Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2024

Ευστάθιος Βεργώνης: Ανάσα για την κοινωνία και την δημοκρατία

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Ευστάθιος Βεργώνης: Ανάσα για την κοινωνία και την δημοκρατία

Η τραγική πολύνεκρη πυρκαγιά στο Μάτι, η αγωνία τόσων συμπολιτών μας, να σωθούν, χωρίς κανείς να τους βοηθήσει ή να τους καθοδηγήσει προς την διάσωση, με αποτέλεσμα να χαθούν 99από αυτούς, κάθε ηλικίας και κοινωνικής κατηγορίας, συγκλόνισε την Ελληνική κοινωνία οδυνηρά.

Γράφει ο αντεισαγγελέας Εφετών Ευστάθιος Βεργώνης

Ο συγκλονισμός αυτός μπορεί να καθαρθεί μόνο με την απόδοση Δικαιοσύνης. Εδώ ακριβώς αναδεικνύεται έντονα η ανάγκη για πραγματικά ανεξάρτητη Δικαιοσύνη, που στην συγκεκριμένη περίσταση είναι πλέον ψυχική ανάγκη της κοινωνίας, περισσότερο από θεσμικό αίτημα. Δυστυχώς, λόγω της σύγχυσης των εννοιών στο δημόσιο διάλογο, είναι αναγκαία η παράθεση εννοιών και διαδικασιών.

Παράλληλα τις τελευταίες μέρες η απονομή της ποινικής Δικαιοσύνης τέθηκε στο κέντρο του πολιτικού διαλόγου και μάλιστα με πολύ έντονο τρόπο, χωρίς να γίνεται διακριτό αν το ενδιαφέρον των ομιλούντων μη Δικαστών, εστιάζεται στην συγκεκριμένη έκβαση υποθέσεων ή αν υπάρχει ειλικρινές ενδιαφέρον για την ταχύτητα απονομής της.

Δικαστική έρευνα είναι η έρευνα που διενεργείται από δικαστικό λειτουργό με σκοπό την διαπίστωση των συμπεριφορών, πράξεων ή παρανόμων παραλείψεων, που οδήγησαν στο ζημιογόνο αποτέλεσμα, συντελώντας η κάθε μια στην διαδρομή με τον τραγικό επίλογο, και στην συνέχεια η υπαγωγή των συμπεριφορών σε ποινικούς κανόνες δικαίου, δηλαδή κανόνες που έχουν ως συνέπεια την επιβολή ποινών, μετά από δίκη. Η προδικαστική, εισαγγελική έρευνα είναι αυτή που θα κρίνει αν θα δικαστεί και ποιος, και για ποιόν η υπόθεση θα τεθεί στο αρχείο.

Ανεξάρτητη είναι η δικαστική έρευνα εφ’ όσον στηρίζεται στα στοιχεία που προκύπτουν από την σχηματιζόμενη δικογραφία και τις ισχύουσες νομικές διατάξεις, χωρίς να επηρεάζεται από την βούληση παραγόντων άλλων εξουσιών, ή και την κατεύθυνση που επιθυμούν και παράγοντες εντός του δικαστικού σώματος.

Σε ένα εκπαιδευτικό – ενημερωτικό ταξίδι στο Λονδίνο, σχετικά με το βρετανικό ποινικό δικαστικό σύστημα, μου εντυπώθηκε μια φράση δικαστή του Εφετείου, ότι βάση του βρετανικού δικαστικού συστήματος, είναι η ακεραιότητα και η ανεξαρτησία του ανακριτικού υπαλλήλου που θα πρωτοερευνήσει μια δικαστική υπόθεση. Αναλύοντας την έννοια της ακεραιότητας, μπορούμε να πούμε ότι αυτή δεν είναι απλώς η αντίθετη της διαφθοράς, αλλά περιέχει και κάτι πολύ σημαντικότερο.

Δεν αρκεί δηλαδή να μην γεννώνται δικαιολογημένες υπόνοιες παρέκκλισης από το δικαστικό καθήκον, αλλά και να είναι πεπεισμένη η κοινή γνώμη ότι κατά την έρευνα και την εφαρμογή του νόμου ο λειτουργός που την έχει αναλάβει, δρα όχι με υποκειμενικά κριτήρια, όπως π.χ. την επαγγελματική ή υπηρεσιακή του κατάσταση κλπ., αλλά με μοναδικό κριτήριο την ανακάλυψη της αλήθειας. Ανεξαρτησία είναι το ανεπηρέαστο της κρίσης του έναντι της εκφρασμένης ή εικαζομένης βούλησης παραγόντων της εκτελεστικής εξουσίας, μεγάλων οικονομικών συμφερόντων, ακόμη και έναντι των ιεραρχικά ανωτέρων του, εντός του σώματος.

Ειδικότερα η ανεξαρτησία του Εισαγγελέα που διενεργεί την προδιωκτική έρευνα συνίσταται στην ανεπηρέαστη, από κάθε πλευρά, είτε εντός είτε εκτός της Δικαιοσύνης, υπαγωγή των γεγονότων που ανακαλύπτει και διαπιστώνει στην ποινική διάταξη νόμου. Και δεν πρέπει να λησμονάται ότι η δικαιοδοτική λειτουργία του Εισαγγελέα, η πραγματοποίηση δηλαδή μιας ενέργειας που δημιουργεί έννομα αποτελέσματα, και προχωράει την ποινική διαδικασία σε επόμενο στάδιο, είναι ατομική πράξη μονοπρόσωπου οργάνου, και δεν νοείται η συλλογική πραγματοποίησή της, με συμπράττοντα πρόσωπα, όποια και αν είναι αυτά.  

Αρνητική εντύπωση προκαλούν τον τελευταίο καιρό και θεσμικά επικίνδυνες δηλώσεις, οι οποίες συνδέουν τις πολιτικές εξελίξεις με προδιατυπωμένα αποτελέσματα δικαστικών και ειδικά ποινικών ερευνών, όπως δήλωση πολιτειακού παράγοντα ότι τα αποτελέσματα μιας πολιτικής της εκτελεστικής εξουσίας αναδεικνύονται με την ποινική διερεύνηση υποθέσεων (σημ. σ. δεν αναφέρομαι σε δηλώσεις των τελευταίων ημερών, αλλά σε δηλώσεις του Αυγούστου). Και σε αυτό το πεδίο είναι οι Έλληνες δικαστικοί λειτουργοί που πρέπει να πράξουν ό,τι είναι δυνατόν, στα πλαίσια του δικονομικού μας συστήματος, προκειμένου να διαβεβαιώσουν την ελληνική κοινωνία για την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία τους.

Βασικό στοιχείο δηλωτικό της ακεραιότητας και ανεξαρτησίας, είναι η τυχαία επιλογή από ικανό αριθμό δικαστικών λειτουργών, αυτών που θα διεξάγουν τις δικαστικές, εισαγγελικές επί το πλείστον στο προδιωκτικό στάδιο, έρευνες. Με νομοθετικές ρυθμίσεις των τελευταίων ετών, έχει περιοριστεί ο αριθμός των ερευνώντων στο προδιωκτικό, ακόμη και στο μετά την ποινική δίωξη στάδιο. Εξέλιξη, η οποία οφείλεται στην δημιουργία ειδικών –κλαδικών εισαγγελικών υπηρεσιών, μη ενσωματωμένων στο ποινικό δικονομικό μας σύστημα, οι οποίες εκ των προτέρων και με γνωστή εκ των προτέρων ολιγάριθμη στελέχωση, διενεργούν την προδιωκτική δικαστική διερεύνηση. 

Παράλληλα προβληματίζει και η επιλογή που γίνεται χωρίς την πρόσκληση για εκδήλωση ενδιαφέροντος και μια ανοιχτή διαδικασία σύγκρισης φακέλων.Ακόμη και το μετά την δίωξη στάδιο, η κύρια ανάκριση, διενεργείται από εκ των προτέρων ορισμένους ειδικούς ανακριτές. Όλα αυτά βέβαια προκύπτουν και από την πρακτική εφαρμογή τους, η οποία καθιστά αναξιόπιστο όποιον μέχρι σήμερα προέβη σε δημόσιες πράξεις στηριζόμενες σε αυτό ακριβώς τον αποκλεισμό της πλειονότητας των Εισαγγελέων από την προδιωκτική έρευνα, ακόμη και αυτού του Εισαγγελέα Εφετών, χάρη στην παρέμβαση του οποίου αναδείχθηκαν τόσες υποθέσεις στο παρελθόν (υπόθεση πρωταιτίων πραξικοπήματος, υπόθεση Κοσκωτά κ.ά.). Γιατί η δημόσια ζωή δεν είναι μόνο η διατύπωση γνώμης, αλλά είναι κυρίως οι πράξεις που εδράζονται στη μια ή στην άλλη γνώμη.

Βασικός παράγοντας της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης είναι και η ταχύτητα ολοκλήρωσης της ποινικής διαδικασίας. Μετά την εισαγωγή των ειδικών προδιωκτικών ερευνητικών δικαστικών οργάνων, η αρμοδιότητα για την έκδοση βουλεύματος, της πρώτης δηλαδή ολοκληρωμένης δικαιοδοτικής κρίσης, ανήκει στο κατά τόπον αρμόδιο Εφετείο, το οποίο πλην των υποθέσεων διαφθοράς, έχει και την τελική δικαιοδοτική αρμοδιότητα για υποθέσεις έντονου κοινωνικού ενδιαφέροντος.

Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι μετά το πέρας και της κύριας ανάκρισης, η συνολική δικογραφία ανατίθεται σε ένα Εισαγγελέα ή Αντεισαγγελέα Εφετών, ο οποίος θα συγγράψει μια πλήρη πρόταση προς το Συμβούλιο Εφετών, τόσο για τα νομικά όσο και για τα πραγματικά ζητήματα. Η επαγγελματική εμπειρία δείχνει ότι ο Εισαγγελέας ή Αντεισαγγελέας Εφετών είναι ο 10ος τουλάχιστον (ο αριθμός αυξάνεται ανάλογα με την πολυπλοκότητα της δικογραφίας) δικαστικός λειτουργός που θα μελετήσει όλο το υλικό της δικογραφίας, για να κάνει την πρώτη ουσιαστική δικαστική αποτίμησή της, ενώ μετά από αυτόν θα μελετήσουν την ογκώδη δικογραφία τουλάχιστον δέκα τρεις ανώτεροι και ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί, και μάλιστα για εξωπραγματικά μεγάλο χρονικό διάστημα, αφού μόνο ο κάθε βαθμός δικαιοδοσίας στην κύρια δίκη, υπερβαίνει κατά μέσο όρο τα δύο έτη.

Ποτέ μέχρι τώρα στην συζήτηση για νομοθετικά μέτρα επιτάχυνσης της δικαιοσύνης, δεν έχει εξετασθεί η συγκεκριμένη παράμετρος, ο αριθμός δηλαδή των ασχολούμενων με την ίδια υπόθεση δικαστικών λειτουργών. Η παράμετρος αυτή είναι βέβαια ο σημαντικότερος παράγοντας καθυστέρησης στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, και καθιστά μακρόχρονη την εκκρεμότητα σημαντικών  υποθέσεων, με αποτέλεσμα αυτή να διαστρεβλώνει τον κοινωνικό διάλογο, γεγονός που δεν θα συνέβαινε αν κάθε υπόθεση περατώνονταν σε εύλογο χρόνο.

Επομένως οι δημοσιολογούντες, επικαλούμενοι την αγωνία τους για την ταχύτητα διεκπεραίωσης των ποινικών υποθέσεων, ας θέσουν αυτό ως πρώτο στόχο, την δραστική μείωση του αριθμού των δικαστικών λειτουργών που απαιτούνται για την περάτωση μια μεγάλης υπόθεσης, ώστε να μην παρεξηγηθεί η αγωνία τους για την ταχύτητα απονομής, ως αγωνία για συγκεκριμένο αποτέλεσμα.

Είναι φανερό λοιπόν ότι είναι απαραίτητος ένας επίπονος διάλογος, χωρίς ταμπού και χωρίς χαρακτηρισμούς όσων τολμούν να θέτουν τα προβλήματα αυτά, για ένα συνολικά νέο σύστημα ποινικής διερεύνησης των υποθέσεων, και ειδικά αυτών που ενδιαφέρουν έντονα την ελληνική κοινωνία και κυριαρχούν στον δημόσιο διάλογο.

Μέχρι να ολοκληρωθεί με συγκεκριμένο αποτέλεσμα η προτεινόμενη τομή στην λειτουργία της ποινικής δικαιοσύνης το δικονομικό μας σύστημα έχει τις πρόνοιες που μπορούν να επιταχύνουν και να απλοποιήσουν την πρόοδο της ποινικής διαδικασίας. Όπως αναφέρθηκε, όποιος και να διεξάγει την προδιωκτική ή μεταδιωκτική δικαστική διερεύνηση μιας υπόθεσης, η αρμοδιότητα τόσο για την προδικαστική όσο και για την δικαστική κρίση, την έκδοση δηλαδή οριστικής δικαστικής απόφασης, ανήκει στο αρμόδιο κατά τόπον Εφετείο. Το ίδιο Εφετείο, δια της ολομέλειάς του, η οποία συγκροτείται από όλους τους ανώτερους δικαστές που υπηρετούν σε αυτό, έχει την δυνατότητα είτε πριν είτε μετά την άσκηση ποινικής δίωξης για οποιαδήποτε υπόθεση, με πρωτοβουλία των δικαστών αυτών, να αναθέσει την υπόθεση σε ένα από τα μέλη του, εκλεγόμενο από το σύνολο των δικαστών αυτών και οριζόμενο ως Ανακριτή, με Εισαγγελέα οριζόμενο από τον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών, ώστε να μην  υπάρχει διελκυνστίδα μεταξύ ετεροβάθμων δικαστικών συμβουλίων και εισαγγελέων, με αποτέλεσμα και την δραστική μείωση του αριθμού των δικαστικών λειτουργών που θα απασχοληθούν με την υπόθεση.

Ακόμη και ο τρόπος επιλογής των δικαστικών λειτουργών που θα ασχοληθούν με την υπόθεση, μετά από απόφαση, με ψηφοφορία,  ενός ευρέος και πολυάριθμου οργάνου, θωρακίζει αυτούς με το τεκμήριο της ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας.

Η λύση αυτή είναι η μόνη, προς το παρόν, που μπορεί να δώσει οξυγόνο στην  ελληνική κοινωνία, που θα εξακολουθεί να ασφυκτιά, χωρίς της εγγυήσεις της ταχείας και απροκατάληπτης δικαστικής διερεύνησης.

Η λύση αυτή μπορεί και πρέπει να δοθεί από τους Έλληνες Δικαστές σήμερα, αποτελώντας την σημαντικότερη προσφορά στην Ελληνική κοινωνία.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ