Βασίλης Χειρδάρης: Ο «σύννομος βίος» και η απόφαση 2/2022 της Ολομελείας του ΑΠ. Μια προβληματική ερμηνεία

Η ανωτέρω απόφαση της Ολομελείας έχει αρκετά θέματα που μπορούν να δημιουργήσουν συζητήσεις.

NEWSROOM
Βασίλης Χειρδάρης: Ο «σύννομος βίος» και η απόφαση 2/2022 της Ολομελείας του ΑΠ. Μια προβληματική ερμηνεία

Η πρόσφατη απόφαση 2/20221 της Ολομελείας του ΑΠ προξένησε έντονους προβληματισμούς. Ουσιαστικά δημιούργησε ένα ασφυκτικό πλαίσιο εφαρμογής της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου σύννομου βίου (άρθρο 84 παρ.2α ΠΚ), που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως υποδεικνυόμενο νομολογιακό πλαίσιο μη χορήγησής της.

Η ανωτέρω απόφαση της Ολομελείας έχει αρκετά θέματα που μπορούν να δημιουργήσουν συζητήσεις. Το παρόν κείμενο θα εκφράσει κάποιες σκέψεις για τις αναφορές της απόφασης για τον πρότερο σύννομο βίο.

Η απόφαση αυτή αναφέρει μεταξύ άλλων ότι:

α) «για τη θεμελίωση του σύννομου βίου λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά του κηρυχθέντος ενόχου μέχρι την τέλεση της αξιόποινης πράξης λαμβανομένων μάλιστα υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη…. όλα δε τα πραγματικά περιστατικά που επίσης δέχθηκε στο σκεπτικό του ότι προηγήθηκαν της ανθρωποκτονίας ως και οι περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε το αδίκημα, που αποκαλύπτουν προηγούμενη συμπεριφορά του κατηγορουμένου ενδεικτική της προσωπικότητάς του υποδηλώνουσα έλλειψη σεβασμού αυτού σε έννομα αγαθά και που, … λαμβάνονται υπόψη για τη θεμελίωση του σύννομου βίου οι παραδοχές της προσβαλλόμενης επί της ενοχής επιβάλετο να συνέχονται μ’ αυτές που περιλαμβάνονται στο σκεπτικό της απόφασης του επί του αυτοτελούς ισχυρισμού του πρότερου σύννομου βίου» και

β) «για τη μείωση της ποινής λόγω ελαφρυντικής περίστασης δεν φτάνει incocreto άνευ άλλου τινός η παραδοχή κάποιου μεμονωμένου λόγου ελάφρυνσης αλλά απαιτείται η διαπίστωση ότι η συγκεκριμένη περίπτωση, ενόψει του συνόλου των κανονιστικών παραδειγμάτων του νόμου και της δυνατότητας ενός αναλογικού, αν χρειαστεί χειρισμού των, υπολείπεται σημαντικά κατά την ποινική της απαξία σε σχέση με τον μέσο όρο των παρεμφερών υποθέσεων».

Θα πρέπει να τονιστεί ότι οι ελαφρυντικές περιστάσεις είναι αόριστες νομικές έννοιες και η νομοθεσία δεν παραθέτει ορισμό τους αλλά ενδεικτικά κανονιστικά παραδείγματα που εντάσσονται στην έννοια αυτή. Οι περιστάσεις αυτές σχηματίζουν ένα έκτακτο πλαίσιο επιεικέστερης ποινής και δεν έχουν άμεση σχέση με το είδος και την βαρύτητα της πράξης. Η αναγνώριση δε του ελαφρυντικού του πρότερου σύννομου βίου βασίζεται στην εκτίμηση της συμπεριφοράς του δράστη εκτός του πεδίου δράσης του κατά την διάπραξη του εγκλήματος και σχετίζεται αποκλειστικά με την συμπεριφορά του πριν από την τέλεση του εγκλήματος. Δηλαδή το ελαφρυντικό έχει σχέση με τον βίο και την συμπεριφορά του πριν από την παράνομη πράξη και δεν συνδέεται με την συμπεριφορά του κατά την διάπραξη του αδικήματος. Αξιολογείται δηλαδή ο δράστης εκτός του συνολικού χρονικού πλαισίου της διάπραξης του συγκεκριμένου αδικήματος για το οποίο καταδικάστηκε, του είδους του εγκλήματος, αλλά και του τρόπου που ενήργησε. Για την διαπίστωση του ελαφρυντικού αυτού δεν συνυπολογίζεται ολόκληρο το βιοτικό γεγονός (χρόνος, τόπος, συμπεριφορά) της διάπραξης του εγκλήματος και κρίνεται ο δράστης για το συνολικό προγενέστερο χρονικό διάστημα.

Το ελαφρυντικό αυτό ΔΕΝ συνδέεται σε καμία περίπτωση με το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος αλλά με την συμπεριφορά του εκτός του συνολικού πλαισίου του αδικήματος αυτού. Η ελαφρυντική περίσταση δεν μετέχει στη δομή του εγκλήματος αλλά ανήκει αποκλειστικά στο χώρο της ποινής. Η βαρύτητα δε της πράξης, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, δεν δύναται να ασκήσει επιρροή στην κρίση του δικαστηρίου αναφορικά με τη συνδρομή ή όχι του ελαφρυντικού αυτού (βλ. Ηλ. Αναγωστόπουλος «Η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου σύννομου βίου στον νέο ΠΚ, NOVA CRIMINALIA, τευχ. 8, σελ. 7επ., Θ. Σάμιος ΠοινΧρ ΞΣΤ 2016, σελ. 156επ., μειοψηφούσα άποψη σε ΑΠ 99/2021). Αν συνδεθεί η βαρύτητα ή οι συνθήκες τέλεσης του εγκλήματος με την κρίση για το ελαφρυντικό αυτό, αφ΄ενός μεν δημιουργείται διπλή δικαστική αξιολόγηση και αφετέρου παραβιάζεται η αρχή της ισότητας, αφού ο Ποινικός Κώδικας δεν εξαιρεί κανένα απολύτως έγκλημα από την αναγνώριση ελαφρυντικών και την εξ αυτής μείωση της ποινής (Κ. Κοσμάτος/Μ. Μαρτίνης σε Α. Χαραλαμπάκη Ο ΝΕΟΣ ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ τομ. Ι, σελ. 661-662).

Άραγε τι είναι σύννομος βίος, πώς αποδεικνύεται, και, εφόσον υπάρχουν τα στοιχεία που τον επιβεβαιώνουν, είναι υποχρεωτική η μείωση της ποινής;

Αυθεντική πηγή για να ερμηνευθεί η διάταξη για τον σύννομο βίο αποτελεί η αιτιολογική έκθεση του νέου ΠΚ: «Αντί του κριτηρίου της προηγούμενης «έντιμης» ζωής τίθεται το ορθολογικότερο της «νόμιμης», ώστε να διασφαλίζεται η αντικειμενικότητα και η ασφαλής διαπίστωση εκείνου, το οποίο είναι νομικώς κρίσιμο στο κράτος δικαίου, … να συμμορφώνεται στο νόμο… αντί του απροσδιόριστου κριτηρίου της «έντιμης» ζωής υιοθετήθηκε το δεκτικό βεβαίωσης της «νόμιμης» ζωής. … Όταν δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη ή έχει καταδικαστεί για ελαφρό πλημμέλημα, είναι ανεπίτρεπτο να ελέγχεται η κατά το Σύνταγμα … «απαραβίαστη» προηγούμενη ατομική και οικογενειακή του ζωή. ..».

Ο «σύννομος» βίος ως έννοια αποσυνδέεται από τον «έντιμο», είναι στενότερη έννοια και ευμενέστερη. Ο σύννομος βίος ταυτοποιείται με συμπεριφορά συμμόρφωσης στις επιταγές της έννομης τάξης (Αναγνωστόπουλος Η. ΕλλΔνη 2019, σελ. 1492επ.) που αρνητικά σημαίνει απουσία παράνομης και αξιόποινης συμπεριφοράς (ΑΠ 621/2020), έτσι ώστε η παράνομη πράξη που διέπραξε ο δράστης και για την οποία καταδικάστηκε να εμφανίζεται ως μη αναμενόμενη παραφωνία της συμπεριφοράς του (Συμεωνίδου – Καστανίδου, ΠοινΔικ 2019, σελ. 891).

Για την διαπίστωση αυτού του βίου απαιτούνται αποκλειστικά αντικειμενικά μετρήσιμα στοιχεία, όπως πρωτίστως το ποινικό μητρώο, που (κατά την πάγια νομολογία και θεωρία) δεν αρκεί μόνο του, και αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις αστικών (π.χ. επί αδικοπραξιών), διοικητικών δικαστηρίων (πρόστιμα, κυρώσεις κλπ) ή πειθαρχικών οργάνων.

Κατά την άποψη του υπογράφοντος –που δεν συμμερίζεται η πάγια νομολογία– το δικαστήριο για την αναγνώριση του ελαφρυντικού του προτέρου σύννομου βίου, εφόσον υπάρχει λευκό ποινικό μητρώο, πρέπει να αρκείται σ΄ αυτό και δεν μπορεί να αρνηθεί την χορήγηση του ελαφρυντικού αυτού για τυχόν άλλες παραβιάσεις αστικής, πειθαρχικής ή άλλης μορφής, εκτός των ποινικών καταδικών (βλ. Η. Αναγνωστόπουλος σε NOVA CRIMINALIA ο.π. κατά τον οποίο «ο χαρακτηρισμός του προτέρου βίου ως μη συννόμου παρά την έλλειψη καταδικών πρέπει να αποτελεί σπάνια εξαίρεση που υπόκειται σε υψηλές απαιτήσεις ειδικής αιτιολόγησης»). Ο νομοθέτης, αν ήθελε να συμπεριλάβει και άλλες παραβατικές συμπεριφορές πλην των ποινικών θα το είχε κάνει με ρητό τρόπο. Προς την κατεύθυνση αυτή κινείται και η αναφορά ως εξαίρεση του κανόνα στις περιπτώσεις ποινικών καταδικών για ελαφρά πλημμελήματα στο άρθρο 84 παρ. 2α ΠΚ. Αν ο σκοπός του νομοθέτη ήταν η συμπερίληψη και άλλων αδικημάτων (αστικών, διοικητικών, πειθαρχικών) θα έκανε ειδική μνεία γι΄ αυτά, όπως των ποινικών. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία έρχεται σε αντίθεση με το πνεύμα της νέας διάταξης, την ερμηνευτική προσέγγιση της αιτιολογικής έκθεσης, το τεκμήριο της αθωότητας, την ΕΣΔΑ και το ΔΣΑΠΔ (βλ. κείμενό μου της 02.09.19 «το ελαφρυντικό του σύννομου βίου», σε www.dikastiko.gr).

Ο νόμος (η αιτιολογική έκθεση αλλά και η θεωρία) τοποθετεί με ρητό τρόπο κριτήριο στην αξιολόγηση. Για να θεωρηθεί μια συμπεριφορά ως μη σύννομη δεν απαιτείται απλά παραβίαση επιτακτικού κανόνα δικαίου (βλ. Στ. Παύλου – Κ. Κοσμάτος Οι κυρώσεις στον νέο Ποινικό Κώδικα, εκδ. Σάκκουλα 2020, σελ. 150) αλλά αυτή να είναι αυξημένης σπουδαιότητας (άρθρ. 84 παρ. 2α ΠΚ, καταδίκες για ελαφρά πλημμελήματα δεν αποκλείουν τον σύννομο βίο) και να συντελείται κατ΄ επανάληψη (βλ. Συμεωνίδου – Καστανίδου, ΠοινΔικ 2019, σελ. 891). Βεβαίως το βάρος της απόδειξης της μη ύπαρξης σύννομου βίου το έχει το δικαστήριο και απαιτούνται βέβαια αποδεικτικά στοιχεία. Όταν δεν υπάρχουν τέτοια τότε το λευκό ποινικό μητρώο ισχύει ως τεκμήριο σύννομης δράσης του κατηγορουμένου.

Το άρθρο 84 παρ. 1 του ΠΚ ορίζει ρητά ότι η ποινή μειώνεται κατά το μέτρο που προβλέπει το άρθρο 83 και στις περιπτώσεις που συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις. Πουθενά δεν αναφέρεται δυνητική μείωση της ποινής όταν αναγνωριστεί ελαφρυντικό, αλλά αυτή είναι υποχρεωτική.

Οι παραδοχές της που αναφέρονται παραπάνω δεν εναρμονίζονται με την μέχρι τώρα νομολογία, τη θεωρία αλλά και το γράμμα και πνεύμα του νέου ΠΚ. Η ερμηνευτική προσέγγιση ότι για τη θεμελίωση του «σύννομου βίου» λαμβάνονται υπόψη και οι περιστάσεις που τελέσθηκε η πράξη και αυτά που συνέβησαν αμέσως προ τη ς πράξης αλλά στο ίδιο βιοτικό γεγονός, ότι οι παραδοχές επί της ενοχής πρέπει να συνέχονται με αυτές για τον σύννομο βίο καθώς και ότι μετά την παραδοχή ελαφρυντικής περίστασης απαιτείται για μείωση της ποινής πρόσθετη προϋπόθεση, η οποία απαιτεί στατιστικά δεδομένα (μέσος όρος παρεμφερών υποθέσεων!) δημιουργεί ένα νέο πλαίσιο που συρρικνώνει μια πολύ σημαντική ελαφρυντική περίσταση, στην οποία η νομοθετική εξουσία θέλησε να δώσει περίοπτη θέση στα ελαφρυντικά του ΠΚ και περιχαράκωσε με ρητό τρόπο και με μια ξεκάθαρη αιτιολογική έκθεση.

Η Ολομέλεια του ΑΠ υπονομεύει μια σαφή νομοθετική επιλογή και τον πυρήνα ενός δικαιώματος του κατηγορουμένου μέσω νομολογιακής προσέγγισης και με αιτιολογία που δεν είναι επιστημονικά πειστική. Είναι ανησυχητικό μια ορθολογιική διάταξη του ΠΚ να έχει αυτή τη νομολογιακή αντιμετώπιση. Άραγε μήπως χρειάζεται μια νομοθετική παρέμβαση για την αποκατάσταση αυτής της σημαντικής ελαφρυντικής περίστασης;

*Ο Βασίλης Χειρδάρης είναι δικηγόρος

*Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στο δέκατο πέμπτο  τεύχος του Nova Criminalia, της νέας περιοδικής έκδοσης  της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων τον Μάιο του 2022

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr