Θάνος Καρνέζης: Επιθέσεις αδέσποτων – Ποινική ευθύνη ( ; ) αιρετών
Η κατηγορία εισάγεται στο ακροατήριο από την Εισαγγελική Αρχή με την άσκηση ποινικής δίωξης για το αδίκημα της πρόκλησης σωματικής βλάβης από αμέλεια.
Το τελευταίο διάστημα, με αφορμή επιθέσεις και δήγματα αδεσπότων σκύλων σε κυκλοφορούντες πολίτες, έχουν εκδικαστεί στα ποινικά ακροατήρια των Δικαστηρίων της χώρας υποθέσεις με κατηγορούμενους αυτοδιοικητικούς αιρετούς, συνήθως αντιδημάρχους των οικείων Δήμων, οι οποίοι έχουν την αρμοδιότητα της διαχείρισης των αδέσποτων ζώων.
Η κατηγορία εισάγεται στο ακροατήριο από την Εισαγγελική Αρχή με την άσκηση ποινικής δίωξης για το αδίκημα της πρόκλησης σωματικής βλάβης από αμέλεια (άρθρο 314 παρ. 1 ΠΚ) από υπόχρεο, εξ επαγγέλματος, σε ιδιαίτερη επιμέλεια, έχοντος ιδιαίτερη νομική υποχρέωση (άρθρο 15 ΠΚ), σε συνδυασμό με το άρθρο 9 του ν. 4039/2012, περί δεσποζομένων και αδεσπότων ζώων συντροφιάς (για όσα αδικήματα είχαν τελεστεί μέχρι τις 18.9.2021 – ημερομηνία δημοσίευσης του νέου ν. 4830/2021) και συνίσταται στο ότι ο κατηγορούμενος από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε να επιδείξει, δεν απέτρεψε τη σωματική βλάβη σε τρίτον (δήγμα από αδέσποτο ζώο), αν και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς τούτο, υφισταμένης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αμελούς –δια παραλείψεως- συμπεριφοράς και αποτελέσματος.
Το εν λόγω αδίκημα, ως τυποποιούμενο στο άρθρο 15 ΠΚ, αποτελεί «μη γνήσιο έγκλημα παράλειψης» και φέρεται να διαπράττεται με την παράλειψη της εκπλήρωσης νομικού καθήκοντος που αφορά ειδικά στην αποτροπή ορισμένου αποτελέσματος, περιλαμβανομένου στην αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος τέλεσης που είναι ταυτόχρονα και έγκλημα αποτελέσματος, όπως -εν προκειμένω- η πρόκληση σωματικής βλάβης από αμέλεια του άρθρου 314 ΠΚ. Η ratio της ρύθμισης του άρθρου 15 ΠΚ έγκειται στο ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου η μη αποτροπή ενός εγκληματικού αποτελέσματος πρέπει να εξομοιώνεται με την ενεργητική παραγωγή του, όταν ο υπαίτιος είχε την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να φροντίσει για την αποτροπή του αποτελέσματος. Το μη γνήσιο έγκλημα παράλειψης αποτελεί προσβολή ενός ιδιοτύπου επιτακτικού πρωταρχικού κανόνα δικαίου που επιβάλλει την επίδειξη θετικής συμπεριφοράς για την αποτροπή ορισμένου εγκληματικού αποτελέσματος (ιδ. σε Γ.Α. Μαγκάκη, Ποινικό Δίκαιο, Παπαζήσης, Αθήνα: 1984, σελ. 156 – 158).
Εκ της αναγνώσεως του άρθρου 9 του ν. 4039/2012 προκύπτει ότι οι Δήμοι είναι οι αρμόδιες αρχές για τη διαχείριση, την περισυλλογή, τη στείρωση, τον εμβολιασμό, την περίθαλψη, τη σήμανση των αδέσποτων ζώων συντροφιάς και τη μέριμνα για την υιοθεσία τους. Οι ίδιες, εν πολλοίς, αρμοδιότητες καθορίζονται και με το ν. 4830/2021, με μια ουσιαστική διαφοροποίηση: υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς τα αδέσποτα παρέμεναν -κατ’ εξαίρεση και προσωρινά- στα καταφύγια των ζώων συντροφιάς που ιδρύουν οι Δήμοι (σε κάποιες εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως ζώα ηλικίας μέχρι 5 μηνών, άρρωστα κ.λπ.) και εν συνεχεία επανεντάσσονταν και επαναφέρονταν στο φυσικό /οικείο τους περιβάλλον, το οποίο, κατά το νόμο, είναι το αστικό. Με το άρθρο 29 του νέου νόμου, τα καταφύγια ζώων συντροφιάς μπορούν, πλέον, να φιλοξενούν σκύλους και γάτες και αυτή είναι και η βασική διαφορά με την προηγούμενη νομοθεσία. Προφανώς, η νέα ρύθμιση κατατείνει στον περιορισμό της κυκλοφορίας τους στον αστικό ιστό, αφού το πρόβλημα της συνύπαρξης των ζώων με τον άνθρωπο, εξελίχτηκε σε μείζον κοινωνικό ζήτημα, με πλείστες όσες καταγγελίες για επιθέσεις και δήγματα σκύλων σε ανυποψίαστους πολίτες.
Υπό το πρίσμα της ανωτέρω νομοθεσίας, η επίθεση και το δήγμα αδέσποτου ζώου σε άνθρωπο, δεν μπορεί να συνδέεται αιτιωδώς με κάποια παράλειψη εκ μέρους οργάνου του οικείου Δήμου και δη λήψης των απαραίτητων μέτρων αποτροπής του ή παραβίασης, εκ μέρους του, ρητής διάταξης νόμου. Οι αρμοδιότητες των Δήμων αρχίζουν και τελειώνουν στη διαχείριση των αδέσποτων, όπως περιγράφονται στα οικεία νομοθετήματα, προφανής σκοπός των οποίων είναι η ευζωία και η ενσωμάτωση των αδεσπότων στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ο οικείος Δήμος δεν μπορεί να εκλαμβάνεται από την Εισαγγελική Αρχή ως οιονεί «κάτοχος» του αδεσπότου, ούτως ώστε να ευθύνεται για τη ζημία που δύναται να προκαλέσει σε τρίτο, όπως συμβαίνει όταν πρόκειται για ιδιοκτήτη δεσποζόμενου ζώου, ο οποίος φέρει την ευθύνη για τη συμπεριφορά του και σύμφωνα με το άρθρο 924 ΑΚ, όπως, άλλωστε, είναι και το λογικό. Είναι, δε, τελείως διαφορετική η περίπτωση κατά την οποία το αδέσποτο που περισυλλέγεται κρίνεται επικίνδυνο, οπότε και παραπέμπεται από τον κτηνίατρο στην αρμοδία επιτροπή, η οποία αποφασίζει για την τύχη του.
Περαιτέρω, δεν πρέπει να καταλογίζεται στους Δήμους ότι δεν περιορίζουν τα αδέσποτα σε χώρους διακριτούς του αστικού ιστού, για να μην συναγελάζονται με ανθρώπους και προκαλούνται τέτοια περιστατικά, αφού αφενός τα καταφύγια ζώων –υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς- ήταν χώροι προσωρινής παραμονής τους και –υπό το νέο- δυνητικής, αφετέρου τα ζώα, από την επανένταξή τους στο «φυσικό περιβάλλον» και μετά, έχουν αυτόνομη κίνηση, δική τους θέληση και ένστικτο και μπορούν να μετακινηθούν οπουδήποτε. Στην περίπτωση που το αδέσποτο επιτεθεί και δαγκώσει κάποιο πρόσωπο, είναι εκτός του νόμου, αλλά και της λογικής, η απόδοση ποινικής ευθύνης στο διοικητικό όργανο του Δήμου που ούτε εκ του νόμου έχει την υποχρέωση ν’ αποτρέπει τέτοια περιστατικά (δεν υφίσταται, δηλαδή, ιδιαίτερη νομική του υποχρέωση κατά τους ορισμούς του άρθρου 15 ΠΚ), ούτε και θα μπορούσε να το πράξει, ακόμη και εάν δίπλα σε κάθε αδέσποτο υπήρχε η δυνατότητα να τοποθετηθεί συνοδός. Μια τέτοια «απαίτηση» από το όργανο της Διοίκησης, θα παραβίαζε ευθέως το νομικό αξίωμα impossibilium nulla obligatio est, ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα. Με άλλα λόγια, στην προκειμένη περίπτωση η αδυναμία απάντησης στο ερώτημα «τι θα έπρεπε να πράξει και δεν έπραξε» το όργανο του Δήμου για την αποτροπή του αποτελέσματος, αυτόματα αίρει την όποια υποψία για ποινική του ευθύνη.
Εξ όλων των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι στις περιπτώσεις επιθέσεων και πρόκλησης βλάβης από αδέσποτα, τα πραγματικά περιστατικά, αληθή υποτιθέμενα, δεν πληρούν τους όρους της αντικειμενικής υπόστασης του άρθρου 314 ΠΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 15 ΠΚ και, κατά συνέπεια, οι δικογραφίες που σχηματίζονται κατόπιν καταγγελιών των παθόντων θα πρέπει να τίθενται στο αρχείο, ως ποινικά μη αξιολογήσιμες.
*Αθανάσιος Αντ. Καρνέζης, Δικηγόρος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Λουκάς Αποστολίδης: Βήματα – Ιδιωτικοποίηση του Ασφαλιστικού Συστήματος Γιάννης Μαντζουράνης: Ο Σαϊντού μετράει τ’ άστρα Χαράλαμπος Σεβαστίδης: Η συμβολή της ενδιάμεσης διαδικασίας στην επιτάχυνση της ποινικής δίκης και ο εγγυητικός της ρόλος Αντώνης Αργυρός: Η απονομή της Δικαιοσύνης και προτάσεις για ένα σύγχρονο δικαστικό σύστημαΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr