Χρ. Σεβαστίδης: Η ανάγκη κατάργησης του Εισαγγελέα Διαφθοράς και το αίτημα έκδοσης ΠΝΠ περί αναστολής των Κωδίκων
Στη συζήτηση που έγινε στο ΔΣ της 27ης Ιουνίου και παρά το γεγονός ότι υιοθετήσαμε κατά πλειοψηφία την άποψη αναβολής της συζήτησης δύο θεμάτων που τέθηκαν σε χρόνο μεταγενέστερο των εθνικών εκλογών, προκειμένου να μην υπάρξει καμία (παρ)ερμηνεία των θέσεών μας με κριτήρια πολιτικά, στα πλαίσια της συζήτησης που έγινε, διατύπωσα τις παρακάτω θέσεις:
Αναλύει ο πρόεδρος της ΕΔΕ Χρ. Σεβαστίδης*
- 1) Μετά τις τελευταίες εξελίξεις των αλληλο-καταγγελιών συναδέλφων -Εισαγγελέων Διαφθοράς, που εκθέτουν συνολικά το Δικαστικό Σώμα, παρίσταται ανάγκη κατάργησης των θέσεων του Εισαγγελέα Διαφοράς και του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος. Θεωρώ ότι οι συγκεκριμένες θέσεις έπληξαν διαχρονικά το κύρος του θεσμού και οδήγησαν πολλούς συναδέλφους σε παραιτήσεις και καταγγελίες.
Η ανάθεση υπερεξουσιών σε ένα άτομο και μάλιστα σε πανελλήνιο επίπεδο δεν εξυπηρετεί κανέναν απολύτως σκοπό, καθώς δεν απαιτεί καμία εξειδίκευση και κανένα επιπλέον επιστημονικό προσόν σε σύγκριση με τους λοιπούς συναδέλφους. Αντίθετα απαιτείται αύξηση του αριθμού των ειδικών επιστημόνων που συνεπικουρούν τους Εισαγγελείς στο έργο τους. Οι υποθέσεις διαφθοράς πρέπει να ανατίθενται σε όλους τους εισαγγελείς όπως γίνεται και η χρέωση όλων των άλλων υποθέσεων.
Το ίδιο σύστημα της εκ περιτροπής χρέωσης των υποθέσεων ισχύει και για τους ειδικούς Ανακριτές του ν. 4022/2011 χωρίς να έχει δημιουργηθεί μέχρι σήμερα κανένα απολύτως πρόβλημα.
- 2) Σχετικά με την πρόταση συναδέλφων για αναστολή εφαρμογής των Κωδίκων με έκδοση Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου εξέφρασα την διαφωνία μου για δύο βασικούς λόγους. Ένα τέτοιο αίτημα αντιστρατεύεται ευθέως την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ και την ερμηνεία του για το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ. Ειδικότερα με τις αποφάσεις Scoppola vs Italy του 2009 και Ruban vs Ukrain του 2016 έγινε δεκτό ότι δεν μπορεί να υπάρξει χρονική απόσταση μεταξύ της τυπικής και της ουσιαστικής ισχύος του ποινικού νόμου.
Συνεπώς η δημόσια υποστήριξη αιτήματος που αντίκειται ευθέως στις αποφάσεις του ΕΔΔΑ δεν με βρίσκει σύμφωνο. Κατά δεύτερο η πρόταση περί έκδοσης Π.Ν.Π. που θα αναστέλλει την εφαρμογή του Νόμου αποτελεί νομικό παράδοξο καθώς η έκδοση Π.Ν.Π. προβλέπεται κατά το Σύνταγμα σε περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης και έχει ως προϋπόθεση την μετέπειτα κύρωσή της από τη Βουλή.
Θα οδηγούσε δε σε απαράδεκτη ανατροπή της ιεραρχίας των κανόνων δικαίου αφού οι Π.Ν.Π. συνιστούν αυτόνομη κανονιστική αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας μέχρι την κύρωσή τους από τη Βουλή και προβλέφθηκαν ώστε να συγκαλύψουν και να νομιμοποιήσουν μια αντισυνταγματική και αντιδημοκρατική πρακτική του παρελθόντος και να θέσουν όρια σε μια πάγια κατά το παρελθόν διοικητική πρακτική έκδοσης αναγκαστικών νόμων (Δ. Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο Ι, σελ. 255 και Σπυρόπουλος/ Κοντιάδης/ Ανθόπουλος/Γεραπετρίτης, Σύνταγμα κατ’ άρθρο ερμηνεία σελ. 918). Η Π.Ν.Π. δεν αποτελεί συνταγματικά ισότιμο του τυπικού νόμου καθώς η Βουλή είναι το μόνο όργανο λαϊκής αντιπροσωπείας που νομιμοποιείται να εκφράζει νομοθετική βούληση μη υπαγόμενη σε κανέναν έλεγχο ή περιορισμό εκτός από αυτούς που προβλέπει το Σύνταγμα.
Ο νέος Ποινικός Κώδικας και ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας αποτελούν επιστημονικά έργα που τα επεξεργάστηκαν για πολλά χρόνια διαδοχικές νομοπαρασκευαστικές επιτροπές και δεν μπορεί να τα οικειοποιηθεί κανένα πολιτικόκόμμα. Έχουν αναμφίβολα πολλές θετικές διατάξεις καθώς εκλογικεύουν τις ποινές οι οποίες αντιστοιχίζονται πλέον με αυτές που ισχύουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο και εισάγουν νέες διαδικασίες (ποινική συνδιαλλαγή, ποινική διαμεσολάβηση, ποινική διαταγή) που προσδοκάται να επιφέρουν μείωση του αριθμού των εκδικαζόμενων υποθέσεων.
Έχουν οπωσδήποτε και πολλές αδυναμίες και λάθη τα οποία εντοπίσαμε εγκαίρως κατά το στάδιο της δημόσιας διαβούλευσης με λεπτομερείς προτάσεις μας προς τις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, ορισμένες από τις οποίες έγιναν αποδεκτές. Το γεγονός ότι δεν κατατέθηκε κοινό κείμενο του ΔΣ επί των νέων Κωδίκων οφείλεται στις διαφορετικές εκτιμήσεις που υπήρξαν σε πολλά επιμέρους άρθρα μεταξύ των μελών του Συμβουλίου. Σε τίποτα ωστόσο δεν αναιρείται η σημασία των παρεμβάσεων που έγιναν από τα μέλη του ΔΣ, μεμονωμένα ή κατά ομάδες κατά το στάδιο της διαβούλευσης. Η επιστήμη, η πράξη και η νομολογία θα αναδείξουν τα άρθρα εκείνα που χρειάζονται αναθεώρηση ή κατάργηση. Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων οφείλει να επισημαίνει τις διατάξεις που μετά την εφαρμογή τους θα χρειαστεί να αναπροσαρμοστούν και να τις υποδεικνύει στην εκτελεστική εξουσία.
Δεν συμφωνώ με την γενική άρνηση και την συνολική απόρριψη κάθε μεγάλης προσπάθειας που εμπεριέχει πολυετή και επίπονη επιστημονική εργασία, έναν προκαταβολικό αρνητισμό σε κάθε τι καινούριο, μια λογική που ισοδυναμεί με ένα αίτημα ακινησίας και στασιμότητας. Ζητήσαμε από την πρώτη στιγμή που ψηφίστηκαν οι Κώδικες την αύξηση των οργανικών θέσεων δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών καθώς και τη στήριξη όλων των αναγκαίων δομών. Το αίτημά μας ικανοποιήθηκε ήδη και αυξήθηκαν σε σημαντικό αριθμό οιοργανικές θέσεις δικαστών και εισαγγελέων.
Ανακοινώσαμε ήδη την διεξαγωγή επιστημονικού Συνεδρίου από τις 6 έως τις 9 Σεπτεμβρίου. Προωθούμε την εφαρμογή ηλεκτρονικής πλατφόρμας που θα διευκολύνει τους συναδέλφους στην ενημέρωση γύρω από την ερμηνεία των νέων διατάξεων. Ως προς τις δυσκολίες που θα υπάρξουν κατά το μεταβατικό στάδιο προσαρμογής στις νέες απαιτήσεις θα εργαστούμε στην κατεύθυνση της ουσιαστικής διευκόλυνσης και της καλύτερης ενημέρωσης των μελών μας, αποφεύγοντας ενέργειες που δεν έχουν νομική βάση και μπορούν να βλάψουν την αξιοπιστία της Ένωσης που με κόπο ξανακερδίσαμε τα τελευταία χρόνια.
* ΔΝ Εφέτης, Προέδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr