Σακελλαροπούλου-Βασταρούχας: Γιατί επιβάλλεται η άμεση μεταφορά του ενωσιακού δικαίου σχετικά με το απόρρητο των επικοινωνιών σε κρατικές αρχές

Ουδέποτε από την μεταπολίτευση ένθεν οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί υπήρξαν εκτελεστικά όργανα και υπάλληλοι κρατικών υπηρεσιών, Αρχών, Οργανισμών.

NEWSROOM
Σακελλαροπούλου-Βασταρούχας: Γιατί επιβάλλεται η άμεση μεταφορά του ενωσιακού δικαίου σχετικά με το απόρρητο των επικοινωνιών σε κρατικές αρχές

Ακρογωνιαίος λίθος του δικαίου της Ευρωπαικής  Ενωσης είναι η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης έναντι του εθνικού δικαίου. Την παραπάνω αρχή οφείλουμε να γνωρίζουμε και εφαρμόζουμε όλοι οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί, ανακριτικοί και προανακριτικοί υπάλληλοι είτε υπηρετούμε σε δικαστικές υπηρεσίες είτε σε Ανεξάρτητες Αρχές. Όπως οφείλουμε να γνωρίζουμε και εφαρμόζουμε σε κάθε έκφανση λειτουργίας των καθηκόντων μας τη εθνική νομοθεσία, αλλά και τη νομολογία και νομοθεσία που διέπει το ενωσιακό δίκαιο για τα προσωπικά δεδομένα, το κυβερνοέγκλημα, το οικονομικό έγκλημα αλλά και την επίλυση των άκρως περίπλοκων ζητημάτων διεθνούς δικαιοδοσίας, της διατήρησης των προσωπικών δεδομένων με στόχο την ταυτόχρονη αποτελεσματικότητα των ερευνών των Αρχών. Οφείλουμε να γνωρίζουμε τις αρχές της αναγκαιότητας, της αναλογικότητας, της αποτελεσματικότητας, της ισοδυναμίας, και της αποτρεπτικότητας από τις οποίες επιβάλλεται να διέπονται οι αποφάσεις των Αρχών και την παρέκκλιση της αρχής του απορρήτου των επικοινωνιών μόνο όταν συνδέονται με τις περιπτώσεις καταπολέμησης σοβαρού εγκλήματος, εθνικής ασφάλειας και δημόσιας ασφάλειας. Ότι προκειμένου να εξασφαλισθεί στην πράξη η πλήρης τήρηση των εν λόγω προϋποθέσεων, είναι σημαντικό η πρόσβαση των αρμόδιων εθνικών αρχών στα διατηρούμενα δεδομένα να εξαρτάται, καταρχήν, εκτός αν πρόκειται για επείγουσες περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες, από προηγούμενο έλεγχο πραγματοποιούμενο είτε από δικαστήριο είτε από ανεξάρτητη διοικητική αρχή και η απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου ή της εν λόγω αρχής να εκδίδεται κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως των αρμόδιων εθνικών αρχών υποβληθείσας στο πλαίσιο διαδικασιών για την πρόληψη, τη διαπίστωση ή την ποινική δίωξη πάντα υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Οφειλουμε να γνωρίζουμε πιο συγκεκριμένα τις διατάξεις της Σύμβασης 108 του Συμβουλίου της Ευρώπης,  του νέου σύγχρονου νομικού πλαισίου του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 της 27ης Απριλίου ( GDPR) σχετικά με το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα όλων των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δικαιολογητικός νόμος του οποίου είναι ο 4624/2019, του ν.2068/1992 που αποτελεί δικαιολογητικό νόμο της Σύμβασης 108 του Συμβουλίου της Ευρώπης αλλά και τις ενωσιακές οδηγίες περί προστασίας και επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων και ιδίως την ΟΔΗΓΙΑ (EE) 2016/680 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων. Ότι τυχόν παρεκκλίσεις και περιορισμοί πρέπει να είναι αναγκαίοι σε δημοκρατική κοινωνία και ανάλογοι προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Οτι η αποθήκευση δεδομένων για τηλεφωνικές κλήσεις που αφορούν την ιδιωτική και επαγγελματική ζωή παραβιάζει το άρθρο 8 ΕΣΔΑ. Βρίθει η νομολογία του ΕΔΔΑ για όλα τα παραπάνω. Ενδεικτικά αναφέρουμε απόφαση του ΕΔΔΑ της  21.12.2016 Tele2 Sverige AB (C-203/15) κατά Post- och telestyrelsen, και Secretary of State for the Home Department (C-698/15), απόφαση ΕΔΔΑ της 8ης Απριλίου 2014 συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-293/12 και C-594/12 Digital Rights Ireland Ltd κατά Minister for Communications, Marine and Natural Resources κ.λπ., απόφαση ΕΔΔΑ 18 Ιουλιου 2017 Mustafa Sezgin Tanrıkulu κατά Τουρκίας, απόφαση της 12 Ιανουαρίου 2016 Szabó and Vissy κατά Ουγγαρίας απόφαση της 4 Δεκεμβρίου 2015 Roman Zakharov κατά Ρωσίας.

Από την άλλη μεριά, η  νομοθετική εξουσία οφείλει να μεταφέρει αυτούσια  νομοθεσία του ενωσιακού δικαίου και τούτο επειδή  το άρθρο 5 ν.4624/2019  κατά το οποίο «οι δημόσιοι φορείς επιτρέπεται να επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όταν η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας», δεν εισάγει κανένα περιορισμό στην επεξεργασία δεδομένων από τις δημόσιες αρχές. Εφόσον λοιπόν υπάρχει κενό νόμου ως προς την εφαρμογή των αρχών της αναλογικότητας, αναγκαιότητας στις εθνικές αρχές ασφάλειας, επιβάλλεται  να μεταφερθούν στο εσωτερικό μας δίκαιο οι διατάξεις της ΟΔΗΓΙΑΣ (EE) 2016/680 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου, η οποία περιλαμβάνει την  προστασία από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους (άρθρο 1), εφαρμόζεται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία τέτοιων δεδομένων τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε σύστημα αρχειοθέτησης (άρθρο 2), ορίζει σαφώς ότι η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων διέπεται από τις αρχές της αναλογικότητας, αναγκαιότητας και του προσδιορισμού και του περιορισμού του σκοπού. Ορίζει επίσης την ευθύνη του υπευθύνου επεξεργασίας να συμμορφωθεί με τις ανωτέρω αρχές και να είναι σε θέση να το αποδείξει (άρθρο 12), καθώς και το δικαίωμα ενημέρωσης του υποκειμένου (άρθρα 13 και 14), την εκτίμηση των επιπτώσεων στην προστασία των δεδομένων (άρθρο 28), την γνωστοποίηση παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο υποκείμενο των δεδομένων (άρθρο 31) και τέλος  την έκθεση δραστηριοτήτων η οποία μπορεί να περιλαμβάνει κατάλογο των τύπων των γνωστοποιημένων παραβάσεων και των ειδών των επιβαλλόμενων κυρώσεων και τίθεται στην διάθεση του εθνικού κοινοβουλίου, της κυβέρνησης και του κοινού (άρθρο 49). Οι ανωτέρω διατάξεις επιβάλλεται να μεταφερθούν στο εθνικό δίκαιο και ειδικά στον ευαίσθητο και αχαρτογράφητο για τα ελληνικά δεδομένα αρρύθμιστο τομέα του σκληρού πυρήνα του κράτους. Επίσης,  η νομοθετική εξουσία οφείλει να τροποποποιήσει τον δικαιολογητικό της Σύμβασης 108 του Συμβουλίου της Ευρώπης νόμο 2068/1992 , που πρέπει να τονιστεί ότι εφαρμόζεται και όταν ο επεξεργαστής δεδομένων  («maître du fichier») είναι ΔΗΜΟΣΙΑ ΑΡΧΗ (« l’autorité publique»), ο οποίος θα διέπει ξεκάθαρα όλες τις συναφείς κρατικές υπηρεσίες ή ανεξάρτητες αρχές, όπως ΕΥΠ, Αρχή καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, δίωξη του ηλεκτρονικού εγκλήματος κλπ. Για να επιτευχθεί τούτο στην πράξη δεν αρκεί η μεταφορά αυτούσιας της οδηγίας σε όλες τις προαναφερόμενες Αρχές και Κρατικές Υπηρεσίες, αλλά και η σύσταση δικαστικών συμβουλίων αποτελούμενων από ανεξάρτητους δικαστικούς λειτουργούς, όπως αυτά λειτουργούν ήδη εξάλλου στις δικαστικές υπηρεσίες σχετικά  με την άρση απορρήτου όταν τελούνται ποινικά αδικήματα, τα οποία δικαστικά συμβούλια θα αντικαταστήσουν τον ένα ή δύο Εισαγγελείς, και θα είναι επιφορτισμένα με το καθήκον της εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου προκειμένου οι προαναφερόμενες Υπηρεσίες και Αρχές να λειτουργούν στα πλαίσια της ουσιαστικής και πραγματικής νομιμότητας σε συνδυασμό με την αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητά τους.  Απαιτείται  επαρκής εκπαίδευση και κατάρτιση των δικαστικών λειτουργών που θα στελεχώνουν τα εν λόγω δικαστικά συμβούλια αλλά και των υπαλλήλων των Αρχών και των κρατικών υπηρεσιών πχ (ΕΥΠ) σε θέματα ασφάλειας των δεδομένων. Απαιτείται η επιβολή πειθαρχικού και ποινικού ελέγχου όσων υπηρετούν στις ανωτέρω Υπηρεσίες και Αρχές ακόμα και για περιπτώσεις μη εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, ώστε αυτοί που επιλέγουν να στελεχώσουν αυτές τις Υπηρεσίες να είναι οι πλήρως καταρτισμένοι  και όχι αυτοί που θεωρούνται προνομιούχοι. Οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες και Αρχές (π.χ.ΕΥΠ) να γνωστοποιούν παραβιάσεις των δεδομένων στα πιθανά θύματα και στις εθνικές αρχές ελέγχου και αυτό να αρχίσει άμεσα το πρώτον από την ΕΥΠ η οποία θα πρέπει να ενημερώσει τα θύματα των οποίων τα προσωπικά δεδομένα παραβιάστηκαν και τους λόγους, όπως άλλωστε ορίζει εκτός από την προαναφερόμενη οδηγία και η οδηγία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, στο άρθρο 4 παράγραφος 2  (βλ. I. κατά Φινλανδίας, προσφυγή αριθ. 20511/03, 17 Ιουλίου 2008).

Τα παραπάνω δεν αποτελούν πολιτικό ζήτημα, αποτελούν θεσμικές επιταγές που επιβάλλονται σε ένα κράτος δικαίου και εναρμονίζονται με το ενωσιακό δίκαιο. Γιατί ο εθνικός νόμος που επιτρέπει την επέμβαση δημόσιας αρχής στην άσκηση του δικαιώματος που παρέχεται από το άρθρο 8, δηλαδή τον σεβασμό στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, την κατοικία και την αλληλογραφία, θα πρέπει να πληροί τα κριτήρια της προβλεψιμότητας και της σαφήνειας (βλ. υπόθεση Klass And Others v. Federal Republic of Germany (Series A, NO 28) (1979-1980) 2 EHRR 214, 6 September 1978, Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) . Γιατί ο νόμος θα πρέπει να παρέχει στους πολίτες επαρκή νομική προστασία κατά της κρατικής αυθαιρεσίας και οιασδήποτε κατάχρησης και να καθορίζει με σαφήνεια τον τρόπο ασκήσεώς του, καθώς και το σκοπό της παρασχεθείσης ευχέρειας στις αρμόδιες αρχές να επεμβαίνουν στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 8 της Σύμβασης. Για να αποφεύγεται η  υπονόμευση της δημοκρατίας υπό το μανδύα της προάσπισής της. Για να προσανατολίζονται οι κρατικές υπηρεσίες και ανεξάρτητες Αρχές στην αποτελεσματικότητα του σκοπού για τον οποίο έχουν συσταθεί (εθνική ασφάλεια, καταπολέμηση του ηλεκτρονικού εγκλήματος, καταπολέμηση της διαφθοράς) και μόνο. Για να μην καταστεί η Ελλάδα ένα αστυνομικό κράτος που θα διασύρεται διεθνώς.

Ουδέποτε από την μεταπολίτευση ένθεν οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί υπήρξαν εκτελεστικά όργανα και υπάλληλοι κρατικών υπηρεσιών, Αρχών, Οργανισμών. Ουδείς δικαστικός ή εισαγγελικός λειτουργός έχει περιορισθεί στην χρήση σφραγίδας και υπογραφής, αφού άπαντες νυχθημερόν ερμηνεύουμε και εφαρμόζουμε τους νόμους του Ελληνικού Κράτους. Η εργαλειοποίηση του δικαστικού κλάδου μέσω αποσπασματικών διατάξεων που αφορούν είτε την ΕΥΠ είτε οποιαδήποτε άλλη αρχή αντιβαίνει στην θεσμική θωράκιση της δικαιοσύνης,  της δημοκρατίας, της ίδιας της χώρας.

*Αφροδίτη Σακελλαροπούλου, Πάνος Βασταρούχας, «Νέα Πορεία»

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr