Θεοχάρης Ι. Δαλακούρας: Τα δικαιώματα του υπόπτου και του κατηγορουμένου στον νέο ΚΠΔ

Του Θεοχάρη Ι. Δαλακούρα* Τα δικαιώματα του υπόπτου και του κατηγορουμένου ρυθμίζονται στις διατάξεις των άρθρων 89 έως 106 του νέου ΚΠΔ. Η θέση και ο ρόλος των διαδίκων αυτών, ως υποκειμένων της δίκης που συμπράττουν στην εξέλιξή της, αντανακλούν τις σύγχρονες αντιλήψεις δόμησης μιας δικαιοκρατούμενης ποινικής διαδικασίας κατά την έννοια των αξιώσεων της ευρωπαϊκής […]

NEWSROOM
Θεοχάρης Ι. Δαλακούρας: Τα δικαιώματα του υπόπτου και του κατηγορουμένου στον νέο ΚΠΔ

Του Θεοχάρη Ι. Δαλακούρα*

Τα δικαιώματα του υπόπτου και του κατηγορουμένου ρυθμίζονται στις διατάξεις των άρθρων 89 έως 106 του νέου ΚΠΔ. Η θέση και ο ρόλος των διαδίκων αυτών, ως υποκειμένων της δίκης που συμπράττουν στην εξέλιξή της, αντανακλούν τις σύγχρονες αντιλήψεις δόμησης μιας δικαιοκρατούμενης ποινικής διαδικασίας κατά την έννοια των αξιώσεων της ευρωπαϊκής δικαιοταξίας (Οδηγίες 2013/48/ΕΕ και 2016/343/ΕΕ, Νομολογία του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ).

Ειδικότερα:

1) Στο άρθρο 89 ρυθμίζονται τα σχετικά με τον διορισμό και τον αριθμό συνηγόρων των διαδίκων. Στα πρόσωπα για τα οποία προβλέπεται διορισμός συνηγόρου προστέθηκε και ο ύποπτος, καθόσον πλέον οι διάδικοι κατά το άρθρο 70 ΚΠΔ είναι ο ύποπτος, ο κατηγορούμενος και ο παριστάμενος για την υποστήριξη της κατηγορίας.

2) Στο άρθρο 90 ρυθμίζονται οι προϋποθέσεις παραίτησης του υπόπτου ή του κατηγορουμένου από το δικαίωμα διορισμού δικηγόρου, σύμφωνα με την αξίωση που απορρέει από το άρθρο 9 της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ. Ως προϋπόθεση για την εγκυρότητα της παραίτησης καταγράφεται η προηγούμενη προφορική ή έγγραφη «σαφής και επαρκής ενημέρωση σε απλή και κατανοητή γλώσσα σχετικά με το περιεχόμενο του συγκεκριμένου δικαιώματος και τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραίτησης από αυτό», ώστε να διασφαλίζεται ότι αυτή θα είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησης του προσώπου και δεν θα περιέχει όρο ή αίρεση. Ρητά παρέχεται στο εδ. γ΄, πάντως, η δυνατότητα του υπόπτου ή του κατηγορουμένου «να ανακαλέσει την παραίτηση μεταγενέστερα, σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας» και να διορίσει δικηγόρο, αφού τούτο συνάδει με την υπέρτερη αξίωση αποτελεσματικής υπεράσπισης και εν ταυτώ με τη δικαιότητα της διαδικασίας.

3) Στο άρθρο 91 ρυθμίζεται το δικαίωμα παροχής δωρεάν νομικής βοήθειας στον ύποπτο ή στον κατηγορούμενο, το οποίο περιλαμβάνει παροχή νομικών συμβουλών και νομική αρωγή και εκπροσώπηση ενώπιον του δικαστηρίου, σύμφωνα με όσα ορίζονται σε σχετικές διατάξεις, δηλαδή τις διατάξεις του ν. 3226/2004.

4) Το άρθρο 92 καθορίζει το δικαίωμα παράστασης των διαδίκων με συνήγορο σε κάθε ανακριτική πράξη, με εξαίρεση τις αναφερόμενες σε αυτό εξετάσεις μαρτύρων και κατηγορουμένων.

5) Το άρθρο 93, που αναφέρεται στην αδυναμία παράστασης των διαδίκων, επαναδιατυπώθηκε διορθωτικά, ώστε να προκύπτει σαφέστερα η προτεραιότητα και εν ταυτώ αναγκαιότητα παρουσίας των διαδίκων κατά τη διενέργεια των ανακριτικών πράξεων. Προς τούτο διαλαμβάνεται ότι σε περίπτωση αδυναμίας παρουσίας των διαδίκων «η πράξη μπορεί να αναβληθεί για άλλο χρόνο, αν δεν βλάπτεται η ανάκριση».

6) Το άρθρο 94, που αφορά το δικαίωμα των διαδίκων να απευθύνουν ερωτήσεις και να υποβάλλουν παρατηρήσεις, διατηρήθηκε ως είχε, καθώς δεν κρίθηκε αναγκαία οποιαδήποτε συμπλήρωσή του.

7) Το άρθρο 95 που αφορά το δικαίωμα σε ενημέρωση του υπόπτου ή του κατηγορουμένου, όπως πιστοποιείται αυτό με σχετική υπογεγραμμένη έκθεση, περιλαμβάνει τουλάχιστον την εκεί αναφερόμενη πεντάδα των αξονικών δικαιωμάτων, ήγουν: «α) το δικαίωμα παράστασης με συνήγορο, β) το δικαίωμα και τις προϋποθέσεις παροχής δωρεάν νομικών συμβουλών, γ) το δικαίωμα ενημέρωσης σχετικά με την κατηγορία, δ) το δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης και ε) το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης». Για λόγους δικαιότερης διεξαγωγής της δίκης και εν ταυτώ για εξασφάλιση της κατ’ αντιμωλία διεξαγωγής των δικών προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην παρ. 2 του άρθρου αυτού που διαλαμβάνει ότι «αντικείμενο της ενημέρωσης οφείλει να αποτελεί και η αναφορά των συνεπειών παραίτησης από την άσκηση των δικαιωμάτων», έτσι ώστε να προωθείται με επιμέλεια των κρατικών οργάνων η ουσιαστική ενημέρωση και κυρίως η ουσιαστική συμμετοχή του διαδίκου στην εξέλιξη της δίκης.

8) Το άρθρο 96, που φέρει τον τίτλο «χορήγηση εγγράφου περί των δικαιωμάτων» και ενσωματώνει τις αξιώσεις της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ, λειτουργεί συμπληρωματικά προς το άρθρο 95, καθώς ρυθμίζει το δικαίωμα χορήγησης εγγράφου στον ύποπτο ή στον κατηγορούμενο που συλλαμβάνεται ή κρατείται, στο οποίο καταγράφονται τα δικαιώματά του και το οποίο επιτρέπεται αυτός να το διατηρεί στην κατοχή του καθ` όλη τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας του. Μολονότι η αξίωση της αναλυτικής αυτής ενημέρωσης πιθανολογείται ότι θα εμφανίσει σε κάποιες περιπτώσεις σπανιότερων γλωσσών ή διαλέκτων προβλήματα δυσλειτουργίας, η ρύθμιση καθίσταται εφαρμόσιμη με την πρόβλεψη της ενημέρωσης του αλλοδαπού υπόπτου ή κατηγορουμένου «προφορικά σε γλώσσα που κατανοεί».

9) Αντιστοίχως, τις αξιώσεις της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ ενσωματώνει και το άρθρο 97 που αναφέρεται στο δικαίωμα ενημέρωσης προσώπου της επιλογής του κατηγορουμένου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας. Η χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση ενημέρωση ενός τουλάχιστον προσώπου της επιλογής του κατηγορουμένου για τη στέρηση της ελευθερίας του αποτελεί τον κανόνα, σε εξαιρετικές περιπτώσεις όμως μπορεί να επιτραπεί προσωρινά η ενημέρωση τρίτου προσώπου.

10) Στην ίδια κατεύθυνση, το άρθρο 98 διαρρυθμίζει συμπληρωματικά προς την προηγούμενη διάταξη το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας του. Ιδιαίτερη σημασία για την άσκηση των δικαιωμάτων του αλλοδαπού κατηγορουμένου αποκτά η παρ. 2 που παρέχει σε αυτόν το δικαίωμα να επικοινωνεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, με τις προξενικές αρχές του κράτους του οποίου είναι υπήκοος, αλλά και τα δικαιώματα επίσκεψης από τις προξενικές του αρχές, συνομιλίας και αλληλογραφίας μαζί τους και διακανονισμού της νομικής του εκπροσώπησης από αυτές.

11) Στο άρθρο 99 ρυθμίζεται το παραδοσιακό δικαίωμα παράστασης του κατηγορουμένου με συνήγορο. Στην παρ. 4 του άρθρου αυτού ενσωματώνεται η αξίωση του άρθρου 4 της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ και προστίθεται στο γράμμα του ότι η επικοινωνία του κατηγορουμένου με τον συνήγορό του είναι απολύτως απόρρητη, καθώς τούτο εναρμονίζεται πλήρως με τις αξιώσεις δικαιότητας και δικαιοκρατικότητας της ποινικής διαδικασίας.

12) Περαιτέρω, στο άρθρο 101 τυποποιείται το δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης στον ύποπτο ή στον κατηγορούμενο που δεν ομιλεί ή δεν κατανοεί επαρκώς την ελληνική γλώσσα.

13) Στο άρθρο 102 προβλέπεται το δικαίωμα αίτησης διεξαγωγής αποδείξεων το οποίο παρέχει στον κατηγορούμενο τη δυνατότητα να ζητά με αυτοτελή αιτιολογημένη αίτησή του στον ανακριτή τη διεξαγωγή αποδείξεων προς αντίκρουση της κατηγορίας (ενδεικτικά ΕΔΔΑ, Poropat κατά Σλοβενίας της 9-5-2017 – αρ. προσφ. 21668/12).

14) Στο άρθρο 103 επαναλαμβάνεται κατά βάση το γράμμα της προϊσχύσασας διάταξης για την προθεσμία προς απολογία, με τη ρητή διαφοροποίηση της παρεχόμενης προθεσμίας όχι πλέον «έως σαράντα οκτώ ώρες» αλλά «τουλάχιστον σαράντα οκτώ ωρών».

15) Στο άρθρο 104 θεσπίζεται αυτοτελώς το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης του υπόπτου ή κατηγορουμένου σε κάθε εξέτασή του. Ρητά εισάγεται, μάλιστα, στην παρ. 3 με την πρόβλεψη ότι «η άσκηση του δικαιώματος σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης δεν μπορεί να αξιοποιηθεί σε βάρος των υπόπτων και των κατηγορουμένων» μια αποδεικτική απαγόρευση αξιοποίησης, η τυχόν παράβλεψη της οποίας επισύρει την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας λόγω προσβολής του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη. Συνάμα, ωστόσο, προβλέπεται στην παρ. 2 για λόγους οριοθέτησης της απαγόρευσης και του πεδίου εφαρμογής της ότι «η άσκηση του δικαιώματος μη αυτοενοχοποίησης δεν εμποδίζει τη νόμιμη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων, που υπάρχουν ανεξάρτητα από τη βούληση των υπόπτων και των κατηγορουμένων». Η εν λόγω οριοθέτηση προκύπτει, άλλωστε, ευθέως από τη διατύπωση του άρθρου 7 της Οδηγίας 2016/343/ΕΕ για το τεκμήριο αθωότητας.

16) Τέλος, τα άρθρα 105 και 106 αναμορφώθηκαν, ενσωματώνοντας τις αξιώσεις του άρθρου 3 της ως άνω Οδηγίας και προβλέποντας αφενός τα δικαιώματα στην αυτεπάγγελτη προανάκριση και αφετέρου τα δικαιώματα στην προανάκριση.

Εν κατακλείδι, ο πληρέστερος και σαφέστερος επαναπροσδιορισμός των δικαιωμάτων των διαδίκων στο πλαίσιο του νέου ΚΠΔ προωθεί τη δικαιότητα της ποινικής δίκης και εν ταυτώ την αξιοπιστία της.

*Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ, Πρόεδρος της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του ΚΠΔ

**Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο NOVA CRIMINALIA, Περιοδική Έκδοση της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, ΕΙΔΙΚΟ ΤΕΥΧΟΣ ΝΕΟΣ ΚΠΔ,Νο 7,Οκτώβριος 2019. No 7 4

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr