Παρασκευή Σεραΐδου: Ορθοκρισία και δίκαιη δίκη
Το τεκμήριο αθωότητας, ότι δηλαδή, κάθε κατηγορούμενο πρόσωπο τεκμαίρεται αθώο μέχρι τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του, θα πρέπει να ισχύει από τη στιγμή που αυτό είναι ύποπτο ή κατηγορείται για τέλεση αξιόποινης ή εικαζόμενης αξιόποινης πράξης, μέχρι την οριστική (αμετάκλητη) καταδίκη του, παραβιάζεται δε, όταν ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος εμφανίζεται κατά τρόπο τέτοιο, ώστε να δημιουργείται η αίσθηση/εντύπωση ότι είναι ένοχος.
Η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη κατοχυρώνονται στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), στο άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για την Προστασία των Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων (ΔΣΠΑΠΔ) και στο άρθρο 11 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το τεκμήριο αθωότητας, ότι δηλαδή, κάθε κατηγορούμενο πρόσωπο τεκμαίρεται αθώο μέχρι τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του, θα πρέπει να ισχύει από τη στιγμή που αυτό είναι ύποπτο ή κατηγορείται για τέλεση αξιόποινης ή εικαζόμενης αξιόποινης πράξης, μέχρι την οριστική (αμετάκλητη) καταδίκη του, παραβιάζεται δε, όταν ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος εμφανίζεται κατά τρόπο τέτοιο, ώστε να δημιουργείται η αίσθηση/εντύπωση ότι είναι ένοχος. Σχετικές των παραπάνω διεθνών κειμένων διατάξεις είναι οι προβλέψεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4, 8, 20 και 87 του Συντάγματος, οι οποίες και απηχούν το κράτος δικαίου και το νομικό πολιτισμό που αδιαμφισβήτητα έχει εδραιωθεί στην Ελλάδα. Συχνά όμως, η συζήτηση στρέφεται γύρω από την έννοια της δίκαιης δίκης, άλλοτε ως δεδομένη και άλλοτε, τις περισσότερες φορές, ως ζητούμενο. Έννοια που έρχεται στην επιφάνεια και αποτελεί αντικείμενο συζήτησης, κατά κανόνα, ενόψει ορισμένων, μείζονος ενδιαφέροντος ποινικών υποθέσεων, που λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, προκαλούν εύλογα το ενδιαφέρον του κοινωνικού συνόλου και απασχολούν εκτενώς, ακόμα και σε καθημερινή βάση και για μεγάλο χρονικό διάστημα, έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης.
Και ακριβώς σ’ αυτό το σημείο συγκρούεται η απαίτηση για δίκαιη δίκη, ως θεμελιώδες δικαίωμα, με το δικαίωμα της επίκαιρης, αντικειμενικής και αμερόληπτης πληροφόρησης. Είναι, όμως, πάντοτε αντικειμενική, αποφορτισμένη από συναισθηματισμό και ανεπηρέαστη από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα η πληροφόρηση; Ή μήπως υπεισέρχεται στη δημοσίευση και το σχολιασμό της πληροφορίας το στοιχείο του υποκειμενισμού και η ενημέρωση προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά άκριτης έκφρασης άποψης, συνήθως με τη μορφή ειλημμένης καταδίκης του ύποπτου ή κατηγορούμενου; Το ζήτημα αυτό δεν αποτελεί, απλά, μια θεωρητική συζήτηση, που εξαντλείται στην τήρηση ή όχι των κανόνων της δίκαιης δίκης, αφού συνδέεται άρρηκτα με την ορθοκρισία, που πρέπει να χαρακτηρίζει την τελική δικαιοδοτική απόφανση. Και ναι μεν, μια εσφαλμένη κρίση μπορεί να διορθωθεί με ένδικα μέσα, η εκφορά όμως κρίσης, χωρίς να τηρηθούν οι όροι που διέπουν τη δίκαιη δίκη, επιφέρει τις περισσότερες φορές ανεπανόρθωτο πλήγμα στα δικαιώματα εκείνου, που υφίσταται τις συνέπειες αυτής της άδικης μεταχείρισης, ανεξάρτητα αν η σχετική απόφαση απηχεί την ήδη διαμορφωμένη άποψη της «κοινής γνώμης», η οποία επικροτεί το τελικό αποτέλεσμα, ευθυγραμμιζόμενη με την ήδη προ πολλού εκφρασθείσα «ετυμηγορία». Και είναι λογικό μια ποινική υπόθεση με αυξημένο κοινωνικό ενδιαφέρον, κατά κανόνα λόγω της φύσης και της βαρύτητας των υπό διερεύνηση πράξεων, να συγκεντρώνει τα φώτα της δημοσιότητας και να αποτελεί πόλο έλξης του δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος, καθώς και διαφόρων παραγόντων της κοινωνικής ζωής, αλλά και αξιωματούχων, πλην όμως, τόσο το δικαίωμα της ενημέρωσης, όσο και αυτό της ελεύθερης έκφρασης γνώμης με τη μορφή δημόσιας δήλωσης, δεν είναι απόλυτα, στο βαθμό που προσβάλλουν τα δικαιώματα του ύποπτου ή κατηγορούμενου προσώπου, όπως ο σεβασμός της προσωπικότητάς του και κυρίως το τεκμήριο αθωότητας.
Και ναι μεν, οι δικαστικοί λειτουργοί, όπως και οι ίδιοι διαβεβαιώνουν, είναι ανεξάρτητοι και αποφασίζουν με βάση τη συνείδησή τους, τις αποδείξεις και τους νόμους, κανείς όμως, δεν μπορεί να αποκλείσει περιπτώσεις επηρεασμού τους, ενδεχομένως υποσυνείδητα, ενόψει του δυσμενούς για τον κατηγορούμενο κλίματος που έχει δημιουργηθεί από τη φορτική πίεση της κοινωνίας και του Τύπου. Το φαινόμενο δεν αποτελεί ελληνικό «προνόμιο», αφού πλήθος καταδικαστικών αποφάσεων έχουν εκδοθεί σε βάρος διάφορων κρατών για παραβίαση της περί ης ο λόγος αρχής. Κάθε άλλο δε παρά ευκαταφρόνητες σε αριθμό είναι οι περιπτώσεις που αφορούν την Ελλάδα. Πρόσφατα εκφράστηκαν διαμαρτυρίες για παραβίαση της συγκεκριμένης αρχής, σε δίκες με ιδιαίτερο κοινωνικό ενδιαφέρον. Μια από τις τελευταίες υποθέσεις που ενεργοποίησε τα αντανακλαστικά της κοινής γνώμης ήταν και αυτή που αφορούσε το θάνατο του Άλκη Καμπανού. Δεν θα σχολιάσουμε την ορθότητα ή μη της πρωτόδικης απόφασης. Άλλωστε, η υπόθεση εκκρεμεί για εκδίκαση στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Είναι όμως επιβεβλημένο να επισημανθεί, ότι από τη σύλληψή τους μέχρι και την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης, όλοι οι κατηγορούμενοι, αδιάκριτα, παρουσιάζονταν εκ προοιμίου, από τον Τύπο, αλλά και από διάφορους αξιωματούχους, όχι απλά ως να είναι ένοχοι, αλλά οπωσδήποτε ένοχοι και με αναφορά, κατ’ ουσίαν υπόδειξη, στις ποινές που πρέπει να τους επιβληθούν. Τα σχόλια μάλιστα συνοδεύονταν από απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς (εγκληματίες, δολοφόνοι, κακοποιοί, αποβράσματα της κοινωνίας κ.λ.π.), ενώ ταυτόχρονα προβάλλονταν και εικόνες μεταφοράς τους με χειροπέδες στα κρατητήρια ή στην αίθουσα του δικαστηρίου. Η βαριά αυτή ατμόσφαιρα μεταφέρθηκε δυστυχώς και στη δικαστική αίθουσα, με την παρουσία οργανωμένων οπαδών, οι οποίοι προέβαιναν ακόμα και σε λεκτικές επιθέσεις σε δικηγόρους, μάρτυρες υπεράσπισης και τεχνικούς συμβούλους.
Και ναι μεν, δεν διατυπώνονται ενστάσεις ή αμφιβολίες για τους δικαστικούς λειτουργούς, πλην όμως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί το ίδιο και για τους ενόρκους, που αποτελούν και την πλειοψηφία της σύνθεσης του Μ.Ο.Δ., αφού δεν μπορεί να αποκλειστεί ο επηρεασμός τους από τον καθημερινό καταιγισμό δημοσιευμάτων, σχολίων και δηλώσεων σε βάρος των κατηγορουμένων. Το θέμα είναι πολύ σοβαρό, δεδομένου ότι οι άνθρωποι αυτοί κλήθηκαν κατόπιν κλήρωσης, να αποφανθούν για ιδιαίτερα κρίσιμα ζητήματα, όπως η μορφή της συμμετοχής στις πράξεις καθενός από τους κατηγορουμένους, η αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων, η επιμέτρηση της ποινής κ.λ.π., χωρίς οι ίδιοι (ένορκοι) να έχουν νομικές γνώσεις και δικαστική εμπειρία. Πώς, άραγε, μπορεί να περιοριστεί το φαινόμενο αυτό, καθώς η εξάλειψή του φαντάζει να είναι ουτοπία; Πώς θα διασφαλιστεί ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου; Πότε θα γίνει σεβαστό, ανεπιφύλακτα, το τεκμήριο αθωότητας; Κανένας δεν μπορεί με βεβαιότητα να απαντήσει. Προτάσεις υπάρχουν. Είναι όμως βέβαιο, ότι εκτός από τη διαπαιδαγώγηση των νομικών, η παιδεία έχει τον πρώτο λόγο. Παιδεία για όλους τους πολίτες. Και επιτέλους, μήπως είναι καιρός να αναλογιστούμε και κυρίως, να συνειδητοποιήσουμε, ότι για κάθε κακό, δεν φταίνε πάντοτε μόνο οι άλλοι;
*Της Παρασκευής Σεραΐδου, Δικηγόρου, πρώην Ταμία του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Λουκάς Αποστολίδης: Ήγγικεν η ώρα της κρίσεως – Δομοκός – Λάρισα – Τέμπη Στυλιανή Χαραλαμπίδου: Αρχαιρεσίες στην Ένωση Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων Ευάγγελος Βενιζέλος: “Ποιος νομίζεις ότι είσαι;” Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου: Η σύγκρουση μεταξύ αντίθετων – αμετάκλητων αποφάσεων Ελευθερία Κώνστα: Η “χαμένη” εμπιστοσύνη στη ΔικαιοσύνηΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr