Παναγιώτης Σταμάτης: Γιατί επιβάλλεται σε ένα κράτος δικαίου να καταργηθεί ο ΕΝ.Φ.Ι.Α.

Δυστυχώς, από το 2011 (έτος  θέσπισης του ΕΕΤΗΔΕ) και μετά,  το φαινόμενο έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις.

NEWSROOM
Παναγιώτης Σταμάτης: Γιατί επιβάλλεται σε ένα κράτος δικαίου να καταργηθεί ο ΕΝ.Φ.Ι.Α.

Η φορολογική επιβάρυνση των ακινήτων αποτέλεσε διαχρονικά προτιμητέα νομοθετική επιλογή,  κυρίως λόγω της εκτιμώμενης ευκολίας είσπραξης του φόρου,  και της αδυναμίας φοροαποφυγής.

Από αξιόλογες έρευνες και μελέτες (του ΚΕΠΕ, της Τράπεζας της Ελλάδος, του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών,  της «διαΝΕΟσις», του στελέχους της Τράπεζας της Ελλάδος Βασίλη Μανεσιώτη και άλλες) προκύπτει ότι  η ιστορία της φορολογίας των ακινήτων στην Ελλάδα είναι ενδιαφέρουσα, αλλά και ιλαροτραγική.

Υπενθυμίζεται, λοιπόν, ότι η πρώτη φορά που φορολογήθηκε η ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα ήταν το 1923, με τη μορφή έκτακτης εισφοράς, προκειμένου να καλυφθούν οι πληγές της Μικρασιατικής Καταστροφής και της ανταλλαγής πληθυσμών (πρόκειται για συνήθη αφορμή ή δικαιολογία για προσωρινές τάχα επιβαρύνσεις, οι οποίες  γίνονται μόνιμες. Πάντως,  για περισσότερο από πενήντα χρόνια, η ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα παρέμενε ανεπηρέαστη από τη φορολογία.

Σημειώνεται ότι στην Ελλάδα η εισαγωγή από  την 1 Ιανουαρίου 2014 του ΕΝ.Φ.Ι.Α. είναι η έβδομη μετά τη μεταπολίτευση.  Για πρώτη φορά επιβλήθηκε φόρος στην ακίνητη περιουσία με το  Ν. 11/1975, αλλά καταργήθηκε στο τέλος της δεκαετίας. Η δεύτερη προσπάθεια έγινε με το  Ν. 1249/1982, αλλά ο φόρος  αυτός καταργήθηκε μεν την 1 Ιανουαρίου 1993, αλλά παρέμεινε το ΤΑΠ. Το 1997 επιβλήθηκε νέος φόρος «μεγάλης» ακίνητης περιουσίας με το Ν. 2549/1997, ακολούθησε το 2008 το ΕΤΑΚ, το οποίο καταργήθηκε το 2010 και αντικαταστάθηκε από νέο φόρο μεγάλης ακίνητης περιουσίας (ΦΜΑΠ) με τον Ν. 3842/2010. Το 2011, παράλληλα με το ΦΜΑΠ, επιβλήθηκε το ΕΕΤΗΔΕ (χαράτσι μέσω ΔΕΗ) με το Ν. 4021/2011 και  από 1 Ιανουαρίου 2014 επιβλήθηκε (όλο «καταργείται», αλλά συνεχώς παραμένει!) ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. με το Ν. 4223/2013, προκαλώντας, όπως πάντοτε έντονες αντιδράσεις.

Κι όμως, με όλες αυτές τις προσπάθειες, έως το 2007 το κράτος εισέπραττε έσοδα από τον  φόρο περιουσίας περίπου 400 εκατ. ευρώ, ενώ μετά το 2014 ξεπερνά τα 2,5 δις. ευρώ (έφτασε και τα 3,17 δις. ευρω!).

Δυστυχώς, από το 2011 (έτος  θέσπισης του ΕΕΤΗΔΕ) και μετά,  το φαινόμενο έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις. Ο συνδυασμός ΕΝΦΙΑ  και συμπληρωματικού φόρου ακινήτων – που αποτέλεσαν τον διάδοχο του ΕΕΤΗΔΕ και του ΦΑΠ-  καταλήγει σε ασύμμετρη, υπερβολική και άδικη επιβάρυνση.

Τα προηγούμενα χρόνια της υπερδεκαετούς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, η χώρα και η κοινωνία, αναγκάστηκαν να απωλέσουν σημαντικά κεκτημένα και σε πολλούς τομείς.

Η διόρθωση του χρονοδιαγράμματος του πρώτου μνημονίου και η αποδοχή ορισμένων όρων που έθεσε η χώρα μας, όπως η διαγραφή μέρους του χρέους, έγινε τον Οκτώβριο του 2011, και συνεχίστηκε με το τρίτο μνημόνιο, το 2015. Τα αρχικά 3,5 χρόνια, έγιναν τελικά οκτώ.

Σε αυτά τα οκτώ χρόνια άλλαξαν πολλά στη ζωή των κατοίκων της Ελλάδας. Μεταξύ πολλών άλλων, οι μισθοί συρρικνώθηκαν κατά πολύ, τα εργασιακά δικαιώματα κατέρρευσαν, το βιοτικό επίπεδο χειροτέρευσε, η ανισότητα αυξήθηκε.

Το Καλοκαίρι του 2018, η χώρα ολοκλήρωσε τις βασικές υποχρεώσεις των τριών μνημονίων και από τότε βρίσκεται σε καθεστώς υψηλής εποπτείας.

Με στόχο τη διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας της χώρας και την εξασφάλιση των δημοσίων εσόδων, καταργήθηκε ο φόρος στην ακίνητη περιουσία (Φ.Α.Π.) και θεσπίστηκε από τη 1.1.2014 Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.), σε όλα τα ακίνητα της χώρας με κριτήρια την έκταση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε ακινήτου.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4152/2013 (Α΄ 107) η ισχύς του Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων (Ε.Ε.Τ.Α.) που ίσχυσε για το έτος 2013, ως συνέχεια του ν. 4021/2011Ε.Ε.Τ.ΗΔ.Ε. (Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Επιφανειών που ίσχυσε για τα έτη 2011 και 2012) έπαυσε με το ν. 4223/2013 (Α΄287)-31.12.2013, Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α)

Τα παραπάνω τέλη στα ακίνητα Ε.Ε.Τ.ΗΔ.Ε. (Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Επιφανειών και  Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων (Ε.Ε.Τ.Α.), επιβλήθηκαν για επιτακτικούς λόγους εθνικού συμφέροντος, προκειμένου να καταστεί δυνατή η άμεση μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος με κριτήριο την καθολικότητα, την αναλογικότητα και την προσφορότητα, ως το λιγότερο επαχθές μέτρο, δεδομένων των δημοσιονομικών του κράτους στη συγκεκριμένη οικονομική συγκυρία και ως επιβαλλόμενο σε περιουσία, της οποίας η πραγματική αξία εξαρτάται απολύτως από την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων της χώρας και τη σταθερή επιδίωξη για δημοσιονομική ανεξαρτησία με την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων.

Ο ενιαίος φόρος ιδιοκτησίας των ακινήτων στοχεύει στην καθολική φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας, δηλαδή στη φορολόγηση όλων των ακινήτων που βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια, ανεξαρτήτως της ηλεκτροδότησης ή μη, διευρύνοντας καθοριστικά με τον τρόπο αυτόν τη φορολογητέα ύλη, με συνέπεια τη δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες σε όλη τη χώρα.

Σύμφωνα με την απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1972/2012,  κρίθηκε η συνταγματιοκότητα του «προγόνου» του «ΕΝ.Φ.Ι.Α.», ήτοι του «ΕΕΤΗΔΕ» (κατ’ άρθρο 53 του ν. 4021/2011).

Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε μόνο κατ’ οικονομία ως συνταγματικώς ανεκτές βασικές πτυχές του «ΕΕΤΗΔΕ». Με την έννοια ότι η συνταγματικότητα αυτή στηρίζεται, κατά βάση, στο ότι το «ΕΕΤΗΔΕ» θεσμοθετήθηκε ως έκτακτο μέτρο εντελώς περιορισμένης χρονικής διάρκειας, ήτοι για τα έτη 2011 και 2012.

Συγκεκριμένα, κατά το σκεπτικό 16 της προαναφερόμενης απόφασης ΣτΕ 1972/2012:

«Περαιτέρω, το ΕΕΤΗΔΕ δεν αποτελεί, κατά τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά (βλ. σκ.8), νέο πάγιο φόρο επί της ακίνητης περιουσίας, αλλά, όπως προκύπτει από τις επί μέρους ρυθμίσεις του άρθρου 53 του ν. 4021/2011 και την οικεία αιτιολογική έκθεση, έκτακτο μέτρο για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων για το έλλειμμα του 2011 και την επίτευξη των αντιστοίχων στόχων για το 2012. Συνεπώς και εξ αυτού του λόγου, ήτοι του εκτάκτου χαρακτήρος της επίδικης φορολογικής επιβαρύνσεως, ο νομοθέτης, ο οποίος πάντως, κατά τα εκτεθέντα στην προηγουμένη σκέψη, έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό των διαφόρων μορφών φορολογικών επιβαρύνσεων, δεν ήταν υποχρεωμένος, θεσπίζοντας τον εν λόγω έκτακτο φόρο, να ακολουθήσει τις μορφές και τις αρχές που έχει χρησιμοποιήσει σε άλλες περιπτώσεις φορολογίας της ακίνητης περιουσίας».

Συνάγεται σαφώς λοιπόν ότι ο ΕΝ.Φ.Ι.Α., ως φορολογική επιβάρυνση διαρκείας, πρέπει να υπακούει σ’ όλες εκείνες τις αρχές της φορολογίας, οι οποίες καθιερώνονται, δεσμευτικώς για το νομοθέτη, πρωτίστως από τις διατάξεις του άρθρου 78 του Συντάγματος.

Υπό τα ως άνω δεδομένα αρκετές διατάξεις του ν. 4223/2013 εμφανίζονται συνταγματικώς προβληματικές, ως μη συμβατές κυρίως με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 5, 17, 20 και 78 του Συντάγματος, καθώς και με τις διατάξεις του ευρωπαϊκού δικαίου και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, όπως προκύπτει από τα εξής:

Ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. επιβάλλεται, κατ’ ουσία και κατ’ αποτέλεσμα, χωρίς ουσιαστική σύνδεση όχι μόνο με το συνολικό εισόδημα του ιδιοκτήτη αλλ’ ακόμη και με το παραγόμενο από την ιδιοκτησία αυτή, lato sensu, εισόδημα.

Είναι όμως προφανές ότι, υπό τα δεδομένα αυτά, «αποστασιοποιημένος» και από την εν γένει φοροδοτική ικανότητα του υποκειμένου του συγκεκριμένου οικονομικού βάρους αλλά και από την έναντι αυτού οικονομική σημασία του βαρυνόμενου ακινήτου, ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. οδηγεί, εν τέλει, και στην οικονομική απομείωση της πληττόμενης ακίνητης ιδιοκτησίας.

Οδηγεί, δηλαδή, σ’ ένα είδος έμμεσης δήμευσης του ακινήτου αφού ο ιδιοκτήτης του ωθείται, εμμέσως πλην σαφώς, ακόμη και στο ν’ απαλλαγεί από το ακίνητό του λόγω αδυναμίας ανταπόκρισης στα φορολογικά βάρη που του αναλογούν- και, κατά λογική ακολουθία, στην οικονομική «τήξη» του πυρήνα του δικαιώματος στην ιδιοκτησία. Τούτο όμως φαίνεται ν’ αντιβαίνει, μεταξύ άλλων:

  1. Προς τις διατάξεις των άρθρων17 και 18 του Συντάγματος, δεδομένου ότι ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. θίγει τον ίδιο τον πυρήνα του δικαιώματος στην ιδιοκτησία, μέσω της σταδιακής, νομοτελειακής, αποδυνάμωσης της οικονομικής της αξίας.
  2. Προς τις διατάξεις τουάρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Και τούτο διότι οι διατάξεις αυτές, μέσ’ από την ερμηνεία τους από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, επιβάλλουν την αρχή σύμφωνα με την οποία η περιουσία, ως αμάλγαμα εμπραγμάτων και ενοχικών δικαιωμάτων, δεν επιτρέπεται να εξανεμίζεται υπό τη «δαμόκλειο σπάθη» φορολογικών βαρών που από τη μια πλευρά αποδυναμώνουν την φοροδοτική ικανότητα του υποκειμένου του φόρου, παραβιάζοντας την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ φορολογικού βάρους και φοροδοτικής διαθεσιμότητας. Και, από την άλλη πλευρά, ουσιαστικά απομειώνουν την περιουσία του υποκειμένου του φόρου σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τίθεται σε κίνδυνο η ίδια η επιβίωσή του.

Συνακόλουθα, λοιπόν, η προς αυτή την κατεύθυνση ερμηνεία κι εφαρμογή της ΕΣΔΑ οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο ΕΝ.Φ.ΙΑ. φαίνεται να πλήττει, στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης, και:

α) Τη γενική ρήτρα της αξίας του ανθρώπου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος. Και τούτο διότι η αδυναμία εξασφάλισης ενός «ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης» συνεπάγεται την ευθεία προσβολή της αξίας του ανθρώπου.

β) Τη γενική ρήτρα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος. Και τούτο διότι δίχως τα στοιχειώδη οικονομικά εφόδια της περιουσίας καθενός καθίσταται, στην πράξη, αδύνατη η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του μέσ’ από την ελεύθερη συμμετοχή του στην οικονομική και κοινωνική ζωή.

γ) Τις βασικές αρχές που καθιερώνουν οι διατάξεις του άρθρου 25 του Συντάγματος. Συγκεκριμένα δε:

1) Την κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, αφού η αρχή αυτή δεν νοείται δίχως την δυνατότητα του καθενός να επιβιώσει υπό όρους κοινωνικής δικαιοσύνης.

2) Την κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 αρχή της αναλογικότητας, αφού η, εντέλει, επιβάρυνση της ιδιοκτησίας και, κατ’ αποτέλεσμα, της περιουσίας καθενός δεν είναι επιτρεπτό να θυσιάζεται, με κάθε τίμημα, στο βωμό επίτευξης αμιγώς δημοσιονομικών στόχων.

3) Την κατ’ άρθρο 25 παρ. 2 και 4 αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης. Και τούτο διότι η, μέσ’ από τις στοιχειώδεις επιταγές της κοινωνικής αλληλεγγύης, συνεισφορά του καθενός προϋποθέτει την δυνατότητά του να έχει στη διάθεσή του περιουσιακά στοιχεία, ικανά να συμβάλουν στην επίτευξη του σκοπού αυτού, αφού όμως προηγουμένως διασφαλίζονται οι minimum όροι της προσωπικής του επιβίωσης υπό συνθήκες στοιχειώδους αξιοπρέπειας.

Β. Ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. φαίνεται να έρχεται σ’ αντίθεση προς τις διατάξεις του Συντάγματος που εγγυώνται την αρχή της ισότητας. Και συγκεκριμένα:

  1. Της κατ’ άρθρο4 παρ. 1 του Συντάγματοςαρχής της αναλογικής ισότητας, η οποία σημαίνει ίση μεταχείριση ουσιωδώς όμοιων καταστάσεων αλλά και άνιση μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων καταστάσεων. Και τούτο π.χ. διότι ο καθορισμός ενιαίας τιμής ζώνης για τον υπολογισμό του «ΕΝ.Φ.Α.» αγνοεί, στην πράξη, τη διαφορά που υφίσταται ως προς την πραγματική οικονομική αξία ακινήτων, τα οποία εντάσσονται άνευ όρων στην ίδια ζώνη.
  2. Της κατ’ άρθρο4 παρ. 5 του Συντάγματοςαρχής της συμμετοχής καθενός στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις πραγματικές οικονομικές του δυνάμεις. Και τούτο διότι, όπως εκτενώς εξηγήθηκε, η επιβολή του ουδόλως συνδέεται αφενός με την εν γένει φοροδοτική ικανότητα του βαρυνόμενου. Και, αφετέρου, με την πρόσοδο την οποία παράγει το βαρυνόμενο ακίνητο. Το νόημα της συνταγματικής διάταξης είναι ότι οι νόμοι που επιβάλουν φορολογικά βάρη δεν μπορούν να προβαίνουν σε αδικαιολόγητες διακρίσεις ή να επιβαρύνουν δυσανάλογα και υπέρμετρα ορισμένες κατηγορίες πολιτών. Αλλά και με τα άρθρα 20 και 21 παρ. 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ που καθιερώνουν την αρχή της απαγόρευσης αθέμιτων διακρίσεων, η οποία, κατά πάγια νομολογία του ΔΕΚ/ΔΕΕ, επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά παρόμοιες καταστάσεις, εκτός αν η διαφορετική αυτή μεταχείριση δικαιολογείται, ως ερειδόμενη σε αντικειμενικό και εύλογο κριτήριο.

Τέτοιο κριτήριο δεν υφίσταται εν προκειμένω, αφού, ως εκ της φύσης της επίμαχης φορολογικής υποχρέωσης, κανένας αποχρών λόγος δεν δικαιολογεί τη διατήρησή της.

Γ. Ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. έρχεται σ’ αντίθεση προς τις διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, οι οποίες κατοχυρώνουν το δικαίωμα αίτησης και παροχής οριστικής και προσωρινής δικαστικής προστασίας. Και τούτο διότι:

  1. Η όλη δομή του ΕΝ.Φ.Ι.Α., οδηγεί στο συμπέρασμα πως η επιβολή του βασίζεται ουσιαστικά σε νομοθετικώς θεσπιζόμενο τεκμήριο ως προς τη βάση υπολογισμού του. Προς την κατεύθυνση αυτή συνηγορεί και το γεγονός ότι ο «ΕΝ.Φ.Ι.Α.», όπως προεκτέθηκε, ουδόλως συνδέεται τόσο με το γενικό εισόδημα του φορολογουμένου όσο και με την εκ του βαρυνόμενου ακινήτου αποκτώμενη πρόσοδο. Όμως, τέτοιου είδους τεκμήρια σχετικά με τη φορολογία αντιτίθενται, τουλάχιστον κατ’ αρχήν, όχι μόνο προς την κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 5 αρχή της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών. Αλλά και προς το κατά τις διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 1 δικαίωμα αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας, οριστικής και προσωρινής.
  2. Όπως παγίως δέχεται και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. π.χ. τις αποφάσεις 2065/1988, 2443/1989, 1192/1990, 2919/1999, 3284/2000, 1576/2002, 1340/2003 κλπ.), η θέσπιση τεκμηρίων σχετικά με τον προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης δυσχερώς συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις των διατάξεων του άρθρου 20 παρ. 1, οι οποίες καθορίζουν το περιθώριο ελευθερίας του διαδίκου για αίτηση και παροχή δικαστικής προστασίας. Ως εκ τούτου, τέτοια τεκμήρια μόνον ως επικουρική μέθοδος προσδιορισμού της φορολογητέας ύλης είναι συνταγματικώς ανεκτά. Και μόνον εφόσον:

α) Πρώτον, αποφεύγεται πλήρως η διαμόρφωση πλασματικής φορολογητέας ύλης, ιδίως μέσ’ από τη διαμόρφωση του τεκμηρίου υπό συνθήκες που εγγυώνται τη συμφωνία του με τα δεδομένα της κοινής πείρας, λόγω της σταθερότητας της αποδεικτικής του βάσης και της αβίαστης συναγωγής των συμπερασμάτων, πάνω στα οποία στηρίζεται.

β) Δεύτερον, εν πάση περιπτώσει ο φορολογούμενος διαθέτει τη δυνατότητα αμφισβήτησης του τεκμηρίου γενικώς, ιδίως δε μ’ επίκληση των ιδιαίτερων συνθηκών που συνθέτουν τα δεδομένα της προσωπικής του κατάστασης.

  1. Με βάση όμως τα όσα ήδη εκτέθηκαν ως προς τον «ΕΝ.Φ.Ι.Α.», το τεκμήριο στο οποίο ερείδεται ως προς τον προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης που επιτρέπει την επιβολή του δεν ανταποκρίνεται πλήρως στα, κατά τ’ ανωτέρω, επιβαλλόμενα από τις εγγυήσεις των διατάξεων του άρθρου 20 παρ. 1 χαρακτηριστικά αναφορικά με την ακώλυτη παροχή δικαστικής προστασίας. Πραγματικά:

α) Ο «ΕΝ.Φ.Ι.Α.» στηρίζεται στη συνεκτίμηση αντικειμενικών παραγόντων, οι οποίοι αναφέρονται περιοριστικώς. Γεγονός που σημαίνει ότι αποκλείεται ο συνυπολογισμός, ως προς τον προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης, άλλων κρίσιμων παραγόντων συνδεόμενων με την πραγματική αξία του ακινήτου, όπως είναι π.χ. η πραγματική -πέραν της αντικειμενικής- αξία του.

β) Συνακόλουθα, υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο «ΕΝ.Φ.Ι.Α.» στηρίζεται, κατ’ ουσία, σ’ ένα οιονεί αμάχητο τεκμήριο, το οποίο αν δεν αποκλείει πλήρως, σίγουρα περιορίζει υπερμέτρως τα όρια του δικαστικού ελέγχου, κατά τρόπο που θίγει τον ίδιο τον πυρήνα του δικαιώματος αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας κατ’ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος (αλλά και, περαιτέρω, κατ’ άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ).

Το Συμβούλιο της Επικρατείας με την απόφαση 86/2015, επί “πιλοτικής δίκης”, έκρινε ότι “δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η δυνατότητα που έχει ο φορολογούμενος να αμφισβητήσει με προσφυγή του στο διοικητικό δικαστήριο το ύψος της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου του που επιβαρύνεται με Φ.Α.Π.”.

Η απόφαση έκρινε ότι: “κατά την έννοια των εξουσιοδοτικών διατάξεων του άρθρου 41 του ν. 1249/1982, ερμηνευoμένων υπό το φως των άρθρων 4 (παρ. 5) και 78 (παρ. 1) του Συντάγματος, ο προσδιορισμός από την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων πρέπει να διενεργείται με βάση ενιαία (για το σύνολο των περιοχών που έχουν ενταχθεί στο σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού), διαφανή, αρκούντως ορισμένη, πρόσφορη και οικονομετρικά άρτια μεθοδολογία, ώστε να παρέχονται στους βαρυνόμενους επαρκή εχέγγυα ορθού καθορισμού της φορολογούμενης (ελάχιστης εύλογης αγοραίας) αξίας των ακινήτων τους και να τηρείται από τα αρμόδια διοικητικά όργανα το ίσο μέτρο (γνωμοδοτικής και αποφασιστικής) κρίσης. Η τοιαύτη ειδική μέθοδος πρέπει, ιδίως, να λαμβάνει προσηκόντως υπόψη την παρατεταμένη και σταδιακά εντεινόμενη ύφεση της αγοράς ακινήτων, συνεπεία της οικονομικής κρίσης και της επιβάρυνσης της ακίνητης περιουσίας με νέους φόρους, από το 2010 και μετά”.

-“Κατά την κοινή πείρα, ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο προσδιορισμού της αγοραίας αξίας ενός ακινήτου είναι η τοποθεσία του, ο ως άνω ορισμός πρέπει να γίνεται τουλάχιστον σε επίπεδο δημοτικής ενότητας ή κοινότητας δήμου, κατόπιν συνεκτίμησης (διενεργούμενης κατ’ εφαρμογή της προαναφερόμενης ειδικής μεθόδου) συγκεκριμένων, περιλαμβανόμενων στο διοικητικό φάκελο, πρόσφορων και επίκαιρων στοιχείων για την πραγματική αγοραία αξία των ακινήτων στη σχετική ζώνη ή, σε περίπτωση αιτιολογημένης διαπίστωσης της ανυπαρξίας τέτοιων στοιχείων, με συνεκτίμηση ανάλογων υφιστάμενων στοιχείων για τις όμορες/γειτονικές ζώνες ή για άλλες ζώνες που κρίνονται αιτιολογημένα ότι παρουσιάζουν ουσιώδεις ομοιότητες όσον αφορά την αγορά ακινήτων. Μεταξύ των στοιχείων που (πρέπει να) λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο αυτό, είναι και η προβλεπόμενη στο άρθρο 261 παρ. 4 του ν. 3852/2010 (απλή) γνώμη του οικείου Δημοτικού Συμβουλίου”.

-“η πρόταση ή/και ο κανονιστικός καθορισμός των τιμών εκκίνησης δεν χωρεί νομίμως, αν γίνεται (κατά παραγνώριση των προαναφερόμενων, συναγόμενων από το άρθρο 41 του ν. 1249/1982, όρων) συλλήβδην για όλες τις ζώνες ορισμένης περιφέρειας ή του συνόλου της επικράτειας, κατά γενική επίκληση και εκτίμηση στοιχείων αναγόμενων σε διάφορες περιοχές και δίχως συγκεκριμένη μεθοδολογία, που να έχει τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά”.

– “Ο καθορισμός των τιμών εκκίνησης στην επίδικη ζώνη έγινε στο πλαίσιο συλλήβδην προσδιορισμού των αντικειμενικών αξιών για τις ζώνες του συνόλου της επικράτειας, αναλόγως της τιμής που είχαν πριν από την επίδικη αναπροσαρμογή, βάσει εισήγησης της αρμόδιας επιτροπής του άρθρου 41 του ν. 1249/1982, η οποία πρότεινε οριζόντιες ποσοστιαίες μεταβολές ανά ομάδα τιμών ζώνης γενικά των ακινήτων της οικείας περιφέρειας, χωρίς να εκφέρει εξατομικευμένη κρίση για τις επιμέρους ζώνες της, ειδικότερα, δε, για την επίδικη ζώνη, με παράθεση των συγκεκριμένων στοιχείων που έλαβε υπόψη της σχετικά με τη ζώνη αυτή, και χωρίς να προκύπτει η εφαρμογή (από την επιτροπή και, περαιτέρω, από τον υπουργό) ορισμένης, οικονομετρικά άρτια μεθοδολογίας προσδιορισμού των αντικειμενικών αξιών”.

Κατόπιν αυτών οι έγιναν δεκτές οι αιτήσεις των κατοίκων των 4 αυτών περιοχών και οι σύμβουλοι Επικρατείας ακύρωσαν την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση,  κατά το μέρος της με το οποίο καθορίστηκαν οι τιμές  εκκίνησης των 4 περιοχών.

Τέλος, το ΣτΕ “σταθμίζοντας τα συμφέροντα των διαδίκων, αποδίδει μείζονα βαρύτητα στο επιτακτικό δημόσιο συμφέρον, που καθίσταται ακόμα εντονότερο υπό τις παρούσες δημοσιονομικές συνθήκες, αποτροπής του κινδύνου ουσιώδους διαταραχής των φορολογικών εσόδων του Κράτους για το έτος φορολογίας 2016, και, συνακόλουθα, κρίνει, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 50 παρ. 3β του π.δ. 18/1989, ότι η ακύρωση καθεμίας των επίμαχων ρυθμίσεων της παραγράφου 2α της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης πρέπει να μην αναδράμει στο χρόνο έναρξης ισχύος της (21.5.2015), αλλά στις 8.6.2016, χρόνο συζήτησης των υποθέσεων στο ακροατήριο”.

Το Γαλλικό Συνταγματικό Συμβούλιο με την απόφαση της 29ης Δεκεμβρίου 1998 (no 98-405 DC), σχετικά με τον γαλλικό φόρο αλληλεγγύης επί της περιουσίας (Impôt de Solidarité sur la Fortune), έκρινε ότι πρόκειται για φόρο επί της κατοχής της περιουσίας, καταβλητέο διά των εισοδημάτων, που παράγει αυτή. Για να είναι η φορολόγηση της περιουσίας συνταγματικώς ανεκτή, θα πρέπει η κατοχή της να συνδέεται και με παραγωγή εισοδήματος.  Το γαλλικό Κοινοβούλιο ήδη από το 2006 θέσπισε την λεγόμενη “φορολογική ασπίδα” που προβλέπει ότι η συνολική φορολογική επιβάρυνση του ασφαλισμένου δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50% των εισοδημάτων του.

Ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. είναι, καταρχάς, ένας ψευδεπίγραφος φόρος.  Κάθε άλλο παρά ενιαίος είναι. Επιβάλλεται μαζί με τον συμπληρωματικό φόρο επί του συνόλου της περιουσίας,  με το τέλος ακίνητης περιουσίας,  με τους φόρους επί των μισθωμάτων (φόρο εισοδήματος, συμπληρωματικό φόρο, τεκμαρτό εισόδημα από ιδιοκατοίκηση,  αντικειμενικές δαπάνες διαβίωσης κοκ),  αλλά και με τους φόρους επί της μεταβίβασης των ακινήτων.  Είναι ξεκάθαρο ότι το σύστημα πρέπει να απλοποιηθεί και να εξορθολογιστεί κατά το δυνατόν αυτή η πανσπερμία φόρων, που προκαλεί δυσχέρεια λογιστικής παρακολούθησης και συνεπάγεται κρυφές επιβαρύνσεις.

O ΕΝ.Φ.Ι.Α.  δεν επιτρέπει τον συγκεκριμένο προσδιορισμό της πραγματικής αγοραίας αξίας ακινήτου.  Η τιμή ζώνης, με τον τρόπο που υπολογίζεται, δεν αποτελεί ασφαλές σημείο αναφοράς για τον υπολογισμό του φόρου με βάση την πραγματική αγοραία αξία του ακινήτου, που συγκαθορίζεται από πρόσθετα στοιχεία όπως ο όροφος επί διαμερισμάτων, η εμπορικότητα και η τάση της κτηματαγοράς στη περιοχή κ.ο.κ. ο νομοθέτης οφείλει να είναι δημιουργικός και προσαρμοστικός στις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες.  Θα μπορούσε επί παραδείγματι να προβλεφθεί η δυνατότητα ολικής ή μερικής προσωρινής αναστολής είσπραξης του φόρου επί ακινήτων στην περίπτωση πρόσκαιρης εισοδηματικής αδυναμίας και ταυτόχρονη υποχρέωση καταβολής του φόρου (σωρευτικά) σε περίπτωση μελλοντικής μεταβίβασης του ακινήτου. Διότι έχει διαχρονικά αποδειχθεί ότι η υπερφορολόγηση που δεν συναρτάται με τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες του φορολογουμένου οδηγεί αναπόδραστα σε μειωμένη εισπραξιμότητα.

Όπως προκύπτει από τις περισσότερες έρευνες,  πριν από την έναρξη της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, οι φόροι ιδιοκτησίας ακίνητης περιουσίας είχαν μικρή επίπτωση στην αγορά ακινήτων. Το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων από τη φορολογία ακινήτων προερχόταν από τους φόρους στις συναλλαγές ακινήτων και στο εισόδημα από ενοίκια. Με την εισαγωγή του ΕΕΤΗΔΕ και μετέπειτα του ΕΝΦΙΑ, η κατάσταση αυτή ανατράπηκε και μάλιστα σε σημείο να εμφανίζεται η χώρα «πρωταθλήτρια» σε συγκέντρωση φόρων από ακίνητα τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση  όσο και στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).

Ο Ελληνικός λαός «φτωχοποιήθηκε» όχι τόσο γιατί του μείωσαν τους μισθούς και τις συντάξεις του, όσο γιατί με την υπερφορολόγηση πέρα από κάθε μέτρο, λογική και δυνατότητα, της ιδιωτικής ακίνητης περιουσίας του, του εξευτέλισαν και του κατεδάφισαν κυριολεκτικά, με όρους πραγματικής δήμευσης, την αξία της πραγματικής αποταμίευσής του, για την απόκτηση της οποίας δούλεψε, ξενιτεύτηκε, αγωνίστηκε, και στερήθηκε. Και όλα αυτά βάσει σχεδίων που εκπονήθηκαν εκτός Ελλάδος, εμπνευσμένα από κύκλους χωρών άσχετων με την ελληνική νοοτροπία, που αδυνατούν να καταλάβουν τι σημαίνουν όλα αυτά για τον κάθε Έλληνα.

Το κυριότερο: Ο δήθεν «δίκαιος» αυτός φόρος δεν δίνει καμιά διέξοδο και καμιά δυνατότητα επιβίωσης σε όσους θα αντιμετωπίσουν την κατάσχεση και τον πλειστηριασμό της περιουσίας τους και την πόρτα της φυλακής, λόγω πλήρους αδυναμίας εξόφλησης των χρεώσεών του.

Γι΄ αυτό είναι επιτακτική ανάγκη και οφείλει η κυβέρνηση, το συντομότερο δυνατόν,  να τον καταργήσει.

* Παναγιώτης Σταμάτης Συγγραφέας και ανώτερος αξιωματικός

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ