Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024

Παντελής Μποροδήμος – Έφη Κώστα: Πρώτη αποτίμηση του σχεδίου για την επιτάχυνση των εκκρεμών υποθέσεων υπερχρεωμένων νοικοκυριών

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Παντελής Μποροδήμος – Έφη Κώστα: Πρώτη αποτίμηση του σχεδίου για την επιτάχυνση των εκκρεμών υποθέσεων υπερχρεωμένων νοικοκυριών

Η περίοδος των θερινών διακοπών σε συνδυασμό με την έλλειψη πραγματικής διοίκησης της Ένωσης Δικαστών, είναι αναμφίβολα η πιο ακατάλληλη περίοδος για ουσιαστική συζήτηση επί ζητημάτων νομικών ή και τεχνικών, που επηρεάζουν τη ζωή και υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστών και εισαγγελέων. Ως εκ τούτου, προκαλεί απορία η επιλογή του υπουργείου να εξαγγείλει σε αυτό το χρόνο την θέση σε διαβούλευση νομοσχέδιου που αφορά στην επιτάχυνση της εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων του ν.3869/2010. Τέτοια ζητήματα, προϋποθέτουν ουσιαστικό διάλογο με τις δικαστικές Ενώσεις, που δεν μπορεί να παρακαμφεί με πρόσχημα τη συμβολή των εκπροσώπων τους στη νομοτεχνική βελτίωση των νομοσχεδίων, καθώς οι αιφνιδιασμοί δίνουν χώρο σε εξιδανικεύσεις ή αφορισμούς συνθηματικού χαρακτήρα. Επί της ουσίας:

Στην κατάρτιση του νομοσχεδίου που διέρρευσε και αναμένεται να τεθεί σε διαβούλευση, συνεισέφερε ομάδα εργασίας που συστήθηκε από το υπουργείο, στην οποία συμμετείχε εκ μέρους της Ένωσης η εξαίρετη συνάδελφος και τότε Υπεύθυνη Οικονομικής Διαχείρισης της Ένωσης, κ. Ακριβή Ερμίδου και εκ μέρους του Ειρηνοδικείου Αθηνών οι πολύ καταρτισμένοι συνάδελφοι Βασίλης Φούρκας και Γιώργος Δελής. Σημειώνεται ότι το πόρισμα της ομάδας εργασίας, που στηρίχθηκε στα επίσημα στοιχεία χρεώσεων, υιοθετήθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος του στο κείμενο του διαρρεύσαντος νομοσχεδίου, το οποίο εκ πρώτης ανάγνωσης φαίνεται να στοχεύει στην γρηγορότερη εκκαθάριση των εκκρεμών υποθέσεων υπερχρεωμένων νοικοκυριών, που έχουν ήδη προσδιορισθεί για να συζητηθούν τα επόμενα χρόνια. Προς το σκοπό αυτό εισάγει τις εξής βασικές καινοτομίες η κριτική αποτίμηση των οποίων θα επιχειρηθεί παρακάτω: α) επαναπροσδιορισμός της αίτησης υπαγωγής στις διατάξεις του ν.3869/2010, με ενέργειες του ίδιου του αιτούντος, επί ποινή απαραδέκτου, σε καθορισμένες προθεσμίες, επιμεριζόμενες κατά χρόνο κατάθεσης της αρχικής αίτησης και υποχρέωση κοινοποίησής της στους διαδίκους επί ποινή θεώρησης της αίτησης μηδέποτε ασκηθείσας, κατά τα πρότυπα της νέας τακτικής διαδικασίας, β) κατ΄ εξαίρεση τήρηση της προφορικής διαδικασίας μόνο όταν τα στοιχεία κριθούν ανεπαρκή για έκδοση απόφασης και υιοθέτηση συστήματος τυπικής συζήτησης της υπόθεσης με μόνο το κλείσιμο του φακέλου (κατάθεση προσθήκης), δηλαδή χωρίς διαδικασία σε ακροατήριο και πριν χρεωθεί σε δικαστή. γ) υιοθέτηση συστήματος ηλεκτρονικής κοινοποίησης της αίτησης προς τους διαδίκους δ) διαβίβαση στον ειρηνοδίκη που ορίζει ο εκάστοτε διευθύνων του Ειρηνοδικείου μετά το κλείσιμο του φακέλου, ε) υποχρέωση έκδοσης της απόφασης σε διάστημα έξι (6) μηνών από τη χρέωση σε αυτόν στ) δυνατότητα προσφυγής σε διαμεσολάβηση σε κάθε στάδιο της διαδικασίας κατ΄ εφαρμογή των διαδικασιών που προβλέπονται στην υποχρεωτική ιδιωτική διαμεσολάβηση των άρθρων 5, 7, και 8 ν.4640/2019. Πρώτη αποτίμηση των προτεινόμενων διατάξεων: α) ο επαναπροσδιορισμός της αίτησης με ενέργειες του αιτούντος, στο βαθμό που σκοπεί στην εκκαθάριση των «νεκρών» υποθέσεων, ήτοι εκείνων που για διάφορους λόγους ματαιώνονται και δεν εκδικάζονται εν τέλει ποτέ, αλλά επιβαρύνουν τον προγραμματισμό των Ειρηνοδικείων και καθυστερούν τις «ζωντανές» υποθέσεις, κρίνεται ότι κινείται στη σωστή κατεύθυνση. Οι πραγματικά ενδιαφερόμενοι επαναπροσδιορίζουν την αίτηση και οι υπόλοιπες υποθέσεις, που για διάφορους λόγους δεν έχουν ενδιαφέρον πλέον για τους αιτούντες, παύουν να καταγράφονται ως εκκρεμείς, δημιουργώντας ζωτικό χώρο για τις υπόλοιπες. Αξίζει να σημειωθεί, ότι για τις αρμόδιες υπηρεσίες που καταγράφουν την εκκρεμότητα ενώπιον των Δικαστηρίων, πλην της νέας τακτικής διαδικασίας, οι λοιπές ματαιωθείσες υποθέσεις θεωρούνται εκκρεμείς, λόγω της δυνατότητας που υπάρχει να επανέλθει ο διάδικος και να επιβαρύνουν εκ νέου το σύστημα. Στα πλαίσια του ως άνω επαναπροσδιορισμού, ενόψει της οριστικότητας της εκκαθάρισης και του γεγονότος ότι ένας αριθμός παλαιών αιτήσεων έχει κατατεθεί από τους ίδιους τους διαδίκους αυτοπροσώπως, δέον να χορηγηθεί ο αναγκαίος χρόνος και η αναγκαία δημοσιότητα, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος απώλειας ενεργού δικαιώματος. β) η πέραν των ορίων της νέας τακτικής διαδικασίας παράκαμψη της αρχής της προφορικότητας όμως εγείρει προβληματισμούς. Είναι ακριβές βέβαια, ότι οι αρχές της προφορικότητας και της δημοσιότητας της πολιτικής δίκης δεν διαδραματίζουν τον ίδιο σπουδαίο ρόλο που κατέχουν στην ποινική δίκη (βλ. έτσι Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, β΄ έκδοση, σ.278), ενώ είναι αρκετά διαδεδομένο να συγχέονται μεταξύ τους εσφαλμένα, ως προς το πεδίο λειτουργίας εκάστης. Ήδη, με το ν.4335/2015 που εισήγαγε την νέα τακτική διαδικασία στον ΚΠολΔ η προφορική συζήτηση περιορίσθηκε στα ελάχιστα, καθώς η συζήτηση σε ακροατήριο είναι τυπική, χωρίς εξέταση μαρτύρων ή διαδίκων και χωρίς την υποχρεωτική παρουσία πληρεξουσίων δικηγόρων, γεγονός που δεν έχει εγείρει ζητήματα συνταγματικότητας. Επιπλέον, γίνεται αντιληπτό ότι η υιοθέτηση προφορικής συζήτησης, ενόψει της επιλογής για συνύπαρξη αφενός ενός συστήματος με αρχή συγκεντρώσεως ισχυρισμών και αποδείξεων και αφετέρου της εκούσιας δικαιοδοσίας με το ανακριτικό σύστημα, θα μπορούσε να οδηγήσει σε δυσχέρειες. Από την άλλη, η πλήρης απουσία προφορικής διαδικασίας, συνεφέλκεται μια σειρά από αρνητικές συνέπειες: α) Αρχικά, δεν φαίνεται να αντιμετωπίζονται ευχερώς περιπτώσεις όπως της παραίτησης του αιτούντος από την αίτηση ή ακόμα και της επιτυχούς έκβασης της εκούσιας προσφυγής σε διαμεσολάβηση, κατά το διάστημα που ακολουθεί την κατάθεση της προσθήκης και μέχρι την έκδοση απόφασης, γεγονός που λαμβάνει μεγαλύτερη σημασία ενόψει της διαγραφόμενης ως σημαντικής χρονικής απόστασης μεταξύ κλεισίματος του φακέλου και χρέωσης σε δικαστή. Αντίθετα στη νέα τακτική διαδικασία η ύπαρξη τυπικής προφορικής συζήτησης αμβλύνει αυτά τα αδιέξοδα και δημιουργεί στάδιο εκδίκασης, που μπορεί να αναδειχθούν και άλλα τέτοια ζητήματα, β) ο διάδικος στερείται μέρος της ενώπιόν του δημοσιότητας της δίκης, αφού δεν υφίσταται διαδικασία στο ακροατήριο για να προσέλθει, διαμορφώνοντας την εικόνα μιας δίκης απρόσιτης στον πολίτη με τρόπο που επιδρά στην κοινωνική αντίληψη για την διαφάνεια στη λειτουργία της Δικαιοσύνης, γ) φαίνεται να δυσχεραίνεται η δυνατότητα να γνωρίζει ο διάδικος ποιος είναι ο φυσικός του δικαστής, επηρεάζοντας την εικόνα λειτουργικότητας της αρχής του νόμιμου Δικαστή, που αξιώνει μεταξύ άλλων και να μην αφαιρείται από δικαστή μια διαφορά που εκκρεμεί ενώπιόν του, παρά μόνο με τους ίδιους αντικειμενικούς όρους που απαιτούνται για τον αρχικό καθορισμό της αρμοδιότητας (Νίκας, ο.π., σ. 269). Από την παραπάνω πρώτη σταχυολόγηση θετικών και αρνητικών συνεπειών, προκύπτει το συμπέρασμα ότι η ευπρόσδεκτη αξιοποίηση της τυπικής συζήτησης που επιχειρείται, δε θα πρέπει να οδηγήσει έως την πλήρη κατάργηση της διαδικασίας στο ακροατήριο, η δε διαφορά στο εκτιμώμενο όφελος ανθρώπινων πόρων, δέον να καλυφθεί από την πολιτεία μέσω της αύξησης διαθέσιμων χώρων και οργανικών θέσεων ειρηνοδικών. Για το σκοπό αυτό, με κατάλληλη νομοθετική πρόβλεψη, μπορεί να αμβλυνθούν και τα αδιέξοδα που θα μπορούσε κανείς να προβλέψει από τη σύγκρουση της αρχής συγκεντρώσεως και της εκούσιας δικαιοδοσίας, ώστε να μην υπάρξει εκ πλαγίου παραβίαση της τυπικής συζήτησης. γ) η δημιουργία συστήματος ηλεκτρονικών κοινοποιήσεων κινείται αναμφίβολα στην ορθή κατεύθυνση της αξιοποίησης των σύγχρονων τεχνολογικών μέσων, που βοηθούν στην επιτάχυνση των διαδικασιών, την μείωση του κόστους και επιτυγχάνουν μεγαλύτερα ποσοστά πραγματικής ενημέρωσης των διαδίκων, έναντι των περιπτώσεων των νόμιμων πλασματικών ενημερώσεων. δ) Το στάδιο που ακολουθεί το κλείσιμο του φακέλου, ήτοι η διαβίβαση στον διευθύνοντα του Ειρηνοδικείου, ο οποίος πλέον χρεώνει «συζητηθείσες» υποθέσεις, αποτελεί καινοτομία, που φαίνεται να στοχεύει στην καταγραφή ως εκκρεμών, όχι των υποθέσεων για τις οποίες έχει κατατεθεί αίτηση, αλλά μόνο εκείνων για τις οποίες έχει κλείσει ο φάκελος, ολοκληρώνοντας το σκοπό εκκαθάρισης των «νεκρών» υποθέσεων. Κατά τα λοιπά, υπό την αναγκαία προϋπόθεση υιοθέτησης της πρότασης της ομάδας εργασίας, ο ρυθμός χρέωσης θα εξακολουθεί να παρακολουθεί τα όρια που διαγράφει ο κανονισμός του εκάστοτε Δικαστηρίου, με το πρόσθετο όφελος της θέσπισης εκ του νόμου υποχρέωσης επαναπροσδιορισμού των υποθέσεων ακόμα και για τα λίγα δικαστήρια που δεν κατάφεραν να το κάνουν νωρίτερα και σήμερα αντιμετωπίζουν πιο έντονο πρόβλημα. Είναι δε σαφές από τις διατάξεις που μέχρι σήμερα έχουν τεθεί υπόψιν, καθώς και από τις προτάσεις της ομάδας εργασίας, ότι δεν προκύπτει υποχρέωση έκδοσης αποφάσεων με χρόνο έναρξης της διαγραφόμενης εξάμηνης προθεσμίας το χρόνο της τυπικής τους συζήτησης, αλλά από το χρόνο χρέωσής τους σε δικαστή, που θα γίνεται όμως ανάλογα με τον κάθε κανονισμό. Σημειώνεται βέβαια, ότι στο κείμενο του νομοσχεδίου που έχει διαρρεύσει δεν περιλαμβάνεται σχετική πρόβλεψη ως προς την υποχρέωση η χρέωση να γίνεται με βάση του κανονισμούς, όπως ορθά υποδεικνύει η ομάδα εργασίας. Τέτοια πρόβλεψη δέον να περιληφθεί είτε στο κείμενο του νόμου, είτε οπωσδήποτε στην αιτιολογική έκθεση που θα τον ακολουθήσει. Ως εκ τούτου, στο βαθμό που το μοντέλο αυτό υιοθετηθεί ολοκληρωμένο, εκτιμάται ότι θα προκύψει μερική ελάφρυνση του όλου συστήματος, χωρίς όμως ουσιαστική διαφοροποίηση ως προς την ατομική επιβάρυνση των ειρηνοδικών. Συνεπώς, ερμηνευτικές προσεγγίσεις περί ενδεχόμενων εξωπραγματικών χρεώσεων έως και 1000 υποθέσεων ανά έτος σε κάθε δικαστή, που εξ ορισμού κινούνται εκτός ορίων της λογικής, δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση αξιόπιστης κριτικής του νομοσχεδίου. ε) Τέλος, ως προς την προβλεπόμενη δυνατότητα προσφυγής σε διαδικασία διαμεσολάβησης, φαίνεται από τη διατύπωση του σχεδίου να έχει μόνο εκούσιο χαρακτήρα, παρόλο που δανείζεται τη διαδικασία του ν.4690/2019 για την υποχρεωτική ιδιωτική διαμεσολάβηση. Η δε χρησιμότητα και αποτελεσματικότητά της, ενόψει του είδους των διαδίκων αυτών των υποθέσεων και της ουσιώδους τους διαφοράς στην οικονομική ισχύ (τράπεζες – δανειολήπτες), αναμένεται να εξαρτηθεί απολύτως από τη στάση του τραπεζικού συστήματος. Αναμφίβολα ο ν.3869/2010 που επικράτησε να λέγεται «υπερχρεωμένα νοικοκυριά», βρίσκεται στη δύση του και η οριστική εκκαθάριση των υποθέσεων που αφορά, γεννά πολυπαραγοντικό κοινωνικό ενδιαφέρον. Ταυτόχρονα, αποτελεί ορόσημο απελευθέρωσης ανθρώπινου δυναμικού για τα Ειρηνοδικεία που όλη τη δεκαετία που πέρασε σήκωσαν στους ώμους τους το βάρος της εφαρμογής του με προσωπικό κόστος για τον κάθε δικαστή. Η υλοποίηση του σχεδίου, που προτείνεται δεν αποτελεί μια ολοκληρωμένη λύση, αντίθετα φαίνεται να «θυσιάζει» πολλά από τις δικονομικές μας αρχές, στο βωμό της «ανάγκης», περιέχει, όμως, με την συμβολή των συναδέλφων μας της ομάδας εργασίας, εργαλεία που μπορούν να κινητοποιήσουν το μηχανισμό που οδήγησε στην επιτυχή αποσυμφόρηση του μεγαλύτερου μέρους των Ειρηνοδικείων της χώρας. Όμως καμία πρόταση δεν μπορεί να υλοποιηθεί επιτυχημένα χωρίς ουσιαστική ενίσχυση των Ειρηνοδικείων από τον κρατικό προϋπολογισμό με δικαστές, δικαστικούς υπαλλήλους και πραγματική μηχανοργάνωση και χωρίς τη συνεργασία και την υπεύθυνη διαχείριση εκ μέρους των διευθύνσεών τους. Η δε κριτική θεσμικών αλλαγών, χωρίς επιχειρήματα, με στόχευση μόνο στην επικοινωνία ενόψει και των επικείμενων αρχαιρεσιών, δεν συνθέτει το είδος του συνδικαλισμού που λείπει από την Ένωσή μας. Αντίθετα από τον επιστημονικό διάλογο και την ουσιαστική κριτική θα παραχθεί αποτέλεσμα ωφέλιμο τόσο για εμάς τους δικαστές, όσο και για το κοινωνικό σύνολο. Αυτό το διάλογο ξεκινά αυτή η πρώτη αποτίμηση του προς διαβούλευση νομοσχεδίου, φιλοδοξώντας να κινητοποιήσει κατά το δυνατόν περισσότερους συναδέλφους στην προσπάθεια βελτίωσης των νομοτεχνικών του αστοχιών.

*Παντελή Μποροδήμου, Πρωτοδίκη

*Έφης Κώστα, Ειρηνοδίκη

(Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα dikastis.blogspot.com/)

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ