Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Γεώργιος Γεωργόπουλος: Μέχρι που φτάνει η συνταγματική νομιμοποίηση μιας κυβέρνησης ;

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Γεώργιος Γεωργόπουλος: Μέχρι που φτάνει η συνταγματική νομιμοποίηση μιας κυβέρνησης ;

Τα τελευταία εικοσιτετράωρα μετά το αποτέλεσμα των εκλογών για την ανάδειξη των Ελλήνων ευρωβουλευτών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, πέρα από τα πολιτικά σχόλια – εκτιμήσεις – εκατέρωθεν μομφές μεταξύ των κοινοβουλευτικών κομμάτων, ανέκυψαν πρόσθετα ζητήματα συνταγματικής υφής οφειλόμενα στην εξαγγελθείσα εκ μέρους του Πρωθυπουργού πρόθεση για διάλυση της Βουλής και προκήρυξη βουλευτικών εκλογών σε διάστημα ενός περίπου μηνός από σήμερα.

Αναλύει ο διδάκτωρ Γεώργιος Ν. Γεωργόπουλος

Στην αιχμή αυτών καίρια θέση στο δημόσιο διάλογο άρχισε να λαμβάνει το ζήτημα της επιλογής της νέας ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων και δικαστικών υπηρεσιών της χώρας, η οποία κατά το άρθρο 90 παρ. 5 Συντ. γίνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Γνωστοί συνταγματολόγοι και εν γένει ακαδημαϊκοί δάσκαλοι εξέφρασαν γραπτώς και άλλοι προφορικώς την άποψή τους για το συνταγματικά επιτρεπτό να γίνει μια τέτοια ενέργεια από την παρούσα κυβέρνηση.

Επειδή λοιπόν στο δημόσιο διάλογο πολλές φορές είτε δημοσιογραφικά είτε στο πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης συχνά εκφράζονται ανακρίβειες ή ελλιπείς πληροφορίες, είναι αναγκαίο όταν πρόκειται για συνταγματικά ζητήματα να τίθενται τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση:

  • (Ι). Η διάλυση της Βουλής:

Όπως είναι γνωστό διάλυση της Βουλής σημαίνει τερματισμός της θητείας της πριν την ολοκλήρωση του συνταγματικά προβλεπόμενου χρόνου της των τεσσάρων συνεχών ετών κατά το άρθρο 53 παρ. 1 Συντ. Επειδή λοιπόν η διάλυση συνιστά απόκλιση από τον κανόνα της λήξης της θητείας δε μπορεί παρά να γίνεται μόνο εξαιτίας κάποιων από τους περιοριστικά οριζόμενους στο ίδιο το Σύνταγμα λόγους οι οποίοι είναι οι ακόλουθοι: (α). η αδυναμία εκλογής ΠτΔ (κατά το άρθρο 32 παρ. 4 Συντ.), η οποία υφίσταται όταν έχουν διεξαχθεί τρεις διαδοχικές ψηφοφορίες και μετά την τρίτη ψηφοφορία δεν έχει συγκεντρωθεί η αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 (180 βουλευτές)[1]. (β). η αποτυχία ανάδειξης κυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής (κατά το άρθρο 37 παρ. 3 εδ. γ’), η οποία υφίσταται όταν αποτύχουν οι διερευνητικές εντολές προς τους αρχηγούς των τριών πρώτων κομμάτων για τη δημιουργία Κυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής. (γ). η διάλυση με προεδρική πρωτοβουλία (κατά το άρθρο 41 παρ. 1), η οποία δύναται να συμβεί αν έχουν καταψηφιστεί ή παραιτηθεί δύο διαδοχικές κυβερνήσεις και η σύνθεση της εν λόγω Βουλής δεν εξασφαλίζει κυβερνητική σταθερότητα[2]. (δ). η διάλυση με κυβερνητική πρωτοβουλία, η καλούμενη και «αιτιώδης» στη συνταγματική θεωρία (κατά το άρθρο 41 παρ. 2 Συντ.), η οποία δύναται να συμβεί με πρωτοβουλία της Κυβέρνησης (κατ’ ουσία του Πρωθυπουργού) για ανανέωση της λαϊκής εντολής για την αντιμετώπιση κρίσιμου εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας[3]. (ε).η διάλυση της Βουλής με κυβερνητική πρωτοβουλία η καλούμενη και «αναιτιώδης» στη συνταγματική θεωρία (κατά το άρθρο38 παρ. 1 Συντ.), η οποία δύναται να συμβεί στην περίπτωση παραίτησης της Κυβέρνησης η οποία όμως πρέπει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Ο δε χαρακτηρισμός αναιτιώδης βασίζεται στην παραδοχή ότι δεν απαιτείται αιτιολογία εκ μέρους της παραιτούμενης Κυβέρνησης αφού δε μπορεί να εξαναγκαστεί να συνεχίσει να κυβερνά[4].

Με βάση τα εκτεθέντα, προκύπτει ότι η συνηθέστερη περίπτωση διάλυσης της Βουλής είναι η με κυβερνητική πρωτοβουλία αιτιώδης, κατά την οποία η κυβέρνηση δια του Πρωθυπουργού αιτείται από τον ΠτΔτην έκδοση ρυθμιστικού προεδρικού διατάγματος με επίκληση εθνικού θέματος. Η έννοια του εθνικού θέματος είναι αντίστοιχη με την έννοια που έχει στο άρθρο 44 παρ. 2 εδ. α’ για το δημοψήφισμα με κυβερνητική πρωτοβουλία, επομένως στην πράξη είναι ό,τι θεωρεί ως τέτοιο η κυβέρνηση που προκαλεί τη διάλυση της Βουλής, για αυτό και η χρήση της εν λόγω συνταγματικής δυνατότητας διάλυσης της Βουλής και διενέργειας εκλογών είναι ανέλεγκτη τόσο από τον ΠτΔ (ο οποίος μόνο την επίκληση κάποιου εθνικού θέματος ελέγχει) όσο και από τα δικαστήρια, αφού τέτοιου είδους προεδρικό διάταγμα συγκαταλέγεται μεταξύ των καλούμενων στη θεωρία του Διοικητικού Δικαίου κυβερνητικών πράξεων, οι οποίες δεν προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του ΣτΕ[5].

  • (ΙΙ). Η υπηρεσιακή κυβέρνηση:

Αποτελεί θα έλεγε κανείς μια θεσμική καινοτομία της ελληνικής συνταγματικής ταυτότητας υπό την έννοια ότι ενόψει εκλογών οριζόταν ως πρωθυπουργός ο πρόεδρος Ανωτάτου Δικαστηρίου[6] και σχημάτιζε μια κυβέρνηση,χωρίς την υποχρέωση λήψης ψήφου εμπιστοσύνης από την Βουλή, μέχρι τη διενέργεια των εκλογών με βασική θεσμική αποστολή την ομαλή διεξαγωγή τους. Υπό το ισχύον Σύνταγμα του 1975 μετά την αναθεώρηση του 1986, η μόνη προβλεπόμενη περίπτωση σχηματισμού υπηρεσιακής κυβέρνησης είναι κατά το άρθρο 37 παρ. 3 όταν αποτύχουν τόσο οι τρεις διαδοχικές διερευνητικές εντολές για σχηματισμό κυβέρνησης όσο και ο σχηματισμός κυβέρνησης από όλα τα κόμματα της Βουλής. Στην περίπτωση αυτή ο ΠτΔ ορίζει υπηρεσιακό πρωθυπουργό έναν εκ των προέδρων των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων (Συμβουλίου Επικρατείας, Αρείου Πάγου και Ελεγκτικού Συνεδρίου) όσων το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής, οπότε και σχηματίζεται βραχύβια κυβέρνηση με βασική αποστολή την προετοιμασία και διεξαγωγή των εκλογών αλλά και τη διαχείριση των τρεχόντων κυβερνητικών ζητημάτων[7].

Ως εκ τούτου, καθίσταται σαφές ότι υπό το ισχύον συνταγματικό καθεστώς υποχρέωση σχηματισμού υπηρεσιακής κυβέρνησης ενόψει βουλευτικών εκλογών δεν υφίσταται ούτε κατά συνταγματικό έθιμο, το οποίο ούτως ή άλλως ορθά δεν αναγνωρίζεται ως πηγή του Συνταγματικού Δικαίου[8]. Απεναντίας, η υπάρχουσα κυβέρνηση εφόσον απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής έχει κάθε αρμοδιότητα να συνεχίσει να ασκεί τη διακυβέρνηση της χώρας κατά το άρθρο 82 Συντ. ασκώντας τα πλήρη καθήκοντά της.

  • (ΙΙΙ). Η εμπιστοσύνη της Βουλής & η δημοκρατική νομιμοποίηση της κυβέρνησης:

Βασικό γνώρισμα των κοινοβουλευτικών μορφών του δημοκρατικού πολιτεύματος αποτελεί η εξάρτηση της Κυβέρνησης από τη στήριξη, ήτοι την εμπιστοσύνη της Βουλής. Αυτή η εμπιστοσύνη σύμφωνα με τα άρθρα 84 Συντ. και 142 του Κανονισμού της Βουλής ζητείται υποχρεωτικά κατά το σχηματισμό νέας Κυβέρνησης μετά από βουλευτικές εκλογές ή μετά από αλλαγή του προσώπου του Πρωθυπουργού και προαιρετικά ζητείται οποτεδήποτε άλλοτε κατά της διάρκεια της κοινοβουλευτικής περιόδου. Στο ίδιο άρθρο προβλέπεται και ο αντίστροφος μηχανισμός της καταψήφισης της κυβέρνησης, ήτοι με πρόταση δυσπιστίας (μομφής). Η μη υπερψήφιση της πρότασης εμπιστοσύνης ή η υπερψήφιση της πρότασης μομφής είναι οι μόνοι τρόποι για να παυθεί συνταγματικά η Κυβέρνηση από τα καθήκοντά της.

Άλλωστε, η ύπαρξη της εμπιστοσύνης της Βουλής (και μόνο αυτής) αποτελεί προϋπόθεση για τη διάλυση της Βουλής με κυβερνητική πρωτοβουλία τόσο με παραίτηση της κυβέρνησης (άρθρο 38 παρ. 1) όσο και με απαίτηση ανανέωσης της λαϊκής εντολής (άρθρο 41 παρ. 2). Ευρήματα δημοσκοπήσεων που να δείχνουν υστέρηση του κυβερνώντος κόμματος, δηλώσεις εκ μέρους κοινοβουλευτικών ομάδων της αντιπολίτευσης ή της ίδιας της συμπολίτευσης ή ακόμη και νωπά εκλογικά αποτελέσματα ευρωεκλογών με τα οποία το κυβερνών κόμμα ηττήθηκε σε ποσοστό σε καμία περίπτωση δε συνιστούν αυτομάτως άρση της εμπιστοσύνης της υπάρχουσας Βουλής προς την Κυβέρνηση. Μόνο πολιτικά ίσως στοιχειοθετούν το πλαίσιο για να ζητηθεί η ψήφος εμπιστοσύνης από την Βουλή, ώστε να διαπιστωθεί η ύπαρξη ή όχι της αναγκαίας κοινοβουλευτικής στήριξης. Όσο όμως δεν συμβαίνει αυτό και εφόσον προηγούμενη πρόταση εμπιστοσύνης υπερψηφίστηκε, τότε ουδέν θέμα τίθεται συνταγματικά για έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης της Κυβέρνησης.

  • (IV). Η επιλογή της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων:

                Κατά το άρθρο 90 παρ. 5 Συντ. η προαγωγή των προέδρων και των αντιπροέδρων των ανώτατων δικαστηρίων, καθώς και του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας[9], ενεργείται με προεδρικό διάταγμα ύστερα από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου, με επιλογή μεταξύ των μελών τους και μετά από σχετική εισήγηση που υποβάλλεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης. Ratio της εν λόγω συνταγματικής πρόβλεψης η οποία αποτελεί οργανική διασταύρωση των λειτουργιών κατ’ απόκλιση της κατ’ άρθρο 26 διάκρισης των λειτουργιών και για την οποία έχουν διατυπωθεί πολλά επιχειρήματα κριτικής αποτελεί να μην αποκόπτεται πλήρως η δικαιοσύνη από τα όργανα του κράτους που εκλέγονται άμεσα ή έμμεσα από τον λαό και λογοδοτούν σε αυτόν[10]. Της επιλογής αυτής του Υπουργικού Συμβουλίου και της εισήγησης του Υπ. Δικαιοσύνης προηγείται μια γνώμη της διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής[11]. Και αυτό το προεδρικό διάταγμα εμπίπτει κατ’ αρχήν στις κατά το άρθρο 45 παρ. 5 π.δ. 18/1989 κυβερνητικές πράξεις οι οποίες εκφεύγουν του ακυρωτικού ελέγχου του ΣτΕ[12]. Εντούτοις, η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας παγίως δέχεται ότι το ακυρωτικώς απρόσβλητο των πράξεων του άρθρου αυτού αφορά εκείνες οι οποίες εκδίδονται σύμφωνα με τους όρους και περιορισμούς που θεσπίζει η παράγραφος 5 του άρθρου αυτού. Συνεπώς, δεν εμπίπτουν στο ανωτέρω απαράδεκτο και εξετάζονται κατ’ ουσίαν λόγοι ακυρώσεως που αμφισβητούν τη συνδρομή όρου ή περιορισμού που τίθεται από τη διάταξη αυτή όπως είναι η θεσπιζόμενη αρμοδιότητα για τη διενέργεια των προαγωγών των δικαστικών λειτουργών[13]. Αντιθέτως, κρίνεται ότι «δεν είναι παραδεκτοί λόγοι ακυρώσεως, αναγόμενοι σε παράβαση όρων ή περιορισμών που τίθενται από τον κοινό νομοθέτη με το νόμο που προβλέπει η διάταξη αυτή. Οι όροι και περιορισμοί που τίθενται με το νόμο δεν μετουσιώνονται, κατά την έννοια των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων, σε όρους του Συντάγματος και επομένως ο έλεγχός τους εμπίπτει στο απαράδεκτο της παραγράφου 6»[14]. Κατά τις νομολογιακές αυτές παραδοχές η πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου είναι ανέλεγκτη στην ουσία της αλλά ελέγχεται για την τήρηση των όρων του άρθρου 90 παρ. 5 και μόνο αυτού.

Επιπλέον, κατά το άρθρο 88 παρ. 5 Συντ. στις ανώτατες αυτές βαθμίδες της Δικαιοσύνης ως ηλικιακό όριο αποχώρησης είναι το 67ο το οποίο λογίζεται ότι συμπληρώνεται την 30η Ιουνίου εκάστου δικαστικού έτους. Με την ημερομηνία αυτή, οπότε και προκύπτουν τα κενά στις θέσεις αυτές οφείλει το Υπουργικό Συμβούλιο να προβεί στην επιλογή των δικαστών που θα στελεχώσουν τις θέσεις αυτές.

Το ζήτημα λοιπόν που τίθεται είναι το Υπουργικό Συμβούλιο ποιας Κυβέρνησης δύναται να προβεί σε μια τέτοια επιλογή. Με βάση όσα προηγήθηκαν και του Συντάγματος μη διακρίνοντος και μη θέτοντος οποιεσδήποτε περαιτέρω προϋποθέσεις, η μόνη προϋπόθεση είναι να προέρχεται από μια Κυβέρνηση που να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της Βουλής, αποκλείοντας έτσι τη σχετική δυνατότητα επιλογής μόνο στις δύο «εκλογικές» κυβερνήσεις, την οικουμενική και την υπηρεσιακή, οι οποίες τυποποιούνται στο άρθρο 37 παρ. 3[15]. Βεβαίως προσφάτως έχει υποστηριχθεί από σημαντικούς εκπροσώπους της συνταγματικής θεωρίας ότι, δεδομένων και των πολιτικών συνθηκών υπό τις οποίες εξαγγέλθηκε δια στόματος Πρωθυπουργού η πρόωρη διάλυση της Βουλής, «η παρούσα Κυβέρνηση έχει περιοριστεί στη διαχείριση των τρεχουσών υποθέσεων και έχει καταστεί οιονεί υπηρεσιακή»[16] ή «ότι τελεί υπό παραίτηση, διότι έχει απολέσειόπως το συνομολογεί την εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος»[17] και ότι εν πάση περιπτώσει δεδομένου ότι η χώρα ήδη τελεί ακριβώς λόγω της πρωθυπουργικής εξαγγελίας σε μια οιονεί προεκλογική περίοδο, γεγονός που καθιστά την εν λόγω επιλογή καταστρατήγηση του Συντάγματος[18].

Οι προσεγγίσεις αυτές εδράζονται στην διαμορφωθείσα πολιτική πραγματικότητα, πλην όμως με βάση τα προεκτεθέντα[19]εύλογα γίνεται αντιληπτό ότι δεν συνάγονται περιορισμοί από το γράμμα και τη συνδυαστική εφαρμογή των προμνημονευθεισών συνταγματικών διατάξεων. Το αν η κυβέρνηση αυτή είναι στην αρχή ή στο τέλος του βίου της, αν με βάση τις δημοσκοπήσεις θα προκύψει μια άλλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία είναι οντολογικά δεδομένα συνταγματικά και νομικά αδιάφορα. Κρίσιμο επίσης φαίνεται να είναι και το ζήτημα του χρόνου επιλογής, ο οποίος κατά συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 88 παρ. 5 Συντ. δεν θα πρέπει να είναι πριν την 30η Ιουνίου, οπότε και τυπικά προκύπτει η κένωση των εν λόγω θέσεων και ως εκ τούτου οποιαδήποτε επιλογή προ της ημερομηνίας αυτής από το Υπουργικό Συμβούλιο γίνεται χρονικά αναρμοδίως[20]. Εντούτοις, τούτο δεν μοιάζει να είναι απολύτως δεσμευτικό, ώστε η μη τήρησή του να συνιστούσε παραβίαση του εν λόγω άρθρου[21].

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ:

Η εξαγγελθείσα από τον Πρωθυπουργό πρόθεση για πρόωρη (έστω και κατά τέσσερις περίπου μήνες) διάλυση της Βουλής μπορεί να γίνει είτε με παραίτηση της κυβέρνησής του (όπως έγινε αναγκαστικά τον Αύγουστο του 2015 δυνάμει του άρθρου 41 παρ. 4 Συντ.) κατά το άρθρο 38 παρ. 1 είτε με επίκληση της αναγκαιότητας ανανέωσης της λαϊκής εντολής για αντιμετώπιση εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας. Η Κυβέρνηση μπορεί να προβεί χωρίς θεσμικό πρόβλημα να εφαρμόσει οποιαδήποτε από τις δύο συνταγματικές εκδοχές, αφού διαθέτει κατά τεκμήριο την εμπιστοσύνη της Βουλής και μάλιστα προσφάτως προ λίγων εβδομάδων εκφρασθείσα όταν μετατράπηκε η πρόταση δυσπιστίας σε πρόταση παροχής ψήφου εμπιστοσύνης. Είναι τελείως άλλο ζήτημα αν μετά το εκλογικό αποτέλεσμα των εκλογών ανάδειξης μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το υψηλό ποσοστό διαφοράς η παρούσα κυβέρνηση πολιτικά και μόνο θα μπορούσε να την ζητήσει εκ νέου για να επιβεβαιωθεί ή όχι η συνέχιση της στήριξης του Κοινοβουλίου προς αυτήν.

Στην πρώτη περίπτωση διάλυσης της Βουλής ο σχηματισμός υπηρεσιακής κυβέρνησης δεν είναι μονόδρομος, δεδομένου ότι η παρούσα κυβέρνηση δεν απολαμβάνει μονοκομματική στήριξη στο Κοινοβούλιο (έστω και μετά την αποχώρηση των ΑΝΕΛ), οπότε θα ακολουθήσουν οι διερευνητικές εντολές[22]και μόνο αν αυτές αποτύχουν θα οδηγηθούμε σε οικουμενική ή εσχάτως σε υπηρεσιακή κυβέρνηση. Στην δεύτερη περίπτωση, η οποία είναι και η πιο πιθανή, απλά θα γίνει επίκληση από την κυβέρνηση ενός οποιουδήποτε ζητήματος ως εθνικού θέματος για το οποίο χρήζει ανανέωσης η λαϊκή εντολή. Ενδεικτικά μόνο αναφέρονται: οι ελληνοτουρκικές σχέσεις (πάγιο διαχρονικό και συχνά επικληθένζήτημα), οι γεωστρατηγικές εξελίξεις στην νοτιοανατολική Μεσόγειο, η διαχείριση κρίσιμων ζητημάτων ευρωπαϊκής ατζέντας, η εφαρμογή των κατάλληλων οικονομικών μέτρων στην μεταμνημονιακή περίοδο, χωρίς το οποιοδήποτε προβληθησόμενο θέμα να μπορεί να ελεγχθεί για την ουσιαστική βασιμότητά του.

Στη δεύτερη αυτή επικρατέστερη περίπτωση η κυβέρνηση διατηρεί ακέραια τη δημοκρατική της νομιμοποίηση και δύναται εκ του Συντάγματος να προβαίνει σε όλες τις κρίσιμες πολιτικές επιλογές. Μεταξύ των επιλογών αυτών είναι και η επιλογή της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων και συγκεκριμένα του Προέδρου του Αρείου Πάγου, του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και των Αντιπροέδρων του Συμβουλίου Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου των οποίων η θητεία λήγει στις 30.06.2019. Για λόγους δε αρχής δόκιμο θα ήταν η επιλογή αυτή να γίνει αμέσως μετά την ημερομηνία αυτή[23], χωρίς όμως να σημαίνει ότι και μια ενδεχόμενη επιλογή λίγο πριν τη λήξη της θητείας θα ήταν αντισυνταγματική, αφού ούτε από την οικεία συνταγματική διάταξη υπάρχει ρητή πρόβλεψη / απαγόρευση ενώ επιπλέον θα διευκόλυνε και τη ομαλή διαδοχή της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων[24]. Δεν πρέπει, άλλωστε, να διαφύγει της προσοχής μας ότι στην προκειμένη περίπτωση η προεπιλογή των προσώπων από τη διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής έχει ήδη ξεκινήσει από τις 13 Μαΐου 2019, έχουν δε ήδη προεπιλεγεί (με συναίνεση εντός του οργάνου αυτού και μελών προερχομένων από την αντιπολίτευση) τρεις δικαστικοί λειτουργοί για τη θέση του Προέδρου του ΑΠ και τρεις για τη θέση του Εισαγγελέα του ΑΠ[25]. Ως εκ τούτου, δεν πρόκειται για ενέργεια η οποία άρχεται το πρώτον μετά την αναγγελία προκήρυξης των εκλογών. Είναι τελείως διακριτό ζήτημα αν πολιτικά και δεοντολογικά ορθότερο θα ήταν να αφεθεί αυτή η επιλογή στην όποια κυβέρνηση θα προκύψει από τη νέα Βουλή, προς ενίσχυση και της δημοκρατικής νομιμοποίησης των εν λόγω κυβερνητικών επιλογών της ηγεσίας της Δικαιοσύνης. Τούτο όμως είναι αναμφίβολα ζήτημα πολιτικής κι όχι νομικής τάξεως[26]. Σε τελευταία ανάλυση τον έσχατο εγγυητικό ρόλο για την τήρηση των διαδικαστικών όρων του άρθρου 90 παρ. 5 διατηρεί ο ΠτΔ ο οποίος υπογράφει το π.δ. διορισμού αλλά και το Συμβούλιο Επικρατείας επί πιθανής αίτησης ακυρώσεως. Οι διαδικαστικοί αυτοί όροι δεν φαίνεται πάντως να προβλέπουν χρονικούς περιορισμούς σε μια επιλογή από μια Κυβέρνηση η οποία απολαύει της εμπιστοσύνης του Κοινοβουλίου.

Εν κατακλείδι, όπως ο γράφωνπροσωπικά έχει υποστηρίξει και σε παλιότερες μελέτες μεταξύ άλλων και για τα θέματα των Μνημονίων[27] είναι αναγκαίο όσοι εκφέρουν(με) συνταγματικό λόγο να το πράττουμε με τη δέουσα περίσκεψη. Έτσι, αφενός δόκιμο είναι να αποφεύγονται εκφράσεις ακραίαςδιατύπωσης όπως καταδολίευση ή καταστρατήγηση του Συντάγματος, συνταγματική εκτροπή, κοκ,οι οποίες έχουν κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί από πολιτικά πρόσωπακαι όχι μόνο, διότι εν τέλει έτσι αλλοιώνεται η πραγματική τους έννοια και όταν πράγματι αυτές συμβούν δε θα μπορούν να περιγραφούν προσηκόντως. Αφετέρου, απολύτως θεμιτά ο καθένας συνεπώς προεχόντωςκαι τα μέλη της συνταγματικής κοινότητας διαθέτουνκαι εκφράζουν την πολιτική τους άποψη για τα τεκταινόμενα στο δημόσιο βίο της χώρας και δύνανται επιδοκιμάζουν ή να αποδοκιμάζουν πρόσωπα και πολιτικές. Είναι όμως δεοντολογικά και επιστημονικά ορθό να καθίσταται σαφές πότε το προβαλλόμενο επιχείρημα είναι πολιτικό και πότε συνταγματικό – νομικό, ώστε θεμιτά να ασκείται και η αντίστοιχηςυφής πολιτική ή συνταγματική κριτική.

*υπ. Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ, επιτυχών δόκ. δικαστικός πληρεξούσιος Νομικού Συμβουλίου του Κράτους

————————————————————————————————

[1] Τούτο συνέβη τον Δεκέμβριο του 2014 όταν ενόψει λήξης της δεύτερης θητείας του Κάρολου Παπούλια η Βουλή κλήθηκε να εκλέξει νέο ΠτΔ, πράγμα το οποίο δεν επιτεύχθηκε λόγω της μη υπερψήφισης εκ μέρους της αντιπολίτευσης του προταθέντος τότε από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία της ΝΔ Σταύρου Δήμα. [2]Πρόκειται και λόγω διατύπωσης για μιας ούτως ή άλλως οριακή δυνατότητα αφού η καταψήφιση ή παραίτηση μιας κυβέρνησης δύναται να δρομολογήσει τις διαδικασίες των διερευνητικών εντολών και εν συνεχεία τη διάλυση της Βουλής. Διάλυση για το λόγο αυτό δεν έχει συμβεί ποτέ μέχρι σήμερα. [3]Η εκδοχή αυτή αποτελεί μάλλον τη συνηθέστερη περίπτωση διάλυσης της Βουλής κατά τα χρόνια της μεταπολίτευσης και την οποία επιδιώκει η εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία ώστε αυτή να έχει τόσο την χρονική πρωτοβουλία κινήσεων όσο και την ευθύνη διεξαγωγής των εκλογών:η Βουλή του 1974 διαλύθηκε πριν τη λήξη της το 1977 με επίκληση εθνικού θέματος το Κυπριακό, τις σχέσεις με την Τουρκία και την επικείμενη ένταξη της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Η Βουλή του 1990 διαλύθηκε το 1993 μετά την αποχώρηση δύο βουλευτών της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας με επίκληση εθνικού θέματος τη σχέση της Ελλάδας με τις βαλκανικές χώρες, το Κυπριακό, την ανάληψη προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου το 1994. Η Βουλή του 2004 διαλύθηκε έξι μήνες προ της λήξης της θητείας της με επίκληση εθνικού θέματος τις μεταρρυθμίσεις στην παιδεία και την ψήφιση του προϋπολογισμού του 2008, η Βουλή του 2007 διαλύθηκε στο μέσον της θητεία της τον Σεπτέμβριο του 2009 με επίκληση εθνικού θέματος την οικονομική κρίση και την εκλογή ΠτΔ το Μάρτιο του 2010. [4]Πιο πρόσφατο παράδειγμα διάλυσης της Βουλής με παραίτηση της Κυβέρνησης ήταν αυτή του Αυγούστου 2015 όταν η Βουλή του Ιανουαρίου 2015 υπέβαλε την παραίτησή της και μετά την αποτυχία διερευνητικών εντολών διενεργήθηκαν εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 υπό την υπηρεσιακή κυβέρνηση με υπηρεσιακή πρωθυπουργό την τότε πρόεδρο του Αρείου Πάγου. [5]Βλ. άρθρο 45 παρ. 5 π.δ. 18/1989. [6]Υπό τα προϊσχύσαντα προ της μεταπολίτευσης Συντάγματα μέχρι τη δεκαετία του ’60αναλάμβανε καθήκοντα υπηρεσιακού Πρωθυπουργού ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου. [7]Υπό αυτό το συνταγματικό καθεστώς υπηρεσιακός πρωθυπουργός διετέλεσε ο τότε Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Ιωάννης Γρίβας για την περίοδο από 12.10.1989 έως 23.11.1989, ο οποίος διορίστηκε ύστερα από την παραίτηση της κυβέρνησης Τζαννετάκη, προκειμένου να διεξαχθούν οι εκλογές του Νοεμβρίου του 1989. Εν συνεχεία, υπηρεσιακός Πρωθυπουργός διετέλεσε ο τότε Πρόεδρος του ΣτΕ Παναγιώτης Πικραμμένος από 16.05.2012 έως τις εκλογές της 17ης.06.2012 και τελευταία μέχρι σήμερα υπηρεσιακή Πρωθυπουργός η τότε Πρόεδρος του ΑΠ από 27.08.2015 έως 21.09.2015 μετά την παραίτηση της κυβέρνησης Αλ. Τσίπρα και την αποτυχία των τριών διερευνητικών εντολών και του σχηματισμού οικουμενικής κυβέρνησης. [8]Βλ. Κ. Χρυσόγονο, Συνταγματικό Δίκαιο, β’ έκδοση αναθεωρημένη, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2014, σ. 315 // Λ. Παπαδοπούλου, Συνταγματικό Δίκαιο Πανεπιστημιακές παραδόσεις, ηλεκτρονική έκδοση από την www.kallipos.gr σειρά ελληνικών ακαδημαϊκών ηλεκτρονικών συγγραμμάτων και βοηθημάτων, 2015, σ. 73. [9]Και αναλογικά σύμφωνα με το άρθρο 100Α Συντ. και του Προέδρου και Αντιπροέδρων του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. [10]Βλ. ενδεικτικά Ξ. Κοντιάδη, Αντισυνταγματικός ο διορισμός της ηγεσίας δικαστηρίων, δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/(29.05.2019). [11]Άρθρο 1 του Ν. 3841/2010, το οποίο τροποποίησε το άρθρο 49 παρ. 3 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, σύμφωνα με το οποίο το Υπουργικό Συμβούλιο με εισήγηση του Υπ. Δικαιοσύνης προεπιλέγει για μία κενή θέση έξι δικαστικούς λειτουργούς που έχουν τα τυπικά προσόντα (αριθμός ο οποίος αυξάνεται κατά δύο για κάθε επιπλέον κενή θέση) και υποβάλλει τον ‘‘κατάλογο’’ αυτόν στη διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής. Το όργανο αυτό της Βουλής μετά από ακρόαση των υποψηφίων και με επιδίωξη ομοφωνίας ή πάντως αυξημένης πλειοψηφίας τεσσάρων πέμπτων των μελών του εκφράζει γνώμη για εκείνους που θεωρεί επικρατέστερους σε αριθμό ίσο με το ήμισυ των προεπιλεγέντων. [12]Βλ. και τη ρητή διατύπωση του άρθρου 90 παρ. 6 Συντ. σύμφωνα με την οποία «οι αποφάσεις ή πράξεις του άρθρου αυτού δεν προσβάλλονται στο Συμβούλιο της Επικρατείας. [13]Βλ. ΣτΕ (Ολομ.) 435/2019, 2512/2016, 114/2012, ΣτΕ (7μ) 3466/2005. [14]Βλ. ΣτΕ (Ολομ.) 2512/2016, ΣτΕ (7μ) 3466/2005. [15]Πρβλ βέβαια επ’ αυτού contra την ΣτΕ311/2018 (7μ – τμήμα Γ’) σύμφωνα με την οποία (σκ. 12) «από καμία συνταγματική ή νομοθετική διάταξη ή γενική αρχή του δικαίου συνάγεται περιορισμός των αρμοδιοτήτων του υπηρεσιακού Υπουργού (βλ. ΣτΕ 1481/1967 Ολομέλεια, 703, 1087/1959 Ολομέλεια, 1029/1953 Ολομέλεια). Συνεπώς είναι απορριπτέα τα προβαλλόμενα κατ’ επίκληση του άρθρου 37 παράγραφος 3 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με την κοινοβουλευτική αρχή και την δημοκρατική αρχή, περί αναρμοδιότητας του Υπουργού που εξέδωσε την δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση λόγω της ιδιότητάς του ως μέλους της πριν από τις εκλογές του Ιουνίου του έτους 2012 υπηρεσιακής Κυβερνήσεως». Με την απόφαση αυτή παρ’ όλο που αφορούσε άσκηση άλλων αρμοδιοτήτων κυβερνητικής υφής, κρίθηκε κατ’ ουσίαν ότι μια υπηρεσιακή κυβέρνηση δεν έχει ως μόνη αρμοδιότητα – αποστολή την προετοιμασία και διενέργεια εκλογών. [16]Βλ. Ν. Αλιβιζάτο, Γιατί δεν μπορεί να γίνει η επιλογή διαδόχων στη Δικαιοσύνη, άρθρο στην Καθημερινή, αναδημοσίευση στο Πρώτο Θέμα https://www.protothema.gr/politics/article/894803/nikos-alivizatos-giati-den-borei-na-ginei-i-epilogi-diadohon-sti-dikaiosuni/(28.05.2019). [17]Βλ. Αντ. Μανιτάκη, Καταδολίευση του Συντάγματος, άρθρο στην Καθημερινή, http://www.kathimerini.gr/1026211/article/epikairothta/ellada/antwnhs-manitakhs-katadolieysh-toy-syntagmatos (28.05.2019). [18]Βλ. Ξ.Κοντιάδη, Αντισυνταγματικός ο διορισμός της ηγεσίας δικαστηρίων [19]Βλ. υπό (ΙΙ) και (ΙΙΙ) ενότητες του παρόντος. [20]Βλ. Ν. Αλιβιζάτο, .ό.π. // Βλ. και τις εκφρασθείσες επιφυλάξεις από την πλευρά της Προεδρίας της Δημοκρατίας, δεδομένου ότι όπως προαναφέρθηκε ο ΠτΔ υπογράφει το προεδρικό διάταγμα για την επιλογή των κατ’ άρθρο 90 παρ. 5 Ανωτάτων Δικαστικών Λειτουργών https://www.tovima.gr/2019/05/31/politics/proedria-tis-dimokratias-epifylassetai-gia-tis-allages-stin-igesia-tis-dikaiosynis/ (31.05.2019). [21]Βλ. και άρθρο 49 παρ. 3 περ. δ’ του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 3841/2010, σύμφωνα με το οποίο «Για την πλήρωση των θέσεων, οι οποίες πρόκειται να μείνουν κενές στις 30 Ιουνίου κάθε έτους, ο ως άνω Υπουργός κινεί τις διαδικασίες που ορίζονται στις διατάξεις των προηγούμενων περιπτώσεων της παραγράφου αυτής το αργότερο ως το τέλος Απριλίου». [22]Κατά τη συνδυαστική ερμηνεία των άρθρων 38 παρ. 1 εδ. β’ και 37 παρ. 2 και 3 Συντ. [23]Στο διάστημα αυτό και μέχρι την ολοκλήρωση της επιλογής χρέη Προέδρου του οικείου Ανωτάτου Δικαστηρίου και Εισαγγελέως του ΑΠ ασκεί ο αρχαιότερος των Αντιπροέδρων και των Αντιεισαγγελέων ΑΠ αντίστοιχα. [24]Βλ. Π. Λαζαράτο, Περί της επιλογής των Ανωτάτων Δικαστών από την παρούσα Κυβέρνηση, δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα https://www.dikastiko.gr (30.05.2019). [25]Κατά τη στιγμή μάλιστα ολοκλήρωσης του παρόντος άρθρου (01.06.2019) το Υπουργικό Συμβούλιο έχει ήδη ολοκληρώσει την επιλογή των λειτουργών για τις θέσεις του Προέδρου και του Εισαγγελέα του ΑΠ επιλέγοντας τις κκ. Ειρήνη Καλού και Δήμητρα Κοκοτίνη αντίστοιχα. [26]Βλ. Μιχ. Σταθόπουλο, Το Σύνταγμα δεν εμποδίζει την κυβέρνηση να προχωρήσει στην επιλογή ηγεσίας της Δικαιοσύνης, συνέντευξη στην ΕΡΤ, αναδημοσίευση της σχετικής δήλωσης στο https://www.news247.gr/politiki/stathopoylos-syntagma-empodizei-kyvernisi-prochorisei-epilogi-igesias-dikaiosynis.7454242.html (31.05.2019).Ο ίδιος ωστόσο, επισημαίνει ότι «βρισκόμαστε ενώπιον μιας πρωτοφανούς συνθήκης, που δεν έχει προβλεφθεί από τον συνταγματικό νομοθέτη: Η κυβέρνηση διατηρεί την εμπιστοσύνη της Βουλής αλλά βρίσκεται σε προφανή δυσαρμονία με τη λαϊκή βούληση, όπως αυτή εκφράστηκε στις ευρωεκλογές», άρθρο με τίτλο, Αντιδεοντολογική και χωρίς πολιτική νομιμοποίηση πιθανή αλλαγή στην ηγεσία της Δικαιοσύνης, δημοσιευμένο  στην ιστοσελίδα http://www.kathimerini.gr/1026417/article/epikairothta/politikh/m-sta8opoylos-sthn-k-antideontologikh-kai-xwris-politikh-nomimopoihsh-pi8anh-allagh-sthn-hgesia-ths-dikaiosynhs (29.05.2019). [27]Βλ. Γ. Γεωργόπουλο, Τα «Μνημόνια» της Ελλάδας: από την εξυπηρέτηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με τις ‘‘ευλογίες’’ του Συντάγματος στην υπέρβαση (;) των συνταγματικών καιενωσιακών ορίων, δημοσιευμένη στην βάση της Κεντρικής Βιβλιοθήκης του ΑΠΘ, https://ikee.lib.auth.gr/record/131846/?ln=el, σ. 113, (καταχώρηση 17.04.2013)

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ