Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024

Στέλιος Βούκουνας: Αποτελεί μεταρρύθμιση ο νέος δικαστικός χάρτης;

Σε βάθος χρόνου οι αλλαγές που εισάγονται με το Σχέδιο Νόμου δύσκολα θα καταστούν αποτελεσματικές και η εφαρμογή τους θα επιφέρει αρνητικές συνέπειες στην καθημερινότητα των ασκούμενων και νέων δικηγόρων και στην ποιότητα απονομής της Δικαιοσύνης. 

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Στέλιος Βούκουνας: Αποτελεί μεταρρύθμιση ο νέος δικαστικός χάρτης;

Η απονομή της Δικαιοσύνης σε εύλογο χρονικό διάστημα αποτελεί διαχρονικό αίτημα κάθε κοινωνίας που θέλει να χαρακτηρίζεται δημοκρατική και δίκαιη. Η χώρα μας πάσχει στην ταχύτητα εκδίκασης των υποθέσεων και έκδοσης των αποφάσεων, γεγονός το οποίο επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις σε κάθε έκφανση της ζωής μας.

Η πιο σημαντική, ενδεχομένως, είναι η κρίση εμπιστοσύνης που προκαλείται στη σχέση του πολίτη με το θεσμό της Δικαιοσύνης, καθώς ο απλός πολίτης νιώθει ότι δεν υπάρχει ένα δίκτυο προστασίας από την ίδια την Πολιτεία.

Στο πλαίσιο αυτό κάθε προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος, η οποία δεν θίγει τις θεσμικές εγγυήσεις είναι καλοδεχούμενη.  Ο Υπουργός Δικαιοσύνης και κατ’επέκταση η Κυβέρνηση με το Σχέδιο Νόμου για την «Ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης» αποπειράται να επιλύσει το πρόβλημα. Δυστυχώς, όμως, οι διατάξεις του δεν φαίνεται να βρίσκονται στη σωστή κατεύθυνση.

Οι μεταρρυθμίσεις οι οποίες προτείνονται, φαίνεται να βασίστηκαν σε μία επιφανειακή μελέτη των προβλημάτων, η οποία κατ’ επέκταση οδηγεί στην πρόταση επιφανειακών λύσεων. Σε βάθος χρόνου οι αλλαγές που εισάγονται με το Σχέδιο Νόμου δύσκολα θα καταστούν αποτελεσματικές και η εφαρμογή τους θα επιφέρει αρνητικές συνέπειες στην καθημερινότητα των ασκούμενων και νέων δικηγόρων και στην ποιότητα απονομής της Δικαιοσύνης.

Βάσει του σχεδίου νόμου, προβλέπεται η δημιουργία τριών «Περιφερειακών» Πρωτοδικείων στην Αθήνα (Κορωπί, Μαρούσι και Περιστέρι) και τριών στον Πειραιά (Καλλιθέα, Ελευσίνα και Πόρος) με τη διατήρηση των Πρωτοδικείων Αθηνών και Πειραιώς ως κεντρικών εδρών Πρωτοδικείων. Τα συγκεκριμένα Πρωτοδικεία, την παρούσα στιγμή, λειτουργούν ως Ειρηνοδικεία. Ακόμα και ο ασκούμενος δικηγόρος, που μόλις ξεκίνησε να εργάζεται, γνωρίζει ότι τα κτίρια τα οποία στεγάζουν μερικά από τα παραπάνω Δικαστήρια, δεν διαθέτουν υποδομές όχι για να υποστηρίξουν τις προτεινόμενες αλλαγές, αλλά και τις τρέχουσες ανάγκες τους. Πολλά Ειρηνοδικεία δεν έχουν ενταχθεί ακόμα στο ηλεκτρονικό σύστημα λήψης αποφάσεων. Το αντεπιχείρημα του Υπουργείου Δικαιοσύνης είναι ότι έχει δοθεί ένα επαρκές χρονικό διάστημα (καθώς ο νέος δικαστικός χάρτης θα ισχύσει για την Αττική από την 16η Σεπτεμβρίου 2026) ώστε να προχωρήσει ο εκσυγχρονισμός και η προσαρμογή των υποδομών. Λαμβάνοντας υπόψη την μέχρι τώρα πρόοδο, των, εδώ και χρόνια, σχεδίων, προγραμμάτων, συμβάσεων, μετεγκαταστάσεων και λοιπών εξαγγελιών του Υπουργείου Δικαιοσύνης, αναφορικά με τις υποδομές των Δικαστηρίων, εκτιμώ ότι αυτό δεν θα συμβεί. Επομένως, η διάσπαση των Πρωτοδικείων, χωρίς την επιβεβλημένη πρότερη ψηφιοποίηση των διαδικασιών, η οποία, επιφέρει σημαντικές βελτιώσεις στον τρόπο λειτουργίας των Δικαστηρίων τους και χωρίς τη διασφάλιση της ύπαρξης των κατάλληλων υποδομών είναι μια άστοχη κίνηση.

Ένας σημαντικός λόγος, ακόμη,  για τον οποίο εκτιμώ ότι η διάσπαση των πρωτοδικείων θα επιφέρει αρνητικές συνέπειες για τον χώρο της Δικαιοσύνης, είναι ότι αποτελεί ένα πλήγμα για τους μικρούς και μεσαίους ελεύθερους επαγγελματίες, τα μικρά και μεσαία δικηγορικά γραφεία που δεν διαθέτουν την οικονομική δυνατότητα να απασχολούν ασκούμενο ή δικηγόρο συνεργάτη και θα πρέπει να βρίσκονται ταυτόχρονα σε διάφορα μέρη της Αθήνας, σε αντίθεση με τις μεγάλες δικηγορικές εταιρίες που διαθέτουν αυτήν την δυνατότητα. Ειδικά δε η καθημερινότητα των ασκούμενων δικηγόρων θα επηρεαστεί σημαντικά καθώς, όσοι από αυτούς δεν επιφορτίζονται ήδη με τέτοια καθήκοντα να επιτελούν, δηλαδή, το ρόλο του απλού μεταφορέα εγγράφων από δικαστήριο σε δικαστήριο, θα εξαντλούν την παραγωγικότητα τους προκειμένου να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες, πολλώ δε μάλλον στην Αθήνα όπου οι αποστάσεις είναι τρομακτικά μεγάλες και η συγκοινωνία αρκετά κακή.

Το εύλογο ερώτημα που τίθεται στον παραπάνω προβληματισμό είναι το εξής, όπως ακούστηκε και στην ακρόαση των φορέων στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής: οι ασκούμενοι ήδη δεν ταλαιπωρούνται με τα, περίπου, 20 Ειρηνοδικεία; Eπομένως τώρα θα είναι καλύτερη η κατάσταση για εκείνους καθώς τα πρωτοδικεία στην Αθήνα θα είναι 8, μετά την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας. Η απάντηση στο ερώτημα είναι ότι η ύλη των Ειρηνοδικείων αφορά  υποθέσεις μέχρι το ποσό των 20.000 ευρώ, πολύ μικρότερο σε σχέση με των Πρωτοδικείων.  Αυτό έχει ως συνέπεια να παρατηρείται πολύ διαφορετική συχνότητα των υποθέσεων που φέρονται ενώπιον των Ειρηνοδικείων συγκριτικά με τις υποθέσεις που ανήκουν στην αρμοδιότητα των Πρωτοδικείων. Η ενοποίηση πρώτου βαθμού και η διάσπαση των Πρωτοδικείων θα έχει ως αποτέλεσμα όλες οι υποθέσεις να διασπώνται στα 8 Πρωτοδικεία με αποτέλεσμα ο ασκούμενος και ο νέος δικηγόρος να πρέπει να φέρει εις πέρας εξωτερικές εργασίες για πολύ μεγαλύτερη δικαστηριακή ύλη.

Το Υπουργείο διατείνεται ότι η ενοποίηση θα συνεισφέρει καθοριστικά στην επιτάχυνση της έκδοσης των αποφάσεων, καθώς θα προστεθούν «1000 δικαστές στην μάχη». Η απλή προσθήκη δικαστών στον πρώτο βαθμό χωρίς άλλες αλλαγές αν και θετική εξέλιξη, δεν πρέπει να προβάλλεται ως πανάκεια. Η χώρα μας δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα στο ποσοστό των δικαστών, είναι μάλιστα στις πρώτες θέσεις (3η) στην αναλογία δικαστών ανά πολίτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιπλέον, δεν παρουσιάστηκε καμία μελέτη, δεν δημοσιεύτηκε κανένας ποσοτικός ή ποιοτικός δείκτης, καταδεικνύοντας ότι η μεταφορά της ύλης των Ειρηνοδικείων στα Πρωτοδικεία, θα επιφέρει θετικά αποτελέσματα στους χρόνους απονομής. Η απλή αναφορά σε μέρες έκδοσης αποφάσεων ή ακόμα και ο αριθμός φακέλων ανά ειρηνοδίκη/πρωτοδίκη είναι προσχηματική, όταν δεν αναφέρεται ο πραγματικός όγκος εργασίας και το υλικό αντικείμενο των υποθέσεων. Επί παραδείγματι, είναι αδύνατον μεθοδολογικά να συγκριθούν ποσοτικά και ποιοτικά η ταχύτερη έκδοση αποφάσεων συναινετικών άρσεων προσημειώσεων και εκούσιας διαδικασίας αρμοδιότητας Ειρηνοδικείου, με αγωγές ενοχικού δικαίου, αρμοδιότητας Πολυμελούς Πρωτοδικείου.

Όσον αφορά την ποιότητα απονομής της Δικαιοσύνης, οφείλω να επισημάνω ότι δεν διασφαλίζεται η γνωστική επάρκεια των Ειρηνοδικών και η ποιοτική απονομή της Δικαιοσύνης σε υποθέσεις ποινικής φύσεως, αν λάβουμε υπόψη ότι η εκπαίδευση τους δεν είχε αυτόν τον σκοπό και η επαγγελματική τους ενασχόληση μέχρι αυτό το σημείο ήταν διαφορετική.  Στο άρθρο 7 παρ. 3 του Νομοσχεδίου, αναφέρει ότι «οι υπηρετούντες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, Ειρηνοδίκες παρακολουθούν υποχρεωτικά προγράμματα επιμόρφωσης, ιδίως στον τομέα του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας». Η συγκεκριμένη αναφορά είναι εντελώς γενική και δημιουργεί εύλογες ανησυχίες, όταν οι υπόλοιποι δικαστές έχουν προετοιμαστεί από τον κατάλληλο φορέα και έχουν κριθεί από αυτόν για την επάρκεια τους. Το συγκεκριμένο ζήτημα μάλιστα αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία στο πλαίσιο του νέου Ποινικού Κώδικα, όπου οι κατηγορούμενοι δυνητικά αντιμετωπίζουν εκτιτέες ποινές ακόμη και για πλημμελήματα.

Η Κυβέρνηση έχει τα εργαλεία να προχωρήσει σε σημαντικές αλλαγές στο χώρο της Δικαιοσύνης που θα βελτιώσουν την χρονική αποτελεσματικότητα της έκδοσης των αποφάσεων. Έχει την ευκαιρία να προχωρήσει στην ψηφιοποίηση του χώρου, όπως είναι ο ηλεκτρονικός φάκελος κατάθεσης δικογράφου, να επεκτείνει το ηλεκτρονικό σύστημα λήψης αντιγράφων. Το Νομοσχέδιο, δυστυχώς, ακολουθεί μία διαφορετική λογική, με προτάσεις που δεν θα επιλύσουν το πρόβλημα της καθυστέρησης απονομής της Δικαιοσύνης.

*Στέλιος Βούκουνας, Δικηγόρος, Πρόεδρος της Ένωσης Ασκουμένων και Νέων Δικηγόρων Αθηνών.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ