Σουζάνα Κλημεντίδη: Οι θεσμικές ανεπάρκειες των “νόμιμων επισυνδέσεων”
Η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους αναγόμενους στην εθνική ασφάλεια προσκρούει στην προστασία των συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών.
Η προστασία του απορρήτου σε κάθε μορφής επικοινωνία σε οικειότητα αποτελεί δικαίωμα που απολαύει συνταγματικής κατοχύρωσης και ο νόμος καθορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων (άρθρο 19 του Συντάγματος). Είναι απολύτως εύλογο λοιπόν η υπόθεση της τηλεφωνικής παρακολούθησης αρχηγού πολιτικού κόμματος να έχει προκαλέσει ένα είδος έντονης πολιτικής κρίσης, η οποία αναμφίβολα εγείρει και συνταγματικές διαστάσεις.
Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 19 παρ. 1 του Συντάγματος εντάσσει στο προστατευτικό του πεδίο την έννοια του απορρήτου για κάθε μέσο επικοινωνίας, εφόσον το εν λόγω μέσο είναι εκ των πραγμάτων κατάλληλο για την πραγματοποίηση της επικοινωνίας σε οικειότητα. Η προστασία φυσικά δεν ολοκληρώνεται στο πεδίο της ελληνικής έννομης τάξης, καθότι το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) ενισχύει έτι περαιτέρω την προστασία αυτή. Ακολούθως, το εύρος της προστασίας εκτείνεται τόσο στο προηγούμενο όσο και στο επόμενο στάδιο της επικοινωνίας, πέρα από το στάδιο που με αυστηρό τρόπο αυτή πραγματοποιείται. Είναι εύλογο ότι φορείς του δικαιώματος είναι όλα τα φυσικά πρόσωπα, ενώ αποδέκτες της ισχύος της προστασίας του απορρήτου των ανταποκρίσεων είναι τόσο η κρατική εξουσία όσο φυσικά και οι ιδιώτες, και τούτο διότι οι δεύτεροι εξαιτίας της φρενήρους ανάπτυξης των τεχνολογικών μέσων μπορούν να αποτελέσουν μια εξίσου σημαντική απειλή για τις ατομικές ελευθερίες των πολιτών. Η ύπαρξη κακόβουλων ιδιωτικών λογισμικών παρακολούθησης αποδεικνύουν την ευρύτερη διάσταση του προβλήματος και υπαγορεύουν στην πολιτεία την συνταγματική της υποχρέωση να μην αφήνει έκθετα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών.
Παράλληλα, η προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών, σύμφωνα με το εδ. β’ του άρθρου 19 της παρ. 1 του Συντάγματος αίρεται «για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Οι δύο εν λόγω περιπτώσεις πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά, καθότι πρέπει αφενός να θεωρηθεί ότι η απειλή της εθνικής ασφάλειας αφορά το σύνολο των εξωτερικών κινδύνων που μπορούν να υπονομεύσουν την ακεραιότητα της χώρας και αφετέρου η έννοια των ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων πρέπει να ερμηνεύεται ακόμη πιο στενά από εκείνη του κακουργήματος.
Σήμερα πλέον υπό το φως των πολιτικών εξελίξεων, αμφισβητείται σθεναρά η συνταγματικότητα του άρθρου 3 του Ν. 2225/1994 δεδομένου ότι εκεί ορίζεται μόνο η υποβολή αίτησης από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.) προς τον Εισαγγελέα Εφετών για λόγους που σχετίζονται με την εθνική ασφάλεια και στο πλαίσιο της οποίας ο τελευταίος εκδίδει την οικεία διάταξη. Οι έντονες αντιδράσεις για την άρση του απορρήτου στην περίπτωση των ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων συνίστανται στο γεγονός ότι η λίστα των συγκεκριμένων εγκλημάτων έχει διευρυνθεί αδικαιολόγητα τα τελευταία χρόνια ανοίγοντας τον δρόμο σε επικίνδυνες πρακτικές (αρ. 4 παρ. 1 Ν. 2225/1994).
Το κρίσιμο εντούτοις στοιχείο στην όλη υπόθεση είναι ότι η διάταξη που εκδίδεται, ως επί το πλείστον, δεν καθορίζει την έκταση και το χρονικό όριο της άρσης, αφήνοντας έτσι σημαντικά περιθώρια για καταχρήσεις. Μάλιστα, η απάλειψη της εκ των υστέρων υποχρέωσης ενημέρωσης των προσώπων, που υπήρξε στην περίπτωσή τους άρση της προστασίας του απορρήτου, είναι αντισυνταγματική διότι παραβιάζει το δικαίωμα στην πληροφόρηση καθώς και το δικαίωμα των θιγόμενων πολιτών, σε περίπτωση παράνομης και αθέμιτης παραβίασης του απορρήτου, να διεκδικήσουν αποζημίωση. Στην κατεύθυνση αυτή, οι ετήσιες εκθέσεις της ΑΔΑΕ αναδεικνύουν την εντεινόμενη αύξηση της συχνότητας άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών από τις εισαγγελικές αρχές. Χαρακτηριστικό δε προς τούτο είναι ότι από τις 5.459 άρσεις απορρήτου για λόγους «εθνικής ασφάλειας» που έλαβαν χώρα το 2010 μέσω εισαγγελικών διατάξεων, το 2021 οι εισαγγελικές διατάξεις που υπεγράφησαν για να δοθεί πράσινο φως στις «νόμιμες επισυνδέσεις» ήταν 15.475 – γεγονός που, συνδυαστικά με την απουσία ικανοποιητικών ασφαλιστικών δικλείδων για την αναγκαιότητα των κάθε φορά διενεργούμενων παρακολουθήσεων, είναι ευεπίφορο σε καταχρηστικές επικλήσεις οι οποίες αποβαίνουν επιζήμιες για την κανονιστική ποιότητα του άρθρου 19 του Συντάγματος.
Παράλληλα, οι θέσεις που έχουν υποστηριχθεί τις ημέρες αυτές ποικίλουν και είναι ενδιαφέρουσες, εντός μιας προσπάθειας να ενισχυθούν από τη μια τα αντίβαρα στο θεσμικώς ευαίσθητο έργο της ΕΥΠ και από την άλλη ένα τέτοιο έργο να μην λειτουργεί σε βάρος των ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων. Τονίζεται εν πρώτοις το αίτημα της σύμπραξης και δεύτερου εισαγγελέα – το έργο του οποίου θα λειτουργεί προληπτικά σε ατοπήματα ή αβλεψίες του πρώτου. Βέβαια, παρόλο που το παραπάνω μέτρο σίγουρα κινείται προς την σωστή κατεύθυνση, τα κενά θα παραμένουν σε ισχύ εάν στους λόγους που σχετίζονται με την εθνική ασφάλεια δεν εμπλακεί μια ανεξάρτητη αρχή, και ειδικότερα ο ελεγκτικός ρόλος της ΑΔΑΕ, το κύρος και η τεχνογνωσία της οποίας δεν τίθενται υπό αμφισβήτηση. Ακολούθως, η άρση του βουλευτικού απορρήτου του άρθρου 61 παρ. 3 του Συντάγματος δεν μπορεί να είναι μια διαδικασία με γραφειοκρατικά χαρακτηριστικά και ως τέτοια εξαιτίας του ιδιαίτερου νομικού καθεστώτος των βουλευτών πρέπει να συνοδεύεται από πρόσθετες εγγυήσεις
Σε τελική ανάλυση, η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους αναγόμενους στην εθνική ασφάλεια προσκρούει στην προστασία των συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών, και για τον λόγο αυτό οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί υπέρ της εξασφάλισης της εθνικής ασφάλειας πρέπει να εναρμονίζονται με τις εκφάνσεις της αρχής της αναλογικότητας. Η συγκεκριμένη υπόθεση επιβεβαιώνει ότι στο πεδίο των ηλεκτρονικών υποκλοπών υπάρχουν ισχυρά θεσμικά κενά στα οποία η πολιτεία καλείται να ανταποκριθεί γρήγορα και αποτελεσματικά προκειμένου να εγγυηθεί στο ακέραιο την διασφάλιση των δικαιωμάτων και την συνακόλουθη περίσωση του κράτους δικαίου. Τα θεσμικά και πολιτειακά προβλήματα δεν μπορούν να κρύβονται κάτω από το χαλί με το πρόσχημα διατήρησης της συνταγματικής τάξης και σταθερότητας, καθότι αυτή και οι αντοχές της απειλούνται περισσότερο από μια προσωρινή και επίπλαστη σταθερότητα παρά από μια ανάδειξη που θα επιφέρει αναταραχές, πλην όμως θα λειτουργήσει θεραπευτικά για την φιλελεύθερη δημοκρατία.
*Σουζάνα Κλημεντίδη, Δικηγόρος-Γιώργος Γούλας, Α. Δικηγόρος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Σουζάνα Κλημεντίδη: Η μεγάλη εικόνα της αναστολής πλειστηριασμών Σουζάνα Κλημεντίδη: Η αναστολή του πλειστηριασμού μέσω του άρθρου 1000 ΚΠολΔ – Ένα πολύτιμο δικονομικό εργαλείο στα χέρια των οφειλετώνΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr