Από το 1993 η απάντηση του Αρείου Πάγου για τον πειθαρχικό έλεγχο δικαστικών λειτουργών: «Οι δικαστές ελέγχονται για αντικειμενικά σφάλματα, που οφείλονται σε πρόθεση ή βαριά αμέλεια»
“Προτιμότερη μία εσφαλμένη δικαστική απόφαση κατά την αμερόληπτη κρίση δικαστή, παρά μία ορθή προϊόν παρεμβάσεων” έλεγε η απόφαση 18/1993 της Α’ Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.

Στη σκιά της σφοδρής αντιπαράθεσης που προκάλεσε η παρέμβαση της Προέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννας Κλάπα για την άσκηση πειθαρχικού ελέγχου στους δικαστικούς λειτουργούς, που διαχειρίστηκαν τους εμπλεκόμενους στο κύκλωμα Πολεοδομία Ρόδου, το dikastiko.gr αποκαλύπτει μία απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου πριν από τρεις δεκαετίες, όπου αναφέρεται στη λεπτή γραμμή μεταξύ ανεξαρτησίας και ελέγχου.
Ήδη, όλες οι δικαστικές ενώσεις και οι δικηγόροι έχουν εκφράσει την έντονη αντίδραση στην παρέμβαση Κλάπα, με αφορμή την κρίση των δικαστικών λειτουργών να μην προφυλακιστούν οι εμπλεκόμενοι στο κύκλωμα της Ρόδου και να ελεγχθούν πειθαρχικώς.
Μάλιστα, όπως έγραψε το dikastiko.gr η Συντονιστική Επιτροπή της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος ανακοίνωσε ότι αποφάσισε έκτακτη συνεδρίαση για σήμερα 27/3 προκειμένου να λάβει αποφάσεις «για περαιτέρω αντιδράσεις απέναντι στις συμπεριφορές της ηγεσίας του Αρείου Πάγου».
Και όπως επισημαίνεται «αν η πρόθεση της ηγεσίας του Αρείου Πάγου είναι να καταργηθεί η ανεξάρτητη δικαστική κρίση, τότε ίσως θα ήταν πιο έντιμο να προτείνει στο πλαίσιο της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης, όσες υποθέσεις απασχολούν την κοινή γνώμη να μη δικάζονται από το φυσικό τους δικαστή, αλλά απευθείας, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό από την ηγεσία του Αρείου Πάγου, προφανώς ανάλογα με την υποκειμενική της αντίληψη για τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες και το κοινό περί δικαίου αίσθημα».
Η απόφαση του 1993: «Κίνδυνος να περιορίσει την κατά το Σύνταγμα δικαστική ανεξαρτησία»
Ωστόσο, αποκαλυπτική είναι η απόφαση του ίδιου του Αρείου Πάγου που εκδόθηκε το 1993. Και αυτή εκκινούσε με τη διαπίστωση πως «ο πειθαρχικός έλεγχος δικαστικών λειτουργών για την επί της ουσίας της υποθέσεως δικαιοδοτική κρίση τους επιτρέπεται στις περιπτώσεις αντικειμενικού σφάλματος, που οφείλεται σε πρόθεση ή βαρειά αμέλεια και αφορά στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου, στη διαπίστωση κρίσιμου πραγματικού γεγονότος και στη νομική υπαγωγή. Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας δεν επιτρέπεται πειθαρχικός έλεγχος των δικαστικών για τη δικαστική κρίση τους καθεαυτή παρά μόνο όταν η δικαιοδοτική κρίση είναι προϊόν δόλου, όταν πρόκειται για σφάλμα, που ανάγεται στα προαπαιτούμενα της δικαιοδοτικής κρίσης καθώς και όταν η απόφαση στερείται αιτιολογίας ή έχει ελλιπείς αντιφατικές αιτιολογίες».
«Από άποψη δικαστικής ανεξαρτησίας είναι προτιμότερη μια εσφαλμένη δικαστική απόφαση, η οποία είναι προϊόν της κατά συνείδηση αμερόληπτης δικαστικής κρίσεως του δικαστή, παρά μια ορθή δικαστική απόφαση, η οποία είναι προϊόν παντοειδών, εμφανών ή αφανών, επιδράσεων, παρεμβάσεων ή υποδείξεων οποιωνδήποτε τρίτων» σημείωνε η απόφαση της Α’ Ολομέλειας του Αρείου Πάγου το 1993 με πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου τον Β. Κόκκινο και εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Σ. Ματθία.
Όπως αναφερόταν «συνάγεται ότι ο πειθαρχικός έλεγχος δεν θίγει τη δικαστική ανεξαρτησία, εφ’ όσον περιορίζεται μέσα στα ως άνω περιγραφέντα νομικά και πραγματικά πλαίσια, η επέκταση όμως των πλαισίων αυτών και η περαιτέρω διεύρυνση των ορίων του πειθαρχικού ελέγχου υπάρχει κίνδυνος να θίξει τον πυρήνα της επί της ουσίας της υποθέσεως δικαστικής κρίσεως και κατά συνέπειαν να περιορίσει την κατά το Σύνταγμα δικαστική ανεξαρτησία».
Η οριοθέτηση του πειθαρχικού ελέγχου: «Εξόχως λεπτό και δυσχερές έργο»
Ενδεικτικό είναι πως η απόφαση του 1993 ανέφερε πως «γι’ αυτό ακριβώς η οριοθέτηση του πειθαρχικού ελέγχου στα πλαίσια της από το Σύνταγμα διασφαλιζόμενης δικαστικής ανεξαρτησίας, είναι έργο εξόχως λεπτό και δυσχερές και απαιτεί μεγάλη προσοχή, σύνεση και σωφροσύνη κατά την άσκηση πειθαρχικού ελέγχου της επί της ουσίας της υποθέσεως δικαστικής κρίσεως. Ως παραδείγματα αυτής της δυσχέρειας και αυτού του κινδύνου μπορεί να αναφερθούν οι περιπτώσεις της ελλείψεως ή ανεπαρκούς αιτιολογίας … και της υπερβάσεως των ακραίων λογικών ορίων εκτιμήσεως …
Επισημαινόταν επίσης πως «η προσπάθεια να συμπολιτεύεται ο ως άνω πειθαρχικός έλεγχος με την κατά το Σύνταγμα δικαστική ανεξαρτησία είναι πολύ δυσχερέστερη επί ποινικών υποθέσεων από ό,τι είναι στις πολιτικές υποθέσεις. Και τούτο διότι στις ποινικές υποθέσεις υπάρχει για το δικαστή μεγαλύτερη διακριτική ευχέρεια κρίσεως κατά τους κατά το άρθρο 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας κανόνες της ηθικής αποδείξεως (χωρίς να δεσμεύεται ο δικαστής, όπως συμβαίνει στην πολιτική δίκη, από περιπτώσεις «τυπικής αποδείξεως») και μεγαλύτερη δυνατότητα εξ επαγγέλματος ενέργειας και έρευνας (χωρίς να δεσμεύεται ο δικαστής από τον ισχύοντα στην πολιτική δίκη κανόνα, κατά τον οποίο ο δικαστής κρίνει σύμφωνα με όσα προβάλλουν, προτείνουν και ισχυρίζονται οι διάδικοι)».
Και η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου επεσήμανε το 1993 πως «γι’ αυτό ακριβώς (αλλά και για άλλους επιπλέον λόγους) ο ως άνω πειθαρχικός έλεγχος στις ποινικές υποθέσεις είναι έργο πολύ περισσότερο δυσχερές, ευπαθές και λεπτό από ό,τι είναι στις πολιτικές υποθέσεις και εμφανίζει (σε σχέση με τον ως άνω πειθαρχικό έλεγχο στις πολιτικές υποθέσεις) μεγαλύτερους κινδύνους περιορισμού της δικαστικής ανεξαρτησίας, δια της τυχόν διερευνήσεως των ορίων του πειθαρχικού ελέγχου πέραν των ως άνω διαγραφέντων πλαισίων».
Οι διαφορετικές αποφάσεις για τη δικαστική ανεξαρτησία
Στην καθοριστική απόφαση του 1993, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ανέφερε χαραστηριστικά: «Από άποψη δικαστικής ανεξαρτησίας είναι προτιμότερη μια εσφαλμένη δικαστική απόφαση, η οποία είναι προϊόν της κατά συνείδηση αμερόληπτης δικαστικής κρίσεως του δικαστή, παρά μια ορθή δικαστική απόφαση, η οποία είναι προϊόν παντοειδών, εμφανών ή αφανών, επιδράσεων, παρεμβάσεων ή υποδείξεων οποιωνδήποτε τρίτων. Και τούτο διότι στη μεν πρώτη περίπτωση η κατά τρόπο αυθύπαρκτο και ανεπηρέαστο λειτουργία του ανθρωπίνου πνεύματος και της δικαστικής κρίσης και συνείδησης παρέχει βάσιμες ελπίδες μελλοντικής βελτιώσεως του δικαστή αυτού και ενισχύει την εμπιστοσύνη των δικαζομένων στον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης, ενώ αντιθέτως στη δεύτερη περίπτωση υπάρχει ο κίνδυνος εθισμού του δικαστή στην τακτική αυτή, με συνέπεια την βαθμηδόν απώλεια της εσωτερικής δικαστικής ανεξαρτησίας του και την ως εκ τού του δημιουργία δυσπιστίας στους δικαζομένους για τον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης».
Σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου του 1993 «κατά το πρώτον οι δικαστές δεν υποχρεούνται να ακολουθούν νομικούς κανόνες αποδείξεων, αλλά πρέπει να αποφασίζουν κατά την δική τους πεποίθηση, ακούοντας, για τον σκοπό αυτόν, την φωνή της συνειδήσεώς τους και οδηγούμενοι από την απροσωπόληπτη κρίση, που προκύπτει από τις συζητήσεις, για την αλήθεια των πραγματικών γεγονότων, για το αξιόπιστο των μαρτύρων και για την αξία των λοιπών αποδείξεων. Κατά το δεύτερο, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ρητά ο νόμος, το δικαστήριο κρίνει ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα και αποφασίζει κατά συνείδηση αν οι ισχυρισμοί είναι αληθινοί».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Θάνατος άστεγου σε εστιατόριο της Αθήνας: Ελεύθεροι, χωρίς όρους, οι τρεις εργαζόμενοι Πολεοδομία Ρόδου: Νέα εισαγγελική έρευνα για ξέπλυμα μαύρου χρήματος Αθώος ο youtuber Hayate – Δήλωση του συνηγόρου του Σάκη Κεχαγιόγλου: Άδικη η επί ένα χρόνο προσωρινή κράτηση Αγρίνιο: Κάθειρξη 27 χρόνων στον 53χρονο ιερέα για βιασμούς τριών ανηλίκων κοριτσιώνΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr