Βασίλης Χειρδάρης: Η αναστολή του Λιγνάδη – Σύγχυση, προβληματισμοί και κράτος δικαίου

Πώς καταγράφει ο ποινικολόγος την απόφαση στο dikastiko.gr. Το τεκμήριο αθωότητας, οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και η ανάγκη επιτάχυνσης της δευτεροβάθμιας δίκης.

NEWSROOM
Βασίλης Χειρδάρης: Η αναστολή του Λιγνάδη – Σύγχυση, προβληματισμοί και κράτος δικαίου

Πραγματικά η απόφαση για τον κ. Λιγνάδη δημιούργησε περισσότερες αντιδράσεις από τις αναμενόμενες τόσο μεταξύ του νομικού κόσμου αλλά κυρίως και περισσότερο από τα ΜΜΕ, το διαδίκτυο και τον κόσμο.

Άραγε δικαιολογείται τέτοια αναστάτωση όταν μάλιστα ο κατηγορούμενος καταδικάζεται; Και η αναστολή μιας ποινής δικαιολογεί πρωτόγνωρες αντιδράσεις;

Μπορεί εύκολα βεβαίως να εξηγηθεί η αναστάτωση όταν το φερόμενο ως διαπραχθέν έγκλημα είναι τέτοιας απαξίας, όπως ο βιασμός, όταν τα φερόμενα ως θύματα είναι ανήλικοι και όταν ο κατηγορούμενος είναι μια διασημότητα. Το πάθος όμως και τη λαϊκή οργή – στο μέγεθος που αναδείχθηκαν – για την αναστολή μιας πρωτόδικης ποινής αδυνατώ να την κατανοήσω.

Για να βάλομε όμως τα πράγματα στη θέση τους πρέπει να δούμε το νομικό πλαίσιο σε περίπτωση που καταδικάζεται κάποιος για κακούργημα και καταδικάζεται πρωτόδικα σε πρόσκαιρη κάθειρξη.

Ο κάθε κατηγορούμενος όταν καταδικάζεται πρωτόδικα έχει δικαίωμα έφεσης, δηλαδή να ξαναδικαστεί η υπόθεσή του στο σύνολό της από ανώτερο δικαστήριο που θα αποτελείται από άλλους δικαστές. Παράλληλα διαθέτει και ένα θεμελιώδες δικαίωμα, αυτό του τεκμηρίου της αθωότητας, που το θεσπίζουν διεθνή δεσμευτικά κείμενα (ΕΣΔΑ και ΔΣΑΠΔ). Θεωρείται αθώος μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση σε βάρος του. Μόνο τότε καταλύεται το τεκμήριο της αθωότητας και μπορεί κάποιος να τον χαρακτηρίσει ένοχο και να τον κρίνει ως διαπράξαντα το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε.

Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας προβλέπει με ρητό τρόπο το δικαίωμα του κατηγορουμένου να ζητήσει, εφόσον καταδικασθεί πρωτόδικα, να ανασταλεί η εκτέλεση της ποινής του μέχρι να εκδοθεί απόφαση από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο.

Το άρθρο 497 παρ. 4 και 8 του ΚΠΔ προβλέπει τη δυνατότητα του εκδώσαντος την καταδικαστική απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εφόσον επέβαλε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης (5-15 χρόνια) να χορηγήσει αναστολή της απόφασης. Στην παρ. 8 η χορήγηση της αναστολής αναβαθμίζεται σε κανόνα και η μη χορήγησή της απαιτεί από το δικαστήριο να αιτιολογήσει ειδικά ότι οι περιοριστικοί όροι δεν επαρκούν, ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή διαμονή στη χώρα ή ότι έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του κ.α. εφόσον προκύπτει σκοπός φυγής ή είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα, εάν κάτι τέτοιο προκύπτει από προηγούμενες καταδίκες του ή από συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης για την οποία καταδικάστηκε. Ουσιαστικά ο ΚΠΔ βάζει σε δεύτερο επίπεδο την επιλογή της μη χορήγησης της αναστολής και σε πρώτο αυτή της χορήγησης.

Γίνεται πολύ λόγος για την χορηγηθείσα αναστολή στον κ. Λιγνάδη. Στο σημείο αυτό οφείλομε να άρομε την σύγχυση που επικρατεί για το αν η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 497 παρ. 8 ΚΠΔ θεσπίστηκε με τον νέο ΚΠΔ. Η διάταξη αυτή, όμως έχει, εισήχθη με την ίδια διατύπωση με το άρθρο 27 του Ν. 3904/2010, δηλαδή 9 χρόνια πριν από τον νέο ΚΠΔ. Επομένως η εφαρμογή της διάταξης δεν έχει σχέση με τον νέο ΚΠΔ. Άλλο είναι το θέμα της πρακτικής εφαρμογής της για επιβληθείσες ποινές που υπερβαίνουν τα 10 χρόνια κάθειρξης. Η πρακτική στις ποινές αυτές καθιστά τη χορήγηση της αναστολής μη συχνή επιλογή των δικαστηρίων.

Σε κάθε περίπτωση η δυνατότητα που παρέχει η ποινική δικονομία να ανασταλεί η ποινή λόγω άσκησης έφεσης δεν είναι μια ελληνική εφεύρεση αλλά εφαρμόζεται σε όλα σχεδόν τα νομικά συστήματα των πολιτισμένων κρατών.

Ευθυγραμμίζεται δε και με το τεκμήριο της αθωότητας και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ελαχιστοποιώντας τις συνέπειες μιας διαφορετικής εφετειακής απόφασης.

Να μην ξεχνάμε ότι ο κατηγορούμενος που καταδικάστηκε πρωτόδικα άσκησε ένα νόμιμο δικαίωμα να ξαναδικαστεί από ανώτερο δικαστήριο. Εάν καταδικαστεί και πάλι τότε η έκτιση της ποινής θα λειτουργήσει αποκαταστατικά με πιο ασφαλή τρόπο για τα φερόμενα θύματα. Η μη άμεση έκτιση μιας πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης, δεν συνεπάγεται από μόνη της και αυτόματα αδικία για τα θύματα, εφόσον βεβαίως η δευτεροβάθμια δίκη εκδικάζεται σε εύλογο και σύντομο χρόνο.

Οι δικαστικές αποφάσεις, ασχέτως αν συμφωνούμε ή όχι με αυτές, είναι σεβαστές και εκφράζουν την κρίση του φυσικού δικαστή, που είναι ο μόνος θεσμικά αρμόδιος να κρίνει, έχοντας ταυτόχρονα και το βάρος να αιτιολογήσει την κρίση του.

Σε ένα κράτος δικαίου κανένας δεν έχει το θεσμικό δικαίωμα να βιάζεται για να εκτίσει την ποινή του ο καταδικασθείς κατηγορούμενος, πολύ δε περισσότερο όταν η επιβληθείσα ποινή ανήκει σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο και μετά από έφεση υπάρχει πάντα η πιθανότητα να αλλάξει, να μειωθεί η ποινή ή και να αθωωθεί ο κατηγορούμενος.

Το τεκμήριο αθωότητας επιβάλει υπομονή για τη δευτεροβάθμια κρίση. Οι εκρήξεις και ο θυμοί δεν είναι καλοί σύντροφοι σε μια πολιτισμένη και ευνομούμενη κοινωνία…

Βασίλης Χειρδάρης, Ποινικολόγος, Ειδικός σε θέματα Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr