Απέλυσαν δικαστή για κριτική στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και τις κυβερνητικές επιλογές – Επικαλέστηκαν καθυστέρηση στην εκδίκαση υποθέσεων

Της επέβαλαν αρχικά μείωση μισθού κατά 15% και στη συνέχεια της έδειξαν την πόρτα εξόδου από την υπηρεσία.

NEWSROOM
Απέλυσαν δικαστή για κριτική στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και τις κυβερνητικές επιλογές – Επικαλέστηκαν καθυστέρηση στην εκδίκαση υποθέσεων

Είναι δικαστής από το 1999 και τον Οκτώβριο του 2009 εξελέγη πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών. Με την ιδιότητα της αυτή έκανε δημόσιες δηλώσεις, επικρίνοντας τη δράση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, ιδίως σε σχέση με ορισμένους διορισμούς Προέδρων δικαστηρίων, καθώς και την πολιτική της κυβέρνησης στα θέματα της Δικαιοσύνης.

Λίγο διάστημα μετά στο πλαίσιο πειθαρχικών ελέγχων, υπέστη μείωση αποδοχών κατά 15% για χρονική περίοδο δύο ετών με την αιτιολογία της καθυστέρησης έκδοσης αποφάσεων και εν συνεχεία στο πλαίσιο δεύτερης πειθαρχικής διαδικασίας, επιβλήθηκε σε αυτήν η πειθαρχική ποινή της απόλυσης.

Η μείωση μισθού κατέστη αμετάκλητη, ενώ για την απόλυση άσκησε έφεση. Τελικώς, η απόλυση αντικαταστάθηκε με την ποινή του υποβιβασμού της σε κατώτερης δικαιοδοσίας δικαστήριο για περίοδο δύο ετών και την περαιτέρω μείωση του μισθού της.

Μετά τις εξελίξεις αυτές, η δικαστής προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) κατά των βουλγαρικών αρχών, καταγγέλλοντας παραβίαση δικαιωμάτων όπως της ελευθερίας της έκφρασης, θεωρώντας πως οι πειθαρχικές κυρώσεις επιβλήθηκαν εξαιτίας των δημόσιων επικριτικών δηλώσεών της, κατά του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου (SJC) και της εκτελεστικής εξουσίας.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε, ότι παρά του ότι οι κυρώσεις είχαν βασιστεί σε  σοβαρές παραβιάσεις του επαγγελματικού καθήκοντος, η διαδικασία ωστόσο εναντίον της ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τις δημόσιες δηλώσεις της.

Ειδικότερα, στην απόφαση αναφέρεται πως «το ΕΔΔΑ δεν παρέβλεψε το γεγονός ότι οι κυρώσεις είχαν βασιστεί σε σοβαρές παραβιάσεις του επαγγελματικού καθήκοντος εκ μέρους της προσφεύγουσας, οι οποίες ήταν χωριστές από τις δημόσιες ανακοινώσεις και των οποίων η ύπαρξη ήταν αδιαμφισβήτητη. Θεώρησε ωστόσο ότι η διαδικασία κατά της προσφεύγουσας είχε συνδεθεί με τις δημόσιες δηλώσεις της. Οι εν λόγω διαδικασίες και κυρώσεις θα μπορούσαν επομένως να έχουν ανατρεπτικό αποτέλεσμα στην άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης εκ μέρους της προσφεύγουσας  και όλων των μελών της δικαιοσύνης».

Όπως επισημαίνεται, η απόφαση για την ακύρωση της απόλυσης είχε επίσης αποτελέσει αντικείμενο άμεσης εκτέλεσης για μια περίοδο περίπου ενός έτους, κατά την οποία η προσφεύγουσα είχε απομακρυνθεί από τα καθήκοντά της. «Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η απόφαση απόλυσης την οποία εξέδωσε το SJC και η άμεση επιβολή αυτής της κύρωσης είχε αναμφισβήτητα αποτρεπτική επίδραση τόσο για την ίδια την προσφεύγουσα, όσο και για άλλους δικαστές, αποτρέποντάς τους από την εκφορά επικριτικής γνώμης για τη δράση του SJC ή γενικότερα για ζητήματα που αφορούν τη δικαστική ανεξαρτησία».

Σύμφωνα με το Δικαστήριο, οι εγχώριες αρχές δεν είχαν συνοδέψει τις αποφάσεις  με σχετικούς και επαρκείς λόγους που να εξηγούν γιατί η πειθαρχική διαδικασία και οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στην προσφεύγουσα ήταν αναγκαίες και ανάλογες προς τους θεμιτούς στόχους που επιδιώκονται στην παρούσα υπόθεση.

«Έχοντας κατά νου τη θεμελιώδη σημασία της ελευθερίας της έκφρασης σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος όπως η λειτουργία του δικαστικού συστήματος ή η ανάγκη προστασίας της δικαστικής ανεξαρτησίας, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η πειθαρχική δίωξη σε βάρος της προσφεύγουσας και οι κυρώσεις που της επιβλήθηκαν ισοδυναμούσαν με παρέμβαση στην άσκηση του δικαιώματός της στην ελευθερία της έκφρασης, το οποίο δεν  ήταν «απαραίτητο σε μια δημοκρατική κοινωνία» για την επίτευξη των θεμιτών στόχων» υπογραμμίζεται.

Στόχος η τιμωρία και ο εκφοβισμός

Πέρα από το γεγονός ότι τα πειθαρχικά μέτρα που επιβλήθηκαν στην προσφεύγουσα συνδέονταν άμεσα με τις δημόσιες δηλώσεις της, το Δικαστήριο παρατήρησε περαιτέρω ότι υπήρξε διαμάχη μεταξύ της ένωσης δικαστών και της εκτελεστικής εξουσίας. Ειδικότερα, ο Υπουργός Εσωτερικών είχε προβεί σε δηλώσεις στον Τύπο στοχεύοντας προσωπικά την προσφεύγουσα και επικρίνοντας το έργο της ως δικαστικής λειτουργού.

Το ΕΔΔΑ έκρινε τα γεγονότα αυτά επαρκή για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η πειθαρχική διαδικασία και οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν από το SJC είχαν επίσης επιδιώξει σκοπό ο οποίος δεν εξυπηρετεί τους σκοπούς της Σύμβασης, αυτόν της επιβολής ποινής για τις δηλώσεις της ως Προέδρου της Βουλγαρικής Ένωσης Δικαστών (BUJ).

Σημειώνεται επίσης στην απόφαση πως παρατήρησε ότι το SJC είχε επιβάλει ιδιαίτερα αυστηρή ποινή στην προσφεύγουσα διατάσσοντας αρχικά την απόλυσή της. Η εξαιρετική σοβαρότητα και η δυσανάλογη φύση αυτής της κύρωσης είχε επισημανθεί από μεγάλο μέρος της νομικής και δικαστικής κοινότητας στη Βουλγαρία, από την ίδια την υπουργό Δικαιοσύνης, από τα ΜΜΕ, τις ΜΚΟ αλλά και τους διεθνείς οργανισμούς.

«Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η προσφεύγουσα, ασκώντας τις δραστηριότητές της εντός της BUJ, ασκούσε το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και της ελευθερίας της έκφρασης, και ότι δεν υπήρχε τίποτα που να υποδηλώνει ότι αυτές οι δραστηριότητες ήταν παράνομες ή ασυμβίβαστες με τον κώδικα δεοντολογίας δικαστικών λειτουργών» τονίζει το ΕΔΔΑ.

Και καταλήγει: «Υπό το πρίσμα των προαναφερθέντων, ήταν ανησυχητικό να φανεί μια πρόδηλη πρόθεση χρήσης των πειθαρχικών διαδικασιών ως αντίποινα κατά της προσφεύγουσας για τις απόψεις της. Συμπερασματικά, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η απόλυση της προσφεύγουσας είχε τελικά ακυρωθεί από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, κύριος στόχος της πειθαρχικής διαδικασίας κατά της προσφεύγουσας και των κυρώσεων που της είχαν επιβληθεί από το SJC, δεν ήταν η διασφάλιση της τήρησης των προθεσμιών, αλλά η τιμωρία της και ο εκφοβισμός της λόγω της κριτικής της προς το SJC και την εκτελεστική εξουσία».

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr