Τέσσερις δικαστές γράφουν: “Ο Δικαστικός Καλλικράτης και η στάση των Δικαστικών Ενώσεων”

Τι λένε οι Βασίλης Φαϊτάς (Εφέτης ΔΔ), Παναγιώτα Χαραλαμπίδου (Πρωτοδίκης ΔΔ), Γιώργος Μαρμαρίδης (Πρωτοδίκης ΔΔ) και Φανή Σωτηριάδου (Πρωτοδίκης ΔΔ)

NEWSROOM
Τέσσερις δικαστές γράφουν: “Ο Δικαστικός Καλλικράτης και η στάση των Δικαστικών Ενώσεων”

Εισαγωγή: Τα τελευταία χρόνια υλοποιούνται στη χώρα μας σειρά ‘‘μεταρρυθμίσεων’’ στη Δικαιοσύνη. Εκπορευόμενες από την Παγκόσμια Τράπεζα, όπως άλλωστε συνομολογείται, έχουν αποτυπωθεί τόσο στο Ελληνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, όσο και σε άλλη συναφή κείμενα, όπως π.χ. η Έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη, το τελικό κείμενο της οποίας συντάχθηκε στις 14.11.2020 (βλ. https://government.gov.gr/schedio-anaptixis-gia-tin-elliniki-ikonomia/) και υλοποιούν την κατεύθυνση της ΕΕ να τεθεί η Δικαιοσύνη στην υπηρεσία της οικονομικής ανάπτυξης και, ειδικότερα, να καταστεί η Δικαιοσύνη πυλώνας προσέλκυσης επενδύσεων. Στην, αναθεωρημένη το έτος 2020, έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη τέθηκε ρητά ως κεντρικός στόχος «να μετατραπεί η Δικαιοσύνη, από εστία αβεβαιότητας, σε πηγή εμπιστοσύνης για τους επιχειρηματίες» (βλ. και πρόσφατο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, στην εκδήλωση του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων με θέμα «Justice, Economy and Investments» με σχετικό αίτημα του Προέδρου του ΣΕΒ για θέσπιση αντικινήτρων στην άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων). Όχημα όλων αυτών στη συνείδηση του λαού είναι η εδώ και χρόνια κριτική των ΜΜΕ έναντι των δικαστών (που χαρακτηρίζονται συλλήβδην «ράθυμοι») και η γενικόλογη επίκληση της ανάγκης επιτάχυνσης της Δικαιοσύνης. Κεντρική θέση στις κατευθύνσεις αυτές αποτελεί ο λεγόμενος Δικαστικός Καλλικράτης, ή αλλιώς ο επανασχεδιασμός του δικαστικού χάρτη στην κατεύθυνση των καταργήσεων/συγχωνεύσεων δικαστηρίων ή στη μετατροπή δικαστηρίων σε τηλεματικά στη λογική κόστους – οφέλους.

Πρώτο στάδιο του Δικαστικού Καλλικράτη η κατάργηση των ειρηνοδικείων: Πρώτο συμφωνημένο βήμα, όσον αφορά την παραπάνω μεταρρύθμιση, μεταξύ των έως σήμερα κυβερνήσεων και του Ταμείου Ανάκαμψης, η επιτυχία του οποίου θα οδηγούσε στην εκταμίευση κονδυλίων σε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα ήταν η εφαρμογή του Δικαστικού Καλλικράτη στην αστική και ποινική δικαιοσύνη. Για να υπηρετηθεί αυτός ο στόχος (που είχε τεθεί ήδη από το έτος 2013) παρέμειναν οι δομές και η στελέχωση των δικαστηρίων υποβαθμισμένες, δεδομένου ότι θα αποτελούσαν και κριτήριο για την επιλογή των προς συγχώνευση ή κατάργηση δικαστηρίων. Προς την ίδια κατεύθυνση θεωρήθηκε αυτονόητο (βλ. σελ. 25 του Πορίσματος της Ομάδας Εργασίας για την αναμόρφωση του δικαστικού χάρτη στα πολιτικά δικαστήρια) ότι οι συγχωνεύσεις/καταργήσεις δικαστηρίων έπρεπε να συνδυασθούν (όπως προτείνει και η έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας) με μεταφορά δικαστηριακής ύλης σε άλλους παράγοντες (π.χ. έκδοση ενόρκων βεβαιώσεων αποκλειστικώς από δικηγόρους – συμβολαιογράφους, πιστοποίηση διοικητικής φύσεως γεγονότων όχι από δικαστήρια, έκδοση συναινετικών προσημειώσεων και διαταγών πληρωμής από συμβολαιογράφους κλπ.) ή μέσω μορφών ιδιωτικής διαμεσολάβησης και σε ό,τι αφορά τα διοικητικά δικαστήρια με μεταφορά ύλης μέσω θέσπισης εξωδικαστικών μορφών επίλυσης των διαφορών ή και διαιτησίας. Οι σχετικές διαδικασίες έχουν καταστεί ήδη, μετά τη συγχώνευση όλων των δικαστηρίων πρώτου βαθμού και την ταυτόχρονη κατάργηση των ειρηνοδικείων, νέο πεδίο κερδοφορίας για μεγάλες δικηγορικές εταιρείες, ιδιωτικές εταιρείες διαμεσολαβητών κ.λπ. σε βάρος του πολίτη.

Ήταν δεδομένο, ότι με την υλοποίηση του εν λόγω σχεδίου, όπως και επαληθεύτηκε, η πρόσβαση στα πολιτικά δικαστήρια κατέστη ακόμα πιο ακριβή και απρόσιτη για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, ειδικά για όσους ζουν κι εργάζονται μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα. Αυτή ακριβώς η συνέπεια καθιστούσε επιτακτικό οι δικαστικές ενώσεις να εναντιωθούν στον εν λόγω σχεδιασμό, καθόσον πυξίδα της δράσης κάθε δικαστικής ένωσης, θα έπρεπε να είναι η διεύρυνση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας του λαού μας.

Ωστόσο, οι εκλεγμένοι στο Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (πλειοψηφία και μειοψηφία, ο καθένας από την πλευρά του) αντί να εναντιωθούν σθεναρά στην κατάργηση των ειρηνοδικείων (τα οποία θα μπορούσαν να παραμείνουν ακόμη και μετά την ενοποίηση του α΄ βαθμού στα πρότυπα άλλων χωρών, όπου η πρώτη τοποθέτηση μετά από διορισμό γίνεται στα αντίστοιχα ειρηνοδικεία), καλλιέργησαν στους συναδέλφους των πολιτικών – ποινικών δικαστηρίων τη λογική του δήθεν εφικτού και του μικρότερου κακού, με αποτέλεσμα, στην πιο κρίσιμη έκτακτη Γενική Συνέλευση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, στις 22.1.2024 (η οποία συγκλήθηκε ενόψει της πρότασης του Υπουργείου για ενοποίηση του πρώτου βαθμού των πολιτικών δικαστηρίων), αντί να διεκδικηθεί η αποτροπή της κατάργησης των ειρηνοδικείων, αποφασίστηκε η διενέργεια ενός δημοψηφίσματος που εστίασε αποκλειστικά στο ζήτημα της επετηρίδας και μάλιστα με την υιοθέτηση ενός κοινωνικού αυτοματισμού (πρωτοδίκες εναντίον ειρηνοδικών) που κατέληξε σε ένα πρωτοφανή διχασμό των δικαστών των πολιτικών δικαστηρίων και τελικά σε μία πολύ άδικη λύση τόσο για τους δικαστές όσο και για τους πολίτες. Τελικά οι επιπτώσεις ήταν αρνητικές, όχι μόνο για τον απλό πολίτη (περιορισμός του δικαιώματος δικαστικής προστασίας), αλλά και για τους ίδιους τους δικαστικούς λειτουργούς (δημιουργία δικαστών δύο ταχυτήτων, αύξηση ύλης στον πρώτο βαθμό· βλ. αρμοδιότητα εφέσεων, αρμοδιότητα Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, παράλληλη παρουσία σε περιφερειακές έδρες κ.λπ.). Μάλιστα, αξίζει να επισημανθεί ότι 8 μήνες πριν καν την ψήφιση του ν. 5108/2024 στη Βουλή, ο νυν πρόεδρός της ΕνΔΕ ανέφερε, στις 9.12.2023, στην ομιλία του στην τακτική Γενική Συνέλευση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων κατά λέξη (βλ. τη σχετική ανάρτηση στην ιστοσελίδα της ΕΔΕ) : « […] Με δεδομένη ωστόσο την βούληση του Υπουργείου να τηρήσει τις συμφωνίες με την Παγκόσμια Τράπεζα και μάλιστα να ψηφίσει το νομοσχέδιο εντός του Φεβρουαρίου, κάθε απόφαση σήμερα που θα συστρατευτεί με το «όχι στην ενοποίηση», δίνει ουσιαστικά λευκή επιταγή στο προεδρείο να διαπραγματευτεί με όποιους όρους θέλει εκείνο από τον επόμενο μήνα. Αυτό ακριβώς θέλουν. … Το «όχι στην ενοποίηση» σημαίνει αποχή μας από τις διαδικασίες της διαβούλευσης που θα ξεκινήσουν πολύ σύντομα. Είναι εθελοτυφλία και δεν οδηγεί πουθενά. […]». Με τον τρόπο αυτό καλλιεργήθηκε στους συναδέλφους των πολιτικών δικαστηρίων ότι ο συνδικαλιστικός αγώνας τελειώνει με την επιβολή ενός αρνητικού συσχετισμού δυνάμεων και μάλιστα πολύ πριν καν την ψήφιση ενός νομοσχεδίου, γεγονός που επιφέρει τον αφοπλισμό κάθε κλάδου εργαζομένων, μεταξύ των οποίων και του δικού μας, που σήμερα έρχεται αντιμέτωπος με μια πραγματική θύελλα μεταρρυθμίσεων. Ματαιώνει την προοπτική κάθε μάχης και τελικά το «εφικτό» καταλήγει πάντα να είναι το μεγαλύτερο κακό. Δυστυχώς, η ίδια στάση ακολουθήθηκε και μετά τις πρόσφατες εκλογές της ΕνΔΕ, αφού το προεδρείο απέτρεψε οποιαδήποτε δυνατότητα διεκδίκησης διάσωσης των ειρηνοδικείων, παρότι κάτι τέτοιο ήταν στην ημερήσια διάταξη από φορείς δικηγόρων, συλλόγους δικαστικών υπαλλήλων και φορείς των τοπικών κοινωνιών, οι οποίοι έδωσαν αξιοσημείωτες μάχες για να μην καταργηθούν τα ειρηνοδικεία. Το προεδρείο της ΕνΔΕ, πριν ακόμα την ψήφιση του σχετικού νόμου 5108/2024, καλλιεργούσε τη λογική ότι δεν ανατρέπονται ειλημμένες αποφάσεις κυβερνήσεων και ισχυριζόταν ότι το μοναδικό πεδίο συνδικαλιστικής δράσης αφορούσε τον τρόπο ένταξης των ειρηνοδικών στην επετηρίδα. Αμαχητί από πλευράς Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, ο νόμος ψηφίστηκε και τα ειρηνοδικεία καταργήθηκαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι το αποτέλεσμα του προαναφερόμενου δημοψηφίσματος των δικαστών της πολιτικής – ποινικής δικαιοσύνης έγινε εργαλείο στα χέρια του Υφυπουργού Δικαιοσύνης, κ. Μπούγα, ο οποίος υποστήριξε ότι οι δικαστές δεν φέρουν οιαδήποτε αντίρρηση στην κατάργηση/συγχώνευση δικαστηρίων (βλ. οπτικοακουστικό υλικό στο hellenicparliament.gr από τη συζήτηση στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής πριν την ψήφιση του νομοσχεδίου). Ομοίως, δεν υπήρξε οιαδήποτε αντίδραση για την άμεση εφαρμογή του ν.5108/2024, παρά τις επιφυλάξεις και προβληματισμούς σύσσωμου του νομικού κόσμου (δικαστές, δικηγόροι), με αποτέλεσμα ένας νόμος που επιφέρει ριζικές αλλαγές να τίθεται σε άμεση εφαρμογή μέσα σε 15 μέρες μετά την ψήφισή του χωρίς οιαδήποτε πρόνοια για τη δυνατότητα των κατά τόπους δικαστικών υπηρεσιών.

dikastiko.gr

Το δεύτερο στάδιο του Δικαστικού Καλλικράτη αφορά τα διοικητικά δικαστήρια: Ομοίως από το έτος 2013 λάμβαναν χώρα διεργασίες και γινόταν η προετοιμασία υλοποίησης του Δικαστικού Καλλικράτη και στον χώρο της διοικητικής δικαιοσύνης. Ουσιαστικά χωρίς καμία διαβούλευση προωθήθηκε νομοσχέδιο (με τίτλο ‘‘Χωροταξική αναδιάταξη των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, οργάνωση της τηλεματικής συνεδρίασης και ίδρυση δικαστικών σταθμών τηλεματικής’’), το οποίο άνοιγε τον δρόμο μετατροπής διοικητικών δικαστηρίων σε τηλεματικά και, σε πρώτη φάση, μετέτρεπε μεταβατικές έδρες διοικητικών δικαστηρίων σε γραφεία τηλεματικής. Στις 11.2.2023, η Γενική Συνέλευση της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, στο πλαίσιο υψηλού επιπέδου συζήτησης, απέρριψε κατηγορηματικά τις διατάξεις του εν λόγω νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Πλην όμως το προεδρείο της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών ουδέν έπραξε για να υλοποιήσουν την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης και το νομοσχέδιο ψηφίσθηκε ομοίως αμαχητί (ν. 5028/2023). Στην ίδια λογική αποφάσισε να μην τοποθετηθεί ούτε και για την ψήφιση και εφαρμογή του Δικαστικού Καλλικράτη στα πολιτικά δικαστήρια, ενώ, επρόκειτο για μείζον ζήτημα της Δικαιοσύνης και του δικαιώματος δικαστικής προστασίας του πολίτη ευρύτερα.

Σήμερα, ευρισκόμενοι σε μία κρίσιμη καμπή, όπου τα σχέδια κατάργησης/μετατροπής διοικητικών δικαστηρίων σε «τηλεματικά» είναι σε πλήρη προετοιμασία υλοποίησης, παράλληλα με σειρά άλλων σχεδιασμών που κατατείνουν στον ίδιο σκοπό που προαναφέρθηκε (τη μετατροπή της Δικαιοσύνης σε πυλώνα προσέλκυσης επενδύσεων), όπως ενδεικτικά θέσπιση νέων δικονομικών βαρών και περαιτέρω αύξηση του κόστους της δίκης, προώθηση της διαμεσολάβησης ή άλλων μορφών εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών, δημιουργία ειδικών τμημάτων ως προς τις υποθέσεις σημαντικού οικονομικού ενδιαφέροντος, αλλαγές στην οργανωτική δομή των δικαστηρίων με μεθόδους που προσομοιάζουν στη διοίκηση πολυεθνικών επιχειρήσεων, έμφαση στο κριτήριο της ποσοτικής απόδοσης των δικαστικών λειτουργών, με ενίσχυση αντί για κατάργηση του μέτρου της περικοπής μισθού σε εκτός πειθαρχικής διαδικασίας πλαίσιο, αλλαγή του τρόπου αξιολόγησης και εξέλιξης των δικαστών (αλλά και των δικαστικών υπαλλήλων) κ.λπ., η Ένωση Διοικητικών Δικαστών καλείται στις 9.2.2025 να εκλέξει νέα ηγεσία, η οποία φέρει το ειδικό βάρος να πάρει ορισμένη στάση ενώπιον αυτών των εξελίξεων και να δώσει τη μάχη που είναι ιστορικά αναγκαία, ώστε να αποτραπούν τέτοιοι σχεδιασμοί και ιδίως η κατάργηση της φυσικής έδρας των διοικητικών δικαστηρίων και η μετατροπή τους σε «τηλεματικά». Σε όλη αυτή τη συζήτηση βασικό κριτήριο θα πρέπει να αποτελεί η διασφάλιση άσκησης του δικαιώματος δικαστικής προστασίας των πολιτών, λαμβάνοντας υπόψη τη γεωγραφική πολυμορφία της Ελληνικής Περιφέρειας (νησιωτική και ορεινή) και οι ανακύπτουσες δυσκολίες μετακίνησης και διασύνδεσης των περιοχών, που επιτάσσει την ύπαρξη περισσότερων δικαστηρίων προς ικανοποίησης της αρχής της εγγύτητας. Εξάλλου, η «τηλεματική δίκη», εκτός του ότι θα οδηγήσει σε αύξηση του κόστους πρόσβασης στη δικαιοσύνη, υποβαθμίζει τη ζωντανή διαδικασία στο ακροατήριο, με συνέπεια να ελλοχεύει ο κίνδυνος της στεγανοποίησης του δικαστή και της δυσχέρανσης του ελέγχου του, στον οποίο κατά το Σύνταγμα αποσκοπεί η δημόσια συνεδρίαση, ενώ, η κατάργηση της «φυσικής» έδρας των δικαστηρίων αποξενώνει ακόμη περαιτέρω τον δικαστή από την κοινωνία που δικάζει. Όπως, άλλωστε, έχει υποστηριχθεί σε περίπτωση υλοποίησης του προτεινόμενου σχεδίου η ανάπτυξη των ηλεκτρονικών μέσων ως αποκλειστικού τρόπου πρόσβασης στα περισσότερα δικαστήρια θα καθιστά πρακτικά αδύνατη τη δικαστική προστασία για κατηγορίες πολιτών. Οι τεράστιες τεχνολογικές δυνατότητες της εποχής μας πρέπει να αξιοποιούνται για να προσθέτουν δυνατότητες στους πολίτες και τους λειτουργούς της Δικαιοσύνης και όχι για να δυσχεραίνουν τη θέση τους, καταργώντας υφιστάμενες δυνατότητες.

Η αναδιοργάνωση που απαιτείται στη Δικαιοσύνη είναι η ενίσχυση της υλικοτεχνικής υποδομής, η κάλυψη οργανικών θέσεων σε δικαστικούς λειτουργούς και δικαστικούς υπαλλήλους (με την ανακατανομή των οργανικών θέσεων μεταξύ των δικαστηρίων, και ενδεχομένως αύξηση ή μείωση τμημάτων όπου κρίνεται απαραίτητο) και όχι η κατάργηση/συγχώνευση Δικαστηρίων ή μετατροπή αυτών σε «τηλεματικά». Άλλωστε, όσοι κόπτονται για την επιτάχυνση στη Δικαιοσύνη παραβλέπουν ότι στην αύξηση της δικαστηριακής ύλης και την κατ’ αποτέλεσμα επιβράδυνση, ανά περιόδους, της απονομής της δικαιοσύνης (γεγονός, που εξάλλου, δεν ισχύει, εδώ και τριετία τουλάχιστον, στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια) επενεργεί σειρά παραγόντων, που δεν αφορούν στην οργάνωση της δικαιοσύνης, όπως π.χ. η κακή νομοθέτηση (έλλειψη κατ’ ουσία διαβούλευσης, κατάθεση και ψήφιση τροπολογιών σε άσχετα νομοθετήματα, συνεχείς τροποποιήσεις νόμων, επικαλύψεις διατάξεων, κ.λπ.) η κακοδιοίκηση, αλλά και η μη συμμόρφωση της Διοίκησης στην παγιωμένη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ιδίως όσον αφορά υποθέσεις αποδοχών και συντάξεων (με συνέπεια την προσφυγή εκάστου ενδιαφερόμενου στο αρμόδιο Δικαστήριο, αν και το κρίσιμο νομικό ζήτημα έχει επιλυθεί), καθώς, επίσης, και οι εγγενείς αντιφάσεις του συστήματος, όπως για παράδειγμα η αδυναμία/άρνηση του Κράτους να καλύψει προς όλους και ολοκληρωμένα τις σύγχρονες ανάγκες για παροχές υγείας και πρόνοιας, την ώρα που η πρόοδος της επιστήμης, η οποία έχει εκτοξευθεί σε σχέση με προηγούμενες εποχές, το επιτρέπει.

Αντί επιλόγου: Μπροστά μας έχουμε την πλέον κρίσιμη μεταρρύθμιση στη διοικητική δικαιοσύνη. Ο Δικαστικός Καλλικράτης δεν θα καταργήσει μόνο διοικητικά δικαστήρια της περιφέρειας αφήνοντας ανεπηρέαστους υπηρεσιακά τους συναδέλφους που υπηρετούν σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη ή άλλες μεγάλες πόλεις, αλλά έρχεται να αλλάξει ριζικά τον τρόπο που οργανώνεται και απονέμεται η διοικητική δικαιοσύνη στη χώρα, σηματοδοτώντας την έναρξη μιας νέας φάσης συρρίκνωσης του δικαιώματος δικαστικής προστασίας του λαού. Όπως δε η ίδια η πραγματικότητα επιβεβαιώνει, όσο η πρόσβαση του λαού στη δικαιοσύνη συρρικνώνεται τόσο απόλλυνται υπηρεσιακά και μισθολογικά δικαιώματα των δικαστικών λειτουργών.

Με γνώμονα, επομένως, το δικαίωμα δικαστικής προστασίας της πλατιάς πλειοψηφίας των πολιτών, οι δικαστές οφείλουμε να παλέψουμε ενάντια στα σχέδια του Δικαστικού Καλλικράτη. Στη μάχη αυτή πρέπει να θεωρούμε συμμάχους μας τόσο τις τοπικές κοινωνίες, όσο και την πλειοψηφία των δικηγόρων (άλλωστε η μείωση του αριθμού των δικαστηρίων ευνοεί τη συγκέντρωση της δικαστηριακής ύλης στις ισχυρές δικηγορικές εταιρείες και τα μεγάλα δικηγορικά γραφεία σε βάρος της πλειοψηφίας των δικηγόρων), αλλά και των δικαστικών υπαλλήλων. Αντιθέτως, σε αυτόν τον αγώνα δεν μπορεί να είναι δίπλα μας όποιος συνέβαλε εμπράκτως στην υλοποίηση των παραπάνω σχεδιασμών, διχάζοντας αποπροσανατολιστικά τους συναδέλφους μας και εγκλωβίζοντας τη διαπάλη για το περιεχόμενο και την ουσία αυτής της κομβικής μεταρρύθμισης σε ανέξοδα κανάλια. Ούτε, όμως, και όποιος με όχημα τη «λογική του εφικτού» επιχειρεί να αναβάλει ή και να ματαιώσει κάθε συνειδητή αμφισβήτηση αυτών των σχεδιασμών, υπονομεύοντας εν τη γεννέσει τους τις δυνατότητες που μπορούν να αναπτυχθούν μέσα στην εξέλιξη ενός αγώνα.

Η αποδοχή της λογικής ότι είναι μάταιο να διεκδικεί κανείς τη βελτίωση ή τη μεταρρύθμιση νομοσχεδίων που έχουν ψηφιστεί αποτελεί στην πραγματικότητα συγκαλυμμένη συναίνεση των όσων νομοθετούνται. Αυτή η λογική κυριάρχησε το προηγούμενο διάστημα στα Προεδρεία και των δύο Ενώσεων (Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και Ένωση Διοικητικών Δικαστών), με τα γνωστά, υπηρεσιακά και μισθολογικά, αποτελέσματα. Αυτός ο «ρεαλισμός» εξακολουθεί και σήμερα να καλλιεργείται από το Προεδρείο της ΕνΔΕ, καθώς και από τους υποψηφίους της άλλης ομάδας που διεκδικεί το Προεδρείο της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών στις επικείμενες αρχαιρεσίες, όπως αυτό προκύπτει, καταφανώς, από τις θέσεις τους. Στην άλλη πλευρά, ο δικός μας ρεαλισμός παραμένει προσγειωμένος στην ανάγκη των πολλών για ανεμπόδιστη ικανοποίηση του δικαιώματός τους στη δικαστική προστασία και στην υπεράσπιση των μισθολογικών και υπηρεσιακών μας δικαιωμάτων, τα οποία δεν πρέπει να ψαλιδιστούν ούτε βήμα παραπέρα. Ο πήχης του ρεαλισμού για εμάς δεν καθορίζεται από τους σχεδιασμούς ή τις προθέσεις της εκάστοτε κυβέρνησης, αλλά μπαίνει εκεί που υψώνονται οι τεράστιες δυνατότητες της εποχής μας. Σε αυτήν την κατεύθυνση η εμπιστοσύνη μας παραμένει αταλάντευτη στις συλλογικές διαδικασίες της Ένωσης και στη σφραγίδα που μόνο η συνειδητή και οργανωμένη διεκδίκηση του σώματος μπορεί να βάλει στις εξελίξεις.

*Βασίλης Φαϊτάς, Εφέτης ΔΔ  

*Παναγιώτα Χαραλαμπίδου, Πρωτοδίκης ΔΔ

 *Γιώργος Μαρμαρίδης, Πρωτοδίκης ΔΔ

 *Φανή Σωτηριάδου, Πρωτοδίκης ΔΔ

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr