Βασίλειος Θωμάς: Σκέψεις επί του τρόπου εκτοκισμού της δόσης του άρθρου 9 παρ. 2 ν. 3869/2010

Ενόψει της επικείμενης συνεδρίασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου

NEWSROOM
Βασίλειος Θωμάς: Σκέψεις επί του τρόπου εκτοκισμού της δόσης του άρθρου 9 παρ. 2 ν. 3869/2010

Ένα από τα φλέγοντα θέματα της επικαιρότητας, που απασχολεί το νομικό κόσμο, αλλά και δεκάδες χιλιάδες δανειολήπτες, οι οποίοι με κόπο, χρόνο και χρήμα πέτυχαν την πολυπόθητη ένταξη και ρύθμιση των οφειλών τους με τις διατάξεις του ν. 3869/2010 (ή άλλως «νόμου Κατσέλη»), είναι το ζήτημα του τρόπου εκτοκισμού της μηνιαίας δόσης που όρισε το δικαστήριο για τη διάσωση της πρώτης κατοικίας τους. Το ζήτημα στην πράξη άρχισε να ανακύπτει από το έτος 2022, όταν οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων, ξεκίνησαν να στέλνουν επιστολές στους δανειολήπτες που είχαν πετύχει δικαστική ρύθμιση των στεγαστικών δανείων τους, απαιτώντας από αυτούς να καταβάλλουν μια μηνιαία δόση σημαντικά πιο αυξημένη από το ποσό που είχε οριστεί δικαστικά, με γνώμονα την αύξηση των επιτοκίων, υπολογίζοντας την τοκοχρεωλυτική επιβάρυνση με βάση αυτά που ισχύουν στον τραπεζικό τομέα.

Αφορμή στάθηκε η διατύπωση του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010, την οποία επαναλάμβαναν πάρα πολλές δικαστικές αποφάσεις, η οποία εν πολλοίς διαλάμβανε ότι η εκάστοτε μηνιαία δόση θα καταβάλλεται «χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος». Αυτή η γενικόλογη διατύπωση, στάθηκε αφορμή να ξεκινήσει από το έτος 2023 έως και σήμερα ένα μεγάλο κύμα προσφυγών δανειοληπτών στα Ειρηνοδικεία (και νυν Μονομελή Πρωτοδικεία), ζητώντας από τα Δικαστήρια να ερμηνεύσουν (βάσει του άρθρου 316 ΚΠολΔ) την διατύπωση των αποφάσεων του «νόμου Κατσέλη», για το αν το επιτόκιο της δόσης διάσωσης της πρώτης κατοικίας πρέπει να υπολογίζεται επί της μηνιαίας δόσης που όρισε το Δικαστήριο, ή πρέπει να υπολογίζεται επί όλου του κεφαλαίου κατά το χρόνο λήξης της αποπληρωμής του (που ήταν η λογική των εταιριών διαχείρισης απαιτήσεων και των τραπεζικών ιδρυμάτων).

Η πρώτη χρονικά απόφαση που έκρινε οριστικά επί του θέματος, δικαίωσε την πλευρά του δανειολήπτη και όρισε ότι ο τόκος πρέπει να υπολογίζεται μόνο επί της μηνιαίας δόσης (ΕιρΛαυρίου 22/2023). Κατόπιν, ακολούθησε σωρεία αποφάσεων, τόσο θετικών για την πλευρά των δανειοληπτών, όσο όμως και αρνητικών, οι οποίες εν ολίγοις ανέφεραν ότι η –έως τώρα- διατύπωση των αποφάσεων είναι σαφέστατη και δεν χρήζει καμίας ερμηνείας. Μετά από προδικαστικό ερώτημα δικαστηρίου της επαρχίας, το ζήτημα παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου προς επίλυση για να αρθεί η προκύψασα αμφισβήτηση, με την συνεδρίαση να έχει οριστεί για τις 27 Φεβρουαρίου 2025.

Σε αναζήτηση μιας ορθής και προσαρμοσμένης στο πνεύμα και το γράμμα του ν. 3869/2010 (και των τροποποιήσεών του) λύσης του ανωτέρω θέματος, ο εφαρμοστής του νόμου θα όφειλε να λάβει υπόψη του τα κάτωθι ως πυξίδα:

α) Γενικός σκοπός των διατάξεων του ν. 3869/2010, όπως αυτός αποτυπώνεται από την Αιτιολογική του Έκθεση, είναι πρωτίστως η επανένταξη του υπερχρεωμένου πολίτη στην οικονομική και κοινωνική ζωή, με την επανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας που συνεπάγεται η εξάλειψη των χρεών που αδυνατεί να αποπληρώσει.

β) Από την στιγμή που με βάση την τελευταία τροποποίηση του άρθρου 9 παρ.2 ν. 3869/2010 (με το ν. 4549/2018) ο νομοθέτης ρητώς πλέον ορίζει ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει το μέγιστο της δυνατότητας αποπληρωμής του, η οριζόμενη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 αποτελεί πλέον την οροφή, και όχι τη βάση υπολογισμού. Αντίθετη ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα τον εκ νέου εγκλωβισμό του υπερχρεωμένου δανειολήπτη σε μία κατάσταση από όπου δεν θα μπορούσε να απεγκλωβιστεί, με την καταβολή υπέρμετρων δόσεων πέραν των οικονομικών του δυνατοτήτων και καταστρατηγώντας το σκοπό και το πνεύμα του νόμου.

γ) Σύμφωνα με την διάταξη του άρθ. 21 του Συντάγματος η οικογένεια ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους τελεί υπό την προστασία του Κράτους. Επισημαίνεται ότι κατά τον καθορισμό του μηνιαίου κόστους διαβίωσης δεν πρέπει να θίγεται το ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης της οικογένειας του οφειλέτη (άρθ. 2 παρ. 1 Συντ., «Existenzminimum»), το οποίο προσδιορίζεται βάσει κριτηρίων τόσο αντικειμενικών, με βάση το εισόδημα ή την περιουσία, όσο και υποκειμενικών, σύμφωνα με την προσωπική, οικογενειακή, κοινωνική κατάσταση, την υγεία και την ηλικία των προσώπων. Η επανένταξη δηλαδή του οφειλέτη στην οικονομική και κοινωνική ζωή δια της υπαγωγής της στο Ν. 3869/2010 δεν πρέπει να γίνει σε βάρος της αξιοπρέπειας και της προσωπικότητάς της οικογένειάς του στα πλαίσια που επιβάλλει το κοινωνικό κράτος και δεν θα πρέπει με τον καθορισμό από το Δικαστήριο του ύψους των μηνιαίων δόσεων να επέρχεται εξαθλίωση αυτού.

δ) Σε άλλο σημείο του (άρθρο 3 παρ. 6) ο ν. 3869/2010 αναφέρει ότι οι «μη εμπραγμάτως εξασφαλισμένες οφειλές σταματούν να εκτοκίζονται», πράγμα που δεν συνάδει με τα τραπεζικούς ισχύοντα. Ενδεικτικό της απόκλισης αυτής από τα ισχύοντα στην τραπεζική πρακτική και ορολογία είναι, ότι ο νόμος ουδόλως αναφέρεται σε τοκοχρεωλυτικές δόσεις, αλλά σε μηνιαίες δόσεις που θα καταβάλλονται εντόκως, επιτελώντας, προφανώς, τον σκοπό της τμηματικής αποπληρωμής ενός συνολικού ανταλλάγματος για τη διάσωση από την εκποίηση της κατοικίας του οφειλέτη, δεδομένου ότι η εφάπαξ καταβολή ανταλλάγματος δεν είναι σε καμία περίπτωση εφικτή για έναν υπερχρεωμένο οφειλέτη, ο οποίος, εάν υπήρχε αυτή η δυνατότητα, δεν θα είχε προσφύγει στο ν.3869/2010 προς ρύθμιση των οφειλών του.

ε) Κατά το χρόνο έκδοσης της εκάστοτε απόφασης, το εκάστοτε δικαστήριο όρισε τις συγκεκριμένες δόσεις, αφού έλαβε υπόψη του τις τότε διαμορφωμένες οικονομικές συνθήκες και το ποσοστό επιτοκίου που ήταν σαφώς χαμηλότερο, χωρίς να δύναται να προβλέψει την ραγδαία αύξηση των επιτοκίων που επακολούθησε. Και ναι μεν η αποπληρωμή του αντιτίμου για τη διάσωση της κύριας κατοικίας αποτέλεσε αίτημα του δανειολήπτη και δεν δύναται να διασωθεί χωρίς την καταβολή αντιτίμου, καθώς αυτό θα έθετε σε δυσμενέστερη θέση τους πιστωτές του, ωστόσο με την ως άνω απρόβλεπτη και ραγδαία αύξηση των επιτοκίων εν τοις πράγμασι, ο δανειολήπτης καλείται να καταβάλει πέραν της μεγίστης ικανότητας αποπληρωμής του, καθιστώντας κατ’ αυτό τον τρόπο, ουσιαστικά την παροχή του ως αδύνατη και θέτοντας τον εαυτό του στον άμεσο κίνδυνο έκπτωσης από την ρύθμιση.

στ) Θα πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι ο Νομοθέτης, ορίζοντας το ανωτέρω αναφερόμενο επιτόκιο ουσιαστικά είχε υπόψη του την μεταβαλλόμενη σε βάθος χρόνου αξία του χρήματος, ήτοι την αξία που θα είχε η ορισθείσα μηνιαία δόση στο πέρασμα των ετών, κατά τα οποία διαρκεί η υποχρέωση καταβολής του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, ήτοι μετά από 20 έως 35 χρόνια, ανάλογα με την περίπτωση.

ζ) Ο ν. 3869/2010 αποτελεί έναν μηχανισμό δικαστικής, συλλογικής ρύθμισης οφειλών, συνεπώς είναι αυτονόητο ότι θα αποκλίνει σαφώς από τα ισχύοντα στο τραπεζικό σύστημα, με αποτέλεσμα οι καταβολές στο πλαίσιο του άρθρου 9 παρ.2 να μην μπορούν σε καμία περίπτωση, να εκληφθούν ως νέο δάνειο κατά την αποπληρωμή του οποίου εφαρμόζονται οι συνήθεις τραπεζικές πρακτικές. Κατά συνέπεια δεν δύναται να νοηθεί το επιτόκιο για τις καταβολές του άρθρου 9 παρ. 2, ως προεξοφλητικό ή τοκοχρεωλυτικό επιτόκιο με την τραπεζική έννοια. Άλλωστε, το καταβλητέο στο πλαίσιο του ν. 3869/2010 ποσό που προκύπτει από τις ως άνω διατάξεις, δεν αποτελεί νέο δανειακό προϊόν και δεν συνδέεται με τους περιλαμβανόμενους στην αρχικά συναφθείσα με τον πιστωτή σύμβαση όρους, των οποίων η ισχύς παύει με την έκδοση της δικαστικής απόφασης και άρα δεν διέπεται από τους κανόνες του τραπεζικού δανεισμού.

 

η) Ενόψει των ανωτέρω, συστηματικά και τελολογικά ορθότερο είναι να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα, ότι ο εκάστοτε Δικαστής που εξέδωσε την απόφαση ένταξης ενός δανειολήπτη στις διατάξεις του ν. 3869/2010, κατέτεινε στο ότι το επιτόκιο θα αφορούσε την ορισθείσα δόση, κατ’ απόκλιση από τους κανόνες της τραπεζικής. Και τούτο διότι, ρητά αναφέρει το ύψος της μηνιαίας δόσης, ενώ σε διαφορετική εκδοχή θα όριζε μόνο το κεφάλαιο, εντόκως κλπ. και δεν θα αναφερόταν καθόλου στο ύψος της δόσης, την οποία ο Δικαστής θα άφηνε αρρύθμιστη, ώστε να συνυπολογιστεί από τον πιστωτή (όπως ακριβώς γίνεται στην διατύπωση μιας «τυπικής» σύμβασης δανείου).

*Βασίλειος Θωμάς, Δικηγόρος

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr