Η αναχρονιστικότητα του νόμου περί καταχραστών δημοσίου χρήματος
Ο N. 1608/1950 ανατρέπει την ισορροπία ολόκληρου του ποινικού (ουσιαστικού και δικονομικού) μας συστήματος. Και τούτο διότι:
- α) παραβιάζει την αρχή της αναγκαίας αναλογίας μεταξύ ποινής και αντικειμενικής βαρύτητας της πράξεως,
- β) πλαισιώνεται από δικονομικές διατάξεις, που παραβιάζουν συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα,
- γ) η διατήρησή του δεν συνάδει με το δικαιϊκό σύστημα ενός φιλελεύθερου κράτους δικαίου, καθώς είναι αντίθετη με τον προσωρινό χαρακτήρα που του απέδιδαν ακόμα και οι ίδιοι οι συντάκτες του και προέκυψε μετά από μία σειρά νομοτεχνικών αρρυθμιών.
Ο ποινικολόγος Θεόδωρος Π. Μαντάς
Στη σχετική με το Ν. 1608/50 Εισηγητική Έκθεση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Λαγάκου, αναφέρεται:
«Η δια νόμου επιβολή της ποινής του θανάτου κατά των πεπωρωμένων εγκληματιών δύναται να θεωρηθή ως αποτελούσα εκδήλωσιν της ομοθύμου λαϊκής θελήσεως… δεν νομίζομεν ότι πρέπει να υπάρξη οίκτος διά του μέλλοντας να καταδικασθούν εις την εσχάτην των ποινών καταχραστάς».
Εξάλλου κατά την συζήτηση του νομοσχεδίου στη Βουλή οι καταχραστές του δημοσίου χρήματος χαρακτηρίστηκαν «τροφοδόται του Κομμουνισμού» και «συμμορίται των πόλεων», οι οποίοι, «θα πρέπει επί τριήμερον μετά την εκτέλεσιν να μένουν εκτεθειμένοι εις την κοινήν θέαν προς παραδειγματισμόν». Όπως εύκολα λοιπόν συνάγεται ο Νόμος 1608/1950 εδράζεται σε ένα βαρύ και γεμάτο πολιτικά και κοινωνικά πάθη ιστορικό παρελθόν το οποίο απέχει σχεδόν 70 χρόνια από τη σημερινή πολιτική και δικαιική πραγματικότητα.
Άτολμη θέση της Πολιτείας
Η πάγια, άτολμη θέση της Πολιτείας που αναβάλει διαρκώς την κατάργησή του ως άνω Νόμου, κατακρίνεται έντονα από τον νομικό κόσμο καθώς πλέον των άλλων έρχεται σε αντίθεση τόσο με βασικές Αρχές του Ποινικού Δικαίου όσο και με το ίδιο το Σύνταγμα της χώρας. Ο Ν. 1608/50 παραβιάζει την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας και δη την θεμελιώδη για το Ποινικό Δίκαιο αρχή της αναγκαίας αναλογίας μεταξύ ποινής και αντικειμενικής βαρύτητας της πράξης, απειλώντας με ποινή ισοβίου καθείρξεως περιουσιακού χαρακτήρα εγκληματικές πράξεις και τοποθετώντας με τον τρόπο αυτό το υποδεέστερο έννομο αγαθό της περιουσίας στο ίδιο επίπεδο αξίας με το σαφώς υπέρτερο έννομο αγαθό της ανθρώπινης ζωής. Πέρα όμως από την προδήλως εσφαλμένη αιτιολογική βάση του εν λόγω Νόμου και η γραμματική του διατύπωση, με την οποία ορίζονται οι προϋποθέσεις αύξησης των ορίων της ποινής σε συγκεκριμένα οικονομικά αδικήματα, εμφανίζεται ιδιαιτέρως πλημμελής καθώς βρίθει αοριστιών. Ειδικότερα, οι ενδεικτικά αναφερόμενες επιβαρυντικές περιστάσεις του «μακρού χρόνου» και της «ιδιαίτερα μεγάλης αξίας» που οδηγούν στην ποινή της ισοβίου καθείρξεως, με την αοριστία που ενέχουν, αφήνουν περιθώρια αυθαιρεσίας κατά την εφαρμογή του νόμου, δημιουργώντας ανασφάλεια δικαίου και παραβιάζοντας κατά αυτό τον τρόπο το άρθρο 7 του Συντάγματος και την βασική αρχή του Ποινικού δόγματος nullum crimen nulla poena sine lege.
Συμπερασματικά, η κατάργηση των αναχρονιστικών διατάξεων του Ν.1608/50 κρίνεται επιτακτική. Σε ένα σύγχρονο Σύστημα Ποινικής Δικαιοσύνης όπου ο εξορθολογισμός των ποινών αποτελεί προτεραιότητα, νόμοι με τα ως άνω χαρακτηριστικά δεν έχουν θέση. Η μόνη ενδεδειγμένη λύση που εκπληρώνει τους σκοπούς που οδήγησαν στην ψήφιση του Ν.1608/50 χωρίς να παραβιάζονται θεμελιώδεις αρχές του Κράτους Δικαίου είναι η διάπλαση και συμπλήρωση των αντίστοιχων διατάξεων του Ποινικού Κώδικα με την πρόβλεψη διακεκριμένων μορφών εγκληματικής συμπεριφοράς όταν αυτή στρέφεται κατά της Δημόσιας περιουσίας.
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr