Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2025

Ανατροπή: Δικαστική απόφαση κρίνει αντισυνταγματικό το νόμο για τον επαναπροσδιορισμό των υποθέσεων του ν. Κατσέλη

Η δικαστική απόφαση εκδόθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Κέρκυρας, από τον ίδιο δικαστή που είχε αποφανθεί κατά της δυνατότητας του δανειστή να στραφεί κατά του εγγυητή του δανείου ανεξάρτητα αν έχει εξαντλήσει τα περιθώρια εξόφλησης από τον βασικό δανειολήπτη

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Ανατροπή: Δικαστική απόφαση κρίνει αντισυνταγματικό το νόμο για τον επαναπροσδιορισμό των υποθέσεων του ν. Κατσέλη EUROKINISSI

Μια δικαστική απόφαση που ανατρέπει τα δεδομένα, η οποία εκδόθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Κέρκυρας, αποκαλύπτει το dikastiko.gr. Με την απόφαση αυτή (1459 /2024 Εκουσία δικαιοδοσία) κρίνεται η πλατφόρμα επαναπροσδιορισμού των υποθέσεων του Νόμου Κατσέλη (ρυθμίσεις οφειλών) και ο νόμος που την προέβλεψε αντισυνταγματικός, ως παραβιάζων μια σειρά από συνταγματικές και ενωσιακές θεμελιώδεις αρχές.

Να σημειωθεί, μάλιστα, ότι η απόφαση αυτή εξεδόθη από τον ίδιο δικαστικό λειτουργό, τον Παναγιώτη Βασταρούχα, πρώην Ειρηνοδίκη Δ ́ Τάξης και νυν Πρωτοδίκη Ειδικής Επετηρίδας, που είχε εκδώσει την απόφαση 38/2022 του Ειρηνοδικείου Καλύμνου, βάσει της οποίας στην πραγματικότητα καταργείται η δυνατότητα του δανειστή να στραφεί κατά του εγγυητή δανείου, ανεξάρτητα αν έχει εξαντλήσει τα περιθώρια εξόφλησης από τον βασικό δανειολήπτη (πρωτοφειλέτη), απόφαση η όποια μάλιστα τελεσίδικη, μιας και δεν ασκήθηκε έφεση κατά αυτής.

Αντισυνταγματικός

Με την νέα αυτή απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κέρκυρας, θεωρείται αντισυνταγματικός ο νόμος που έθεσε υποχρεωτική τη διαδικασία εισαγωγής των υποθέσεων του Ν. Κατσέλη στη γνωστή πλατφόρμα επαναπροσδιορισμού, αφού θεωρείται “τιμωρητικός ο χαρακτήρας των ρυθμίσεων και αδικαιολόγητη μετάθεση της ευθύνης στον πολίτη”. Χαρακτηριστικά περιγράφεται στο σκεπτικό ότι “η υποχρέωση προσκόμισης πλήθους εγγράφων μη ευρισκόμενων πάντα στη διάθεση του οφειλέτη και τήρησης  πλήθους αυστηρών προθεσμιών με κίνδυνο να θεωρηθεί η αίτηση ρύθμισης των οφειλών ως μηδέποτε ασκηθείσα σε περίπτωση μη τήρησης κάποιας εξ αυτών οδηγεί ουσιαστικά σε ακύρωση της αξιούμενης δικαστικής προστασίας όταν χωρίς υπαιτιότητα είναι αδύνατη η ανταπόκριση του αιτούντος στα ως άνω”.

Αναφέρει η απόφαση:

«Με το άρθρο 1 του ν. 4745/2020 τροποποιείται ο ν. 3869/2010 και προστίθενται μετά το άρθρο 4 του ν. 3869/2010 τα άρθρα 4Α έως 4Κ για την επιτάχυνση της εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4745/2020 για την επιτάχυνση της εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων του ν. 3869/2010 με την προβλεπόμενη σε αυτόν διαδικασία επιδιώκεται η επιτάχυνση της διαδικασίας συζήτησής τους προκειμένου να εκκαθαρισθούν τα πινάκια, να καθιερωθεί η υποβολή της αίτησης επαναπροσδιορισμού μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας προς διευκόλυνση των ενδιαφερομένων και εξοικονόμηση δαπανών και να εφαρμοστεί το δικονομικό πρότυπο  της νέας τακτικής διαδικασίας του ν. 4335/2015 με την κάμψη της υποχρεωτικής προφορικότητας.

Η διαδικασία τυγχάνει αφενός ιδιαίτερα τυπική, καθώς απαιτείται η συγκέντρωση πλήθους στοιχείων μη ευρισκόμενων πάντα στη διάθεση του οφειλέτη, αφετέρου αυστηρή και σύνθετη, λόγω πρόβλεψης πλήθους στενών χρονικών περιθωρίων από την κατάθεση της αίτησης επαναπροσδιορισμού μέχρι και τη συζήτηση της αίτησης ρύθμισης των οφειλών. Η υποχρέωση προσκόμισης πλήθους εγγράφων μη ευρισκόμενων πάντα στη διάθεση του οφειλέτη και τήρησης  πλήθους αυστηρών προθεσμιών με κίνδυνο να θεωρηθεί η αίτηση ρύθμισης των οφειλών ως μηδέποτε ασκηθείσα σε περίπτωση μη τήρησης κάποιας εξ αυτών οδηγεί ουσιαστικά σε ακύρωση της αξιούμενης δικαστικής προστασίας όταν χωρίς υπαιτιότητα είναι αδύνατη η ανταπόκριση του αιτούντος στα ως άνω. Με τον τρόπο αυτό, δε, μετατίθεται στον αιτούντα η ευθύνη διόρθωσης αστοχιών της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας, εξαιτίας των οποίων αφενός υφίστανται καθυστερήσεις στην εκδίκαση των αιτήσεων και στην έκδοση δικαστικών επ’ αυτών αποφάσεων αφετέρου δεν επετεύχθη ο οίκοθεν επαναπροσδιορισμός της συζήτησης των αιτήσεων σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 του Ν. 3869/2010, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με τις παραγράφους 3 και 4 της υποπαραγράφου Α4 του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015. Η μετάθεση, δε, της ευθύνης από την Πολιτεία στον πολίτη για ζητήματα, που η τελευταία θα έπρεπε να είχε επιλύσει και να διορθώσει αποτελεί ευθεία παραβίαση του Συντάγματος, καθότι μεταφέρεται αδικαιολόγητα στον πολίτη η ευθύνη για τις καθυστερήσεις στη συζήτηση των υποθέσεων του νόμου 3869/2010 ενώπιον των αρμόδιων Δικαστηρίων, ήτοι των Ειρηνοδικείων της επικράτειας, ενώ η αποτελεσματική λειτουργία του Κράτους, των δημόσιων υπηρεσιών και των τριών εξουσιών αποτελεί αποκλειστική ευθύνη της Πολιτείας. Η μετάθεση της ευθύνης, δε, στον πολίτη θα είχε εμμέσως τιμωρητικό χαρακτήρα εις βάρος του οφειλέτη – πολίτη, μιας και θα του αποδίδονταν εμμέσως η ευθύνη της καθυστέρησης της συζήτησης των υποθέσεων αυτών από τα αρμόδια Ειρηνοδικεία, επειδή ο τελευταίος μαζί με ένα μεγάλο πλήθος συμπολιτών του κατέθεσε αίτηση του Νόμου αυτού. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να παραβιάζεται η ίδια η συνταγματική αρχή της πρόσβασης του πολίτη στη δικαιοσύνη, δικαίωμα που δεν δύναται να παραβιάζεται, αλλά ούτε και να περιορίζεται, πλην των νομίμων και ρητώς αναφερομένων συνταγματικών περιορισμών των δικαιωμάτων και συγκεκριμένα το να «τιμωρείται» με την αλλαγή της διαδικασίας εν επιδικία και την υποχρέωση τήρησης δυσμενέστερων και ασφυκτικότερων όρων και προθεσμιών  ο πολίτης – οφειλέτης με το σκεπτικό ότι εκείνος μαζί με πολλούς συμπολίτες του άσκησε το νόμιμο δικαίωμά του ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου, αυτό αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος που διασφαλίζει ως ατομικό δικαίωμα, την παροχή έννομης προστασίας, όπως αυτή παρέχεται από το νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο ασκήσεως του σχετικού δικαιώματος, αφού καταργεί την έννομη προστασία που είχε ζητήσει ο διάδικος νομότυπα με το ασκηθέν ένδικο βοήθημα της αίτησης του αρ 4 του Ν. 3869/2010. Η ίδια, δε, η διάταξη 4Α του Ν. 4745/2020 είναι από μόνη της αντισυνταγματική, καθότι αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού εν τοις πράγμασι καταργεί την έννομη προστασία του οφειλέτη, ο οποίος είχε ήδη αιτηθεί ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου παραδεκτώς και νομίμως, βάσει του άρθρου 4 του Ν. 3869/2010».

ΔΕΑΒ

freepik

Διαφορετική αντιμετώπιση οφειλετών

«Επιπρόσθετα, ο επαναπροσδιορισμός αφορά τις εκκρεμείς σε πρώτο βαθμό αιτήσεις που έχουν προσδιορισθεί να συζητηθούν – είτε πρόκειται για αρχική δικάσιμο ή μετά από αναβολή ή μετά από ματαίωση της υπόθεσης – μετά την 15-6-2021. Το εν λόγω χρονικό όριο καθιστά σαφή την ταυτόχρονη ισχύ δύο διαφορετικών καθεστώτων διαχείρισης και εκδίκασης αιτήσεων α. 4 παρ. 1 ν. 3869/2010. Κριτήριο αποτελεί ο χρόνος προσδιορισμού συζήτησης της αίτησης του ν. 3869/2010 που εξαρτάται και από τον αριθμό των υποθέσεων εκάστου Ειρηνοδικείου αλλά και από τη σημείωση απρόβλεπτων συμβάντων (αναστολή δικαστικών ενεργειών, στάσεις εργασίας, αποχές πληρεξουσίων δικηγόρων), με αποτέλεσμα να καθίσταται σαφής η διαφορετική αντιμετώπιση οφειλετών που εκκίνησαν ταυτόχρονα τη διαδικασία ρύθμισης των οφειλών τους, πλην όμως η αίτηση ορισμένων εξ αυτών προσδιορίστηκε εν τέλει να συζητηθεί μετά τη 15η-6-2020 για λόγους σε πλήθος περιπτώσεων ευρισκόμενους απολύτως εκτός της σφαίρας επιρροής τους».

Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

«Η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί συνταγματικό θεσμό, ο οποίος ανήκει στους αποκαλούμενους «περιορισμούς των περιορισμών» των συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων. Ειδικότερες εκφάνσεις αυτής αποτελούν η αρχή της καταλληλότητας, η αρχή της αναγκαιότητας και η η stricto sensu αναλογικότητα. Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας, ο περιορισμός που τίθεται, θα πρέπει να είναι πρόσφορος ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, ενώ σύμφωνα με την αρχή της αναγκαιότητας θα πρέπει να είναι αναγκαίος. Κατά την εν στενή εννοία αναλογικότητα ο περιορισμός δεν πρέπει να είναι επαχθέστερος από το αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος μέτρο, δηλαδή τα οφέλη από τον περιορισμό αυτό να υπερτερούν των ζημιών του. Συνεπώς, η βαρύτητα της συνέπειας εκ της ακόμη και ακούσιας μη υποβολής της σχετικής αίτησης, της μη κοινοποίησης της αίτησης εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την κατάθεσή της και της μη κατάθεσης από άπαντες τους διαδίκους εντός  εξήντα ημερών από την κατάθεση της αίτησης επαναπροσδιορισμού ή της εκπρόθεσμης κατάθεσης προτάσεων τυγχάνει δυσανάλογη με τους σχετικούς και αναφερόμενους στην αιτιολογική έκθεση του επίμαχου νόμου στόχους, παραβιάζοντας έτσι και την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας. Η αντιμετώπιση μιας αίτησης ρύθμισης των οφειλών ως μηδέποτε ασκηθείσας σε περίπτωση μη τήρησης των προβλεπόμενων για την κατάθεση και την κοινοποίηση της αίτησης επαναπροσδιορισμού προθεσμιών καθώς και σε περίπτωση μη κατάθεσης από άπαντες τους διαδίκους εντός προθεσμίας ημερών από την κατάθεση της αίτησης επαναπροσδιορισμού ή εκπρόθεσμης κατάθεσης προτάσεων προσδίδει στο σύστημα τιμωρητικό σε βάρος του οφειλέτη χαρακτήρα, που υφίσταται τις δυσμενείς συνέπειες της μη ολοκλήρωσης των ως άνω ακόμη και για λόγο ευρισκόμενο εκτός της σφαίρας επιρροής του της διαδικασίας, συνέπειες – μέτρα που δεν είναι ούτε κατάλληλα, ούτε πρόσφορα, αλλά ούτε και αναγκαία για την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί με την αιτιολογική έκθεση του επίμαχου νόμου περί επαναπροσδιορισμού των υποθέσεων του Ν. 3869/2010. Υπέρ του εν λόγω συμπεράσματος συνηγορεί και η κατ’ απόκλιση από τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας πρόβλεψη δυνατότητας άσκησης έφεσης  μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης, σε περίπτωση μη κοινοποίησης αυτής. Η διαμόρφωση μιας ειδικής και ιδιαίτερα αυστηρής διαδικασίας που αποκλίνει από τις γενικές διατάξεις άνευ συγκεκριμένης αιτίας, πέραν των ζητημάτων συνταγματικότητας που δημιουργεί και που αναλύονται κατωτέρω, αποτυπώνει τη δυσμενή αντιμετώπιση των αιτούντων δικαστική προστασία στο πλαίσιο του ν. 3869/2010 και μάλιστα την εν λόγω διάταξη την εισάγει προς εφαρμογή μόνον προς όσους αιτούντες καταλαμβάνει το πεδίο εφαρμογής αυτού του νόμου, ενώ για τους λοιπούς ισχύει η προγενέστερη διάταξη, δημιουργώντας έτσι αιτούντες δύο ταχυτήτων με διαφορετικά δικαιώματα και υποχρεώσεις, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας του άρθρου 4 του Συντάγματος».

«Η ταυτόχρονη ισχύς δύο καθεστώτων  αναπόφευκτα δημιουργεί δύο κατηγορίες οφειλετών και οδηγεί στην άνιση αντιμετώπισή τους κατά παράβαση του άρθρου 4 του Συντάγματος που κατοχυρώνει την ισότητα όλων ενώπιον του νόμου και την ισότητα του νόμου έναντι όλων των πολιτών υπό την έννοια ότι ο νομοθέτης δεσμεύεται, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις, που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει αδικαιολόγητες εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός εάν αυτές επιβάλλονται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, που στην προκειμένη περίπτωση δεν ισχύουν λαμβανομένης υπόψη της περιγραφόμενης ως άνω και κατωτέρω δυσχέρειας εκπλήρωσης των περιγραφόμενων στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4745/2020 στόχων ως προς την κατηγοριοποίηση των οφειλετών και την επίσπευση εκδίκασης των υποθέσεων. Στην πραγματικότητα, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα συζητούνται ενώπιον των Ειρηνοδικείων της επικράτειας αιτήσεις του Ν. 3869/2010, οι οποίες άπασες είχαν κατατεθεί προ της εφαρμογής του Ν. 4745/2020, ήτοι κατά το ίδιο χρονικό διάστημα και από τις οποίες άλλες εκδικάζονται με την ήδη υφιστάμενη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας του Ν. 3869/2010 και άλλες με την νέα διαδικασία, που προέβλεψε ο Ν. 4745/2020, με αποτέλεσμα να έχουμε αιτούντες, οι οποίοι άσκησαν μεν ίδιου περιεχομένου αίτηση, ενώπιον του ιδίου δικαστικού σχηματισμού και κατά την ίδια χρονική περίοδο, υπάγονται, δε, σε διαφορετική διαδικασία, με παντελώς διαφορετικές υποχρεώσεις και δικαιώματα, καθιστώντας αυτούς αιτούντες δύο ταχυτήτων, γεγονός που συνιστά ευθεία παράβαση του άρθρου 4 του Συντάγματος περί ισότητος. Περαιτέρω η διαφοροποίηση της διαδικασίας μεταξύ εκκρεμών αιτήσεων ρύθμισης οφειλών αντίκειται στις συνταγματικές διατάξεις που καθιερώνουν διάκριση της νομοθετικής από τη δικαστική λειτουργία (βλ. Συντ 26) και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών (βλ. Συντ 87) υπό την έκφανση της δικονομικής αναδρομής. Προς αποφυγή μιας τέτοιας παραβίασης το άρθρο 12 εισαγωγικού νόμου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ορίζει ότι «στις δίκες που κατά την εισαγωγή του ΚΠολΔ είναι εκκρεμείς στον πρώτο βαθμό, οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται από τις διατάξεις του, όσες όμως είχαν ενεργηθεί πριν από την εισαγωγή του ρυθμίζονται από το προγενέστερο δίκαιο»».

Κατάργηση της προφορικής διαδικασίας στο ακροατήριο ως περιορισμός των δικαιωμάτων του οφειλέτη και παράβαση συνταγματικών αρχών

«Κομβική αλλαγή αποτελεί η εφαρμογή στις προσδιορισθείσες να συζητηθούν μετά τη 15η-6-2021 αιτήσεις του δικονομικού προτύπου της νέας τακτικής διαδικασίας  του ν. 4335/2015  με την κάμψη της υποχρεωτικής προφορικότητας. Η κατ΄ ουσίαν κατάργηση της προφορικής διαδικασίας στερεί από τον Δικαστή της δυνατότητας να αναζητήσει την ουσιαστική αλήθεια και δημιουργεί τον κίνδυνο έκδοσης εσφαλμένων δικαστικών αποφάσεων, καθώς ο Δικαστής δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει το αποδεικτικό υλικό και δη τις ένορκες καταθέσεις και την αξιοπιστία αυτών με ασφάλεια και κινδυνεύει μάλιστα να οδηγηθεί σε δικανικές κρίσεις, που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματική αλήθεια. Επιπλέον, με τον Ν. 4745/2020, καταργείται η εφαρμογή των άρθρων 745 και 751 ΚΠολΔ και η ως εκ τούτου ισχύουσα στις μέχρι της ενάρξεως εφαρμογής του ανωτέρω νομοθετήματος εκδικασθείσες υποθέσεις και σε όσες εκδικαστούν έως την 15η-6-2021 δυνατότητα συμπλήρωσης και διόρθωσης με τις προτάσεις, στο δε ειρηνοδικείο και προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο (άρθ. 115 παρ. 3 ΚΠολΔ) εκείνων των στοιχείων της αίτησης που αναφέρονται στο άρθρο 747 παρ. 2 ΚΠολΔ, επομένως και του αιτήματος αυτής (βλ. ΑΠ 1131/87 ΝοΒ 36-1601-02 πλειοψηφία, ΕφΑΘ 2735/00, 4462/02, 2188/08 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ, και Π. Αρβανιτάκη στον ΚΠολΔ. Κεραμέα -Κονδύλη -Νίκα, υπ` άρθρο 747,αριθ. 7, βλ. και υπ’ αριθ. 121/2012 Απόφαση ΕΙΡ ΚΟΡΙΝΘ.). Η εν λόγω κατάργηση αντιτίθεται στο σκοπό θέσπισης του ν. 3869/2010 που καθόρισε την αρχικά εφαρμοστέα διαδικασία και θέτει τον αιτούντα, του οποίου η αίτηση ανήκει στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 4745/2020, σε δυσμενέστατη θέση, αφού πλέον του αφαιρείται ένα θεμελιώδους σημασίας δικαίωμα, ήτοι αυτό της συμπλήρωσης και διόρθωσης των πραγματικών του ισχυρισμών με τις προτάσεις και προφορικώς στο ακροατήριο, όπως μάλιστα προβλέπει και ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας για το σύνολο των πολιτικών διαφορών. Η εισαγωγή εξαίρεσης σε αυτόν τον κανόνα του ΚΠολΔ συνιστά αρχικά παράβαση της αρχής της ισότητας, καθότι δεν εισάγεται για το σύνολο των αιτούντων αλλά για όσους ανήκουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 4745/2020, συνιστά επίσης παραβίαση της αρχής της αναλογικότητος, καθώς το μέτρο αυτό δεν είναι ούτε κατάλληλο και πρόσφορο για την επίτευξη των σκοπών του επίμαχου νόμου, αλλά ούτε και αναγκαίο, καθιστώντας εαυτό δυσανάλογο σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς και τέλος συνιστά ευθεία παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της εν γένει ασφάλειας δικαίου, αφού ο αιτών, εν μέσω εκκρεμοδικίας, ενώ αρχικά έχει το δικαίωμα της συμπληρώσεως ή διορθώσεως, το δικαίωμα αυτό του αφαιρείται. Η προσαρμογή των υποχρεώσεων του αιτούντος οφειλέτη στις εκάστοτε υφιστάμενες οικονομικές δυνατότητες προκειμένου να εξασφαλισθεί η μέσω ρύθμισης των οφειλών επανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας και η επανένταξη στην οικονομική και κοινωνική ζωή επιτυγχάνεται μέσω της εκουσίας δικαιοδοσίας, στις δίκες της οποίας δε γίνεται δεσμευτική διάγνωση εννόμων σχέσεων, όπως ισχύει στις διαγνωστικές δίκες της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας αλλά διατάσσονται τα κατάλληλα ρυθμιστικά μέτρα σε σχέση με τη νομική κατάσταση και λειτουργία φυσικού προσώπου.  Σκοπός είναι η προσαρμογή των ρυθμιστικών μέτρων στις εκάστοτε μεταβαλλόμενες πραγματικές καταστάσεις προς πραγμάτωση του σκοπού της, προς επέλευση δηλαδή του ρυθμιστικού αποτελέσματος (ΕφΑθ 1639/07, ΑΠ 640/03 ΕλλΔνη45, 1347, Κ. Μπέη ΠολΔ άρθρο 758 παρ. 3 αρ. 16 σελ. 326 και 330). Προς επίτευξη ακριβώς του εν λόγω σκοπού ήταν δυνατή η προβολή έως την περάτωση της τελευταίας συζήτησης της αίτησης ενώπιον του αρμόδιου Ειρηνοδικείου πραγματικών ισχυρισμών και η αλλαγή του αιτήματος. Πλέον διαμορφώνεται  μια ιδιότυπη διαδικασία με την ταυτόχρονη εφαρμογή διατάξεων της εκουσίας (εφαρμογή ανακριτικού συστήματος, αποκλεισμός όμως δυνατότητας προβολής ισχυρισμών κατ’ άρθρο 745 ΚΠολΔ και μεταβολής αιτήματος κατ’ άρθρο 751 ΚΠολΔ) και της τακτικής διαδικασίας (κάμψη υποχρεωτικής προφορικότητας και καθιέρωση της κατ’ εξαίρεση διαδικασίας εμμάρτυρης απόδειξης), εκ της οποίας δημιουργείται σύγχυση ως προς το εφαρμοστέο καθεστώς».

«Τέλος, με την ισχύ του Ν. 4745/2020 και την κατάργηση της εν ακροατηρίω διαδικασίας συζήτησης των αιτήσεων του Ν. 3869/2010, βλάπτονται ευθέως τα δικαιώματα των οφειλετών – αιτούντων, των οποίων μάλιστα τα Δικαστήρια καλούνται να προστατεύσουν τα δικαιώματά τους ως αδύναμα μέρη στη σχέση μεταξύ αυτών και των δανειστών τους, εφόσον βέβαια πληρούν τα κριτήρια που θέτει ο νόμος για την ένταξή τους στο προστατευτικό πλαίσιο του ανωτέρω νόμου. Ο οφειλέτης, στερούμενος του δικαιώματος φυσικής προσβάσεως στο φυσικό του Δικαστή και στερούμενος να αποδείξει τους ισχυρισμούς του δια μαρτύρων, οι οποίοι θα κατέθεταν δια ζώσης ενώπιον της σύνθεσης του δικάζοντος Δικαστηρίου και όχι δια εγγράφων και ενόρκων βεβαιώσεων, των οποίων η αποδεικτική δύναμη προ της ισχύος του συστήματος του Ν. 4335/2015 και 4842/2021  που εφαρμόστηκε αρχικά στη νέα τακτική διαδικασία και υιοθετήθηκε και στις διαφορές του Ν. 3869/2010 με το Ν. 4745/2020 μεταγενέστερα ήταν περιορισμένη και όχι πλήρης όπως τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, όπως για παράδειγμα τα έγγραφα και οι εμμάρτυρες καταθέσεις στο ακροατήριο του Δικαστηρίου. Η μη διάγνωση, δε, της πραγματικής αλήθειας, μέσω αποδεικτικών μέσων με αυξημένη αποδεικτική δύναμη όπως είναι τα έγγραφα και η εμμάρτυρη εν ακροατηρίω απόδειξη, παραβιάζει και τη βάση του κράτους δικαίου, που βασίζεται στην αληθή απονομή της δικαιοσύνης. Η τελευταία μπορεί να απονεμηθεί μόνο εφόσον το Δικαστήριο έχει στη διάθεσή του όλα εκείνα τα αποδεικτικά μέσα που λόγω της αυξημένης αποδεικτικής δύναμής τους θα το οδηγήσουν σε μία ασφαλή και δίκαιη δικανική κρίση επί της διαφοράς, δεδομένου ότι η πολιτική δίκη, πλην του Δικαίου της Αναγκαστικής Εκτελέσεως, είναι διαπιστωτική και δεν είναι διαγνωστική, όπως είναι η ποινική δίκη».

Παράβαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη στη Διοίκηση και η ανεπίτρεπτο μεταβολή της διαδικασίας

«Η αρχή της δικαιολογημένης (ή προστατευόμενης) εμπιστοσύνης του διοικουμένου είναι η αρχή που επιβάλλει να λαμβάνονται υπόψη πριν από την άρση ή τη μεταβολή μιας συγκεκριμένης πράξεως ή πρακτικής της διοικήσεως, ή γενικότερα μιας κρατούσης νομικής κατάστασης, η εύλογη πεποίθηση του διοικουμένου ότι η κατάσταση αυτή θα διαρκέσει (βλ. Κουτούπα – Ρεγκάκου, Ευγ. Η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, Αρμ 1995, τεύχος ΙΙ, σελ. 1381). Η εμπιστοσύνη συνεπώς είναι η πεποίθηση του πολίτη, ότι ορισμένες νομικές καταστάσεις ή συμπεριφορές της διοικήσεως τον προστατεύουν. Εμπιστεύεται, λοιπόν, ο διοικούμενος τη συμπεριφορά της διοικήσεως και η εμπιστοσύνη συνδέεται προς τη συμπεριφορά αυτή με τη λογική σχέση αιτίου και αποτελέσματος. Ο πολίτης ως εκ της υποχρεώσεως που έχει η διοίκηση, να ενεργεί σύννομα και να ελέγχει τη δράση της, εμπιστεύεται το νομικώς έγκυρο των ενεργειών της. Πράγματι από τη συμπεριφορά της διοικήσεως δημιουργείται νομική κατάσταση, που δικαιολογεί στο διοικούμενο την πεποίθηση σε αυτή, αλλά δημιουργείται και η βάση για να ρυθμίσει τις νομικές και γενικά τις βιοτικές του σχέσεις, οι οποίες δεν μπορούν να ανατραπούν από τη βούληση της διοικήσεως, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ανεπιεικείς συνέπειες και επιπτώσεις για το διοικούμενο. H μεταβολή της διαδικασίας, δε, εν μέσω εκκρεμοδικίας επιφέρει ανασφάλεια δικαίου, καθότι ο αιτών, όταν καταθέτει το ένδικο βοήθημα της αίτησής του γνωρίζει την ισχύουσα διαδικασία και εκτελεί τις διαδικαστικές πράξεις σύμφωνα με αυτή, με την πεποίθηση ότι αυτή η διαδικασία δεν θα μεταβληθεί μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της αιτήσεώς του. Συνεπώς, η μεταβολή της διαδικασίας εν μέσω εκκρεμοδικίας της αίτησης του αιτούντος παραβιάζει την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και την ασφάλεια δικαίου εν γένει, για τους λόγους, που προαναφέρθηκαν ανωτέρω». 

Δείτε ολόκληρη την απόφαση 1459/2024 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κέρκυρας:

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ