απωθώντας στο βάθος του μυαλού της το ορατό ενδεχόμενο του θανάτου της.
Από το κενό αυτό σημείο των συγκλινουσών υποχρεώσεων ―θεσμικών για το κράτος, ηθικών και νομικών για τους οικείους του θύματος―, από τη μαύρη τρύπα των ενεργειών, αρδεύεται το «ελεύθερο» του μετέπειτα φονιά να πραγματοποιεί το σχέδιό του. Εκεί όπου αδρανούν όσοι θα έπρεπε να ενεργήσουν, βρίσκει την ευκαιρία ο δράστης να ενεργήσει, ενώ θα έπρεπε να είναι αδρανοποιημένος. Οι Αρχές δεν λαμβάνουν αποτελεσματικά μέτρα ακύρωσης του σκοπού του, η οικογένεια θεωρεί αδιανόητη εξέλιξη το έγκλημα, και όλα τα ανωτέρω οδηγούν στο σημείο μηδέν για τη ζωή της γυναίκας.
Τείνουμε, πλέον, να πορευόμαστε με τη σκέψη «καλύτερα πρόωρη καταγγελία στις Αρχές, παρά όψιμος θρήνος». Όμως και η καταγγελία οφείλει να αφορά πραγματικά περιστατικά και να μην είναι ψευδής και μέσο άσκησης πίεσης για άλλους σκοπούς, όπως κάποιες φορές συμβαίνει. Οι έγκαιρες και έγκυρες, δηλαδή ακριβείς, καταγγελίες μπορεί κυριολεκτικά να σώσουν μια ζωή. Και ζωή που θα μπορούσε να σωθεί, αλλά χάθηκε άδικα, είναι ζωή αδικαίωτη. Είναι ανάγκη, παρόλα αυτά, οι καταγγελίες αυτές πρώτον να βρίσκουν ευήκοα ώτα και δεύτερον να μεταβάλλονται σε ασπίδα για το θύμα. Διότι, στην αντίθετη περίπτωση, οπλίζουν με περισσό μίσος τον δράστη και χωρίς να υπάρχει κάποιος να τον σταματήσει. Είχα την τιμή να εκπροσωπήσω κατηγορούμενο που αμύνθηκε υπέρ της θείας του, την οποία κακοποιούσε ο σύζυγός της. Ο τελευταίος καταδικάστηκε από το Αυτόφωρο Δικαστήριο, αλλά αφέθηκε ελεύθερος χωρίς περιοριστικούς όρους μη προσέγγισης του θύματος. Εν συνεχεία, κλήθηκε η Αστυνομία, της οποίας η παρουσία δεν απέφερε αποτέλεσμα.
Εν πάση περιπτώσει, καθίσταται σκόπιμη η συγκρότηση μιας αποτελεσματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου, η οποία θα αποτελείται και από δικαστές και από εισαγγελείς και από ψυχολόγους και από νομικούς και από αστυνομικούς. Μιας Υπηρεσίας που θα επιτύχει εκεί, όπου όλα τα άλλα μέτρα έχουν αποτύχει με κόστος σε ανθρώπινες ζωές. Η σύμπηξη αυτής της Υπηρεσίας καθώς επίσης και οι αρμοδιότητές της είναι απαραίτητο να διέπονται από απλότητα και σαφήνεια. Οι στόχοι της να είναι συγκεκριμένοι. Η πρόταση αυτή είναι ευχερώς πραγματοποιήσιμη και μάλιστα με πολλές πιθανότητες ευστοχίας, αρκεί οι υπεύθυνοι να ενδιαφέρονται γνήσια για την προστασία των γυναικών και όχι για αλλότρια συμφέροντα.
Ο χρόνος καλπάζει και οι ανθρωποκτονίες γυναικών δ ε ν αποτρέπονται. Οφείλουμε ως κοινωνία να διατρανώσουμε εμπράκτως ένα εκκωφαντικό «ΩΣ ΕΔΩ!»
Παναγιώτης Στ. Μπαλακτάρης, Δικηγόρος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Παναγιώτης Μπαλακτάρης: Ποιο κράτος δικαίου; Αικατερίνη Φραγκάκη: Η βία κατά των γυναικών ως η πλέον ειδεχθής παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Δ. Νικολόπουλος – Κ. Σαργιώτης: Δικαστική Αστυνομία – Μεταρρυθμίσεις και αυτορρύθμιση στη Δικαιοσύνη Ξενοφών Κοντιάδης: Τηλεφωνικές υποκλοπές και κατάχρηση εξουσίας Κωνσταντίνος Καρέτσος: Οι Ευρωπαϊκές Υπηρεσίες ανίχνευσαν τον “σύγχρονο κοριό”, η Κυβέρνηση και η Δικαιοσύνη επιβάλλεται να τον αποκαλύψουνΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr