Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Σάκης Κεχαγιόγλου: “Ο όχλος υπό οποιανδήποτε έκφανση και μορφή δεν μπορεί ούτε πρέπει ποτέ να αφεθεί να απονέμει δικαιοσύνη”

Το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη είναι κάτι περισσότερο από μια ωραία παρήχηση. Είναι μια θεμελιωδώς σημαντική εγγύηση σε κάθε δημοκρατική κοινωνία.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Σάκης Κεχαγιόγλου: “Ο όχλος υπό οποιανδήποτε έκφανση και μορφή δεν μπορεί ούτε πρέπει ποτέ να αφεθεί να απονέμει δικαιοσύνη” eurokinissi

Κύριε πρόεδρε και αγαπητοί φίλοι,

Θα μου επιτρέψετε να μην προσφωνήσω προσωπικά κάθε έναν από τους εξέχοντες  παρισταμένους για λόγους εξοικονόμησης χρόνου. Ευχαριστώ τον πρόεδρο και το διοικητικό συμβούλιο της ένωσης για την εξαιρετικά τιμητική πρόσκληση να αναλάβω την εναρκτήρια ομιλία του συνεδρίου και επιθυμώ να εκφράσω επίσης τα συγχαρητήρια μου για τη διοργάνωση ενός ακόμη επιτυχημένου, όπως είμαι βέβαιος ότι  θα αποδειχθεί, συνεδρίου της ένωσης με τόσο ενδιαφέροντα και επίκαιρα θέματα και διακεκριμένους ομιλητές.

Με συγκίνηση ανεβαίνω στο βήμα μετά την ομιλία του σεβαστού και αγαπητού σε όλους μας καθηγητή Χαραλαμπάκη και την τιμητική αναφορά στο Στέφανο Παύλου. Ούτε σαν κακό όνειρο δεν θα μπορούσα να φανταστώ το μακρινό πια 1979- 1984, όταν οι δυο μας φοιτητές και συνεργάτες, από διαφορετικές θέσεις, του Γιάννη Μανωλεδάκη, ότι το Νοέμβριο του 2022, θα μιλούσαμε για τη μνήμη του Στέφανου. Ανάμεσα σε αναμνήσεις φιλίας και συνεργασίας δεκαετιών, καταθέτω σαν ένα μικρό λουλούδι στη μνήμη του την συνεργασία μας ως υπερασπιστές στη δίκη της υπόθεσης Βατοπαιδίου, η οποία κατέληξε σε ομόφωνη και πανηγυρική αθώωση όλων των κατηγορουμένων, όπου για μια ακόμη φορά, είχα την ευκαιρία να απολαύσω και να εκτιμήσω την ευρύτητα της νομικής του κατάρτισης, τις γνώσεις του αλλά και την μετριοπάθεια, την ευγένεια και την αξιοπρέπεια του χαρακτήρα του. Ένα κόσμημα της  επιστήμης του ποινικού δικαίου, της μαχόμενης δικηγορίας και της υπεράσπισης υπήρξε ο Στέφανος και θα είναι πραγματικά αιώνια η μνήμη του για τις γενιές που έρχονται.

Ευχαριστώ τον πρόεδρο της ένωσης και αγαπητό φίλο, Γιάννη Γλύκα, για την αναφορά στο πρόσωπό μου.

Τον τιμητικό τίτλο του «άρχοντος  δικαιοφύλακος» που μου απένειμε , προ δυο μηνών, ο Οικουμενικός Πατριάρχης , αποδέχτηκα με ταπεινότητα και στην αντιφώνηση μου προς τον Παναγιώτατο, ανέφερα ότι είμαι ένας απλός και ταπεινός εργάτης στον αμπελώνα του Κυρίου. Σήμερα εδώ ενώπιον σας, θέλω, παραλλάσσοντας εκείνη τη φράση της αντιφώνησής μου, να τονίσω ότι είμαι ένας απλός και ταπεινός εργάτης της ποινικής δικηγορίας και της υπεράσπισης. Οι τιμητικοί αυτοί τίτλοι απονέμονταν από τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου, και μετά το 1453 έως σήμερα από τους Πατριάρχες του Γένους. Οι πραγματικοί όμως φύλακες του Δικαίου είστε εσείς, Kύριοι δικαστές και εισαγγελείς, αγαπητοί συνάδελφοι στη μαχόμενη δικηγορία που μοχθείτε και αγωνίζεστε καθημερινά για την ορθή απονομή του δικαίου καθώς και εσείς κύριοι καθηγητές και αγαπητοί μέλλοντες συνάδελφοι, φοιτητές των νομικών σχολών της χώρας, όπως επίσης εσείς κύριοι γραμματείς των δικαστηρίων και διοικητικό προσωπικό, αφανείς, αλλά τόσο σημαντικοί παράγοντες της απονομής της Δικαιοσύνης που είτε είστε εδώ παρόντες, είτε παρακολουθείτε διαδικτυακά το συνέδριο μας .

Το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη είναι κάτι περισσότερο από μια ωραία παρήχηση. Είναι μια θεμελιωδώς σημαντική εγγύηση σε κάθε δημοκρατική κοινωνία. Πίσω από αυτήν τη φράση βρίσκονται άνθρωποι και ειδικά ο κατηγορούμενος που αποτελεί κεντρικό πρόσωπο της ποινικής διαδικασίας. Και αν το να τελέσουμε ή όχι μια αξιόποινη πράξη εξαρτάται από εμάς, το να βρεθούμε στο εδώλιο του κατηγορουμένου δεν εξαρτάται μόνο από εμάς. Ορόσημο στην αρχή της σταδιοδρομίας μου υπήρξε μια δίκη ενώπιον Μικτού Ορκωτού Εφετείου, όπου ο πρόεδρος του δικαστηρίου και διακεκριμένος αρεοπαγίτης, Δημήτρης Γουργουράκης, σεβαστός σε όλους μας, επιβάλλοντας την τάξη σε μια αίθουσα χαοτική από τις ύβρεις και τις επιθέσεις εναντίον του κατηγορουμένου για ανθρωποκτονία από πρόθεση, και απαντώντας στη μητέρα του νεκρού και πολιτικώς ενάγουσα, η οποία απευθυνόμενη προς τον ίδιο και κρατώντας μια κορνίζα με το νεκρό γιο της, του είπε : « κοιτάξτε τα μάτια του παιδιού μου», της απήντησε «Κυρία μου, σεβόμαστε τον πόνο σας αλλά το μόνο που με ενδιαφέρει σε αυτή την αίθουσα είναι τα μάτια του κατηγορουμένου» .

Αυτή η φράση αποτέλεσε και αποτελεί οδηγό έκτοτε στην πορεία μου στα ποινικά δικαστήρια, όπως πιστεύω ότι αποτελεί πυξίδα και οδηγό για όλους τους μαχόμενους δικηγόρους.

Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κατοχυρώνει το δικαίωμα κάθε ανθρώπου σε µια δίκαιη και έντιμη δίκη που διεξάγεται δημόσια και μέσα σε λογική προθεσμία. Ως δίκαιη δίκη, λοιπόν, πρέπει να θεωρείται εκείνη που διεξάγεται με την τήρηση όλων των προβλεπόμενων από τις ισχύουσες διατάξεις δικαιωμάτων των διαδίκων και ιδίως στην ποινική δίκη του κατηγορουμένου, καθώς και των υποχρεώσεων των οργάνων απονομής της ποινικής δικαιοσύνης όχι μόνο τυπικά, αλλά και ουσιαστικά, δηλαδή κατά τέτοιο τρόπο ώστε η τήρηση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων αυτών να εξασφαλίζει στους διαδίκους πλήρη και αποτελεσματική υπεράσπιση τους σε κάθε στάδιο της διαδικασίας.

Στο άρθρο 20 του Συντάγματος καθιερώνεται επίσης ο θεσμός της Δίκαιης Δίκης και ειδικότερα της Δίκαιης Ποινικής Δίκης. Περιορισμοί μπορεί να επιβάλλονται από τον κοινό νομοθέτη, για να είναι όμως αυτοί θεμιτοί πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ δικαιώματος και θεσμού. Είναι όμως ανάγκη να τονιστεί ειδικά και κατ’ εξοχήν στο χώρο του ποινικού δικονομικού δικαίου η ζωτική αναγκαιότητα της ύπαρξης των τύπων, χωρίς τους οποίους δεν μπορεί κυριολεκτικά να επιζήσει η ποινική δίκη.

Πραγματικά, εάν ήταν πάντοτε εκ των προτέρων βέβαιο ότι ο κατηγορούμενος ήταν ένοχος της πράξεως που του αποδίδεται, τότε οι τύποι θα μπορούσαν, ίσως ακίνδυνα, να καταργηθούν. Εφόσον όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει κι εφόσον η αποστολή της δίκης είναι ακριβώς η ανεύρεση της αλήθειας, (της ενοχής ή µη ενοχής), η δίκη οφείλει να είναι προσανατολισμένη όχι µόνο στην ανάγκη προστασίας της κοινωνίας µε την καταστολή του εγκλήματος, αλλά και στην ανάγκη προστασίας του κατηγορουμένου µε την εξασφάλιση σ’ αυτόν όλων εκείνων των μέσων που χρειάζεται για να αποσείσει την κατηγορία. Στο ερώτημα λοιπόν προστασία της κοινωνίας ή προστασία του κατηγορουμένου και γενικά του ατόμου, το προβάδισμα ανήκει στην προστασία του ατόμου.

Επιτρέψτε μου στο σημείο αυτό και παίρνοντας αφορμή από τη συγκυρία , τα γεγονότα και τις υποθέσεις που συνετάραξαν την κοινή γνώμη τη φετινή χρόνια να διατυπώσω μερικά ερωτήματα και σκέψεις.

Πόσο δίκαιη είναι μια διαδικασία όταν εκδίδεται αναιτιολόγητο ή πλημμελώς αιτιολογημένο ένταλμα σύλληψης ενώ ο κατηγορούμενος δεν είναι ούτε ύποπτος φυγής ούτε ύποπτος τελέσεως νέων αδικημάτων ;

Κι όταν αυτό συμβαίνει μόνο για επικοινωνιακούς λόγους και για λόγους ικανοποίησης του λεγομένου «κοινού περί δικαίου αισθήματος»;

Ποσό δίκαιη είναι μια διαδικασία όταν σε πολλές περιπτώσεις απαγορεύεται στον συλληφθέντα η επικοινωνία με το δικηγόρο του και εξαναγκάζεται εν τοις πράγμασι σε προανακριτική κατάθεση επί της οποίας βασίζονται στην πορεία ανακριτές και εισαγγελείς, θεωρώντας την αυθόρμητη και ειλικρινή, αδιαφορώντας για τις συνθήκες λήψης της κατάθεσης, την ψυχολογική κατάσταση του συλληφθέντος και τα ευεργεργετήματα που του προσφέρονται πολλές φορές όταν δεν είναι παρών ο συνήγορος της επιλογής του? Στο σημείο αυτό θυμάμαι την υπόθεση της Ειρήνης Μελισσαροπούλου, όπου όταν συνελήφθη το Νοέμβριο του 2017, πριν 5 χρόνια ακριβώς στο αεροδρόμιο του Χονγκ Κονγκ και έδωσε κατάθεση στις αστυνομικές αρχές, η ψυχολογική της κατάσταση, οι αντιδράσεις της και η συμπεριφορά της κατά τη σύλληψη της ελήφθησαν πλήρως υπόψιν από το δικαστήριο που την αθώωσε και αποτυπώθηκαν σε έγγραφο που απετέλεσε κτήμα της διαδικασίας και εντάχθηκε στο σκεπτικό της απόφασης. Το αναφέρω αυτό το περιστατικό για τον εμπλουτισμό του προβληματισμού μας , κύριοι σύνεδροι, σε σύγκριση με ένα διαφορετικό δικαιικό σύστημα από το δικό μας.

Πόσος σεβασμός υπάρχει στα δικαιώματα και στην προσωπικότητα του κατηγορουμένου όταν σύρεται στα εισαγγελικά γραφεία, δίκην δρομέα υπό τις κατάρες, τις λoιδoρίες και τις ύβρεις του συγκεντρωμένου όχλου των δήθεν ή αληθινά «αγανακτισμένων» πολιτών. Οι εισαγγελείς και οι ανακριτές επηρεάζονται ή όχι; Οι ίδιοι διαβεβαιώνουν ότι δεν επηρεάζονται ποτέ. Ερωτώ: ισχύει στην πράξη ; Κι αν πραγματικά ισχύει, τότε που οφείλονται οι βαρύτατες και υπερβολικές σε χιλιάδες περιπτώσεις ποινικές διώξεις οι οποίες καταρρέουν στο ακροατήριο; Διότι αν πιστέψουμε τις ποινικές διώξεις που ασκούνται με την κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης, τότε η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια είναι πρώτη παγκοσμίως σε παραγωγή εγκληματικών οργανώσεων. Ή μήπως οι ποινικές διώξεις για εγκληματική οργάνωση που ασκούνται έχουν σαν πραγματικό στόχο την στέρηση της ασκήσεως εφέσεως από τον κατηγορούμενο ώστε να εκδοθεί ένα βούλευμα σε πρώτο και τελευταίο βαθμό; Θα θεωρηθώ υπερβολικός, αν πω ότι προφανής στόχος επίσης είναι και η επιβάρυνση της θέσεως των κατηγορούμενων ώστε να αντιμετωπίσουν περισσότερες και βαρύτερες κατηγορίες, τόσο κατά την ανάκριση, όσο και στο ακροατήριο;

Πόσο δίκαιη είναι η αντιμετώπιση ενός κατηγορουμένου – με λευκό ποινικό μητρώο σε παρά πολλές περιπτώσεις – ο οποίος κρίνεται προσωρινά κρατούμενος, παραμένει στη φυλακή για έναν και πλέον χρόνο, έως ότου γίνει η δίκη του, ενώ δεν πληρούνται στην πραγματικότητα οι προϋποθέσεις επιβολής της προσωρινής κράτησης; Και εν τέλει η προσωρινή κράτηση λειτουργεί σαν προκαταβολή ποινής, πράγμα άδικο και απαράδεκτο.

Δεν είναι ώρα επιτέλους και στις σχολές δικαστών αλλά και από την ηγεσία της δικαιοσύνης να δοθούν σαφείς κατευθύνσεις στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς ώστε η προσωρινή κράτηση να επιβάλλεται σε απολύτως αναγκαίες – και μόνο- περιπτώσεις ως το ακραίο μέτρο δικονομικού καταναγκασμού ; Δεν είναι επιτέλους η ώρα να αντιμετωπιστεί το θέμα των μικτών μη ορκωτών τηλεδικείων, τα οποία χωρίς να έχουν γνώση της δικογραφίας και αποτελούμενα, στη συντριπτική πλειοψηφία, από άσχετα με τη νομική επιστήμη άτομα, διαπομπεύουν, δικάζουν, καταδικάζουν και παρά λίγο να εκτελούν και τις ποινές, αφού προηγουμένως έχουν εκτελέσει δημοσίως τον κατηγορούμενο και την οικογένειά του;

Και, εκτός του κειμένου της ομιλίας μου, επειδή βλέπω στην αίθουσα τους διακεκριμένους συναδέλφους, Αλέξη Κούγια  και Μιχάλη Δημητρακόπουλο, χωρίς φυσικά να εξαιρώ τόσους άλλους εκλεκτούς συναδέλφους, και με αφορμή τις πολύκροτες υποθέσεις των εντολέων τους Λιγνάδη και Φιλιππίδη , ας μου επιτρέψουν να εξάρω και να επαινέσω από το βήμα αυτό, το σκληρό αγώνα που έδωσαν και δίνουν για να έχουν οι εντολείς τους μια πραγματικά δίκαιη δίκη. Και αυτό το λέω ανεξαρτήτως της καταδικαστικής ή ενδεχομένως αθωωτικής απόφασης για τους εντολείς τους.

Η ενδεχόμενη αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου σε μελλοντικό χρόνο, αποκαθιστά την αμετάκλητη βλάβη ή καταστροφή της προσωπικής, οικογενειακής και κοινωνικής ζωής του ; Η λέξη αθώος ικανοποιεί τα ένστικτα της κοινωνίας το ίδιο με τη λέξη ένοχος ;

Με όση εμπειρία διαθέτω εκφράζω δημοσίως για μια ακόμη φορά την πεποίθηση μου ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει τεκμήριο αθωότητος, υπάρχει τεκμήριο ενοχής.

Όλα όσα ακούμε δημοσίως περί τεκμηρίου αθωότητος εμπεριέχουν μια βαθύτατη υποκρισία. Με το που ακούγεται ή γράφεται κάτι σε βάρος ενός πολίτη, έστω και αν είναι τερατώδες ψέμα, υιοθετείται άκριτα από μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης και από το σύνολο των μελών των μη ορκωτών τηλεδικείων, τα οποία καταδικάζουν τον φερόμενο ως δράστη χωρίς να έχουν καμία γνώση των κατηγοριών που αντιμετωπίζει ή των στοιχείων της δικογραφίας τα οποία χρησιμοποιούν αποσπασματικά και επιλεκτικά.

Έχει περισσέψει στην εποχή μας ο ποινικός λαϊκισμός. Η υποκατάσταση δε του φυσικού δικαστή από τους ανεύθυνους λαϊκούς δικαστές της τηλεοράσεως ή του Διαδικτύου συνιστά βαρύτατο πλήγμα στο νομικό μας πολιτισμό , στη συνταγματική τάξη και στην ίδια την έννοια της δικαιοσύνης. Ο όχλος υπό οποιανδήποτε έκφανση και μορφή δεν μπορεί ούτε πρέπει ποτέ να αφεθεί να απονέμει δικαιοσύνη, παρά μόνο οι δικαστικοί σχηματισμοί και τα όργανα που προβλέπονται και ορίζονται από το Σύνταγμα και τους νόμους.

Κάθε πρόσωπο είναι αθώο έως ότου αποδειχθεί η ενοχή του σύμφωνα με το Νόμο. Έχει το δικαίωμα να μη μιλήσει και να μην παραδεχτεί την ενοχή του. Το Ε∆∆Α με τις αποφάσεις του μας θυμίζει ότι το τεκμήριο αθωότητας είναι ένα από τα στοιχεία μιας δίκαιης ποινικής δίκης που εγγυάται το άρθρο 6§1 και ότι το τεκμήριο αυτό παραβιάζεται, εάν µία δήλωση ενός δημόσιου αξιωματούχου σχετικά µε ένα πρόσωπο που κατηγορείται για την τέλεση ενός εγκλήματος αποδίδει τη γνώμη ότι αυτό το πρόσωπο είναι ένοχο, πριν να αποδειχθεί η ενοχή του σύμφωνα µε το νόμο. Για την παραβίαση αρκεί, ακόμα κι όταν απουσιάζει κάποια επίσημή διαπίστωση ενοχής, ότι υπάρχει κάποια επιχειρηματολογία, βάσει της οποίας ο αξιωματούχος αντιμετωπίζει τον κατηγορούμενο ως ένοχο.

Υπάρχει άραγε ανάγκη να υπενθυμίσω στο σημείο αυτό ότι το βάρος αποδείξεως της ενοχής ενός κατηγορουμένου πρέπει να το έχει η κατηγορούσα αρχή και όχι ο κατηγορούμενος το βάρος αποδείξεως της αθωότητας του; Είμαι βέβαιος ότι η συντριπτική πλειοψηφία των παρισταμένων σήμερα εδώ όπως και όλοι όσοι παρακολουθούν τις εργασίες του συνεδρίου μας διαδικτυακά γνωρίζουν πολύ καλά ότι στην πράξη ο κατηγορούμενος είναι εκείνος που πρέπει να αποδείξει την αθωότητα του, πράγμα δυσχερέστατο αν όχι αδύνατο τις περισσότερες φορές.

Ελπίζω να έχω την κατανόηση των συνέδρων και ιδιαίτερα των κύριων δικαστών και εισαγγελέων αν διατυπώσω τη θέση ότι στην Ελλάδα και στη δικαστηριακή πρακτική, η αμφιβολία σπάνια οδηγεί στην αθώωση του  κατηγορουμένου όπως θα έπρεπε να συμβαίνει. Δικαιούμαι λοιπόν στο σημείο αυτό να θέσω το ερώτημα, αν η πρακτική αυτή που όλοι γνωρίζουμε συνιστά μια δίκαιη δίκη. Δεν είναι η ώρα όλοι οι παράγοντες και οι λειτουργοί της δικαιοσύνης να διδάξουν και να καθοδηγήσουν τους νέους δικαστές ώστε η αμφιβολία πάντοτε στην πράξη να λειτουργεί υπέρ του κατηγορουμένου ; Γιατί τότε κοπτόμεθα για ανθρώπινα δικαιώματα, ευρωπαϊκό κεκτημένο και νομικό πολιτισμό ;

Κύριοι σύνεδροι,

Θα μπορούσαμε ατελείωτες ώρες να συζητούμε για τους τύπους και τις διαδικασίες που απαιτούνται για μια δίκαιη δίκη. Το θέμα δεν μπορεί να εξαντληθεί ούτε στα πλαίσια της δικής μου εισήγησης ούτε φυσικά στις εισηγήσεις των διακεκριμένων ομιλητών που ακολουθούν. Ακόμη όμως κι αν τηρούνται οι τύποι και οι διαδικασίες, θα πρέπει να εκπαιδευτούμε ξανά ως κοινωνία στον διάλογο, στο σεβασμό της αντίθετης άποψης, στην τήρηση, με θρησκευτική ευλάβεια, των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, στην κριτική σκέψη, στην αυτοσυγκράτηση, στην επιείκεια, στην ανθρωπιά. Ο μιθριδατισμός και η αφασία της κοινωνίας απέναντι στην αγένεια, το κουτσομπολιό, την κλειδαρότρυπα, την επιπολαιότητα στις κρίσεις, την βεβαιότητα ότι όλοι είναι ένοχοι και διεφθαρμένοι και το λιντσάρισμα κάθε αντίθετης άποψης, αλλά και η αδυναμία της κοινωνίας να αποδεχθεί την αθώωση ενός κατηγορουμένου που πραγματικά είναι αθώος, δυναμιτίζουν τα θεμέλια της δίκαιης δίκης. Έχουμε χρέος ως νομικοί, από οποία θέση αξιωθήκαμε να υπηρετούμε, να αγωνιζόμαστε για τις συνθήκες της δίκαιης δίκης, ακόμη κι όταν είμαστε μόνοι μας, επιδιώκοντας πάντοτε την ουσία της Δικαιοσύνης, πιστοί στον όρκο μας και τη συνείδησή μας και μη υπακούοντας σε οτιδήποτε πρόσκαιρο και δημοφιλές.

Οι προβληματισμοί δεν θα πάψουν ποτέ. Βλέπω ότι οι νέοι δικηγόροι κάνουν βήματα προς τα εμπρός, εξελίσσοντας θετικά πολλά προβληματικά σημεία στην άσκηση της δικηγορίας. Αισιοδοξώ ότι δεν θα ξυπνήσουμε ένα πρωινό και δεν θα μας έχουν πιάσει στον ύπνο, διερωτώμενοι μέχρι τέλους γιατί μας συνέλαβαν, όπως ο ήρωας του Κάφκα. Αισιοδοξώ ότι το κάστρο δεν θα καταρρεύσει από μέσα. Ήδη το ότι συζητούμε τους προβληματισμούς μας με βάση την καθημερινότητα και τη δικαστηριακή πρακτική έξω από τα καλούπια της θεωρίας σημαίνει ότι ξεκινούμε να δίνουμε λύσεις στα μικρά και μεγάλα μας προβλήματα. Ασκούμενοι καθημερινά στις δίκαιες πράξεις, άλλωστε, αυτές που απορρέουν από τη συνείδηση μας, γινόμαστε δίκαιοι.

Για εμάς, για τους άλλους, γι αυτούς που απευθύνθηκαν σε εμάς με αγωνία, έχοντας πρόβλημα και τους διαβεβαιώσαμε ότι θα δικαστούν δίκαια.

Ολοκληρώνοντας την εισήγησή μου, κύριοι σύνεδροι, ενθυμούμαι μια φράση του διακεκριμένου φιλελεύθερου πολιτικού και αντιπροέδρου των ΗΠΑ, Humbert Horatio Humphrey, ο οποίος στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του προς τη γερουσία το 1977, τόνισε : «Το ηθικό τεστ μιας κοινωνίας είναι το πώς φέρεται και αντιμετωπίζει αυτούς που βρίσκονται στην Ανατολή της ζωής, δηλαδή τα παιδιά, αυτούς που βρίσκονται στη Δύση της ζωής, δηλαδή τους ηλικιωμένους και αυτούς που βρίσκονται στο περιθώριο της ζωής, δηλαδή τους ασθενείς, τους φτωχούς και τους ανάπηρους.» Παραλλάσσοντας τη φράση αυτή, επιτρέψτε μου να πω ότι το ηθικό τεστ της κοινωνίας μας είναι το πώς φέρεται στο διωκόμενο, στον κατηγορούμενο, στον καταδικασμένο. Στο πώς διασφαλίζει ότι θα τύχει μιας δίκαιης δίκης με όλες τις συνταγματικές εγγυήσεις της νομιμότητας. Και ότι άσκησε ανεμπόδιστα όλα του τα δικαιώματα, ούτως ώστε στην έλλογη και ρυθμισμένη βία που αποτελεί το Δίκαιο κατά το Γιάννη Μανωλεδάκη στη φιλοσοφία του δικαίου, να αναγνωρίζει και ο ίδιος εσωτερικά ότι αποδόθηκε στην περίπτωση του Δικαιοσύνη.

Επιτρέψτε μου να κλείσω με μια προσωπική αναφορά : Πέρα από τιμές και διακρίσεις, θα ήθελα να σας διαβεβαιώσω ότι ο μεγαλύτερος τίτλος της ζωής μου, ήταν , είναι και θα παραμείνει ο τίτλος του συνηγόρου υπεράσπισης.

* Σάκης Κεχαγιόγλου, Ποινικολόγος, άρχων δικαιοφύλακας Οικουμενικού Πατριαρχείου

* Εισήγηση στην θεματική ενότητα “Δίκαιη Δίκη” στο 23ο συνέδριο της Ένωσης Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ