Σουζάνα Κλημεντίδη: ΣτΕ: Απαράδεκτη αίτηση ακύρωσης δικηγόρου – Δεν απέδειξε την επαγγελματική του ιδιότητα

Στην υπόθεση που απασχόλησε το Συμβούλιο της Επικρατείας αναδείχθηκαν κρίσιμα διαδικαστικά θέματα που αφορούσαν τη νομιμοποίηση του δικηγόρου

NEWSROOM
Σουζάνα Κλημεντίδη: ΣτΕ: Απαράδεκτη αίτηση ακύρωσης δικηγόρου – Δεν απέδειξε την επαγγελματική του ιδιότητα

Το Δ’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), με την απόφασή του 233/2024, απέρριψε αίτηση ακύρωσης που υπέβαλε δικηγόρος κατά απόφασης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Ο δικηγόρος είχε δεχθεί πρόστιμο ύψους 3.000 ευρώ για παραβίαση του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων (GDPR). Η απόφαση του ΣτΕ εστίασε κυρίως σε διαδικαστικά θέματα που αφορούσαν τη νομιμοποίηση του δικηγόρου, καθώς και τις ελλείψεις αποδεικτικών στοιχείων για την επαγγελματική του ιδιότητα.

Σύμφωνα με τη νομοθεσία, όπως προβλέπεται στο π.δ. 18/1989 και συγκεκριμένα στο άρθρο 17 παρ. 4, τα δικόγραφα αιτήσεων ακύρωσης που κατατίθενται από ιδιώτες πρέπει να υπογράφονται αποκλειστικά από δικηγόρο. Ο δικηγόρος που υπέβαλε την αίτηση ακύρωσης φέρεται ότι υπέγραψε το δικόγραφο, αλλά δεν παρέστη αυτοπροσώπως κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του δικαστηρίου, ούτε προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία που να επιβεβαιώνουν την ιδιότητά του ως εγγεγραμμένου μέλους δικηγορικού συλλόγου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να τεθεί υπό αμφισβήτηση η ικανότητά του να ασκήσει το δικηγορικό λειτούργημα στο πλαίσιο της συγκεκριμένης υπόθεσης.

Η νομοθεσία προβλέπει ότι η πληρεξουσιότητα του δικηγόρου πρέπει να αποδεικνύεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με την υπογραφή του δικογράφου από τον διάδικο. Σε αυτήν την περίπτωση, η απουσία του δικηγόρου από την ακρόαση, καθώς και η μη προσκόμιση αποδεικτικών εγγράφων, όπως το ειδικό δελτίο ταυτότητας δικηγόρου, οδήγησε στην απόρριψη της αίτησης ως απαράδεκτης. Η ύπαρξη σφραγίδας στο δικόγραφο που περιείχε τις ενδείξεις “Δικηγόρος”, Α.Φ.Μ. και Δ.Ο.Υ. δεν θεωρήθηκε επαρκής απόδειξη της επαγγελματικής ιδιότητας του αιτούντος.

Το δικαστήριο ανέφερε ότι, παρότι σε άλλες περιπτώσεις δίνεται η δυνατότητα στον πληρεξούσιο δικηγόρο να προσκομίσει συμπληρωματικά έγγραφα για την κάλυψη τυπικών ελλείψεων, αυτό ισχύει μόνο όταν υπάρχει αρχικά κάποια μορφή νομιμοποίησης. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, όμως, δεν υπήρχαν καθόλου αποδεικτικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν ότι ο αιτών δικαιούται να ασκεί το δικηγορικό λειτούργημα. Για το λόγο αυτό, το δικαστήριο θεώρησε ότι η αίτηση δεν είχε υπογραφεί από δικηγόρο, αλλά από ιδιώτη. Βάσει της διάταξης του άρθρου 17 παρ. 4 του π.δ. 18/1989, αυτό καθιστά την αίτηση απαράδεκτη και οδήγησε στην απόρριψή της.

Η απόφαση αυτή υπογραμμίζει τη σημασία της τήρησης των διαδικαστικών κανόνων που σχετίζονται με την νομιμοποίηση των δικηγόρων ενώπιον των δικαστηρίων. Σύμφωνα με τον Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013), το δικαίωμα άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος αποδεικνύεται μέσω της εγγραφής του δικηγόρου στον δικηγορικό σύλλογο, η οποία ισχύει έως ότου υπάρξει αναστολή ή απώλεια της ιδιότητας αυτής. Η προσκόμιση της δικηγορικής ταυτότητας είναι αναγκαία σε περιπτώσεις όπου τίθεται υπό αμφισβήτηση η νομιμοποίηση ενός ατόμου να ενεργεί ως δικηγόρος.

Επιπλέον, η απόφαση του ΣτΕ δείχνει την αυστηρή προσήλωση του δικαστηρίου στους κανόνες που διέπουν την εκπροσώπηση διαδίκων, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για την υπογραφή δικογράφων. Η ύπαρξη σφραγίδας με ενδείξεις όπως το Α.Φ.Μ. και η Δ.Ο.Υ. δεν αρκεί για να αποδείξει την ιδιότητα του δικηγόρου, εάν δεν συνοδεύεται από τα απαιτούμενα νομικά έγγραφα.

Συνολικά, η απόφαση αυτή αποτελεί ένα σημαντικό νομικό προηγούμενο όσον αφορά τις τυπικές διαδικασίες και τις απαιτήσεις νομιμοποίησης στις διοικητικές δίκες, ενισχύοντας την ανάγκη για αυστηρή τήρηση των διαδικαστικών κανόνων από τους δικηγόρους.

*Της Σουζάνας Κλημεντίδη, Δικηγόρου

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr