Απόφαση – βόμβα του Εφετείου για συμβασιούχους ορισμένου χρόνου: Υποχρεωτικά ίσος μισθός με τους μόνιμους υπαλλήλους – Πρέπει να απολαμβάνουν ακριβώς τα ίδια δικαιώματα
Οι συμβασιούχοι ορισμένοι χρόνου του ευρύτερου δημόσιου τομέα, δικαιώθηκαν από το Εφετείο καθώς δεν εισέπρατταν επιδόματα και άλλες απολαβές - Αναλύει ο Γιάννης Καρούζος
Ισότητα απολαβών και δικαιωμάτων πρέπει να απολαμβάνουν οι εργαζόμενοι του ευρύτερου δημόσιου τομέα αλλά κατ’ επέκταση και του ιδιωτικού, είτε απασχολούνται ως μόνιμοι, είτε ως συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου ή με άλλες μορφές όπως πχ συμβάσεις έργου.
Αυτό καθορίζει και περιγράφει η 1438/2023 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που κλήθηκε να αποφανθεί επί προσφυγής εργαζομένων τεχνικών, οδηγών, εργατών, που προσλήφθηκαν το 2018 με 8μηνες συμβάσεις, ορισμένοι όμως συνέχισαν να απασχολούνται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα μετά τη λήξη των συμβάσεών τους με προσωρινή διαταγή του Πρωτοδικείου Αθηνών.
Η εν λόγω απόφαση του εφετείου Αθηνών επικύρωσε απόφαση του Πρωτοδικείου (544/2022), με την οποία είχαν ήδη δικαιωθεί οι συμβασιούχοι, κατόπιν αγωγής που είχαν ασκήσει οι δικηγόροι Αθηνών Αναστάσιος Κυριακίδης και Θεόδωρος Φραντζέτης. Οι εν λόγω δικηγόροι ήδη από το 2018 ασχολούνται έντονα με το θέμα της ανισότητας στις αμοιβές των συμβασιούχων, έχοντας ασκήσει περισσότερες αγωγές για τον κλάδο αυτό των εργαζομένων. Είναι πεποίθησή τους ότι το προστατευτικό πλαίσιο του ευρωπαϊκού δικαίου παραβιάζεται έντονα από τέτοιες πρακτικές και η προσφυγή στη δικαιοσύνη είναι μονόδρομος για την προάσπιση των δικαιωμάτων των συμβασιούχων που ομολογουμένως αμείβονται με κλάσμα της αμοιβής των μονίμων συναδέλφων τους.
Η δικαστική απόφαση, όπως εξηγεί στο dikastiko.gr ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος, ουσιαστικά λέει:
-πως εφόσον οι εργαζόμενοι είχαν το ίδιο αντικείμενο εργασίας με το μόνιμο προσωπικό της εναγόμενης των ίδιων ειδικοτήτων, εργάζονταν με το ίδιο ωράριο, είχαν τους ίδιους -κοινούς- προϊσταμένους, στους ίδιους τόπους απασχόλησης, εκτελώντας τις ίδιες εργασίες που προβλέπονται από τον κανονισμό προσωπικού της εναγόμενης ως καθήκοντα των μονίμων εργαζομένων πρέπει να έχουν ίδιες απολαβές
– δηλαδή να αμείβονται με τον ίδιο τρόπο, να λαμβάνουν όλα τα επιδόματα που προβλέπονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας για τους μονίμους εργαζομένους και συγκεκριμένα το οικογενειακό επίδομα, το επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, το επίδομα ειδικότητας, το ειδικό επίδομα ποσοστού επί του αθροίσματος βασικού μισθού και χρονοεπιδόματος εκ της σ.σ.ε. του έτους 1982, και το επίδομα φύλαξης παιδιών, οι οικειοθελείς παροχές της εναγόμενης προς τους εργαζομένους με σύμβαση αορίστου χρόνου, ήτοι οι διατακτικές τροφής και επίδομα βαρέων οχημάτων
– Η δικαστική απόφαση δέχθηκε ότι η ρήτρα 4 σημείο 1 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που προσαρτήθηκε στην Οδηγία 1999/70/Ε.Κ., απαγορεύει οποιαδήποτε μη αντικειμενικώς δικαιολογημένη διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου όσον αφορά τους όρους απασχολήσεως. Απαγορεύεται δηλαδή η διάκριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου έναντι των αντιστοίχων αορίστου χρόνου, ιδιωτικού και δημοσίου, και στο πεδίο των αμοιβών, παροχών και δικαιωμάτων. Η δυσμενής μεταχείριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου είναι, λοιπόν, ανεπίτρεπτη εφόσον δεν υφίσταται αντικειμενική προς τούτο δικαιολόγηση.
Ολόκληρο το άρθρο του Γιάννη Καρούζου, έχει ως εξής:
“Απαγορευμένη η άνιση μισθολογική μεταχείριση εργαζομένων ορισμένου χρόνου
Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο και λαμβάνει χώρα κατά κόρον, συμβασιούχοι εργαζόμενοι σε εταιρείες του ευρύτερου δημόσιου τομέα – και όχι μόνο- να αμείβονται λιγότερο από το μόνιμο προσωπικό, να αποκλείονται από επιδόματα και από οικειοθελείς παροχές. Τούτο, παρά το γεγονός ότι συμβασιούχοι και μόνιμο προσωπικό απασχολούνται ακριβώς στα ίδια καθήκοντα και υπό τις ίδιες συνθήκες εργασίες.
Η πρόσφατη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με αριθμό 1438/2023 κρίνοντας μία τέτοια περίπτωση δέχθηκε ότι είναι απαγορευμένη κάθε άνιση μισθολογική μεταχείριση εργαζομένων ορισμένου χρόνου, μόνο εκ του γεγονότος ότι οι εργαζόμενοι αυτοί απασχολούνται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι ενάγοντες άσκησαν κατά της εναγομένης εργοδότριας εταιρείας αγωγή υποστηρίζοντας ότι προσλήφθηκαν το έτος 2018 από την εναγομένη ως τεχνικοί, οδηγοί και εργάτες, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου διάρκειας οκτώ μηνών, ορισμένοι όμως συνέχισαν να απασχολούνται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα μετά τη λήξη των συμβάσεών τους με προσωρινή διαταγή του Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως ειδικότερα αναφέρεται για τον καθένα από τους ενάγοντες στο δικόγραφο. Ότι σε όλη τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης τους είχαν το ίδιο αντικείμενο εργασίας με το μόνιμο προσωπικό της εναγόμενης των ίδιων ειδικοτήτων, εργάζονταν με το ίδιο ωράριο, τους ίδιους —κοινούς— προϊσταμένους, στους ίδιους τόπους απασχόλησης, εκτελώντας τις ίδιες εργασίες που προβλέπονται από τον κανονισμό προσωπικού της εναγόμενης ως καθήκοντα των μονίμων εργαζομένων. Ότι για την απασχόλησή τους αυτή δεν αμείβονταν με τον ίδιο τρόπο όπως οι εργαζόμενοι με σύμβαση αορίστου χρόνου, αφού δεν τους χορηγούνταν όλα τα επιδόματα που προβλεπόταν από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας για τους μονίμους εργαζομένους, και συγκεκριμένα το οικογενειακό επίδομα, το επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, το επίδομα ειδικότητας, το ειδικό επίδομα ποσοστού επί του αθροίσματος βασικού μισθού και χρονοεπιδόματος εκ της σ.σ.ε. του έτους 1982, και το επίδομα φύλαξης παιδιών, ενώ επιπλέον δεν τους χορηγούνταν και οι οικειοθελείς παροχές της εναγόμενης προς τους εργαζομένους με σύμβαση αορίστου χρόνου, ήτοι οι διατακτικές τροφής και επίδομα βαρέων οχημάτων.
Επί των αγωγικών ισχυρισμών η δικαστική απόφαση δέχθηκε ότι η ρήτρα 4 σημείο 1 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που προσαρτήθηκε στην Οδηγία 1999/70/Ε.Κ., απαγορεύει οποιαδήποτε μη αντικειμενικώς δικαιολογημένη διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου όσον αφορά τους όρους απασχολήσεως.
Ενόψει της ρήτρας 4 της Οδηγίας, απαγορεύεται η διάκριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου έναντι των αντιστοίχων αορίστου χρόνου, ιδιωτικού και δημοσίου, και στο πεδίο των αμοιβών, παροχών και δικαιωμάτων.
Η δυσμενής μεταχείριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου είναι, λοιπόν, ανεπίτρεπτη εφόσον δεν υφίσταται αντικειμενική προς τούτο δικαιολόγηση. Ειδικά, η μη καταβολή των ανωτέρω επιδομάτων στο έκτακτο προσωπικό της εργοδότριας εταιρείας ενώ αυτά καταβάλλονταν στο μόνιμο (τακτικό) προσωπικό της παραβιάζει την αρχή της ισότητας και την απαγόρευση διακρίσεων μεταξύ εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου και αορίστου χρόνου, χωρίς η διάκριση αυτή να μπορεί να δικαιολογηθεί από κάποιο γενικότερο ή κοινωνικό συμφέρον.
Για την αποκατάσταση της ανισότητας, οι συμβασιούχοι εργάτες και οδηγοί έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν τις παροχές που αναφέρθηκαν, στο ποσοστό και με τον τρόπο με τον οποίο αυτές χορηγούνταν στο μόνιμο προσωπικό με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου.
Διευκρινίζεται ότι μόνη η έλλειψη «μονιμότητας», η επίκληση του προσωρινού χαρακτήρα της απασχόλησης, η μικρή διάρκεια απασχόλησης, η διαφορετικότητα στις συνθήκες εξέλιξης ή ακόμη και η τυχόν διαφορετική διαδικασία πρόσληψης δεν συνιστούν δικαιολογητικό λόγο διάκρισης μεταξύ των εργαζομένων ορισμένου χρόνου και των εργαζομένων αορίστου χρόνου.
Οποιαδήποτε διάκριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου έναντι των αντιστοίχων αορίστου χρόνου στο πεδίο των αμοιβών, παροχών και δικαιωμάτων συνδεόμενη με το γεγονός ότι απασχολούνται με σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (π.χ. «εκ του νόμου χαρακτηρισμός της σχέσεως ως έργου», «ορισμένου χρόνου») ή με στοιχεία που βρίσκονται σε συνάρτηση, δηλαδή που είναι σύμφυτα προς το γεγονός αυτό(π.χ. διαφορετική διαδικασία πρόσληψης, διαφορετικές συνθήκες υπηρεσιακής εξέλιξης, έλλειψη «μονιμότητας», διαφορετικές συνθήκες λύσης της εργασιακής σχέσης κ.λπ.) αντίκειται ευθέως στη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου (Απόφαση Δ.Ε.Κ. της 17.5.1990 στην υπόθεση C-262/1988, Barber/Guardian Royal Exchange Assurance Group, Συλλ. 1990, σ. I-1889, Απόφαση Δ.Ε.Κ. της 30ής Μαρτίου 2000 στην υπόθεση C236/1998, Jamo, Συλλ. 2000, σ. 1-2189, σκέψη 43, Απόφαση Δ.Ε.Κ. της 6ης Απριλίου 2000 στην υπόθεση C-226/1998, Jergensen, Συλλ. 2000, σ. I-2447, σκέψη 31, Απόφαση Δ.Ε.Κ. της 26ης Ιουνίου 2001 στην υπόθεση C-381/1999, Brunnhoffer, Συλλ. 2001,σ. I-4961, Απόφαση Δ.Ε.Κ. της 27ης Μαΐου 2004 στην υπόθεση C-285/02, ElsnerLakerberg, Συλλ. 2004, σ. I-5861, Απόφαση Δ.Ε.Κ. της 14ης Σεπτεμβρίου 2016 στην υπόθεση C-596/14, Νόμος, ad hoc Α.Π. 1643/2017).
Με την νομολογία του Δ.Ε.Κ. καθίσταται σαφές ότι η ρήτρα 4 σημείο 1 της συμφωνίας-πλαισίου απαγορεύει να αντιμετωπίζονται, όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου απλώς και μόνο διότι έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.
Ακολουθώντας την ανωτέρω ερμηνεία και εφαρμόζοντάς την σε περίπτωση «συμβασιούχων» του ευρύτερου δημοσίου τομέα ιδίως αναφορικά με παροχές μισθολογικής φύσεως που χορηγούντο μόνο σε «μονίμους», το Ανώτατο Ακυρωτικό (Α.Π. 1643/2017) έκρινε ότι «σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δικαιολογητικός της διάκρισης λόγος ο χαρακτηρισμός αυτός καθ’ εαυτόν της σχέσης ως ορισμένου χρόνου, ούτε και ο “εκ του νόμου” ειδικότερος χαρακτηρισμός της ενδεχομένως ως σύμβασης “μίσθωσης έργου” κ.λπ., ενώ υποκρύπτεται εξαρτημένη εργασία, αφού κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε ευθεία σύγκρουση με τον σκοπό και το πεδίο εφαρμογής της ρήτρας 4 της συμφωνίας πλαισίου».
Κατά την ίδια έννοια, δεν μπορούν κατ’ αρχήν να θεωρηθούν ως δικαιολογητικά της διάκρισης στοιχεία που είναι σύμφυτα με τη σύναψη τέτοιας σχέσης π.χ. η κατά κανόνα διαφορετική διαδικασία πρόσληψης των εργαζομένων ορισμένου χρόνου σε σχέση με τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου, οι διαφορετικές συνθήκες εξέλιξης η έλλειψη “μονιμότητας” αλλά μόνο η εργασία καθ’ εαυτήν, η φύση των καθηκόντων, οι συνθήκες παροχής της εργασίας, η αξία της κ.λπ.
Εξάλλου, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο χρόνος και ο τρόπος/διαδικασία πρόσληψης των εργαζομένων δεν αποτελούν λόγο απόκλισης ούτε καν από τη γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων.
Ακόμη, δεν αποτελεί αντικειμενικό λόγο διάκρισης η μικρή διάρκεια της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας ορισμένου χρόνου ή η περιστασιακή απασχόληση του εργαζομένου έστω και με συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας μίας ημέρας (Απόφαση Δ.Ε.Ε. της 22 Απριλίου 2010 στην υπόθεση C486/08, Z.L.Τ.)”.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
“Βόμβα” Κούγια για Ρούλα Πισπιρίγκου: “Έχει σοβαρή αυτοάνοση ασθένεια που μεταφέρεται στα παιδιά” – ΒΙΝΤΕΟ Μάχονται στα δικαστήρια για 22 χρόνια οι γονείς του 4χρονου Παναγιώτη, που έχασε τη ζωή του το 2001 – Η απόφαση του ΕΔΔΑ και η προσφυγή στην Ολομέλεια Κύκλωμα εκβιαστών: Φέρονται να έδειραν επιχειρηματία μετά από απαίτηση αστυνομικών – Αποτροπιασμό προκαλούν οι συνομιλίες – ΒΙΝΤΕΟ Το ΣτΕ “ελέγχει” το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου για τις εκλογέςΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr