Βασίλειος Χ. Αρβανίτης: Η θέση του θύματος της εκβίασης και δράστη της ενεργητικής δωροδοκίας στην ποινική δίκη
“Η δωροληψία υπαλλήλου, τελούμενη διαμέσου της εκβίασης, αποκτά ως βασικό θύμα της το πρόσωπο του δωροδότη”

Mεγάλο πλήγμα της σύννομης και αμερόληπτης λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών έχουν αποτελέσει και συνεχίζουν να αποτελούν τα αδικήματα που τελούνται από υπαλλήλους στο πλαίσιο των καθηκόντων τους. Η δωροληψία υπαλλήλου κατ’ άρθρο 235 ΠΚ είναι ίσως το κατ’ εξοχήν και συχνότερα εμφανιζόμενο αδίκημα με το οποίο πλήττεται η ακέραιη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας αλλά και η ίδια η εμπιστοσύνη των πολιτών στη λειτουργία αυτή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζεται σε περιπτώσεις που το αδίκημα της δωροληψίας συρρέει με αυτό της εκβίασης κατ’ άρθρο 385 ΠΚ, ήτοι σε περιπτώσεις που ο υπάλληλος προκειμένου να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος εξαναγκάζει τον πολίτη να προβεί στην καταβολή του “δώρου”.
Πριν την ανάλυση της σχέσης των δύο αυτών αδικημάτων πρέπει να γίνει εξαρχής η επισήμανση της αυτοτελούς τυποποίησης στον Ποινικό Κώδικα των αδικημάτων της δωροληψίας κατ’ άρθρο 235 ΠΚ και της δωροδοκίας υπαλλήλου κατ’ άρθρο 236 ΠΚ. Η δωροδοκία επομένως δεν αποτελεί συμμετοχή στη δωροληψία αλλά είναι αυτοτελώς τιμωρούμενη αξιόποινη πράξη. Οι διατάξεις αυτές τυποποιούν αδικήματα «αναγκαίας συμμετοχής», αφού για την ολοκλήρωσή τους απαιτείται αναγκαίως η σύμπραξη τουλάχιστον δύο προσώπων, ήτοι του δωροδοκούντος και του δωροδοκουμένου. Φυσικά, κάθε φορά που πληρούται η αντικειμενική υπόσταση της δωροδοκίας υπαλλήλου πληρούται ταυτοχρόνως και αυτή της δωροληψίας.
Η σύμπραξη του δωρολήπτη και του δωροδότη μπορεί κάθε φορά να αποτελεί πρωτοβουλία του ενός ή του άλλου. Σε αρκετές περιπτώσεις παρατηρείται το φαινόμενο, η απαίτηση του ωφελήματος από τον υπάλληλο να συνοδεύεται με βία ή κυρίως με απειλές, πληρώντας έτσι και την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της εκβιάσεως κατ’ άρθρο 385ΠΚ. Κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, η συρροή των αδικημάτων αυτών, ήτοι της εκβίασης και της δωροληψίας, είναι αληθής λόγω της ετερότητας των εννόμων αγαθών. Ενώ προστατευόμενο έννομο αγαθό του αδικήματος της δωροδοκίας είναι η ακέραιη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας και η εμπιστοσύνη των πολιτών στη λειτουργία αυτή, προστατευόμενο έννομο αγαθό της εκβίασης είναι αφενός η περιουσία και αφετέρου η ελευθερία σχηματισμού και πραγμάτωσης της βούλησης ως προς τη διάθεσή της4. Στις περιπτώσεις που εμφανίζεται η συρροή των αδικημάτων αυτών παρατηρούμε από τη μία την ύπαρξη του δράστη της εκβίασης και της παθητικής δωροδοκίας και από την άλλη την ύπαρξη του δράστη της ενεργητικής δωροδοκίας, ο οποίος ταυτόχρονα είναι και θύμα της εκβίασης.
Ο δράστης της ενεργητικής δωροδοκίας στην ως άνω περίπτωση, ενεργώντας ως θύμα εκβίασης, υφίσταται τον ψυχολογικό εξαναγκασμό και τη χειραγώγηση της βούλησής του, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα την περιέλευσή του σε κατάσταση αδυναμίας αποφυγής του αδίκου του εγκλήματος της ενεργητικής δωροδοκίας. Αυτή η ψυχική πίεση που υφίσταται ο δράστης οφείλεται στην τελεσθείσα σε βάρος του αξιόποινη πράξη της εκβίασης, για την οποία όχι μόνο δεν ευθύνεται αλλά αποτελεί και θύμα της5. Κατ’ αυτόν τρόπο, λογικό επακόλουθο αποτελεί ότι στην περίπτωση αυτή αίρεται ο καταλογισμός του δράστη της ενεργητικής δωροδοκίας με βάση το άρθρο 32 του Ποινικού Κώδικα, στο οποίο προβλέπεται η κατάσταση ανάγκης που αίρει τον καταλογισμό.
Αυτή η σύμπλεξη των αδικημάτων της δωροδοκίας με την εκβίαση δημιουργεί περαιτέρω ζητήματα στην ποινική δίκη που διανοίγεται. Όσον αφορά το δικαίωμα προς υποστήριξη της κατηγορίας, αρχικά όπως είναι δεδομένο, το Ελληνικό Δημόσιο ή το εκάστοτε Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, στο οποίο εργάζεται ο δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος τελεί το αδίκημα της δωροληψίας, υφίστανται ηθική βλάβη από το εν λόγω αδίκημα και επομένως νομιμοποιούνται να παρασταθούν ως αμέσως ζημιωθέντα προς υποστήριξη της κατηγορίας. Το αυτό ισχύει και στην περίπτωση της ενεργητικής δωροδοκίας, αφού και στην περίπτωση αυτή είναι άμεσος και προφανής ο κίνδυνος διαφθοράς του υπαλλήλου από τον δράστη της ενεργητικής δωροδοκίας και του κλονισμού της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τη σύννομη και εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών του Δημοσίου. Όσον αφορά την παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας στο αδίκημα της εκβίασης ανακύπτουν ποικίλα ζητήματα. Αφενός δικαιούται να παρασταθεί εκείνος που υπέστη την περιουσιακή ζημία και αφετέρου όταν το πρόσωπο που ζημιώθηκε είναι διαφορετικό από το πρόσωπο που εξαναγκάστηκε σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, δικαιούται και ο δεύτερος να παρασταθεί, παράλληλα με τον ζημιωθέντα.
Όταν, όμως, η εκβίαση διαπράττεται από δημόσιο υπάλληλο και το μέσο για την επίτευξη του απειλούμενου κακού είναι η κακή χρήση από τον δράστη της δημόσιας εξουσίας του, τότε η εκβίαση στρέφεται ταυτόχρονα και κατά του Δημοσίου, διότι επάγεται κλονισμό της εμπιστοσύνης των πολιτών ως προς τη σύννομη και εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών. Στη περίπτωση αυτή και το δημόσιο υφίσταται βλάβη από το έγκλημα της εκβίασης και επομένως νομίμως παρίσταται προς υποστήριξη της κατηγορίας9. Στις περιπτώσεις αυτές εκβίασης από υπάλληλο παρατηρείται το φαινόμενο ο δράστης της ενεργητικής δωροδοκίας να μπορεί να παρασταθεί προς υποστήριξη της κατηγορίας σε βάρος του εκβιαστή του και συγκατηγορουμένου του δωρολήπτη, καθώς είναι το θύμα της τελεσθείσας εκβίασης. Όσον δε αφορά την παράστασή του προς υποστήριξη της κατηγορίας για το αδίκημα της δωροληψίας, η νομολογία έχει διχαστεί, με αποφάσεις που δεν δέχονται την παράσταση του ιδιώτη λόγω του υπερατομικού χαρακτήρα του εννόμου αγαθού που προσβάλει η δωροληψία και από την άλλη με αποφάσεις που δέχονται την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του ιδιώτη προς παράσταση, λόγω της προσβολής της περιουσίας του από τον δωρολήπτη. Σε κάθε περίπτωση, η αποδοχή της δυνατότητας παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας του δωροδότη θα πρέπει να γίνεται με μια αξιολογική συσχέτιση του τυχόν οφέλους που μπορεί αυτός να έχει από την δωροδοκία.
Η δωροληψία υπαλλήλου, τελούμενη διαμέσου της εκβίασης, αποκτά ως βασικό θύμα της το πρόσωπο του δωροδότη, ειδικά αν ληφθεί υπόψη ότι ο υπάλληλος τελεί την εκβίαση εκμεταλλευόμενος την εξουσία που του δίνει η δημόσια θέση την οποία κατέχει. Φυσικά, δεν παραγνωρίζεται ότι ταυτόχρονα, η τέλεση των αδικημάτων αυτών παραβιάζει τα θεμέλια των αρχών της χρηστής διοίκησης, διαταράσσει την εμπιστοσύνη των πολιτών προς τις δημόσιες αρχές και προκαλεί βλάβη στο γενικότερο δημόσιο συμφέρον, καθώς η ακεραιότητα της διοικητικής λειτουργίας και η διαφάνεια πλήττονται ανεπανόρθωτα. Η διπλή προσβολή που προκαλεί η ως άνω συρροή αδικημάτων, αφενός στα ατομικά δικαιώματα του θιγόμενου και αφετέρου στη ακέραιη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών και στο κοινωνικό σύνολο, αναδεικνύει την ανάγκη να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην πρόληψη τέτοιων πρακτικών, μέσω της θεσμοθέτησης ελεγκτικών μηχανισμών και πρακτικών εντός των δημοσίων υπηρεσιών.
*Βασίλειος Χ. Αρβανίτης, Δικηγόρος LL.M,, μέλος ΔΣ της ΕΕΠ
**Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στο 22o τεύχος του Nova Criminalia, της περιοδικής έκδοσης της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων τον Φεβρουάριο 2025
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Μαρία Ντούμα: Υπεύθυνες Δηλώσεις ως δικαστικά τεκμήρια {ΟλΑΠ 8/87] Γρηγόρης Ζ. Πεπόνης: Ποινική Ευθύνη Υπουργών – Ειδική ή γενική κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας; Αθανάσιος Κ. Ζαχαριάδης: Η κατάργηση της ακυρότητας του άρθρου 162 παρ. 2 ΚΠΔ με τον πρόσφατο ν. 5172/2025 Χρήστος Μαρούδας: Ο τελευταίος μεγάλος Έλληνας ποινικολόγος Παναγιώτης Λυμπερόπουλος: «Οι δικαστικοί λειτουργοί οφείλουν πάντα να “μιλούν” με τις αποφάσεις τους»Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr